Άνυα: Το Πέρασμα (Mέρος 4ο)

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Για μια στιγμή που φάνηκε να κρατάει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι κράτησε στην πραγματικότητα, ο Ορφέας ένιωσε εντελώς μόνος. Η νύχτα είχε πέσει κι αυτός βρισκόταν μακριά από το σπίτι, πολλά χιλιόμετρα από την Αθήνα. Σε ποιο μέρος είχαν σταματήσει δεν ήξερε, ενώ δεν είχε ιδέα πόσο κοντά ήταν η Άνυα. Μέχρι στιγμής, ο Άντι είχε αποδειχτεί καλός οδηγός αλλά το γεγονός ότι ξεχνούσε και μπερδευόταν είχε αρχίσει να ανησυχεί τον Ορφέα. Κι αν χάνονταν; Αν έπεφταν σε κάποιο μπλόκο της αστυνομίας; Ακόμα χειρότερα, αν έπεφταν μέσα σε κανένα χαντάκι; Όπως κι αν είχε το πράγμα, το καθένα από αυτά τα ενδεχόμενα (με εξαίρεση ίσως το τελευταίο) φάνταζαν προτιμότερα από το να γυρνούσε πίσω στη Νίτσα και τους Λεγάμενους.

Ο Άντι σφύριζε έναν χαρούμενο σκοπό καθώς έκανε την ανάγκη του παραπέρα, ενώ την ίδια στιγμή ο Ζαχαρίας πλησίαζε τον Ορφέα κουτσαίνοντας. Στο ένα χέρι κρατούσε μια σακούλα με βιβλία και στο άλλο ένα μπουκάλι ουίσκι. Ο Ορφέας πρόσεξε άλλο ένα ολόιδιο μπουκάλι στη μασχάλη του γέρου καθώς ήρθε δίπλα του, ακουμπώντας τα βιβλία στο καπό του Ρόβερ.

«Μου τα φέρνει ο γαμπρός μου», είπε αφήνοντας το ένα μπουκάλι δίπλα στη σακούλα με τα βιβλία. «Το ξέρει ότι πίνω μόνο ούζο, αλλά δεν βάζει μυαλό. Δε βαριέσαι, τα δίνω σε αυτόν τον μουρλό, τον Άντι. Κι αυτός μου φέρνει πράγματα όποτε περνάει από δω, κυρίως όποτε έρχεται από την Άνυα και την Καραβούπολη. Σήμερα δεν ξέρω αν μου έχει φέρει κάτι».

 Ακούγοντας για την Άνυα ο Ορφέας χάρηκε, πιστεύοντας πως βρίσκονταν σε καλό δρόμο.

«Λοιπόν, νεαρέ», τον ρώτησε ο Ζαχαρίας, «πρώτη φορά στην Αρκαδία;»

«Στην Αρκαδία;» παραξενεύτηκε ο Ορφέας κοιτάζοντας γύρω του. «Εδώ φτάσαμε;»

«Όχι ακόμα. Αλλά εκεί δεν πάτε;»

«Στην Άνυα πάμε».

«Ε, και η Άνυα πού βρίσκεται, νομίζεις;»

Στην Αρκαδία; Τι αστείο ήταν τώρα αυτό; Όχι πως ο Ορφέας είχε ποτέ ιδιαίτερη κλίση στο μάθημα της Γεωγραφίας αλλά από όσο θυμόταν η Αρκαδία φημιζόταν για τα βουνά και όχι για τις παραλίες της, όπως επίσης για τη μόνιμη κακοκαιρία, τη συννεφιά και τη βροχή με το τουλούμι.

 «Δηλαδή», ρώτησε τώρα απογοητευμένος, «η Άνυα είναι στην Αρκαδία;»

«Αυτό δεν λέμε τόση ώρα;» είπε ο γέρος. «Μην τα μπερδεύεις όμως, δεν μιλάμε για την Αρκαδία που ξέρουν όλοι, κάτω στην Πελοπόννησο. Λέμε για την άλλη Αρκαδία, τη μυθική, την παραδεισένια, αυτή που ζωγράφιζαν κάποτε οι Φιλέλληνες και υμνούσαν οι ποιητές. Εκεί που σαλπάρει η Αλβιόνα, το καράβι στον ουρανό».

«Ο Άντι είπε πως είδε ένα τέτοιο καράβι πριν από λίγο», είπε ο Ορφέας.

«Είναι η Αλβιόνα, έτσι το λένε το πλοίο. Πάει κι έρχεται, πάει κι έρχεται... κάθε καλοκαίρι από τα μισά του Ιούνη μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο βουτά απ’ τα ουράνια σαν πεφταστέρι. Δεν το βλέπουν όλοι όμως. Πρέπει να είσαι αλαφροΐσκιωτος για να το δεις... ή σουρωμένος».

«Αλαφρο-τι;»

«Αλαφροΐσκιωτος. Τι, δεν το έχεις ξανακούσει; Είναι εκείνος που βλέπει νεράιδες, ξωτικά και πνεύματα. Έχεις δει εσύ τίποτα από αυτά;”

 Ο Ορφέας κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Να γιατί δεν είδες το καράβι. Δεν πειράζει, από του χρόνου θα το βλέπεις κι εσύ. Τώρα, τι είναι η Αλβιόνα και από πού έρχεται, μη με ρωτήσεις. Ούτε κι εγώ ξέρω να σου πω. Το μόνο σίγουρο είναι πως πάει στην Αρκαδία».

«Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι η Αρκαδία», είπε ο Ορφέας.

«Κι ούτε πρόκειται», είπε ο γέρο-ερημίτης. «Είναι μυστικό μέρος, νεαρέ, όμορφο αλλά και επικίνδυνο. Να προσέχεις εκεί που θα πας, μην ξεθαρρεύεις και μην αφήσεις τα μυαλά σου να πάρουν αέρα. Δεν είναι όλα τα πλάσματα εκεί φιλικά προς τον άνθρωπο».

Τότε, έσκυψε πιο κοντά στον Ορφέα και είπε:

«Ειδικά οι λύκοι».

Κάτι στον τρόπο ομιλίας του Ζαχαρία έκανε τον Ορφέα να ανατριχιάσει. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Άντι μιλώντας χαρωπά, κι αυτό έκανε τον Ορφέα να αισθανθεί καλά και πάλι.

«Ουίσκι!» φώναξε ο Άντι βλέποντας τα δύο μπουκάλια. «Πολύ ουίσκι!»

«Έχε χάρη που έχεις το παλικάρι μαζί σου», του είπε ο Ζαχαρίας. «Αλλιώς δεν θα σου ‘δινα ούτε το κάτουρο μου να πιεις. Λοιπόν, πάρε τούτο για τον δρόμο και αυτό για το πράσινο σαράβαλο σου».

Ο Άντι τον ευχαρίστησε και άνοιξε το καρμπιρατέρ. Στη συνέχεια άνοιξε το ένα μπουκάλι και άρχισε να αδειάζει το περιεχόμενο μέσα μιλώντας -πού αλλού- στο αυτοκίνητο.

«Μα τι κάνει;» ρώτησε ο Ορφέας τον Ζαχαρία.

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

«Ποτίζει το αμάξι του με ουίσκι. Δεν ξέρω ποιος διάολος το έφτιαξε αυτό το πράγμα, πάντως βενζίνη δεν παίρνει. Όμως μη φοβάσαι, τόσα χρόνια που τον ξέρω αυτόν τον τρελάρα, τον Ιρλανδό, πάντα αυτό το αμάξι οδηγάει. Ποτέ δεν έπαθε τίποτα. Α, και μην τρομάξεις άμα τον δεις να πίνει πάνω στο τιμόνι. Ξεμέθυστο να τον φοβάσαι. Δεν ξέρω πώς στον κόρακα τα καταφέρνει, πάντως είναι ο μόνος άνθρωπος που οδηγάει καλά όταν μεθάει. Ίσως να είναι το αμάξι. Γι’ αυτό λοιπόν, αν δεν θέλεις σε πετάξει σε κανέναν γκρεμό, άσ’ τον να πιει».

Αφού ο Ρόβερ, το αμάξι, γέμισε με το ασυνήθιστο καύσιμο που του έβαλε ο οδηγός του, ταρακουνήθηκε και τα αλάρμ μπήκαν σε λειτουργία μαζί με το ραδιόφωνο. Ο Ορφέας κοιτούσε σαστισμένος, ενώ ο Άντι άνοιξε το δεύτερο μπουκάλι με το ουίσκι και ήπιε μια γουλιά λέγοντας πρώτα:

 «Cheers mates! Στην υγειά σας!»

 «Κούνια που σε κούνιαγε, τρελάρα...», είπε ο Ζαχαρίας και στράφηκε στον Ορφέα. «Εσύ μικρέ, οδηγείς;»

«Όχι βέβαια».

«Ουαί κι αλίμονο σου αν πιεις πριν οδηγήσεις. Άσε αυτόν να κάνει τα δικά του -εκείνος ξέρει. Εσύ και η παρέα σου, όταν θα μπαίνετε σε αμάξι, να είστε νηφάλιοι».

«Φεύγουμε, laddie», είπε ο Άντι φορτώνοντας τον Ρόβερ με τα βιβλία του Ντάνσεν. «Ο Ρόβερ δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Καλό βράδυ Καρχαρία! Να προσέχεις».

«Εσύ να προσέχεις ζωντόβολο», του απάντησε ο Ζαχαρίας. «Το παιδί και τα μάτια σου».

Με ένα δειλό “γεια σας” ο Ορφέας μπήκε στο αμάξι και έδεσε τη ζώνη του. Ο γέρος πλησίασε στο παράθυρο για να τον χαιρετήσει.

«Δεν μου είπες πώς σε λένε, μικρέ», είπε ο Ζαχαρίας και ξύστηκε.

«Ορφέα».

«Μμμ...», κούνησε το κεφάλι ο γέρος, «αρχαίο όνομα. Καλό αυτό. Τα Ξωτικά θα σε συμπαθήσουν. Αλλά καλύτερα μην αρχίσεις τα πάρε-δώσε μαζί τους. Έχουν κάτι γυναίκες που...»

ΒΡΟΥΥΥΥΜΜΜ έκανε ο Ρόβερ μόλις ο Άντι πάτησε το γκάζι, πνίγοντας τη γκρινιάρικη φωνή του Ζαχαρία. Και να σου η μουσική στη διαπασών και ο Ορφέας να αναπηδά στο κάθισμα δυο φορές ξαφνιασμένος.

«Έχε γεια Καρχαρία!» γκάριξε κι ο Άντι πάνω από γκάζια, μουσική και κόρνες. Πρόσθεσε κάτι στη γλώσσα του, που το κατάλαβε μόνο ο ίδιος, έλυσε χειρόφρενο και το αμάξι τινάχτηκε με ορμή.

«Α καλά...», μουρμούρισε ο Ζαχαρίας βλέποντας τον Ρόβερ να χάνεται στα σκοτάδια. Του φάνηκε πως είδε τον Ορφέα να βγαίνει από το παράθυρο και να τον χαιρετά. «Τους λύκους πρόσεχε μικρέ! Τους λύκους!»

«Και τώρα πού πάμε;» ρώτησε ο Ορφέας χοροπηδώντας στο κάθισμα, όχι από τη χαρά του, αλλά από το ανώμαλο έδαφος που έκανε τον Ρόβερ να μοιάζει με πουλάρι. Οδηγούσαν σε έναν στενό χωματόδρομο που περνούσε μέσα από τα χωράφια.

«Στο βουνό», απάντησε ο Άντι. «Εκεί που έπεσε το καράβι. Κάτω-κάτω έχει ένα τούνελ».

Συνέχισαν για λίγο και μετά σταμάτησαν με ένα απότομο φρενάρισμα. Μπροστά τους μια μεγάλη πινακίδα που έγραφε “ΤΕΛΟΣ ΔΡΟΜΟΥ-ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΕΡΓΑ” τους έφραζε τον δρόμο.

«Κάνεις πλάκα, έτσι; Βρεθήκαμε σε αδιέξοδο...»

«Όχι βέβαια», είπε ο Άντι και άνοιξε την πόρτα. «Αυτό είναι για τους άλλους. Εμείς συνεχίζουμε».

«Μα δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα. Πού πας;»

«Βάλε ένα χεράκι να την κουνήσουμε. Ο Καρχαρίας βάζει την πινακίδα για να μην ανακαλύψουν το πέρασμα για την Αρκαδία. Είναι πλανητική».

«Είναι τι;» ρώτησε ο Ορφέας κατεβαίνοντας από το αμάξι. «Πλανητική;»

 «Παπα... παπα... πανα...»

 «Κατάλαβα», είπε ο Ορφέας. «Παραπλανητική».

Ο Άντι συνέχισε να προσπαθεί να πει σωστά τη λέξη, αλλά είτε έκανε απανωτά σαρδάμ είτε έλεγε σκέτο πλανητική, χωρίς το παρά.

«Θα αρχίσω να πιστεύω στους εξωγήινους με όλα αυτά που έχω ακούσει σήμερα», είπε ο Ορφέας βοηθώντας τον Άντι να μετακινήσουν την πινακίδα.

«Καλά είναι εδώ», είπε ο Άντι ξεφυσώντας. «Θα έρθει ο Καρχαρίας αύριο και θα τη βάλει στη θέση της. Πάμε!»

Μπήκαν ξανά στο αμάξι και συνέχισαν τον δρόμο τους στα σκοτάδια μέσα από λακκούβες, πέτρες και χώματα.

Μετά την πινακίδα, εκτός από τον δρόμο που χαμήλωνε, στένευε και η κοιλάδα. Αριστερά και δεξιά δεν υπήρχαν τώρα χωράφια, αλλά βουνά.

«Τον χειμώνα δεν βγαίνεις από ‘δω», εξήγησε ο Άντι. «Γίνεται ποτάμι. Μόνο το καλοκαίρι περνάμε επειδή το ποτάμι ξυρίζεται».

«Ξεραίνεται», τον διόρθωσε ο Ορφέας. «Μα πώς στο καλό το βρήκατε αυτό το μέρος;»

«Ο μπαμπάς σου το ήξερε. Στην αρχή ήρθαμε με τα πόδια εδώ από την εθνική. Μετά φέραμε και τον Ρόβερ».

«Δεν βλέπω την τύφλα μου...», σχολίασε ο Ορφέας κοιτώντας γύρω του τον μαύρο όγκο των βουνών και τα μικροσκοπικά αστέρια που έλαμπαν από πάνω τους. Μα ήταν ακόμα πιο σκοτεινά όταν μπήκαν μέσα στο τούνελ.

Δεν ήταν συνηθισμένη σήραγγα. Ούτε φώτα είχε, ούτε σημάνσεις ούτε και άσφαλτο για να περάσουν τροχοφόρα. Αν κάτι το έκανε να μοιάζει με όλα τα άλλα τούνελ, ήταν ο αντίλαλος από τις ρόδες και τη μουσική.

«Ανηφόρα, ανηφόρα, ανηφόρα...», μουρμούριζε τραγουδιστά ο Άντι.

«Σαν να είμαστε στη σπηλιά του Μπάτμαν», είπε ο Ορφέας. «Έι, τι είναι αυτό το φως μπροστά μας;»

Ο Άντι χαμογέλασε. Ήταν ένα φως που μεγάλωνε και μεγάλωνε. Ένα φως χρυσό και κόκκινο μαζί, που όσο πήγαινε γινόταν ολοένα και πιο εκτυφλωτικό.

«Αυτό, laddie», είπε, «είναι η έξοδος. Φτάσαμε!»

Και τότε, τσουπ! Ο Ρόβερ βγήκε από το τούνελ και βρέθηκε σε μια μικρή χαράδρα. Ο Ορφέας έμεινε το στόμα ανοιχτό βλέποντας ποια ήταν η πηγή του φωτός που έβλεπε από τη σήραγγα.

Ήταν ο ήλιος! Ο ήλιος της Αρκαδίας, που έδυε χρυσός κάτω από κόκκινα σύννεφα!

«Μα... μα... μα ήταν νύχτα!», είπε ο Ορφέας αντικρίζοντας το ηλιοβασίλεμα. «Είχε νυχτώσει πολύ πριν φτάσουμε στον Ζαχαρία!»

«Έχουμε κάμποσες ώρες διαφορά», είπε ο Άντι. «Εδώ είναι ακόμη μέρα. Όι, κοίτα εκείνο το βουνό. Με τι σου μοιάζει;»

Ο Ορφέας κοίταξε στα αριστερά του δρόμου και είδε το πελώριο βουνό. Είχε το σχήμα μιας αρκούδας που προσπαθούσε με το ένα της χέρι να αγγίξει τον ουρανό.

«Δεν μπορεί...», ψέλλισε ο Ορφέας. «Αυτό το βουνό είναι σαν αρκούδα».

«Και οι λόφοι πίσω της σαν αρκουδάκια!», είπε ο Άντι. «Να και ο δρόμος. Από εδώ θα πάμε στον κεντρικό».

 Και χτυπώντας τον Ορφέα στον ώμο, είπε με βροντερή φωνή:

«Λοιπόν, Μορφέα, καλώς ήρθες στην Αρκουδία!»

Ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Το ταξίδι είχε πάρει αλλιώτικη τροπή, σχεδόν μαγική. Πώς γινόταν να έβλεπαν ξανά τον ήλιο, ενώ νωρίτερα τον είχαν δει να δύει; Πάντα ο Ορφέας αναρωτιόταν πώς γίνεται να είναι νύχτα στην Αθήνα και μέρα στη Σουηδία, μόνο που η Σουηδία βρισκόταν μίλια μακριά, ενώ η Αρκαδία μόλις λίγα χιλιόμετρα. Εκτός κι αν εκείνο το τούνελ ήταν μαγικό και οδηγούσε...

...πού; Στην άλλη άκρη της Γης; Στο κέντρο της, μήπως; Έβγαζε στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό; Παλιότερα, ένας συμμαθητής του υποστήριζε ότι, σύμφωνα με περιοδικά και βιβλία που διάβαζε σωρηδόν, η Γη ήταν κούφια και μέσα της υπήρχε ήλιος και όχι πυρήνας και ότι ο Χίτλερ είχε στήσει κάπου εκεί μυστικές βάσεις και είχε κλέψει τη μυστική τεχνολογία των... εσωγήινων. Όλα αυτά ακούγονταν εντελώς αστεία στον Ορφέα. Να όμως που ήρθε η σειρά του να μοιραστεί μια απίστευτη ιστορία. Είχε βρεθεί σε έναν άλλον κόσμο, περνώντας από ένα μικρό τούνελ, στο κάθισμα ενός πράσινου αυτοκινήτου που λειτουργούσε με ουίσκι και φορούσε ιρλανδέζικο καπέλο.

Κι όμως, όλα γύρω του τού φαίνονταν εντελώς φυσιολογικά. Η εθνική οδός, οι σημάνσεις, η φύση, ο ουρανός, η θάλασσα και τα κύματα. Τα αυτοκίνητα ήταν κανονικά, έτρεχαν πάνω στον δρόμο χωρίς να πετούν ή να ανυψώνονται, όπως θα πίστευε κανείς ότι θα ίσχυε σε μια άλλη διάσταση. Και οι άνθρωποι που είδε καθώς ο Ρόβερ προσπέρασε ένα βενζινάδικο, ήταν επίσης φυσιολογικοί, χωρίς μακρουλά αυτιά, πράσινες κεραίες ή κατάμαυρα μάτια. Όμως την εταιρία “Καλλιστώ” που είχε για σύμβολο πέντε αστεράκια και στην οποία ανήκε το πρατήριο, δεν την είχε ξανασυναντήσει. Ούτε και οι δίδυμες πόλεις με το όνομα Αλκυονίδες που βρήκαν παρακάτω -η μια ορεινή και η άλλη παραθαλάσσια- του έλεγαν κάτι, ενώ απόρησε όταν είδε ένα εργοστάσιο μπύρας με την επωνυμία “Ελάτη” λίγο πιο έξω από την πόλη.

Άλλο βουνό σε σχήμα ζώου δεν είδε, όμως σε ένα λιμάνι από όπου έφευγαν φέρι για κάτι νησάκια στο βάθος του ορίζοντα, είδε ένα άγαλμα κάποιου νέου που καβαλούσε ένα τεράστιο δελφίνι. Αυτός πρέπει να ήταν ο Αρίωνας από τον γνωστό μύθο, μιας και η μικρή εκείνη πόλη είχε το ίδιο όνομα.

Art by http://w-e-z.deviantart.com/

Art by http://w-e-z.deviantart.com/

Γενικά, όλα έμοιαζαν εντελώς φυσιολογικά σε εκείνο το μέρος που λεγόταν Αρκαδία. Καθώς το ταξίδι συνεχιζόταν προσπέρασαν φορτηγά, τροχόσπιτα και αυτοκίνητα με μπαγκάζια, χωριουδάκια χτισμένα σε πλαγιές ή μπροστά από τη θάλασσα, πρατήρια καυσίμων, ξενοδοχεία και μοτέλ και γενικώς, ό,τι μπορεί να συναντήσεις στους μεγάλους δρόμους της Ελλάδας.

Μόνο που τώρα ο Ρόβερ, ο Άντι και ο Ορφέας βρίσκονταν σε μια άλλη Ελλάδα, ανεξερεύνητη και άγνωστη στους περισσότερους Έλληνες. Και είχε να δει πολλά ακόμα!

Είχε περάσει γύρω στη μία ώρα από τότε που πέρασαν το τούνελ για την Αρκαδία. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά πάνω από την ήρεμη πλάση κι ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Ο Ρόβερ συνέχιζε ακάθεκτος την πορεία του περνώντας ανηφόρες, κατηφόρες και πολλές πολλές στροφές. Ο Ορφέας είχε αρχίσει να κουράζεται και να ζαλίζεται επικίνδυνα, ενώ ο Άντι, έχοντας κατεβάσει το μισό μπουκάλι, ήταν μια χαρά οδηγώντας υπό τη συνοδεία της αγαπημένης του μουσικής. Τον είχε ενοχλήσει κάπως το γεγονός ότι δεν είχε ευθείες να τρέξει, αλλά και οι στροφές ήταν για αυτόν μια καλή ευκαιρία για να φέρει στα ίσα το μεθυσμένο του μυαλό. Το αμάξι έπαιζε ακόμα ιρλανδέζικα μόνο που τώρα ο Άντι είχε αλλάξει κασέτα και είχε βάλει μπαλάντες και χαλαρά τραγούδια, τα οποία και συνόδευε με τη γαϊδουροφωνάρα του:

«Low lie the fields of Athenry, where once we watched the small free birds fly...»

«Νιώθω λες και είμαι σε κάποια ιρλανδέζικη παμπ κι έχω πιει τα κέρατα μου...», είπε ο Ορφέας. «Όλα γυρίζουν πάνω κάτω, αριστερά δεξιά...»

«Τι είπες, laddie;» ρώτησε ο Άντι, αναγκάζοντας τον Ορφέα να επαναληφθεί. «Κι εγώ έτσι νιώθω! Φοβερό, ε Μορφέα;»

«Εγώ όμως δεν είμαι συνηθισμένος σε αυτά τα κόλπα. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Μπορούμε τουλάχιστον να πηγαίνουμε λίγο πιο σιγά;»

«Σιγά πηγαίνουμε», τον ενημέρωσε ο Ιρλανδός. «Ο Ρόβερ κουράστηκε».

«Νομίζω πως θα κάνω εμετό...». είπε ο Ορφέας που τώρα είχε αρχίσει να χλομιάζει.

«Α, όχι από τώρα laddie! Κρατήσου για την Άνυα. Απόψε θα πιούμε και θα γλεντήσουμε στην παραλία!»

«Σε παρακαλώ, ας μη μιλάμε για ποτό εντάξει; Το στομάχι μου είναι χάλια».

«Κάνε υπομονή, laddie. Δεν θέλουμε πολύ ακόμα. Σε λίγο θα είσαι με τον μπαμπά σου».

Από αυτή τη σκέψη κρατήθηκε ο Ορφέας, για να καταπολεμήσει τη ζαλάδα. Σε λίγη ώρα, έπειτα από τόσον καιρό, θα αντάμωνε με τον πατέρα του. Θα πήγαινε στην Άνυα και θα έκανε διακοπές. Το όνειρό του θα έβγαινε αληθινό, είχε ήδη ξεκινήσει να παίρνει ζωή σε αυτό το ξέφρενο ταξίδι παρέα με τον Άντι, που τώρα τραγουδούσε χαρούμενος και ευτυχισμένος τους σημαδιακούς στίχους του Molly Malone: 

 «Alive alive oh, alive alive oh, crying... alive alive oh

Κάποια στιγμή, οι στροφές τελείωσαν και το αμάξι μπήκε πάλι σε ομαλό δρόμο -ευκαιρία για τον Άντι να πατήσει λίγο παραπάνω το γκάζι. Ο Ορφέας, αν και η ζάλη δεν τον είχε εγκαταλείψει πλήρως, γλίτωσε στο τσακ τον εμετό και πια καθόταν σιωπηλός κοιτώντας μέχρι εκεί που έφταναν τα φώτα του Ρόβερ.

«Πόσο ακόμα για την Άνυα;»

«Όχι πολύ. Να, δες. Τα βλέπεις εκείνα τα φωτάκια στο βουνό; Είναι τα Μεμιγκοχώρια. Κοντεύουμε. Σε μισή ώρα φτάνουμε».

«Τι είναι πάλι τα Μεμιγκοχώρια;»

Ο Άντι προσπάθησε να πει σωστά το όνομα, αλλά χρειάστηκε αρκετές φορές για να το καταφέρει. Τα έλεγαν Μυρμηγκοχώρια και ήταν ένα σύμπλεγμα από τέσσερα χωριά που ήταν χτισμένα στην τοποθεσία Μερμηγκιές, που ονομάστηκε έτσι χάρη στις πολλές τρύπες που υπήρχαν πάνω στις πλαγιές. Τα καλοκαίρια δεν είχε πολύ κόσμο στα Μυρμηγκοχώρια, αντίθετα με τον χειμώνα όπου είχε αρκετές δουλειές. Ο Άντι καμάρωνε πως είχε βοηθήσει σε διάφορες αγροτικές εργασίες μαζί με τον πατέρα του Ορφέα, αλλά τόνισε πως η μπύρα των χωριών εκείνων ήταν η χειρότερη σε όλη την επικράτεια.

«Εκεί τη βγάζουμε τον χειμώνα με το μπαμπά σου. Έχει δουλειά και λεφτά εκεί. Κακή μπύρα, αλλά καλό τσίπουρο. Μόνο τσίπουρο, τίποτα άλλο».

Ο Ορφέας έβγαλε λίγο το κεφάλι από το παράθυρο. Η μυρωδιά της θάλασσας έφτασε στα ρουθούνια του και τον έκανε να νιώσει καλύτερα. Δεν μπορούσε να διακρίνει την ακρογιαλιά μες στο σκοτάδι, μα ένιωθε πως η Άνυα ήταν κοντά και η αγωνία του ολοένα και μεγάλωνε.

Ένα τέταρτο αργότερα, κι ενώ ο Ορφέας χάζευε απ’ έξω, περιμένοντας να δει κάποια πινακίδα που να οδηγούσε στον προορισμό τους, άκουσε τον Άντι να κάνει ένα “Ωωωω” και το αμάξι φρέναρε. Ο Ορφέας έγειρε μπροστά κι ένιωσε τον εμετό να φτάνει στο στόμα του.

 «Έι! Τι χαμπάρια;» μίλησε ο Ιρλανδός.

 «Άντι!», κάποιος φώναξε το όνομα του. «Γύρισες!»

Ο Ορφέας άκουσε τρεις διαφορετικές φωνές, δύο αντρικές και μια γυναικεία, να απαντούν με ενθουσιασμό στον Άντι. Η τελευταία μιλούσε αγγλικά, ενώ οι άλλοι ελληνικά, μα ο ένας από αυτούς τα μιλούσε πιο σπαστά κι από τον Ιρλανδό. Και καθώς πλησίασαν το αυτοκίνητο, ο Ορφέας είδε δύο νεαρούς, λίγο μεγαλύτερους σε ηλικία απ’ ό,τι ήταν ο ίδιος και μια κοπελίτσα γύρω στα δεκατέσσερα. Ήταν ολοφάνερο ότι γνώριζαν τον Άντι, και πως χαίρονταν που τον έβλεπαν μετά από αρκετό καιρό.

«Τι κάνετε εδώ πέρα;» ρώτησε τα παιδιά.

«Βόλτα», είπε εκείνος που μιλούσε ελληνικά. Τον έλεγαν Βύρωνα, ήταν ψηλός και στρουμπουλός με καρέ μαλλί και φορούσε μια μωβ μπλούζα με τη στάμπα ενός εξωγήινου. «Περπατούσαμε στον ελαιώνα, αλλά κάπως ξεμακρύναμε».

«Searching for aliens!», έκανε χαρούμενη η κοπέλα και ύστερα είπε κάτι στα γερμανικά, στα οποία και της απάντησε ο Άντι. Για μια στιγμή έγινε ένα γλωσσικό μπέρδεμα και όλοι γελούσαν, εκτός από τον Ορφέα, που δεν καταλάβαινε τίποτα εκτός του ότι δεν ένιωθε πολύ καλά με το κεφάλι και το στομάχι του.

«Μπείτε μέσα! Σας πάω παραλία», είπε ο Άντι.

«Έι, ποιο είναι το παιδί;» ρώτησε ο Βύρωνας, παρατηρώντας πως η θέση του συνοδηγού ήταν πιασμένη.

«Alien!», είπε ο Άντι μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να πει τη λέξη “εξωγήινος”.

 «Hi alien!», του είπε στα αστεία η κοπέλα. «You come in peace?»

 «Γεια...», έκανε ο Ορφέας.

«Δεν φαίνεσαι πολύ καλά», είπε ο Βύρωνας. Ο Ορφέας δεν απάντησε, μα ο Βύρωνας δεν φάνηκε να ενοχλείται. Κάθισε μαζί με τους άλλους δύο στα πίσω καθίσματα, προσπαθώντας να βολευτούν ανάμεσα σε άδεια μπουκάλια και σκόρπια πράγματα που άνηκαν στον Άντι.

«Πωωω... σαν ταβέρνα μυρίζει εδώ», σχολίασε ο Βύρωνας με μια ξινισμένη έκφραση. Παρόμοια ήταν και η αντίδραση του αγοριού και της κοπέλας. Φυσικά, κανείς λογικός δεν θα έμπαινε για βόλτα στο αμάξι ενός πιωμένου, μα εκείνα τα παιδιά γνώριζαν καλά τον Άντι και το κουσούρι του κι έτσι δεν φοβόντουσαν. Μια βόλτα με τον Ρόβερ να παίζει ιρλανδέζικα και τον Άντι στο τιμόνι, ήταν σαν μικρό μπαράκι με ρόδες. 

«Μορφέα», ο Άντι έβαλε και πάλι μπρος, ξεκινώντας τις συστάσεις, «να σου γνωρίσω τους φίλους μου, τη Λάουρα, τον Κεν και τον Μπύρωνα».

«Βύρωνα!»,  πετάχτηκε ο επονομαζόμενος και πρόσθεσε «Κάθε χρόνο τα ίδια...»

«Χάρηκα... είμαι ο Ορφέας», είπε προσπαθώντας να γυρίσει και να τους κοιτάξει, μα ήταν πολύ ζαλισμένος για το κάνει. Είδε με την άκρη του ματιού του τη Λάουρα με το ροδαλό πρόσωπο και τον Κεν που έμοιαζε με στέκα έτσι στριμωγμένος που ήταν στη μέση του καθίσματος. Πριν μπει στο αυτοκίνητο φορούσε ένα παράξενο καπέλο, σαν της μάγισσας, μα τώρα το κρατούσε στα χέρια. Αυτός δεν μιλούσε πολύ, αλλά είχε ένα βλέμμα έκπληξης μονίμως αποτυπωμένο στο ύφος του, λες και τα πάντα στον κόσμο του φαίνονταν συναρπαστικά. Μα αν κάποιος από την παρέα ένιωσε τη μεγαλύτερη έκπληξη, αυτός ήταν ο Βύρωνας.

«Ορφέας, είπες; Ο γιος του Όντι;»

«Άι, αυτός είναι», απάντησε ο Ιρλανδός.

«Έλα! Είσαι στα αλήθεια εσύ; Έχω ακούσει τόσα για σένα. Σε περιμένουμε εδώ και πόσα καλοκαίρια. Όσο για τον πατέρα σου, δεν έχω λόγια. Φοβερός τύπος, μας έχει όλους σαν παιδιά του».

 «Άι», συμφώνησε ο Άντι και πρόσθεσε κάτι στη μητρική γλώσσα του. Πάτησε το γκάζι και το αμάξι τινάχτηκε μπροστά, με τα παιδιά να αναφωνούν απ' τη χαρά τους εκτός από τον Ορφέα, που κρατιόταν να μην ξεράσει.

Για χρόνια θα θυμόταν αυτό το ταξίδι. Ειδικά το τέλος του.

Μετά τη στροφή που οδηγούσε στην Άνυα, κι ενώ ο Ρόβερ μπήκε σε ένα στενό δρομάκι όλο χώμα και χαλίκια, αντί να πάει πιο σιγά, γκάζωσε περισσότερο. Ως αποτέλεσμα, το αυτοκίνητο χοροπηδούσε μαζί με τους πέντε επιβάτες, από τους οποίους μόνο ο Άντι και η Λάουρα έδειχναν να το διασκεδάζουν στο έπακρο. Ο Άντι φώναζε με χαρά “φτάσαμε laddie, φτάσαμε” και αλυχτούσε με το χέρι υψωμένο έξω από το παράθυρο, ενώ παρόμοιο σαματά έκανε από πίσω του η μικρή Γερμανίδα. Ο Κεν δεν έλεγε τίποτα, παρά σφιγγόταν και έσπρωχνε μια τον Βύρωνα και μια τη Λάουρα, που κοπανούσαν πάνω του. Πάντα ήθελε να μπει σε αυτό το παλαβό αμάξι, αλλά τώρα μάλλον το είχε μετανιώσει. Ο Βύρωνας κρατιόταν από την πλάτη του συνοδηγού και μιλούσε ακατάπαυστα, λέγοντας στον Ορφέα πόσο πολύ συμπαθούσε τον πατέρα του, τον περιβόητο Όντι.

Γενικά ο Βύρωνας σαν άτομο δεν ήταν και τόσο ομιλητικός, αλλά νωρίτερα εκείνο το βράδυ είχε κοπανήσει κάτι κρασιά και δεν έβαζε γλώσσα μέσα του. Έλεγε, λοιπόν, για τον Όντι και ύστερα κάτι κουλαμάρες για κάτι νεράιδες κι έναν νάνο που έκανε χοντρές φάρσες με εξωγήινους και πως από τότε του είχε βγει το όνομα στην Άνυα, ότι πίστευε σε ιπτάμενους δίσκους. Όσο για τον Ορφέα, που άκουγε όλα αυτά συν τη μουσική και τα γκαρίσματα του Άντι, εκτός του ότι ένιωθε τον κόσμο να περιστρέφεται, έβλεπε αστράκια. Μικρά πράσινα, κίτρινα και πορτοκαλιά αστράκια που λαμπύριζαν έξω από το παράθυρο καθώς το αυτοκίνητο συνέχιζε την πορεία του μέσα από ελαιώνες και κάμπους. Μα δεν ήταν ο μόνος. Όλοι μπορούσαν να τα δουν, αφού δεν ήταν αστέρια. Ήταν πυγολαμπίδες. Μάλιστα, μια από αυτές έσκασε πάνω στο παρμπρίζ καθώς ο Ρόβερ έφτανε στην παραλία.

Και τότε φάνηκαν φωτιές που έκαιγαν στην άμμο, δάδες και φώτα από ένα μπιτς μπαρ.

Και μέσα σε λίγα λεπτά, τόσα χρόνια αναμονής, τόσα βράδια ονειροπόλησης, τόσα χιλιόμετρα περιπέτειας επιτέλους έληξαν. Ο Ορφέας έφτασε στην Άνυα.

Βέβαια, δεν έφτασε ακριβώς όπως το είχε φανταστεί. Με το κεφάλι του να γυρίζει και το στομάχι να χορεύει σε ξέφρενους ρυθμούς, άνοιξε την πόρτα και στραβοπάτησε στο χώμα. Ο Βύρωνας τον βοήθησε να κρατηθεί, ενώ ο Άντι βροντοφώναζε καμαρωτά “Τον έφερα! Τον έφερα!”. Από την παραλία ακουγόταν μουσική, φωνές και γέλια, και όλα αυτά διακόπηκαν αμέσως μόλις ο Ρόβερ έφτασε κορνάροντας και σηκώνοντας σκόνη. Και όσοι ήταν εκεί -καμιά εικοσαριά άτομα- ανέβηκαν άλλοι τρέχοντας κι άλλοι τρεκλίζοντας να υποδεχτούν τον μουρλό Ιρλανδό που επέστρεψε από την αποστολή του.

«Γύρισα, mates! Τον έφερα!»

«Μπα...», ακούστηκε κάποιος από το πλήθος, «λάθος άτομο θα έφερε».

«Πλάκα μας κάνεις», είπε κάποιος άλλος. «Αυτός είναι ο Κεν, ανόητε τρελο-Ιρλανδέ. Κι αυτός εκεί είναι ο Βύρωνας!»

«Είναι και δυο κορίτσια μαζί του».

«Η μία είναι η Λάουρα. Η άλλη ποια είναι;»

«Δεν είναι κορίτσι. Αγόρι είναι!»

Λίγο το σκοτάδι, λίγο το σύννεφο σκόνης, λίγο οι προβολείς του Ρόβερ που έπεφταν πάνω τους και τους τύφλωναν, ελάχιστοι από τους Ανυανούς μπορούσαν να διακρίνουν τον νεοφερμένο. Όσο για τον ίδιο τον Ορφέα, καταλάβαινε πως μιλούσαν για εκείνον, μα ούτε αυτός μπορούσε να τους δει. Έβλεπε μόνο σιλουέτες και θαμπά πρόσωπα να ξεπροβάλλουν από το σκοτάδι. Ένα από αυτά ήρθε παραπατώντας και βήχοντας. Χασκογελούσε στην αρχή, μα όταν πλησίασε τον Ορφέα του κόπηκε και το γέλιο και όλα.

 Ήταν ο Οδυσσέας, ο πατέρας του. Και ήταν πιωμένος.

 «Ο... Ορφέα;»

«Μπ... μπαμπά;»

Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη ησυχία. Όλοι περίμεναν να δουν τι θα συνέβαινε, καθώς ο Οδυσσέας κοιτούσε αμήχανα το παιδί του, που είχε να το δει πάνω από τρία χρόνια. Αυτό που ακολούθησε κανείς από όσους βρέθηκαν εκείνο το βράδυ μάρτυρες στη μοιραία συνάντηση, δεν θα ξεχνούσε. Ίσως να μπέρδευαν τη σειρά και να μη θυμούνταν ποιος από τους δύο έκανε την αρχή. Ο Ορφέας ή ο Οδυσσέας, ο γιος ή ο πατέρας;

Το σίγουρο είναι πως έκαναν εμετό... Και οι δυο τους...

«Ω ναι», είπε κάποιος. «Αυτός είναι ο γιος του Όντι».

Κι έτσι ο φίλος μας έφτασε επιτέλους στον τόπο που ονειρευόταν, αν και όχι με τον τρόπο που θα ήθελε. Δεν διασκέδασε, δεν γλέντησε και για την ακρίβεια, δεν έκανε τίποτα. Λιποθύμησε και τον πήραν και τον πήγαν κάπου να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Στον ύπνο του έβλεπε δρόμους, βουνά και κάμπους, και το ταξίδι με τον Ρόβερ σε επανάληψη.

Θα έκανε πολύ καιρό να ξαναμπεί σε εκείνο το αμάξι.

Θα έκανε πολύ καιρό να ξανακούσει ιρλανδέζικα.

Θα έκανε πολύ καιρό να γυρίσει σπίτι.

Στην πραγματικότητα... μόλις είχε έρθει σπίτι.

 

 

© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.

Άνυα: Όταν ήρθε ο Ιούνης (Μέρος 1ο)

Άνυα: Το χειρότερο καλοκαίρι (Μέρος 2ο)

Άνυα: Ταξίδι με τον Τρελό Ιρλανδό (Mέρος 3ο)

Μια καλοκαιρινή περιπέτεια ξεκινάει στο Will o' Wisps, διαβάστε περισσότερα εδώ: Το Πνεύμα των Περασμένων Καλοκαιριών

Cover art by http://w-e-z.deviantart.com/