Σκανδιναβικά παραμύθια: ιστορίες θεών, θνητών και μαγικών πλασμάτων
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή μακρινή γη, γεμάτη απέραντο χιόνι και γίγαντες, τρολς και πολεμοχαρείς Θεούς, μια έναστρη νύχτα ένα παιδί υπό το φως των κεριών ζήτησε ένα παραμύθι. Αυτό το παιδί, θα μπορούσε να είναι εσύ ή εγώ, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τον μικρό Χανς, για τον οποίο θα μιλήσουμε σε μια άλλη ιστορία, γιατί αυτή εδώ είναι για να μάθουμε μερικά από τα πιο γνωστά σκανδιναβικά παραμύθια.
Μέσα στη σκανδιναβική αυτή οικογένεια ιστοριών, είναι παραμύθια από τη Νορβηγία, Σουηδία, Φινλαδία, Δανία, Ισλανδία και τα Νησιά Φαρόε. Παρόλο που τεχνικά τα δύο τελευταία δεν υπάγονται στη Σκανδιναβία, μπορεί να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια σκανδιναβική οικογένεια, επειδή έχουν κοινή ρίζα και οι μύθοι και θρύλοι τους είναι μεταξύ τους αρκετά όμοιοι.
Φυσικά, με την πάροδο των χρόνων και την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας και μαζί με την είσοδο του χριστιανισμού σε αυτές τις, κατά κύριο λόγο, παγανιστικές χώρες, άλλαξαν και οι ιστορίες. Έτσι, τα παραμύθια αυτά χρωματίστηκαν διαφορετικά, μιας και τώρα τα μυθικά τέρατα άρχισαν να φοβούνται την εκκλησία και οι άνθρωποι με ακλόνητη πίστη μπορούσαν να νικήσουν ακόμα και δράκους. Ηθικά διδάγματα και χριστιανικές αξίες είναι πλέον εύκολα ανιχνεύσιμα μέσα στα παραμύθια, χωρίς όμως να χάνεται το στοιχείο του φανταστικού, καθώς ακόμη και τώρα, πλάσματα σαν τον Fenrir, τον Loki και τον Thor, τον Tyr και τον γίγαντα χωρίς καρδιά και τα τρία κατσικάκια, είναι παρόντα ώστε να εντυπωσιάσουν και πάνω από όλα να διδάξουν, τα μικρά παιδιά. Απολαύστε τα.
Η τιμωρία του Loki
Όταν ο Loki εκδιώχτηκε από τον παντοδύναμο Thor από το παλάτι του Ægir[1], ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα του επιτρεπόταν πότε ξανά να καθίσει ανάμεσα στους Θεούς της Asgard. Ήταν από πάντα του πειραχτήρι και έφερε πολλές φορές προβλήματα και θλίψη στους Æsir[2], αλλά τώρα το είχε παρακάνει, πράττοντας τη φρικτή αυτή πράξη του να σκοτώσει τον Baldur τον Καλό και να διώξει τη χαρά και το φως από την Asgard.
Έτσι διέφυγε μακριά, ανάμεσα στα βουνά, ελπίζοντας ότι κανένας δεν θα μπορούσε να τον ανακαλύψει εκεί. Και κοντά σε ένα πανέμορφο ρυάκι στο βουνό, έχτισε μια καλύβα με τέσσερις πόρτες, μία για κάθε μεριά του ορίζοντα, έτσι ώστε αν ο σοφός Πατέρας Όλων, καθισμένος καθώς ήταν στον ψηλό του θρόνο στην Asgard, τον έβλεπε και έστελνε μαντατοφόρους να τον τιμωρήσουν, αυτός θα τους έβλεπε να έρχονται και θα έφευγε από την αντίθετη πόρτα.
Έτσι πέρασε τις περισσότερες μέρες και νύχτες του, σκεπτόμενος πώς θα μπορούσε να ξεφύγει από τους Æsir.
«Αν τρέξω στην πηγή και με μεταμορφώσω σε ψάρι», σκέφτηκε, «αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαν να με πιάσουν. Θα μπορούσα να αποφύγω έναν γάντζο, αλλά υπάρχουν και τα δίχτυα και η γυναίκα του Ægir έχει αυτό το θαυμάσιο δίχτυ για να πιάνει ψάρια και αυτό είναι πολύ χειρότερο από τον γάντζο!»
Όταν ο Loki σκέφτηκε το δίχτυ, αναρωτήθηκε πώς φτιάχνεται και όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο πολύ ευχόταν να μπορούσε να κάνει και αυτός ένα, για να δει πώς ένα ψάρι θα ξέφευγε από αυτό. Κάθισε λοιπόν κατάχαμα δίπλα στη φωτιά, μπροστά από τη μικρή του καλύβα και παίρνοντας ένα κομμάτι χορδής, ξεκίνησε να φτιάχνει ένα. Το είχε σχεδόν τελειώσει, όταν κοιτώντας μέσα από την ανοιχτή πόρτα, είδε τρεις από τους Æsir στο βάθος, να πλησιάζουν προς την καλύβα του. Ο Loki ήξερε πολύ καλά ότι έρχονταν να τον πιάσουν και έτσι γρήγορα πέταξε το δίχτυ στη φωτιά, έτρεξε προς το ρυάκι και αλλάζοντας γρήγορα σε έναν όμορφο πιτσιλωτό σολομό, πήδηξε μέσα στο νερό.
Λίγο αργότερα, οι τρεις Θεοί μπήκαν μέσα στην καλύβα και ένας από αυτούς είδε το δίχτυ να καίγεται στην φωτιά.
«Κοιτάξτε!» φώναξε δυνατά. «Ο Loki πρέπει να έκανε αυτό το δίχτυ για να πιάσει ψάρια! Πάντα ήταν καλός ψαράς και τώρα αυτό είναι ό,τι χρειαζόμαστε για να τον πιάσουμε!»
Έτσι, άρπαξαν το τελευταίο κομμάτι του διχτυού από τη φωτιά και κοιτώντας τριγύρω, ανακάλυψαν πώς να φτιάξουν ένα ακόμα, το οποίο πήραν μαζί τους προς το ρυάκι.
Την πρώτη φορά που το πέταξαν μέσα στο νερό, ο Loki κρύφτηκε ανάμεσα από δύο πέτρες και το δίχτυ επέπλευσε δίπλα του, γιατί ήταν πολύ ελαφρύ για να τον πιάσει. Αλλά την επόμενη φορά, έβαλαν πέτρες για βάρος, για να το κάνουν να βυθιστεί, μέχρι που ο Loki είδε ότι δεν θα μπορούσε να ξεφύγει, εκτός αν πηδούσε πάνω από το νερό. Έτσι και έκανε, αλλά τον είδε ο Thor να ξεπροβάλλει μέσα από το ρυάκι και έτσι έριξε το δίχτυ ξανά, αναγκάζοντας τον Loki είτε να πηδήξει για δεύτερη φορά ή να βρει καταφύγιο στη βαθιά θάλασσα.
Όπως πήδηξε λοιπόν, ο Thor πρόλαβε και τον έπιασε στο χέρι του, αλλά το ψάρι ήταν τόσο γλιστερό, που με το ζόρι μπόρεσε να το κρατήσει. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει, η ουρά του πιτσιλωτού σολομού, πιάστηκε τόσο σφιχτά από τα δάχτυλα του δυνατού Θεού των κεραυνών, που τραβήχτηκε σε ένα σημείο και οι παλιές ιστορίες λένε ότι από τότε η ουρά του σολομού έχει παραμείνει έτσι μυτερή.
Κάπως έτσι ο Loki έπεσε στην ίδια του την παγίδα και ήταν φρικτή η τιμωρία του. Οι Æsir τον έδεσαν σε έναν ψηλό βράχο και έβαλαν ένα τεράστιο, δηλητηριώδες ερπετό, να κρέμεται από τον βράχο και πάνω από το κεφάλι του.
Αν δεν ήταν η καλή και πιστή σύζυγος του, ο Loki θα είχε πεθάνει από το δηλητήριο που έσταζε από το στόμα του ερπετού. Η γυναίκα του παρακολουθούσε δίπλα στον σύζυγο της, κρατώντας ένα κύπελλο από πάνω του, για να πιάνει το δηλητήριο. Μόνο όταν έπρεπε να γείρει το κύπελλο στην άκρη για να το αδειάσει, έπεφταν οι σταγόνες πάνω στον Loki, δίνοντας του τόσο φριχτούς πόνους, που τράνταζε τη γη με την πάλη του και οι άνθρωποι της Midgard έτρεχαν να ξεφύγουν από τους τρομακτικούς σεισμούς. Στην Ισλανδία μάλιστα, πηγές καυτού νερού ξεπετάχτηκαν μέσα από τη γη και στις νότιες χώρες καυτή λάβα και στάχτες, πεταγόντουσαν από τα σπλάχνα των βουνών.
Εκεί, δεμένος στον βράχο, ο μικρόψυχος και άτακτος Loki καταδικάστηκε να μείνει μέχρι το Λυκόφως των Θεών, τη σκοτεινή μέρα του Ragnarök, όπου όλα τα δυνατά, κακά τέρατα και θηρία θα ελευθερώνονταν και μια φρικτή μάχη θα διαδραματίζονταν μεταξύ αυτών και των Θεών της Asgard.
Ο Tyr και ο λύκος
I.
Ο Odin, ο Πατέρας Όλων, κάθονταν μια μέρα στον ψηλό θρόνο του και κοιτούσε τον κόσμο γύρω του, μέχρι που πέρα και στο βάθος είδε τρία δυνατά τέρατα. Δεν ήταν άλλα από τα παιδιά του πιο άτακτου Θεού, του Loki, κι αυτό ανησύχησε τον Odin, γιατί είχαν μεγαλώσει γρήγορα και δυνάμωναν πολύ και αυτό τον έκανε να φοβάται ότι θα προσπαθούσαν να βλάψουν την ιερή πόλη της Asgard. Ο σοφός πατέρας ήξερε ότι ο Loki, τους είχε δώσει πολλή δύναμη και έτσι μπορούσε εύκολα να δει τους κινδύνους που έρχονταν στους Æsir εξαιτίας της αδυναμίας του Loki.
Ένα από αυτά τα τέρατα ήταν ένα τεράστιο ερπετό, το οποίο ο Odin έστειλε βαθιά στον ωκεανό, όπου μεγάλωσε τόσο γρήγορα, που κουλούριασε το σώμα του γύρω από ολόκληρο τον κόσμο και η ουρά του μεγάλωσε στο ίδιο του το στόμα. Το όνομα του ήταν το Ερπετό της Midgard.
Το δεύτερο τέρας το έστειλε στο Niflheim, το σπίτι της σκοτεινιάς, και το φυλάκισε εκεί.
Το τρίτο, ένας δυνατός αγέρωχος λύκος με το όνομα Fenrir, μεταφέρθηκε στην Asgard, όπου ο Odin ήλπιζε ότι η ζωή ανάμεσα στους Æsir θα μπορούσε να το δαμάσει, γιατί θα έβλεπε τις καλές πράξεις τους και θα άκουγε τα ευγενικά τους λόγια. Αλλά ο Fenrir, δυνάμωνε και αγρίευε όλο και πιο πολύ, μέχρι που ένας από τους Θεούς τόλμησε να τον ταΐσει. Αυτός ήταν ο γενναίος Θεός Tyr. Ήταν ένας Θεός του πολέμου όπως και ο Thor, και ήταν αγαπητός απ’ όλους, γιατί ήταν ειλικρινής και πιστός.
Κάθε μέρα ο τρομακτικός αυτός λύκος μεγάλωνε και δυνάμωνε, μέχρι που όλοι οι Æsir συλλογίστηκαν και αποφάσισαν ότι είχε γίνει ένα πολύ επικίνδυνο θηρίο.
Ο Πατέρας Odin πάντα έδειχνε προβληματισμένος όταν έβλεπε τον Fenrir τον λύκο, να πλησιάζει για να πάρει το βραδινό του κρέας από το χέρι του Tyr, μέχρι που μια νύχτα, αφού ο λύκος γρύλισε μετά το φαγητό του και επέστρεψε στη φωλιά του, ο Odin κάλεσε τους άλλους Æsir σε μια συνεδρία. Τους εξομολογήθηκε τους φόβους του, λέγοντας ότι έπρεπε να βρουν κάποιο σχέδιο για να προστατευτούν οι ίδιοι, αλλά και το σπίτι τους ενάντια στο τέρας. Δεν μπορούσαν να τον σφάξουν, γιατί δεν πρέπει κανένας να σκοτωθεί και κανενός το αίμα να χυθεί μέσα στα τείχη της ιερής πόλης.
Ο Thor ήταν ο πρώτος που μίλησε:
«Μη φοβάσαι Πατέρα Odin, γιατί από αύριο θα έχουμε τον Fenrir τόσο καλά δεμένο, που δεν θα μπορεί να μας κάνει κακό. Θα φτιάξω μια ανθεκτική αλυσίδα με τη βοήθεια του σφυριού μου, του Miölnir και αυτή θα κρατήσει το τέρας».
Όταν οι Æsir άκουσαν τα λόγια αυτά του Thor, χαρά τους πλημύρισε και επέστρεψαν όλοι στα σπίτια τους χαρούμενοι, όλοι εκτός από τον των Πατέρα Όλων, που ήταν ακόμη προβληματισμένος, γιατί γνώριζε τον κίνδυνο καλά και φοβόταν ότι ακόμα και ο δυνατός Thor θα έβρισκε αυτό το καθήκον πολύ δύσκολο. Αλλά ο Thor έπιασε το σφυρί του και περήφανος πήγε προς το αμόνι. Εκεί δούλεψε όλη τη νύχτα και σε όλη την Asgard, αντηχούσαν οι χτύποι του Miölnir πάνω στο μέταλλο.
Την επόμενη νύχτα, όταν όλοι οι Æsir είχαν μαζευτεί, ο Thor έφερε εμπρός την καινούργια φτιαγμένη αλυσίδα για να τη δοκιμάσει. Μέσα ήρθε και ο Fenrir ο λύκος και όλοι ξαφνιάστηκαν όταν είδαν πόσο πρόθυμα κάθισε, να του φορέσουν την αλυσίδα. Όταν ο Thor έσφιξε και τον τελευταίο της κρίκο, οι Θεοί χαμογέλασαν και ξεκίνησαν να τον επαινούν για την υπέροχη δουλειά του. Μέχρι τη στιγμή που ξαφνικά ο λύκος έκανε ένα άλμα μπροστά, έσπασε τη μεγάλη αλυσίδα και προχώρησε προς τη φωλιά του λες και τίποτα δεν είχε συμβεί.
Ο Thor απογοητεύτηκε πολύ, αλλά δεν έχασε το κουράγιο του. Είπε στους υπόλοιπους Æsir ότι θα έφτιαχνε μια καινούργια, ακόμα πιο δυνατή. Και πάλι κατευθύνθηκε προς το αμόνι και τρεις μέρες και τρείς νύχτες ο μεγάλος Thor σφυροκοπούσε χωρίς να ξεκουραστεί.
Όσο δούλευε οι φίλοι του δεν τον ξέχασαν. Ήρθαν και τον συντρόφευαν όσο εκείνος ήταν απασχολημένος και καθώς παρατηρούσαν το μεγάλο σφυρί να κατεβαίνει με γρήγορα χτυπήματα πάνω στο μέταλλο, μιλούσαν στον Thor ή του τραγούδαγαν τραγούδια για να του φτιάξουν τη διάθεση. Μερικές φορές, του έφερναν φαγητό και κρασί. Ένας από τους επισκέπτες όμως δεν ήταν φίλος, αλλά ο άγριος Fenrir ο λύκος, ο οποίος μερικές φορές έχωνε τη μύτη του μέσα από την πόρτα για μερικά λεπτά και παρακολουθούσε τον Thor να δουλεύει. Μετά, καθώς έφευγε ο Thor μπορούσε να ακούσει έναν περίεργο ήχο σαν κακό γέλιο.
Όταν ο τελευταίος κρίκος είχε σφυρηλατηθεί και ήταν έτοιμος, ο Thor έσυρε την αλυσίδα στο μέρος όπου θα συναντιόντουσαν. Ήταν δε τόσο βαριά, που ακόμα και αυτός με δυσκολία μπορούσε να τη σηκώσει ή να τη σύρει στο παλάτι του Odin στο Gladsheim. Αυτή τη φορά, ο Fenrir δεν ήταν τόσο πρόθυμος να δεθεί, αλλά οι Θεοί τον προκάλεσαν, μίλησαν για τη μεγάλη του δύναμη και του είπαν ότι ήταν σίγουροι ότι και αυτή την αλυσίδα θα μπορούσε να τη σπάσει εύκολα. Μετά από λίγο και αυτός συμφώνησε να τους αφήσει να την περάσουν γύρω από τον λαιμό του.
Αυτή τη φορά ο Thor ήταν σίγουρος ότι η αλυσίδα θα μπορούσε να τον κρατήσει, γιατί ποτέ δεν είχε φτιάξει κανείς μια τόσο δυνατή. Αλλά σύντομα, με ένα δυνατό τίναγμα και ένα άγριο πήδημα, ο λύκος ξέφυγε και επέστρεψε στη φωλιά του γρυλίζοντας και δείχνοντας τα τεράστια δόντια του, ενώ η σπασμένη αλυσίδα κείτονταν στο έδαφος.
Δυστυχώς οι Æsir μαζεύτηκαν εκείνη την ημέρα στο παλάτι του Odin και ο Thor δεν ήταν ο πρώτος που μίλησε, αντίθετα κάθισε απόμερα και παρέμεινε σιωπηλός.
Πρώτος μίλησε ο Frey, ο Θεός του καλοκαιριού και βασιλιάς των νεράιδων:
«Ακούστε με, ω άρχοντες της Asgard. Δεν έχω κερδίσει ένα θαρραλέο όνομα στη μάχη, όπως ο ευγενής Tyr, μήτε έχω κάνει δύσκολους άθλους, όπως ο μεγάλος Thor και άλλοι από τους ήρωες μας. Αντιθέτως έχω πολεμήσει γίγαντες και τέρατα και έχω περάσει την περισσότερη μου ζωή μέσα στο δάσος, ανάμεσα στα λουλούδια, ακούγοντας τα πουλιά για ώρες. Πολλά πράγματα έχω δει, μερικά ίσως πολύ μικρά ή ανάξια προσοχής, όπως πιστεύουν οι αδερφοί μου. Έχω πάρει πολλά μαθήματα και το μεγαλύτερο από όλα, είναι το να ξέρω πόση δύναμη κρύβεται μέσα στα μικρά πράγματα, και το να βλέπεις τόσο συχνά τη σκληρή δουλειά, που γίνεται ήσυχα και κρυμμένη από τα μάτια των ανθρώπων, είναι κάτι το θαυμάσιο. Από τη στιγμή που δεν μπορούμε να κάνουμε μια αλυσίδα δυνατή αρκετά ώστε να δέσει τον Fenrir, ας πάμε στους μικρούς νάνους που δουλεύουν στην ησυχία και στο σκοτάδι και ας τους ζητήσουμε να μας κάνουν μια αλυσίδα».
Το προβληματισμένο πρόσωπο του Πατέρα Όλων φώτισε, καθώς άκουσε τα λεγόμενα του Frey και του ανάθεσε να στείλει γρήγορα ένα μήνυμα στους νάνους, για να του φτιάξουν την αλυσίδα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
ΙΙ.
Έτσι ο Frey έφυγε, αφήνοντας τους Æsir στα προβλήματα τους και πήγε στο δικό του αγαπημένο σπιτικό, το Alfheim. Εκεί τα πάντα ήταν φωτεινά και ειρηνικά και τα μικρά ξωτικά ήταν χαρούμενα και απασχολημένα. Ο Frey βρήκε έναν έμπιστο αγγελιοφόρο και τον έστειλε τάχιστα στους νάνους που βρίσκονταν υπόγεια, για να παραγγείλει τη νέα αλυσίδα και να τη φέρει πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο πιστός υπηρέτης βρήκε τους αστείους μικρούς νάνους τεχνίτες απασχολημένους όλους μέσα στους σκουρόχρωμους πέτρινους θαλάμους, μακριά, βαθιά μέσα στη γη, ενώ από την άλλη μεριά, σε ένα φωτεινότερο μέρος καθόταν ο βασιλιάς τους. Ο αγγελιοφόρος υποκλίθηκε μπροστά του και του είπε γιατί είχε έρθει.
Οι νάνοι ήταν μια κακιά ράτσα, αλλά φοβόντουσαν τον Odin, γιατί δεν είχαν ξεχάσει τη συζήτηση που είχαν τότε μαζί του, όταν τους έστειλε υπόγεια να δουλέψουν στο σκοτεινό υπέδαφος και από εκείνη τη φορά, δεν είχαν τολμήσει να τον παρακούσουν. Ο βασιλιάς νάνος είπε ότι θα έπαιρνε δύο ημέρες και δύο νύχτες να φτιάξουν την αλυσίδα, αλλά θα ήταν τόσο δυνατή, που τίποτα και κανένας δεν θα μπορούσε να τη σπάσει.
Καθώς οι νάνοι ξεκίνησαν τη δουλειά, ο αγγελιοφόρος παρατήρησε τα θαυμάσια πράγματα που υπήρχαν τριγύρω του: τη μεγάλη κεντρική φωτιά που έκαιγε αιώνια μέσα στο κέντρο της γης, προσεγμένη και ταϊσμένη με κάρβουνο από τους νάνους. Πάνω της ένα στρώμα από κάρβουνα και ακριβά διαμάντια, τα οποία οι νάνοι μάζευαν ανάμεσα από τις στάχτες της φωτιάς. Σε ένα άλλο μέρος, τους είδε να βάζουν υγρό χρυσό και ασήμι, κασσίτερο και χαλκό σε ρωγμές στους βράχους και είχε την ευκαιρία να πιει από το αγνό, υπόγειο νερό που δίνει στους ανθρώπους της Midgard τις δροσερές πηγές της.
Μετά από δύο μέρες ο αγγελιοφόρος επέστρεψε στον νάνο βασιλιά. Ο βασιλιάς κρατώντας στο χέρι του μια λεπτοφτιαγμένη, μικρή αλυσίδα, είπε στον αγγελιοφόρο:
«Μπορεί να σου μοιάζει μικρή και αδύναμη, αλλά είναι θαυμάσια φτιαγμένη, γιατί χρησιμοποιήσαμε τα δυνατότερα υλικά που μπορούσαμε να βρούμε. Είναι δουλεμένη από έξι ειδών πράγματα: τον θόρυβο που κάνουν τα πατήματα από γάτες, ρίζες από πέτρες, γένια από γυναίκες, φωνή από ψάρια, σάλιο από πουλιά και δύναμη από αρκούδες. Αυτή η αλυσίδα δεν μπορεί να σπάσει και με το που τη βάλεις στον Fenrir, δεν θα μπορέσει να την πετάξει από πάνω του».
Ο αγγελιοφόρος του Odin ήταν πολύ ικανοποιημένος με αυτά που άκουσε, έτσι χαιρέτησε τον νάνο βασιλιά αφού του υποσχέθηκε μεγάλη ανταμοιβή. Έπειτα ξεκίνησε τον δρόμο του πίσω στην Asgard, όπου οι Æsir ανυπομονούσαν για την επιστροφή του και γεμίσαν χαρά όταν τον είδαν να καταφτάνει με τη μαγική αλυσίδα.
Τώρα ο Πατέρας Odin φοβόταν ότι ο Fenrir δεν θα τους άφηνε να τον δέσουν για τρίτη φορά, οπότε πρότεινε να πάνε όλοι μαζί ένα ταξίδι, στην όμορφη λίμνη στα βόρεια της Asgard, όπου θα μπορούσαν να παίξουν παιχνίδια και δοκιμασίες δύναμης. Οι άλλοι Θεοί ήταν ευχαριστημένοι με αυτό το σχέδιο και έτσι ανέβηκαν όλοι στο πανέμορφο πλοίο του Frey, που ήταν αρκετά μεγάλο για να κρατήσει όλους τους Æsir και τα άλογα τους και ταυτόχρονα αρκετά μικρό για να χωρέσει στην τσέπη κάποιου.
Αράξανε στο όμορφο νησί της λίμνης και αφού τελείωσαν τους αγώνες και της δοκιμασίες, ο Frey εμφάνισε την αλυσίδα και τους ζήτησε να προσπαθήσουν να τη σπάσουν. Ο Thor και ο Tyr προσπάθησαν μάτια και τότε είπε ο τελευταίος:
«Δεν νομίζω ότι μπορεί να τη σπάσει άλλος από τον Fenrir».
Ο λύκος δεν ήθελε να δεθεί ξανά, αλλά ήταν πολύ περήφανος για τη δύναμη του και από φόβο να μην τον αποκαλέσουν δειλό, είπε τελικά ότι θα τους άφηνε να το κάνουν, αν του επέτρεπαν να κρατήσει το δεξί χέρι από κάποιον Æsir στο στόμα του καθώς θα τον έδεναν, σαν σημάδι ότι οι Θεοί δεν ήθελαν να τον ξεγελάσουν.
Όταν οι Θεοί άκουσαν την αίτηση του, κοίταξε ο ένας τον άλλο και όλοι, εκτός από έναν, υποχώρησαν. Μόνο ο γενναίος, καλός Tyr έναν ένα βήμα μπροστά, βάζοντας το χέρι του στο στόμα του Fenrir χωρίς να πει κουβέντα. Οι άλλοι Θεοί τότε έβαλαν την αλυσίδα γύρω από το κτήνος και την έδεσαν σε έναν μεγάλο βράχο. Το άγριο πλάσμα έδωσε ένα σάλτο για να απελευθερωθεί, αλλά όσο πιο πολύ πάλευε, τόσο έσφιγγε η αλυσίδα. Οι Æsir μαζεύτηκαν τριγύρω του για να απολαύσουν το θέαμα, αλλά η καρδιά τους γέμισε θλίψη όταν είδαν ότι ο ευγενής Tyr είχε χάσει το δεξί του χέρι, καθώς ο τρομερός λύκος είχε κλείσει τα σαγόνια του, οργισμένος όπως ήταν όταν ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να ελευθερωθεί.
Και έτσι, ο θαρραλέος Tyr τόλμησε να ρισκάρει για το καλό των άλλων και έδωσε ακόμα και το δεξί του χέρι, για να διασφαλίσει την ειρήνη και την ευτυχία στην Asgard.
Ο γίγαντας χωρίς καρδιά στο σώμα του
Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε ένας βασιλιάς που είχε εφτά γιους και όταν οι έξι πήγαν να βρουν τις νύφες τους, κράτησε τον μικρότερο μαζί του, γιατί δεν θα άντεχε να τους αποχωριστεί όλους. Τα αδέρφια του έπρεπε να φέρουν μια νύφη και για αυτόν, αλλά βρήκαν έναν βασιλιά με έξι κόρες και τις πήραν μαζί τους ξεχνώντας τον αδερφό τους. Αλλά στην επιστροφή τους, πέρασαν πολύ κοντά από το κάστρο ενός γίγαντα και εκείνος θυμωμένος, τους μεταμόρφωσε όλους σε αγάλματα.
Όταν δεν εμφανίστηκαν, ο βασιλιάς πατέρας του, προσπάθησε να αποτρέψει τον μικρότερο του γιο να πάει να τους ψάξει, αλλά αυτός τον αγνόησε και πήγε. Στη διαδρομή έδωσε φαγητό σε ένα πεινασμένο κοράκι, βοήθησε έναν σολομό να επιστρέψει στο ποτάμι και έδωσε το άλογο του σε ένα πεινασμένο λύκο για να το φάει. Ο λύκος άφησε τον πρίγκιπα να τον καβαλήσει σαν ένδειξη εκτίμησης, και του έδειξε το κάστρο του γίγαντα, λέγοντάς του να πάει μέσα. Ο πρίγκιπας ήταν διστακτικός, φοβούμενος τον θυμό του γίγαντα αλλά ο λύκος επέμενε και έπεισε τον πρίγκιπα να μπει στο κάστρο, γιατί εκεί δεν θα αντιμετώπιζε τον γίγαντα, αλλά την πριγκίπισσα που ο γίγαντας κρατούσε αιχμάλωτη.
Η πριγκίπισσα ήταν πανέμορφη και ο πρίγκιπας ήθελε να μάθει πώς θα μπορούσαν να σκοτώσουν τον γίγαντα και να ελευθερώσουν αυτήν και την οικογένειά του. Η πριγκίπισσα του είπε ότι αυτό ήταν αδύνατο, γιατί ο γίγαντας δεν κρατούσε την καρδιά του στο σώμα του και έτσι δεν μπορούσε να πεθάνει. Όταν εκείνος επέστρεψε, η πριγκίπισσα έκρυψε τον πρίγκιπα και ρώτησε τον γίγαντα πού έκρυβε την καρδιά του. Εκείνος της απάντησε ότι ήταν κάτω από το περβάζι της πόρτας. Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα έσκαψαν την επόμενη μέρα, αλλά δεν βρήκαν την καρδιά. Η πριγκίπισσα όμως έστρωσε λουλούδια μπροστά εκεί και όταν ο γίγαντας επέστρεψε, του είπε ότι ήταν για αυτόν, επειδή η καρδιά του ήταν εκεί. Ο γίγαντας παραδέχτηκε ότι η καρδιά του δεν ήταν εκεί, αλλά μέσα στο ντουλάπι με τα πιάτα. Και όπως και πριν, οι δύο νέοι έψαξαν το ντουλάπι και δεν βρήκαν τίποτα. Και πάλι η πριγκίπισσα άπλωσε λουλούδια και είπε στον γίγαντα ότι ήταν επειδή η καρδιά του βρίσκονταν εκεί. Ο γίγαντας της αποκάλυψε ότι στην πραγματικότητα, σε μια μακρινή λίμνη ήταν ένα νησί, πάνω στο οποίο ήταν μια εκκλησία, μέσα στην εκκλησία ήταν ένα πηγάδι, όπου κολυμπούσε μια πάπια. Στη φωλιά αυτής της πάπιας υπήρχε ένα αυγό και το αυγό ήταν η καρδιά του γίγαντα.
Ο πρίγκιπας ίππευσε προς τη λίμνη και ο λύκος πήδηξε προς το νησί. Ο νεαρός κάλεσε το κοράκι που είχε σώσει από την πείνα και του έφερε τα κλειδιά της εκκλησίας. Μόλις έφτασε μέσα, τράβηξε την πάπια προς το μέρος του, αλλά αυτή είχε ρίξει το αυγό στο πηγάδι και έτσι ο πρίγκιπας κάλεσε τον σολομό να του φέρει το αυγό. Ο λύκος του είπε να σφίξει το αυγό και όταν το έκανε, ο γίγαντας ούρλιαξε. Ο λύκος του είπε να το ξανακάνει και ο γίγαντας του πρόσφερε τα πάντα για να σώσει τη ζωή του. Ο πρίγκιπας του είπε να επιστρέψει τους αδερφούς του και τις νύφες τους πίσω στη ζωή και εκείνος το έκανε. Τότε ο πρίγκιπας έσπασε το αυγό σε δύο κομμάτια, και πήγε σπίτι με την πριγκίπισσα σαν γυναίκα του, συνοδευόμενος από τους αδερφούς του και τις νύφες τους, γεμίζοντας τον πατέρα τους χαρά.
Τα Τρία Κατσικάκια
Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μια οικογένεια τριών κατσικιών και στο λιβάδι που έμεναν, δεν υπήρχε άλλο χορτάρι για να φάνε. Έτσι αποφάσισαν να περάσουν το ποτάμι για να πάνε στο λιβάδι στην απέναντι μεριά για να μπορέσουν να φάνε και να παχύνουν. Για να μπορέσουν όμως να πάνε εκεί, έπρεπε να περάσουν μια γέφυρα, κάτω από την οποία ζούσε ένα φοβερό και τρομερό τρολ, που ήταν τόσο κτητικό με τα εδάφη του που έτρωγε οποιονδήποτε προσπαθούσε να περάσει.
Η μικρότερη από τις κατσίκες ήταν η πρώτη που προσπάθησε να διασχίσει τη γέφυρα, αλλά πριν προλάβει να φτάσει στον προορισμό της, τη σταμάτησε απότομα το τρολ και απείλησε ότι θα τον καταβροχθίσει. Όμως η μικρή κατσίκα ήταν πονηρή και μπόρεσε να πείσει το τέρας να περιμένει για τον αδερφό του, που ήταν πιο μεγαλόσωμος και θα τον ευχαριστούσε πιο πολύ σαν γεύμα. Το άπληστο τρολ πείστηκε και άφησε τη μικρή κατσίκα να περάσει.
Μετά ακολούθησε και η δεύτερη κατσίκα. Ήταν πιο προσεκτικός από τον αδερφό του, αλλά δυστυχώς τον σταμάτησε και αυτόν το τρολ, απειλώντας ότι θα τον καταβροχθίσει. Όμως και αυτός μπόρεσε να τον πείσει να περιμένει την επόμενη κατσίκα που ήταν ακόμα μεγαλύτερη και το τρολ τον άφησε να περάσει.
Η τρίτη κατσίκα λοιπόν που πήγε να περάσει τη γέφυρα, συνάντησε επίσης το πεινασμένο τρολ. Όταν εκείνο την απείλησε ότι θα την καταβροχθίσει, η μεγαλύτερη κατσίκα τον προκάλεσε σε μονομαχία και χωρίς καθυστέρηση, με τα κέρατα της έσπρωξε το τρολ κάτω από τη γέφυρα. Από τότε η γέφυρα είναι ασφαλής και οι τρεις κατσίκες μπορούσαν να πηγαίνουν στα πλούσια λιβάδια χωρίς κανέναν κίνδυνο πλέον. [3]
Τα 7 πουλάρια
Ένα φτωχό ζευγάρι είχε τρεις γιους και ο μεγαλύτερος αποφάσισε να πάει στον βασιλιά και να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο βασιλιάς τον έβαλε να προσέχει τα εφτά πουλάρια του όλη την ημέρα και να μάθει τι φάγανε και τι ήπιανε. Αν τα κατάφερνε, θα του έδινε το χέρι της πριγκίπισσας και θα του παρέδιδε και το μισό βασίλειο. Αν αποτύγχανε, θα του έπαιρναν τρεις λωρίδες δέρμα από την πλάτη.
Έτσι, το επόμενο πρωί έπρεπε να τρέχει πίσω από τα εφτά πουλάρια και κουράστηκε τόσο πολύ, που όταν μια γριά γυναίκα τον κάλεσε να κάτσει μαζί της και να την αφήσει να του χτενίσει τα μαλλιά, αυτός το έκανε. Το βράδυ, ετοιμάστηκε να επιστρέψει σπίτι, αλλά η γριά του είπε ότι τα εφτά πουλάρια θα επέστρεφαν πίσω από αυτόν τον δρόμο και του έδωσε βρύα και νερό, για να δώσει στο βασιλιά, σαν απόδειξη του τι έφαγαν και ήπιαν τα ζωντανά. Ο βασιλιάς με το που τα είδε, διέταξε να του κόψουν τις τρεις λωρίδες δέρμα από την πλάτη και να του τρίψουν την πληγή με αλάτι και έπειτα ο μεγάλος γιος πήγε σπίτι.
Ο μεσαίος αδερφός προσπάθησε και εκείνος, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με τον μεγαλύτερο.
Οπότε αποφάσισε να δοκιμάσει και ο μικρότερος, παρά τις διαμαρτυρίες των αδερφών του και τα παρακαλετά των γονιών του, πήγε να βρει τον βασιλιά. Πήρε το ίδιο καθήκον με τα αδέρφια του, μόνο που αυτός προσπέρασε τη γριά γυναίκα και τότε το πιο νεαρό πουλάρι του είπε να το ιππεύσει, γιατί θα πήγαιναν μακριά. Έτσι και έγινε. Μετά από λίγο έφτασαν σε μια σημύδα και μέσα στην κουφάλα της υπήρχε ένα σπαθί και μια κανάτα. Τα πουλάρια του ζήτησαν να σηκώσει το σπαθί, αλλά δεν μπορούσε, αν πρώτα δεν έπινε τρεις φορές από την κανάτα. Τον έκαναν να τους υποσχεθεί ότι θα έκοβε τα κεφάλια τους την ημέρα του γάμου του, γιατί στην πραγματικότητα ήταν τα αδέρφια της πριγκίπισσας, αλλά ένα τρολ τα είχε μαγέψει σε αυτή τη μορφή και μόνο έτσι θα μπορούσαν να ελευθερωθούν.
Μετά πήγαν σε μια εκκλησία, όπου ο ιερέας τους έδωσε ψωμί και κρασί και ο νεότερος γιος, πήρε και αυτός λίγο μαζί του.
Όταν επέστρεψε στον βασιλιά με το ψωμί και το κρασί, εκείνος αμέσως διέταξε να γίνουν οι ετοιμασίες του γάμου και όταν ο νεότερος γιος έκοψε τα κεφάλια από τα πουλάρια, εκείνα άλλαξαν και έγιναν οι χαμένοι πρίγκιπες. Τότε ο βασιλιάς του έταξε ολόκληρο το βασίλειο του με τον θάνατό του, ευχαριστώντας τον για την επιστροφή της οικογένειας τους.
Όπως λοιπόν μπορούμε να διαπιστώσουμε, τα παραμύθια δεν είναι μόνο χαρούμενες ιστορίες, στις περισσότερες μάλιστα οι τιμωρίες είναι συνήθως πολύ σκληρές, αλλά μέσα από αυτή την υπερβολή και την αλληγορία, μαθαίνουμε ότι και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…
Τα παραμύθια είναι σε ελεύθερη μετάφραση.
Βιβλιογραφία:
1. http://fairytalez.com/region/scandinavian/
2. https://en.wikipedia.org/wiki/Scandinavian_folklore
3. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9
4. http://fairytalez.com/the-punishment-of-loki/
5. http://fairytalez.com/tyr-and-the-wolf/
6. https://en.wikipedia.org/wiki/The_Giant_Who_Had_No_Heart_in_His_Body
7. https://en.wikipedia.org/wiki/Three_Billy_Goats_Gruff#Literature
8. https://en.wikipedia.org/wiki/The_Seven_Foals
[1] Στη Νορβηγική μυθολογία ο Ægir (στα αρχαία νορβηγικά «Θάλασσα») είναι ένας θαλάσσιος γίγαντας που συσχετίζεται με τον ωκεανό.
[2] Οι Æsir είναι τα μέλη του Πάνθεον της νορβηγικής θρησκείας.
[3] Το συγκεκριμένο παραμύθι υπάρχει σε αρκετές παραλλαγές. Σε αυτήν εδώ οι τρεις κατσίκες είναι αρσενικές και αδέρφια. Σε άλλη είναι ο πατέρας, η μητέρα και το παιδί κ.ο.κ. Τίτλος πρωτότυπου: Three Billy Goats Gruff.
Cover Art by Kay Nielsen
Guest Post
Η Ιωάννα-Ελίζα Πολιτσοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Από πολύ μικρή τής άρεσε το διάβασμα και περνούσε πολλές ώρες χαμένη μέσα σε ένα βιβλίο. Καθώς μεγάλωνε, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στους μύθους, στα παράξενα πλάσματα και στις μαγικές τοποθεσίες. Και ποιο το καλύτερο μέρος γι’ αυτά από την Ιρλανδία και τη Σκοτία; Αγαπώντας ιδιαίτερα την παραδοσιακή τους μουσική αλλά και τις απομονωμένες περιοχές τους, δε θα μπορούσε παρά να έχει γράψει μια ιστορία που να διαδραματίζεται σε αυτά τα μέρη. Πράγματι, με ηρωίδα ένα ασυνήθιστο κορίτσι, μας ταξιδεύει σε πρωτόγνωρους μαγικούς τόπους, που δεν είναι πάντοτε και τόσο ακίνδυνοι.
Η σειρά σύγχρονης μυθοπλασίας που φέρει τον τίτλο Ουροβόρος Κρίνος πραγματεύεται μύθους, δολοφονίες και ιδιαίτερα επικίνδυνες θεωρίες, μα πάνω απ' όλα αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής κοκκινομάλλας Κέλτισσας, της Μόριγκαν Κρόου.