Εξερευνώντας φανταστικές κοσμοπλασίες - Οι Ξωτικοβασίλισσες (Μέρος 2ο)

70430386_423796208246362_2468693789527506944_n.jpg

Η Βιτάλλια είναι ένας φανταστικός κόσμος που δημιουργήθηκε από τον Άγγελο Κυπριανό στα πλαίσια του επιτραπέζιου παιχνιδιού Ρόλων και Φαντασίας (RPG) με τίτλο “Meteor Tales”, φτιαγμένο επίσης από τον ίδιο. Στη λογοτεχνία του Φανταστικού, ο Άγγελος έχει χρησιμοποιήσει τον κόσμο της Βιτάλλια για να τοποθετήσει μέσα το μυθιστόρημα Το Ναυάγιο της Καράντρα.

Η Βιτάλλια βρίσκεται στο τέλος της 4ης εποχής της, 2000 χρόνια μετά τα σημαντικότερα γεγονότα που σφυρηλάτησαν τις γαίες της και έδωσαν πνοή στα σημερινά βασίλεια. Ένας πολεμιστής αναζητά απαντήσεις για τις ιστορίες πίσω από τους θρύλους των περασμένων αιώνων και συναντιέται με την Αράνα του Αντεάν, μια γριά γυναίκα που φημολογείται ότι περπάτησε στο κατώφλι των Θεών. Αφού περνούν το βράδυ μιλώντας για την 1η Εποχή και τη Μάχη των Θεών, ο Ίαν Ορόρο θέλει να μάθει τι έγινε μετά και έτσι, περιμένει υπομονετικά την Αράνα να συνεχίσει την ιστορία της.

Σχέδιο - Χαρίδημος Μπιτσακάκης

Σχέδιο - Χαρίδημος Μπιτσακάκης


ΟΙ ΞΩΤΙΚΟΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ,

από την Αράνα του Αντεάν.

Ο Ίαν περίμενε υπομονετικά. Κοιτούσε ψηλά και παρατηρούσε το μαύρο του ουρανού να σπάει νωχελικά σε μοβ και κόκκινες λωρίδες. Πέρα από το χωριό του βράχου, το Βάϊλαξ της Ντραγκόρια, ο ήλιος θα εμφανιζόταν σαν κόκκινος δίσκος από τα βάθη της ερήμου. Το γλυκό αεράκι τον χτυπούσε ευχάριστα σε αυτές τις ήσυχες ώρες που ο κόσμος φαίνεται τόσο ειρηνικός. Η ιστορία που άκουγε το βράδυ, όμως, μόνο ειρηνική δεν ήταν και ένας βαρύς κόμπος είχε εγκατασταθεί στον λαιμό του και τον έκανε να αδημονεί για μια πιο αισιόδοξη συνέχεια.

Απέναντι του, η γριά Αράνα είχε πέσει σε μια βαθιά διαλογιστική σιωπή. Τα μάτια της ήταν κλειστά εδώ και μια ώρα περίπου και ο Ίαν περίμενε υπομονετικά να επανέλθει, χωρίς να θέλει να ταράξει την ιερή σιωπή της. Παρατηρούσε το γηραιό της πρόσωπο, όμορφο, και ρημαγμένο από τον χρόνο. Μια γυναίκα που είχε ζήσει χιλιάδες χρόνια και είχε πολεμήσει ηρωικά στη Μάχη των Θεών. Τα βιβλία την είχαν αγνοήσει, οι ιστορίες την είχαν παραλείψει, οι βάρδοι την είχαν περιφρονήσει αλλά η αλήθεια υπήρχε, αντιστάθηκε σαν αεράκι μέσα από χαραμάδες και ξέφυγε, και ο Ίαν την είχε βρει, είχε ακούσει την ιστορία της και ένιωθε ευγνώμων που ήταν παρών, μπροστά της, όπως και μέρος αυτής της βραδιάς.

Κοιτούσε το πρόσωπο της. Οι ρυτίδες αυλάκωναν τα μάτια και τα μάγουλα της σαν φαράγγια. Κάθε γραμμή αποτελούσε και μια ιστορία. Ήταν ένας χάρτης. Ένας πλούσιος χάρτης, τόσο πλούσιος που αποτυπωνόταν παντού. Λίγες στιγμές μετά, τα βλέφαρα της πετάρισαν, μάτια κινήθηκαν από πίσω τους και σιγά σιγά άνοιξαν σαν πύλες, αποκαλύπτοντας πάλι το αγέρωχο βλέμμα μέσα από γαλάζιες κόρες. Αν υπήρχε ένα πράγμα αναλλοίωτο στον χρόνο, ήταν τα μάτια της.

«Πού είχαμε μείνει;» η φωνή της ήταν βραχνή. Το σώμα της έστεκε ακέραιο, τα πόδια τυλιγμένα το ένα μέσα στο άλλο, η πλάτη της ίσια σαν κερί και το ξίφος της παραδίπλα ακουμπισμένο σαν βιβλίο. «Στο τέλος της μάχης», αποκρίθηκε, χωρίς σιγουριά, ο Ίαν Ορόρο. Η Αράνα χαμογέλασε. «Α ναι, το τέλος της μάχης» επανέλαβε σαρκαστικά. «Είσαι στρατιώτης Ίαν και θα ξέρεις ότι οι μάχες δεν έχουν τέλος, παρά μόνο παύσεις». Ο Ίαν έγνεψε καταφατικά. «Έτσι ήταν και σε εμάς. Η συνέχεια της ιστορίας δεν είναι το τέλος της μάχης. Είναι η αλλαγή μιας εποχής, σίγουρα, αλλά όχι το τέλος». Κούνησε τα χέρια της και επέτρεψε στον εαυτό της την ανακούφιση που προκαλούν οι αρθρώσεις όταν σπάνε τα υγρά ανάμεσα από τα κόκκαλα. «Θέλεις λοιπόν να μάθεις τι έγινε μετά;» τον ρώτησε χαμογελαστά. «Ναι παρακαλώ» αποκρίθηκε εκείνος και η γυναίκα έγνεψε «καλώς».

«Το πεδίο της μάχης ήταν ένα σκόρπιο περιβόλι από σάρκες, οστά και αίματα. Δεν υπάρχει πιο χαριτωμένος τρόπος να το περιγράψει κανείς. Τα ξίφη είχαν μείνει ανάμεσα στα πτώματα, καρφωμένα στο χώμα και αφημένα στα χέρια των πολεμιστών που είχαν πέσει στην μάχη. Ένα ολόκληρο βουνό είχε ποτιστεί με το αίμα θνητών και αθάνατων, αλλά είχαμε κερδίσει τη μάχη». Το βλέμμα της έπεσε στα μάτια του Ίαν, προμηνύοντας κάτι δυσοίωνο. «Τουλάχιστον νομίζαμε ότι είχαμε κερδίσει». Ο Ίαν ξεροκατάπιε. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τις πρώτες ηλιαχτίδες να λούσουν το ταλαιπωρημένο δέρμα της. «Είχαμε φυλακίσει τον Κυνηγό στο κεχριμπαρένιο Κελί και αυτό φάνταζε σπουδαία νίκη. Και ίσως ήταν» παραδέχτηκε. «Πάραυτα, τότε, δεν ήμασταν σε θέση να γνωρίζουμε τις συνέπειες και τις θυσίες που είχαν γίνει για αυτή την κίνηση. Βλέπαμε τα πτώματα των συντρόφων μας, διαμελισμένα και ταλαιπωρημένα, αλλά αυτήν την εικόνα την ξέραμε για χρόνια. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι πραγματικά είχε συμβεί στους υπόλοιπους εξαιτίας του Κελιού». Ο Ίαν δεν ήξερε πολλά για αυτό. Γνώριζε ότι το Κελί είχε αποφέρει καταστροφικές συνέπειες στη Δύση. Παραμορφώσεις, Νεκροζωή, Θάνατο και καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά δεν είχε την ικανότητα να λογαριάσει τι σημαίνει αυτό.

«Επικράτησε μια περίοδος μεγάλης αναταραχής», συμπλήρωσε η Αράνα. «Οι Θεοί υποχώρησαν στις πόλεις των Ανθρώπων. Τους πήραν από το χέρι και τους καθοδήγησαν στα βασίλεια τους για να τους ευχαριστήσουν για τη βοήθεια που είχαν προσφέρει στη μάχη. Ήταν μια περίοδος πιο γλυκιά από οτιδήποτε μπορούσε να βιώσει ένας θνητός και νιώθαμε εκστασιασμένοι να περπατάμε στο πλάι των Θεών. Ένας ευλογημένος λαός. Μια θεραπεύτρια, η Λάιρα, φρόντισε τα τραύματα τους, αυτά που δεν μπορούσαν να κλείσουν από τις ιαματικές πηγές του Λόθεν. Ήταν μια όμορφη ξωτικογυναίκα με δύναμη και μια σπίθα στα μάτια της που ενέπνεε τον κόσμο γύρω της. Ακόμα και οι Θεοί είχαν σαγηνευτεί από την ομορφιά της και αφήνονταν στην φροντίδα της με λαγνεία. Είμαι σίγουρη ότι καρδιές ράγισαν όταν αποφάσισε να φύγει για την Ανατολή. Και όχι μόνο θνητές καρδιές…» Υπήρχε ένα παιχνίδισμα στον υπαινιγμό της φωνή της, που ο Ίαν διασκέδασε υπερβολικά πολύ. Κάθε φορά που η Αράνα έπαιρνε ένα ανάλογο ύφος, ο πολεμιστής τη συμπαθούσε περισσότερο. «Γιατί έφυγε;» τη ρώτησε. Η Αράνα πήρε μια βαθιά μελαγχολική ανάσα. «Ήταν μια εποχή που όλοι έφευγαν Ίαν», συμπλήρωσε. «Έπρεπε και αυτή να οδηγήσει τον λαό της…» άφησε μια επιτηδευμένη παύση μέχρι να πιάσει ο Ίαν τον υπαινιγμό. «Θέλεις να πεις…» Η Αράνα έγνεψε. «Μου λες ότι αυτή η Λάιρα είναι η Λάιρα των ξωτικών;» «Ακριβώς», απάντησε η Αράνα. «Γιατί σου φαίνεται περίεργο;» Ο Ίαν φούσκωσε τα μάγουλα του. «Ακούγεται τόσο… απλή!» είπε τελικά με δυσκολία. Η Αράνα χαμογέλασε. «Ναι… απλή σίγουρα. Φαντάζομαι ότι της ταιριάζει αυτός ο χαρακτηρισμός. Όπως και να έχει, εγώ θυμάμαι ένα νεαρό χρυσομάλλικο κορίτσι να περπατάει ξυπόλητο πάνω σε πλακόστρωτα δρομάκια με τα πόδια της βουτηγμένα στις λάσπες και το φόρεμα της βρώμικο από τα αίματα των τραυματισμένων. Αλλά η ομορφιά της ήταν ασύγκριτη, τόσο με την ομορφιά των ανθρώπων όσο και των ξωτικών». Ο Ίαν χαμογέλασε πλατιά στην περιγραφή της. «Σύντομα έφυγε από το Λόθεν και ταξίδεψε στην Ανατολή. Η μοίρα όμως της έκρυβε μια σκοτεινή αποκάλυψη». Ο Ίαν αναρίγησε. Ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά για τη Λάιρα, την γυναίκα που δόξαζαν σαν Θεά τα ξωτικά στην ανατολή. «Τι συνέβη;» ρώτησε φοβισμένα. «Προδοσία». Το στόμα της ήταν αυστηρό όσο και η λέξη που πρόφερε. Ο Ίαν περίμενε να συνεχίσει. «Στη διαδρομή ανατολικά, μια μεγάλη ομάδα ξωτικών αποφάσισε να αποσπαστεί και να φύγει βόρεια. Ένα μέρος αυτών όμως, προτού φύγουν, δολοφόνησαν τη Λάιρα». Ο Ίαν γούρλωσε τα μάτια του σοκαρισμένος. «Μα γιατί;» διαμαρτυρήθηκε. «Ήταν τόσο καλή, τους φρόντιζε όλους». Η Αράνα συμφώνησε με ένα νεύμα. «Ήταν όντως μοναδική θεραπεύτρια. Τόσο ικανή που φήμες άρχισαν να οργιάζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Λάιρα. Η γυναίκα με το άγγιγμα του Μετεωρίτη. Το ξωτικό που κρύβει κάτι στο μανίκι του. Καταλαβαίνεις;» Ο Ίαν κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω. «Δεν την πίστευαν». «Δεν την πίστευαν», επανέλαβε η Αράνα. «Δεν μπορούσαν να αποδώσουν το χάρισμα της αλλού. Όλοι νόμιζαν ότι είχε κλέψει ένα κομμάτι του Μετεωρίτη. Ότι είχε βρει χρόνο κατά τη διάρκεια της μάχης και κάπως είχε αποκτήσει πρόσβαση στην ενέργεια του». Ο Ίαν άκουγε με δέος. «Και; Ήταν αλήθεια;» η Αράνα ανασήκωσε τους ώμους της. «Πιθανόν», παραδέχτηκε. «Αλλά δεν είχε σημασία. Το πρόβλημα ήταν η αδερφή της». Ο Ίαν ένιωσε χαμένος. Σε καμιά ιστορία δεν υπήρξε ποτέ αναφορά για την αδερφή της Λάιρα. Ήταν μια πληροφορία τόσο νέα, σαν να την είχε σκαρφιστεί η Αράνα από το μυαλό της. «Ποια;» ρώτησε την Αράνα. «Ναι, φαντάζομαι λίγοι το μάθανε αυτό. Η Λάιρα είχε μια αδερφή, την Ανκ-Καλές-Να». Ο Ίαν άκουσε το όνομα και γλίστρησε σε σκέψεις. Αυτό το όνομα κάτι του έλεγε. Σκάλιζε το μυαλό του μέχρι που τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Γύρισε φρικαρισμένος προς την Αράνα με ένα πρόσωπο γεμάτο δυσπιστία. «Όχι!» είπε κατηγορηματικά αλλά η γυναίκα χαμογελούσε με έναν τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση. «Μα πως γίνεται;» ρώτησε ο Ίαν σε απόγνωση. «Είναι άλλες φυλές…» διαμαρτυρήθηκε. «Κάνεις λάθος» τον διόρθωσε η Αράνα. «Είναι ίδιες φυλές Ίαν. Όπως είμαστε και εμείς το ίδιο πράγμα με τους νεκροζωντανούς της Δύσης. Άνθρωποι, Ξωτικά. Πλάσματα που αλλοιώθηκαν από τη δύναμη του Μετεωρίτη ή του Κελιού. Η Ανκ-Καλές-Να ήταν ξωτικό, ακριβώς όπως η Λάιρα, και ήταν και αδέρφια. Η Ανκ-Καλές-Να όμως ζήλεψε το χάρισμα της και τη σκότωσε και από τα σπλάχνα της λένε ότι ρούφηξε τη δύναμη του Μετεωρίτη και έφυγε βόρεια με ένα κομμάτι του λαού τους». Ο Ίαν είχε χάσει τα λόγια του. «Τότε έγινε ο μεγάλος διαχωρισμός των Ξωτικών, ο πρώτος από τους πολλούς τέλος πάντων. Τα ξωτικά της Λάιρα μετέφεραν τη σωρό της στην Ανατολή. Θρήνησαν τον θάνατο της για εξήντα μέρες και εξήντα νύχτες, ώσπου έφτασαν στις χρυσές ακτές της Εξώτια. Στο ταξίδι όμως κάτι γινόταν που τα ξωτικά δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν και έκανε τον φόβο να ελλοχεύει στα σωθικά τους». «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ενθουσιασμένα. «Έβλεπαν το νεκρό κορμί της να αλλάζει. Μια εγκυμοσύνη φούσκωνε τη κοιλιά της ακόμα και όταν η ζωή είχε φύγει από μέσα της». Ο Ίαν ανατρίχιασε. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό του την εικόνα. «Εγκυμοσύνη;» ρώτησε αργά, σχεδόν αηδιασμένος. Η Αράνα έγνεψε. «Το βράδυ που πάτησαν στην παραλία της Εξώτια, η κοιλιά της άνοιξε και από μέσα της δεν βγήκε μαύρο νεκρό αίμα, αλλά ένα μωρό ξωτικό με εγκαύματα στο πρόσωπο και σε όλο του το σώμα». Ο Ίαν σχεδόν μπήκε στον πειρασμό να σηκωθεί όρθιος αλλά κρατήθηκε. «Πως;» η μόνη λέξη που ξεστόμισε. «Το κορμί της έσπασε και έγινε στάχτη και καθώς το χρυσομάλλικο μωρό γεννήθηκε, σύντομα στεκόταν πάνω στις στάχτες της μάνας του. Ο κόσμος φώναζε σε πανικό, ενθουσιασμό και απόγνωση μαζί. Δεν ήξεραν τι σήμαινε ο οιωνός αυτός. Σύντομα όμως έμαθαν». Αέρας φύσηξε πάνω από το Βάιλαξ. Ο ήλιος είχε δείξει τα δόντια του, έπαιρνε τη θέση του στον θρόνο· σύντομα θα άρχιζαν και οι δύο να ιδρώνουν ευχάριστα. «Τότε είδαν τις στάχτες να σηκώνονται στον αέρα και επικράτησε νεκρική σιγή. Αμέσως έγιναν γλώσσες φωτιάς και σχημάτισαν ένα τεράστιο πτηνό. Ο φλεγόμενος Φοίνικας, το σύμβολο της αναγέννησης είχε φανερωθεί μπροστά τους». Ο Ίαν ένιωσε συγκίνηση, δεν ήξερε γιατί αλλά η ιστορία τού προκαλούσε μια ευχάριστη θλίψη. «Ο κόσμος αναφώνησε και προσκύνησε· το πλάσμα άνοιξε διάπλατα τα φτερά του και εξαφανίστηκε μια στιγμή αργότερα μέσα από τα δάση. Έπειτα, τη δόξαζαν σαν Θεά». «Και το παιδί;» ρώτησε λαίμαργα ο Ίαν. Το μεγάλωσε ένας μάγος ονόματι Όργκον Άρουμ που είχε ακολουθήσει τα ξωτικά». «Άνθρωπος;» ρώτησε ο Ίαν και η Αράνα έγνεψε. «Το παιδί ονομάστηκε Μιριλίρ Χαροβίν». Ο Ίαν μαζεύτηκε πάλι. Άλλο ένα γνωστό όνομα σκάλιζε τα σωθικά του. «Μα αυτός είναι…» «Ένας θρυλικός πολεμιστής» συμπλήρωσε τυπικά η Αράνα. «Όλοι ξέρουμε τα κατορθώματα του Μιριλίρ και των Επτά Υπερασπιστών. Λίγοι όμως ξέρουν για τη γέννηση του». Ο Ίαν απλά περίμενε κουνώντας αμυδρά το κεφάλι του, συνεπαρμένος. «Η Λάιρα λένε εμφανιζόταν ανά τα χρόνια, πότε σαν Ξωτικό και πότε σαν Φοίνικας αλλά η ευθύνη του παιδιού είχε δοθεί στον μάγο και από εκεί πιστεύω ξεκίνησε και η πορεία του Μιριλίρ που γράφτηκε στα βιβλία μετά». «Και η αδερφή της;» η ερώτηση του έκανε το πρόσωπο της να συσπαστεί. Ήταν και οι δύο από την Ντραγκόρια και ήξεραν τι ήταν η Ανκ-Καλές-Να και τα Ξωτικά του Μετεωρίτη. «Έφτασε στον βορρά όπως φυσικά ξέρεις, στη γειτονική Αρκανάρα και από εκεί στα έγκατα της γης· έσπευσε να βρει και άλλη από την δύναμη του Μετεωρίτη, άλλα έσκαψε πολύ βαθιά και πλήρωσε το τίμημα». Η φωνή της Αράνα ήταν πλέον πολύ βραχνή, η αϋπνία και η κούραση είχαν πάρει το μερτικό τους. «Ο Μετεωρίτης αντέδρασε, και τα σώματα τους παραμορφώθηκαν και αυτά. Βέβαια, όλοι ξέρουμε ότι δεν ήταν σε καμιά περίπτωση τόσο φρικτό, ίσως επειδή η Ανκ-Καλές-Να είχε αρκετή δύναμη και κατάφερε να προστατεύσει τον λαό της».

Ο Ίαν έμεινε να κοιτάζει το πάτωμα. Ακολούθησε με τα μάτια του τις χαραμάδες ανάμεσα στις λαξεμένες πέτρες και έφτασε πάλι να κοιτάζει την Αράνα που φάνηκε να κλείνει για άλλη μια φορά τα μάτια της. Ένιωσε το δέρμα του να ιδρώνει. Το φως άρχισε να καλύπτει το χωριό σαν χρυσό πέπλο, κάνοντας τα φύλλα να λαμπυρίζουν γύρω τους. Η ανθισμένη αμυγδαλιά απέναντι τους ταλαντεύτηκε με το δροσερό αεράκι. Ο Ίαν δεν είχε παρατηρήσει πόσο όμορφη ήταν μέχρι που την έλουσε το φως της ημέρας.

«Πες μου για την Ανκ-Καλές-Να» την πίεσε και ένιωσε αμέσως άσχημα γιατί είδε την έκφραση της Αράνα να σκληραίνει. «Όχι» απάντησε εκείνη. «Όχι;» διαμαρτυρήθηκε. «Το όνομα της δεν πρέπει να το ξεστομίζουμε έτσι άτεχνα και απερίσκεπτα». Ο Ίαν συνοφρυώθηκε. «Απερίσκεπτα; Μα είναι νεκρή!». Υπήρχε κάτι στη πρόταση του που έκανε μέχρι κι εκείνον τον ίδιο να αναρωτηθεί όταν την ξεστόμισε. Το ένστικτο του τον γαργαλούσε. Η Αράνα άνοιξε τα μάτια της. «Πολλά πράγματα είναι νεκρά Ίαν Ορόρο, αλλά δεν είναι σοφό να τα σκουντάμε» του είπε αφοπλιστικά και ο Ίαν σκιάχτηκε σκεπτόμενος τις αμέτρητες ιστορίες γύρω από το πρόσωπο της βασίλισσας των Ξωτικών του Μετεωρίτη.

«Θα σου πω όμως αυτό», τον διέκοψε η Αράνα από τις σκέψεις του. «Έφυγε βόρεια και για πολλά χρόνια έμεινε αθέατη. Για εκείνα τα χρόνια ήμασταν όλοι ευγνώμονες γιατί ήταν τα πιο ωραία χρόνια που είχε βιώσει αυτός ο κόσμος. Ήταν μια περίοδος αισιοδοξίας και θεραπείας. Οι φυλές είχαν γεννηθεί και βουτηχτεί στον πόλεμο πριν προλάβουν να ζήσουν, και τώρα είχαν κληθεί να εγκατασταθούν επιτέλους σε αυτές τις όμορφες γαίες και να ζήσουν τα όμορφα χρόνια που είχαν στερηθεί» σήκωσε τα χέρια της και έπειτα κοίταξε με τη σειρά της τη μεγάλη αμυγδαλιά, σαν να την ευγνωμονούσε για την ομορφιά της. Ο Ίαν έσκυψε το κεφάλι του και την κοίταξε αυστηρά. «Μέχρι που ήρθαν οι Δράκοι» της πέταξε επιτηδευμένα, σπρώχνοντας την ιστορία εκεί που ήθελε. Η Αράνα έγνεψε θετικά «Ναι» παραδέχτηκε «Μέχρι που ήρθαν οι Δράκοι, αλλά αυτή η ιστορία είναι για άλλη φορά…»

ΤΕΛΟΣ

Οι Πύλες των Κόσμων – εξερευνώντας φανταστικές κοσμοπλασίες

Ο Άγγελος Κυπριανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985 και μεγάλωσε στο νησί των Σπετσών. Είναι τραγουδοποιός Αμερικάνικης Φολκ Μουσικής με το καλλιτεχνικό όνομα Remi & the road και έχει στο ιστορικό του 6 δίσκους και αμέτρητες εμφανίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Είναι επίσης ο ιδρυτής του σχήματος Theanivar, ενός μουσικού project που ειδικεύεται σε ατμοσφαιρική μουσική συγκεκριμένης θεματολογίας.

Το πρώτο του μυθιστόρημα λογοτεχνίας του Φανταστικού ονομάζεται «Ο Οίκος των Βέρεμον» και κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Πηγή.

Ανάμεσα σε άλλα έργα του είναι το μιούζικαλ «Λετζέντα» και η ταινία «I dreamt about this» καθώς επίσης και το επιτραπέζιο παιχνίδι ρόλων και στρατηγικής με τίτλο Meteor Tales.