Άνυα: Το Κλαμπ στη Μέση του Πουθενά (Μέρος 10ο)

Art by https://www.deviantart.com/pascalcampion

Art by https://www.deviantart.com/pascalcampion

Με αυτά και με εκείνα οι μέρες πέρασαν και έφτασε το μεσοκαλόκαιρο μαζί με τα γενέθλια του Ορφέα.

Ήταν ένα συνηθισμένο ηλιόλουστο πρωινό, όταν ο φίλος μας ξύπνησε στο δεντρόσπιτό του, έχοντας όμως ξεχάσει πως εκείνη τη μέρα γινόταν δεκαέξι χρονών. Σηκώθηκε, φόρεσε το μαγιό του και ετοιμάστηκε να κατέβει, όταν είδε τον Ορέστη και τον Ρούντι να τον περιμένουν από κάτω.

«Έι, πώς και σηκωθήκατε τόσο νωρίς;» είπε κοιτώντας τους πάνω από το δέντρο.

«Έλα γρήγορα!» του φώναξε ο Ορέστης. «Κάτι σε θέλει ο μπαμπάς σου».

«Συμβαίνει κάτι;» παραξενεύτηκε ο Ορφέας, βλέποντας τους φίλους του να ανταλλάσουν ματιές.

«Τέζα;» άκουσε τον Ρούντι να λέει.

«Τέζα; Τι… τι εννοείς;»

«Νομίζω πως ο μπαμπάς σου δεν είναι καλά», είπε ο Ορέστης κάπως αναστατωμένος. «Πρέπει να έρθεις».

Παρά λίγο να γκρεμοτσακιστεί, τόσο γρήγορα κατέβηκε την ανεμόσκαλα. Μαζί με τους άλλους δύο έφυγαν πιλάλα για το καλύβι του Οδυσσέα. Η διαδρομή ήταν σύντομη, μα μέχρι να φτάσουν ο Ορφέας χώρεσε όλα τα κακά του κόσμου μες στο μυαλό του. Ο Ορέστης και ο Ρούντι δεν είπαν τίποτα άλλο, παρατείνοντας την αγωνία του.

Έξω από το σπίτι του Οδυσσέα είχε συγκεντρωθεί κόσμος, πράγμα που έκανε τον Ορφέα να ανησυχήσει πιο πολύ. Σχεδόν όλοι βρίσκονταν εκεί, μικροί και μεγάλοι. Οι Τρίδυμες, οι Γκέλλιν, οι Γερμανοί, ο Αστέρης, ο Βύρωνας, ο Αργύρης και ο Αραπίτσας. Κυρίως όταν είδε τον Άντι, που σπάνια ερχόταν στην παραλία τόσο νωρίς. Ακόμα και ο Κάγκελος ήταν εκεί, που κανονικά θα έπρεπε να κοιμόταν του καλού καιρού. Κάτι συνέβαινε!

Πράγματι, κάτι συνέβαινε, μα δεν είχε καμία σχέση με τα όσα ο Ορφέας είχε φανταστεί. Η Αερίνα γύρισε και τον κοίταξε τότε με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Ήρθε, ήρθε!» φώναξε. Ένα-ένα τα κεφάλια γύρισαν προς το μέρος του και ο Άντι άφησε ένα βροντερό επιφώνημα χαράς. Ο Ορέστης και ο Ρούντι, που τόση ώρα το έπαιζαν σοβαροί, βλέποντας την απορημένη έκφραση του Ορφέα έσκασαν στα γέλια.

«Τι γίνε…» πρόλαβε να πει και τότε ένα συντονισμένο «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!» που ακούστηκε μέχρι το φάρο, τον άφησε κόκαλο στη θέση του. Κουνήθηκε λίγο μετά, όταν ο Κλώτσος τον βάρεσε στην πλάτη ρίχνοντάς τον στην αγκαλιά του Αστέρη. Μόλις συνήλθε από αυτήν την απρόσμενη έκπληξη, είδε τον πατέρα του (ο οποίος φυσικά ήταν μια χαρά και δεν είχε υποστεί τίποτα από όσα φοβόταν ο ψαρωμένος Ορφέας) με την κιθάρα του και την Εύη να ξεπροβάλει κρατώντας μια τούρτα με φοίνικες κι ομπρελίτσες και δύο κεράκια στο σχήμα του αριθμού 16. Τότε ο Όντι άρχισε να παίζει το γνωστό τραγουδάκι και όλοι μαζί άρχισαν να τραγουδάνε:

«Να ζήσεις Ορφέα και χρόνια πολλά

μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά

παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως

και όλοι να λένε να ένας σοφός!»

Έπειτα τον άρπαξαν και τον βούτηξαν στη θάλασσα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να καθαρίσει την τούρτα από το πρόσωπο του, αφού μόλις τελείωσε το τραγούδι, ο Κλώτσος την πήρε από τα χέρια της Εύης και την κόλλησε όλη στα μούτρα του Ορφέα.

Λίγες ώρες αργότερα, και αφού τα παιδιά είχαν ξεδώσει στις κοκορομαχίες και στον αμμοπόλεμο (για χάρη του Ορφέα έπαιξαν εκείνη τη μέρα) ο Οδυσσέας συνάντησε τον δεκαεξάχρονο πια γιο του στον Αγκαλίτσα, όπου έπινε καφέ με την παρέα του.

«Πολύχρονος και πάλι!» του είπε χτυπώντας τον μαλακά στην πλάτη.

«Ευχαριστώ μπαμπά».

«Αρκεστείτε στις φραπεδιές για το μεσημεράκι, εντάξει παίδες;» είπε ο Όντι στην παρέα.

«Ένα ουζάκι για το καλό;» είπε ο Ορέστης, πάντα πρόθυμος για ποτό.

«Κρατήστε δυνάμεις για το βράδυ», ο Όντι του έκλεισε το μάτι.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Αερίνα.

«Ό,τι θέλετε», είπε ο Όντι. «Μπορούμε να πάμε στην Καραβούπολη ή στον Κάβο. Ή μήπως προτιμάτε τον Αλατόπυργο;»

 Και τότε η Εύη πέταξε την ιδέα:

«Αχ κύριε Οδυσσέα, να πάμε στο Λάδι απόψε;»

«Ναι, ναι!» συμφώνησε η Μαριλένα. «Είναι Σάββατο!»

«Πού να πάμε;» απόρησε ο Ορφέας, ενώ δίπλα του ο Βύρωνας δυσανασχετούσε.

«Όχι εκεί…» είπε. Αντίθετα ο Ορέστης συμφωνούσε με χίλια.

«Εγώ είμαι μέσα!»

«Σιγά μην έλεγες όχι εσύ!» του πέταξε η Αερίνα γελώντας.

«Ο Ορφέας δεν έχει πάει», είπε η Μαριλένα. «Ευκαιρία να δει το Λάδι».

«Να πάμε βρε παιδιά», συνέχισε η Εύη. «Την προηγούμενη βδομάδα δεν πήγαμε. Ευκαιρία δεν είναι να γιορτάσουμε εκεί τα γενέθλια του Ορφέα;»

«Θα μου πει κανείς τι είναι το Λάδι;»

«Κλαμπ!» απάντησαν τέσσερα στόματα μαζί, με πρώτο και καλύτερο τον Ορέστη.

«Κλαμπ;» επανέλαβε ο Ορφέας. «Μου κάνετε πλάκα, έτσι;»

«Θα περάσουμε τέλεια!» επέμεινε η Εύη.

«Αν μισώ κάτι περισσότερο από το σχολείο, αυτό είναι τα κλαμπ!» είπε ο Ορφέας.

«Αυτό που θα πάμε θα σου αρέσει», είπε ο Ορέστης.

«Εσύ το λες αυτό;» απόρησε ο Ορφέας. «Νόμιζα πως ήσουν ροκάς…»

«Α μπράβο, πες του τα!» είπε ο Βύρωνας.

«Και βέβαια είμαι ροκάς!» είπε ο Ορέστης. «Κορίτσια, δεν είμαι;»

«Τότε γιατί πας σε κλαμπ;»

«Ε, για τον χαβαλέ», είπε ο Ορέστης κι έπειτα πλησίασε για να του πει στο αυτί, «και για το… ωραίο φύλο, φυσικά! Άκου που σου λέω. Όλα τα κανόνια της Καραβούπολης μαζεύονται στο Λάδι το Σαββατόβραδο».

Οι Τρίδυμες, εκτός από την Αερίνα, είχαν ήδη αρχίσει να ξεσαλώνουν και μόνο στην ιδέα ότι θα πήγαιναν στο Λάδι. Η Εύη το είπε και στις Γερμανίδες, τη Λάουρα και την Κλαούντια, που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι κι εκείνες συμφώνησαν να πάνε.

«Εμένα ξεχάστε με!» δήλωσε ο Ορφέας. «Δεν πρόκειται να πατήσω το πόδι μου σε κλαμπ».

«Έλα βρε Ορφέα…» έκανε η Εύη με νάζι. «Κύριε Όντι, πείτε του κάτι κι εσείς».

«Ό,τι πει ο εορτάζων», ήταν η απάντηση του Όντι.

«Ο εορτάζων θα μείνει στην Άνυα», είπε ο Ορφέας και οι Τρίδυμες μούτρωσαν, εκτός από τη Λάουρα, που άρχισε να τον κουνάει πέρα δώθε για να αλλάξει γνώμη. Βλέποντας την αντίδρασή τους ο Όντι χαμογέλασε και είπε:

«Κρίμα, Ορφέα, που θα κάτσεις εδώ το βράδυ. Εγώ θα βγάλω τους υπόλοιπους να τους κεράσω για τα γενέθλια του γιου μου!»

Τώρα ήταν η σειρά του Ορφέα να μουτρώσει και των κοριτσιών να πανηγυρίσουν.

Art by https://www.deviantart.com/pascalcampion

Art by https://www.deviantart.com/pascalcampion

«Ε τώρα μπαμπά δεν είσαι εντάξει…»

«Εχθές το υποσχέθηκα στους Γερμανούς ότι θα πηγαίναμε στο Λάδι για τη γιορτή σου. Φυσικά, δεν μπορούσα να αφήσω έξω τους Γκέλλιν, ούτε και τους Ναυαγούς κι όσο για τον Κλώτσο, θα θύμωνε πολύ αν δεν τον καλούσαμε. Τα κορίτσια θα είναι μαζί μας, ο Ορέστης επίσης… Λοιπόν, κρίμα που ο Βύρωνας κι εσύ θα μείνετε εδώ, ενώ όλοι οι άλλοι φίλοι σας θα πάνε στο Λάδι».

«Ε, άμα είναι να πάνε όλοι, τότε θα έρθω κι εγώ», είπε ο Βύρωνας. Ο Ορφέας τον στραβοκοίταξε και έμεινε για λίγο σιωπηλός.

«Άντε, εντάξει», είπε τελικά και η παρέα ζητωκραύγασε. «Θα έρθω. Μόνο μη μου ζητήσετε να χορέψω».

«Αυτό θα ήθελα πολύ να το δω!» είπε ο Ορέστης.

«Κι εμείς!» συμφώνησαν τα κορίτσια.

«Εσείς οι δύο θα μου το πληρώσετε…» είπε ο Ορφέας στον Βύρωνα και τον Ορέστη.

«Εγώ πάω να ρίξω μια βουτιά», ανακοίνωσε ο Οδυσσέας και σηκώθηκε. «Παίδες, τα λέμε αργότερα».

Και καθώς έφευγε για την παραλία, ο Ορφέας έτρεξε πίσω του, προλαβαίνοντάς τον έξω από το μπιτς μπαρ.

«Μπαμπά περίμενε».

«Θα βουτήξεις μαζί μου;»

«Σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις αυτό».

«Εννοείς το κλαμπ; Εντάξει, αν θες δεν πάμε».

«Όχι, δεν λέω για το κλαμπ. Να, αυτό που το έγινε το πρωί… τη φάρσα».

«Για τη βουτιά ή για την τούρτα; Ω, τον ξέρεις τον Κλώτσο, ήθελε πολύ να το κάνει. Κρίμα για την Μπέρθα που σου έφτιαξε την τούρτα με τόση αγάπη, αλλά…»

«Όχι την τούρτα», τον διέκοψε ο Ορφέας. «Τα αγόρια ήρθαν να με βρουν για να πουν ότι δεν ήσουν καλά».

«Α, για την έκπληξη λες».

«Σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις αυτό το αστείο», είπε και χαμήλωσε τα μάτια. «Δεν θέλω να πάθεις κάτι κακό».

Ο Οδυσσέας χαμογέλασε και πλησίασε τον γιο του ακουμπώντας τον ώμο του. Εκείνος παρέμενε με το κεφάλι σκυφτό, νιώθοντας παράξενα.

«Νόμιζα ότι σου άρεσαν οι εκπλήξεις».

«Οι ευχάριστες, ναι. Και τούτη δεν ήταν και τόσο».

«Θα δεις κι άλλες, πολλές. Κάποιες θα είναι ευχάριστες, κάποιες όχι. Συνήθισε το. Είτε στην Άνυα, είτε οπουδήποτε, η ζωή έχει εκπλήξεις».

Ο Ορφέας σήκωσε το βλέμμα και την ίδια στιγμή ο πατέρας του, του τσίμπησε το μάγουλο.

«Μην ανησυχείς μικρέ. Θα είμαι καλά», είπε και κατηφόρισε στην παραλία.

Πριν καλά-καλά νυχτώσει, τρία αυτοκίνητα κι ένα μηχανάκι άφησαν την Άνυα κυριολεκτικά στην ησυχία της. Μπροστά πήγαινε ο Βάγγος το βανάκι, πίσω ο Χάρος και τελευταίος ο Ρόβερ, ακολουθούμενοι από τον Λαρς και τη γυναίκα του πάνω στο δίκυκλο. Οι κόρες τους, η Κλαούντια, η Λάουρα και η Γιούλια, επέβαιναν στον Ρόβερ μαζί με τον Βύρωνα και φυσικά, τον Άντι (αφού κανείς άλλος δεν μπορούσε να οδηγήσει τον τρελό Ιρλανδό). Ο Ορφέας με την παρέα του ήταν στον Χάρο με τον Αστέρη στο τιμόνι και οι υπόλοιποι στο πολύχρωμο βανάκι του Κάγκελου, με τον Κλώτσο να κάνει γκριμάτσες και άλλα παλαβά αστεία από το πίσω τζάμι. Οι Τρίδυμες δεν ήταν μαζί στην πομπή, αφού ήθελαν το χρόνο τους να ετοιμαστούν και θα πήγαιναν αργότερα στο Λάδι με το αυτοκίνητο του πατέρα της Αερίνας, που είχε έρθει στην Άνυα για το σαββατοκύριακο. Οι Γκέλλιν δεν ήρθαν τελικά –προτίμησαν να μείνουν στην παραλία και να ξεκουραστούν– εκτός από τα παιδιά τους, που ήταν μοιρασμένα στα αυτοκίνητα.

Προορισμός όλου αυτού του κόσμου ήταν το κλαμπ Λάδι, το οποίο βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα πάνω από την Καραβούπολη. Επειδή, όμως, η ώρα δεν ήταν ακόμη για κλάμπινγκ και το Λάδι ήταν κλειστό όταν ξεκίνησαν, οι Ανυανοί συμφώνησαν να πάνε πρώτα για μια βόλτα στον Κάβο, την παραλία της Καραβούπολης, εκεί όπου οι Καραβιώτες διατηρούσαν μερικά ωραία μπαράκια, δύο με τρεις ταβέρνες και μερικές καλές κρεπερί. Κι αφού έφαγαν και ήπιαν τις πρώτες μπύρες τους σε ένα ατελείωτο τραπέζι που έκανε την κρεπερί να μοιάζει με γαλατικό χωριό, ο Ορφέας και οι Ανυανοί μπήκαν και πάλι στα αμάξια και ξεκίνησαν για το περιβόητο Λάδι.

Μέσα στην Καραβούπολη υπήρχαν αρκετά κλαμπ, όμως οι περισσότεροι προτιμούσαν να περάσουν το σαββατόβραδό τους στο Λάδι. Δεν ήταν μεγάλο, αλλά λόγω της θέσης του συγκέντρωνε κόσμο από πολλά μέρη, κυρίως από τα γύρω χωριά, όπως το Λυκοχώρι, την Άνω και την Κάτω Λαδιά, το Κουπί, τα Μυρμιγκοχώρια και φυσικά, τους τουρίστες της Καραβούπολης. Χωμένο μέσα στις ελιές, από τις οποίες είχε πάρει και το όνομα του, το Λάδι, όπως και τα περισσότερα θερινά κλαμπ, δεν είχε οροφή αλλά διέθετε δύο μπαρ και μια τεράστια πίστα στο κέντρο του. Ιδιοκτήτης του ήταν κάποιος από την Άνω Λαδιά, ενώ ο ντι-τζέι είχε αποκτήσει το ψευδώνυμο Λαδιάρης, παρόλο που δεν είχε καμία σχέση με τα γύρω χωριά. Ο ίδιος έμενε εκτός της Αρκαδίας τους χειμώνες, αλλά τα καλοκαίρια έφερνε όλες τις ελληνικές και ξένες επιτυχίες από τον “έξω κόσμο” κάνοντας το Λάδι το νούμερο ένα μέρος για διασκέδαση στην επικράτεια της Καραβούπολης.

Από την ώρα που η λέξη κλαμπ είχε φτάσει στα αυτιά του Ορφέα, το μυαλό του γυρνούσε πίσω σε μία από τις βαρετές και άσχημες βραδιές που είχε ζήσει τους περασμένους μήνες. Γενικά τα κλαμπ δεν ήταν του στιλ του κι έτσι, η μία και μοναδική φορά που επισκέφτηκε ένα τέτοιο μέρος ήταν στην τριήμερη εκδρομή της τάξης του. Λίγο πριν το Πάσχα, η Α’ Λυκείου πήγε στην Κατερίνη και το πρόγραμμα της εκδρομής, πέρα από τις ξεναγήσεις στους αρχαιολογικούς χώρους, συμπεριλάμβανε κλάμπινγκ για το δεύτερο βράδυ. Το μαγαζί που τους πήγαν, ενώ στην αρχή φάνηκε άνετο, μέσα σε δέκα λεπτά τίγκαρε χάρη στα δεκαπέντε επιπλέον σχολεία που είχαν έρθει να διασκεδάσουν κάτω από την ίδια στέγη. Τη μία, λοιπόν, και μοναδική φορά που ο Ορφέας θέλοντας και μη πήγε σε κλαμπ, την πέρασε όρθιος σαν σε λεωφορείο, με τον κόσμο να πέφτει πάνω του, να τον σπρώχνει και να τον πατάει και να γκαρίζει κάθε που έμπαινε κάποιο γνωστό σκυλοτράγουδο. Αντίθετα με τους συμμαθητές του, που χόρευαν πάνω σε μπάρες, τραπέζια, σκαμπό και ό,τι έβρισκαν για να ανέβουν ψηλότερα, που έπιναν το ένα ποτό μετά το άλλο και που κάπνιζαν πουράκια ενώ μέχρι χθες δεν είχαν δοκιμάσει μισό τσιγάρο, ο Ορφέας στεκόταν βουβός, κατσούφης και οργισμένος έχοντας προλάβει να πιει δύο γουλιές μπύρα προτού μια τύπισσα του ρίξει κατά λάθος το μπουκάλι.

Όμως τώρα η φάση ήταν διαφορετική. Το Λάδι έμοιαζε με κήπο, ο φωτισμός ήταν απαλός, η μουσική δεν παραμορφωνόταν από τεράστια ηχεία και όσοι ήθελαν να χορέψουν, πήγαιναν στην πίστα, στο κέντρο του κλαμπ.

Τη μεγαλύτερη διαφορά, όμως, την έκανε η παρέα. Ας ήταν και το χειρότερο μέρος του κόσμου, το τελευταίο κλαμπ που θα προτιμούσε κανείς για να περάσει το βράδυ του, πραγματικά δεν είχε σημασία. Κι αυτό επειδή οι φίλοι του ήταν μαζί. Χάρη σ’ αυτούς και στην τρέλα που κουβαλούσαν όπου κι αν πήγαιναν, ο Ορφέας θα ένιωθε την αληθινή σημασία της λέξης διασκέδαση.

Ήδη από τη στιγμή που το τσούρμο έφτασε στο Λάδι, ο Οδυσσέας και οι φίλοι του, οι “μεγάλοι” της Άνυας, ξεκίνησαν τον χαβαλέ. Αφού άφησαν τους υπόλοιπους να μπουν πρώτοι για να πιάσουν τη γνωστή γωνία όπου την άραζαν κάθε φορά, πέρασαν την είσοδο και κοντοστάθηκαν σε ευθεία γραμμή μπροστά από το πρώτο σκαλοπάτι. Τότε, έχοντας τραβήξει την προσοχή όλων των θαμώνων, σήκωσαν το δεξί τους χέρι ψηλά και πήραν μια αστεία πόζα που θύμιζε χορευτικό από την εποχή των ντίσκο. Ύστερα έκαναν μια ανάποδη στροφή και προχώρησαν μέσα κάτω από σφυρίγματα και παλαμάκια. Το βροντερό γέλιο του Λαρς, του Γερμανού, ακούστηκε πιο δυνατά από τη μουσική.

«Μα τι κάνουν;» ρώτησε ο Ορφέας, βλέποντας τον πατέρα του να ποζάρει στην είσοδο μαζί με τον Κλώτσο, τον Αστέρη και τον Κάγκελο.

«Τη γνωστή τους είσοδο!», εξήγησε ο Ορέστης. «Το κάνουν κάθε φορά. Κοροϊδεύουν τους trendy, τους δήθεν και τους κάγκουρες».

 Ο Ορφέας γέλασε με το μικρό σκετσάκι του πατέρα του και των άλλων. Ήταν σίγουρος πως στη συνέχεια θα άρχιζαν τις σαχλαμάρες σαν μεθυσμένοι τουρίστες σε νησί του Ιουνίου. Θυμήθηκε και πάλι τους συμμαθητές του στην τριήμερη και πόσο σοβαροί το έπαιζαν όλοι τους, με τα ποτά στο χέρι παριστάνοντας τους ενήλικες. Ο Ορφέας προτιμούσε τον χαβαλέ και χαιρόταν που έβλεπε τον μπαμπά του και την παρέα του να κάνουν ανωριμότητες όποτε τους κατέβαινε. Ήδη μετά από δύο μπύρες, ο Αστέρης έβγαλε την μπλούζα του και τη φόρεσε στο κεφάλι μοιάζοντας με καθαρίστρια και χοροπηδούσε στον ρυθμό των Ζουλού. Ο Κάγκελος σχολίαζε το ένα τραγούδι πίσω από το άλλο παραλλάσσοντας τους στίχους -ελληνικούς και ξένους- ο Άντι σήκωνε τον Οδυσσέα στους ώμους του και τον έκανε βόλτα μέσα στο μαγαζί, ενώ ο Λαρς, ο Γερμανός, συνέχιζε να γελάει βροντερά. Όσο για τον Κλώτσο, αυτός ήταν μια απογοήτευση και μισή. Όχι πως δεν ήταν αστείος με τη συμπεριφορά του, αλλά σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, δεν έκανε τίποτα το τρομερό όπως θα περίμενε κανείς από έναν πλακατζή νάνο. Είχε αράξει σε μια αιώρα και σιωπηλός απολάμβανε το ποτό του καπνίζοντας παράλληλα την πίπα του.

«Τι τρέχει με τον δικό μας;» ρώτησε ο Ορφέας, εννοώντας τον Κλώτσο. «Πολύ ήσυχος δεν κάθεται;»

«Του βάλανε χέρι πέρυσι», του είπε ο Αργύρης. «Τα έκανε λίμπα μια-δυο φορές στο μαγαζί και από τότε του απαγόρεψαν να έρχεται στο Λάδι. Μετά τον άφησαν να έρχεται υπό όρους, ότι δεν θα ενοχλεί κανέναν κι ότι θα παλουκώνεται μόνο σε ένα σημείο. Γι’ αυτό τον βλέπεις εκεί».

Ο Κλώτσος φύσηξε ένα δαχτυλίδι καπνού και ρούφηξε το κοκτέιλ του. Ακόμα κι έτσι έβγαζε γέλιο.

Θεαματική είσοδο στο κλαμπ έκαναν, εκτός από τους Ναυαγούς, και οι Τρίδυμες. Όχι, αυτές δεν έκαναν ούτε χαιρετισμό, ούτε πόζα, ούτε και ακροβατικά. Απλώς μπήκαν στο κλαμπ και όλα τα μάτια έπεσαν πάνω τους.

Κανείς από την παρέα του Ορφέα δεν τις αναγνώρισε στην αρχή. Ήταν μαζί τους κάθε μέρα, από το πρωί ως το βράδυ και είχαν συνηθίσει να τις βλέπουν ατημέλητες, με τα μαγιό και με τα ρούχα της εξοχής και συχνά πασπαλισμένες με τα χρώματά τους. Τώρα τις έβλεπαν μακιγιαρισμένες και καλοχτενισμένες, με κόκκινο κραγιόν, σκιά και πρόσθετες βλεφαρίδες, τακούνια και μίνι φορέματα. Λογικό ήταν να μην τις αναγνωρίσουν και να τις κοιτάξουν με ενδιαφέρον, μέχρι που τις είδαν να έρχονται προς το μέρος τους και τότε κατάλαβαν ποιες ήταν οι τρεις “μπόμπες” που έσκασαν μύτη στο Λάδι.

«Τρίδυμες;» είπαν ο Ρούντι και ο Κεν με μια φωνή.

«Αχά», έκανε ο Ορέστης. «Νάτα τα μοντέλα μας!»

«Ω Θεέ μου», έκανε ο Βύρωνας βλέποντας τη Μαριλένα. «Είναι πανέμορφη απόψε».

«Άντε λοιπόν», του είπε ο Ορέστης. «Απόψε είναι η ευκαιρία σου».

Τον σκούντηξε στην πλάτη, με αποτέλεσμα το ποτό του Βύρωνα να γλιστρήσει από το χέρι του και να σπάσει.

«Είσαι βλάκας», του είπε ο Βύρωνας.

Ο Ορέστης ζήτησε συγγνώμη ενώ ο Αργύρης όρμισε κατευθείαν στην Εύη και την πήρε στην αγκαλιά του.

«Κορίτσια, εσείς είστε;» ο Ορφέας είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.  

«Περιμένατε κάποιες άλλες;» ρώτησαν η Αερίνα και η Μαριλένα με το χαμόγελο.

«Ναι», είπε ο Ορφέας αμήχανα. «Τις φίλες μας τις Τρίδυμες από την Άνυα».

«Τι θες να πεις, Ορφέα;» ρώτησε η Μαριλένα.

«Να, ε… βλέπεις, εμείς όλοι μοιάζουμε σαν λέτσοι μπροστά σας».

«Ε, μια στο τόσο πάμε κι εμείς σε κλαμπ», είπε η Αερίνα.

«Είπαμε να φτιαχτούμε λίγο», συμπλήρωσε η Μαριλένα.

«Και πολύ καλά κάνατε!» πετάχτηκε ο Ορέστης, που του έτρεχαν τα σάλια και για τις τρεις. «Να φτιάχνεστε πιο συχνά για να φτιάχνετε κι εμάς… Δηλαδή, ε… ποια θέλει να την κεράσω ποτό;»

«Εγώ!» είπε εκνευρισμένος ο Βύρωνας μετά από την προηγούμενη γκάφα του Ορέστη. «Εμένα θα κεράσεις».

«Πού ήσασταν βρε παιδιά;» ρώτησε η Εύη. «Νομίζαμε ότι θα σας βρίσκαμε στον Κάβο. Σας ψάχναμε, γι’ αυτό και καθυστερήσαμε».

«Κι εμείς νομίζαμε ότι θα σας βρίσκαμε εδώ», είπε ο Ορφέας. «Γι’ αυτό και ήρθαμε πρώτοι».

Εκείνη τη στιγμή πέρασε ανάμεσα τους ο Κλώτσος με το κοκτέιλ στο χέρι. Πήρε μια σέξι πόζα και είπε στις Τρίδυμες.

«Γεια σας κορίτσια. Ματς μουτς».

Κι έπειτα γύρισε στην αιώρα του, ενώ τα παιδιά έσκασαν στα γέλια, εκτός βέβαια από τον Βύρωνα που ήθελε το ποτό του και τη Μαριλένα.

Art by https://www.deviantart.com/pascalcampion

Art by https://www.deviantart.com/pascalcampion

Το κλαμπ γέμιζε, η μουσική δυνάμωνε, ο κόσμος διασκέδαζε και η ώρα περνούσε ευχάριστα για όλους. Ο Αστέρης συνέχιζε να κάνει τις τρέλες του και ο Κλώτσος να απολαμβάνει το κοκτέιλ του ξαπλωμένος στην αιώρα. Ο Άντι, έχοντας κατεβάσει μισό μπουκάλι ουίσκι, την είχε αράξει στο μπαρ και μιλούσε ακατάπαυστα στη σερβιτόρα, ακόμα κι όταν αυτή δεν του έδινε σημασία. Ο Κάγκελος και ο Όντι, ευδιάθετοι μεν αλλά πολύ πιο σοβαροί σε σύγκριση με πριν, είχαν πιάσει την πάρλα με κάποιους φίλους μουσικούς από την Καραβούπολη και συζητούσαν για τους Ναυαγούς και τις επερχόμενες περιοδείες τους. Οι Γερμανοί είχαν ξεπατωθεί στον χορό, τόσο ο Λαρς με τη γυναίκα του όσο και τα κορίτσια τους, ειδικά η Λάουρα που είχε πάρει το καπέλο του Κεν και το φορούσε στο κεφάλι. Η Γιούλια χόρευε με τη Γιάρα και τα αδέλφια της, τον Ρούντι και τον Κεν, οι οποίοι αποδείχτηκαν εξαιρετικοί χορευτές. Οι Τρίδυμες έπιναν το ποτό τους και λικνίζονταν πού και πού στον ρυθμό της μουσικής, πλαισιωμένες από τα αγόρια που μιλούσαν δυνατά για να μπορέσουν να ακουστούν κάθε φορά που άνοιγαν συζήτηση. 

Ο Ορφέας, ενώ σε άλλες περιστάσεις δεν θα έβλεπε την ώρα να φύγει από το κλαμπ, περνούσε καλά. Πρωτόγνωρα καλά. Έβλεπε τους φίλους του να διασκεδάζουν κοντά του και ένιωθε χαρούμενος. Αναμφισβήτητα ήταν τα καλύτερα γενέθλια που είχε κάνει.

Αυτό, βέβαια, μέχρι τη στιγμή που στο κλαμπ έκαναν την εμφάνιση τους οι Ντούρηδες, όπου έφεραν τη χαλάστρα.

Όταν τους είδε να μπαίνουν από την είσοδο, κόλλησε για μια στιγμή καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί από πού τους ήξερε. Είχαν περάσει πολλές μέρες από εκείνο το μεσημέρι που τους είχε δει μία και μοναδική φορά στην Καραβούπολη. Ήταν τότε που είχαν σταματήσει να βάλουν βενζίνη στο σκουτεράκι τους όταν πλησίασαν το βανάκι για να πουλήσουν μαγκιές στον νεοερχόμενο Ανυανό. Ο Ορφέας τους είχε σχεδόν διαγράψει από τη μνήμη του μέχρι εκείνο το βράδυ, που τους συνάντησε ξανά στο Λάδι.

Τούτη τη φορά οι Ντούρηδες δεν είχαν έρθει μόνοι. Τους ακολουθούσαν άλλοι έξι νεαροί και τέσσερις κοπέλες. Από τον τρόπο που μπήκαν στο κλαμπ, έμοιαζαν πιο πολύ για συμμορία που πήγαινε γυρεύοντας φασαρίες παρά για να διασκεδάσει, όπως οι υπόλοιποι. Είχαν έρθει για να ειρωνευτούν, να πειράξουν, να ενοχλήσουν και να χαλάσουν το βράδυ κάποιας άλλης παρέας. Αυτή ήταν η γνώριμη τακτική τους όπου κι αν πήγαιναν καθώς γύριζαν το ένα κλαμπ μετά το άλλο μέχρι τα ξημερώματα.

«Βρε καλώς τη λυκοπαρέα…» είπε η Αερίνα βλέποντάς τους να πιάνουν το μπαρ στην άλλη μεριά της πίστας.

«Ώχου, αυτοί μας έλειπαν», είπε η Εύη.

«Γιατί έπρεπε να έρθουν;» είπε η Μαριλένα. «Μια χαρά περνάγαμε τόση ώρα».

«Μην ανησυχείτε», είπε ο Αργύρης. «Δεν θα μας ενοχλήσουν».

«Τι πάθατε;» ρώτησε ο Ορφέας παρατηρώντας τις ξινισμένες φάτσες των κοριτσιών.

«Τίποτα», τον καθησύχασε ο Αργύρης με ένα νεύμα. «Όλα καλά».

«Αυτοί οι τυπάδες εκεί», είπε ο Βύρωνας δείχνοντας με τρόπο τους Ντούρηδες και την παρέα τους.

«Μεγάλος μπελάς».

«Τους ξέρετε;»

«Ω ναι», είπε ο Βύρωνας. «Όλοι τους ξέρουμε. Είναι οι Ντούρηδες, αν δεν τους έχεις ακουστά. Ο Πάνος κι ο Ρωμύλος».

«Ψευτοπαλικαράδες», συμπλήρωσε η Εύη. «Όπου πάνε προκαλούν φασαρίες».

«Α ναι;» της είπε η Αερίνα. «Άλλα μας έλεγες κάποτε. Τα ξέχασες;»

«Καλά σου λέει», είπε η Μαριλένα. Η Εύη ντράπηκε.

«Εντάξει, το παραδέχομαι. Παλιά μου άρεσε ο Πάνος. Ήμουν μικρή και δεν τους ήξερα. Ένα χαζό φλερτ ήταν».

«Για χάρη σου όμως τις έφαγε ο Κεν πέρυσι», της είπε η Αερίνα. «Συγγνώμη, Αργύρη».

«Δεν πειράζει», είπε το αγόρι της Εύης δίχως ίχνος παρεξήγησης. «Την ξέρω την κοπέλα μου. Όπως ξέρω και ποιοι είναι οι Ντούρηδες»

Ο Ορφέας έριξε μια ματιά στους Ντούρηδες. Φορούσαν γυαλιά ηλίου, όπως και την ημέρα που τους γνώρισε. Μόνο που τότε είχε ντάλα ήλιο, ενώ τώρα ήταν σκοτάδι.

«Ποιος από τους δύο είναι ο Πάνος;» ρώτησε ο Ορφέας.

«Ο ψηλός, αυτός με το κοτσιδάκι», έδειξε διακριτικά ο Βύρωνας. «Και δίπλα του είναι ο Ρωμύλος. Παρόλο που είναι πιο κοντός, είναι μεγαλύτερος από τον Πάνο, δύο χρόνια».

Ο Ορφέας παρατήρησε τους Ντούρηδες. Ο Ρωμύλος έμοιαζε πιο υπερκινητικός από τον αδελφό του. Μιλούσε πολύ, χασκογελούσε και σάρωνε τους πάντες με το βλέμμα του. Ο Πάνος έδειχνε πιο βλοσηρός.

Έπειτα ο Ορφέας στράφηκε στην Εύη και είπε:

«Ωραίο γούστο έχεις», την πείραξε. «Ωπ, συγνώμη Αργύρη!»

«Δεν πειράζει», επανέλαβε ο Αργύρης με μια αστεία γκριμάτσα. «Την ξέρω την κοπέλα μου».

Αγνοώντας τους Ντούρηδες και την αρνητική ενέργεια που έφεραν μαζί τους στο κλαμπ, η παρέα συνέχισε να διασκεδάζει με ποτό και τις επιλογές του ντι-τζέι. Ο Ορφέας κάθισε για λίγο με τις Τρίδυμες και τα αγόρια και έπειτα αναζήτησε τον Ορέστη.

Λίγο πριν ο Ορέστης είχε φάει χυλόπιτα από την Αερίνα. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε εκείνο καλοκαίρι που έτρωγε χυλόπιτα από το ίδιο κορίτσι. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ήταν στεναχωρημένος όπως θα ήταν ο Βύρωνας αν τον απέρριπτε η Μαριλένα. Το αντίθετο, μάλιστα, ήταν πιο χαρούμενος από ποτέ. Αυτή ήταν η νοοτροπία του Ορέστη. Την έπεφτε σε όποια κοπέλα έβρισκε και άμα του καθόταν, είχε καλώς. Αν όχι, ακόμα καλύτερα. Με εξαίρεση τη Λάουρα, με την οποία τα είχε φτιάξει για μερικές μέρες το προηγούμενο καλοκαίρι. Ο Ορέστης είχε μαζέψει χυλόπιτες σχεδόν από κάθε κορίτσι που είχε πατήσει στην Άνυα. Οι οχτώ στις δέκα του έλεγαν πάντα το ίδιο πράγμα: «Σε βλέπω σαν φίλο». Και η αλήθεια ήταν αυτή. Για τα κορίτσια ο Ορέστης ήταν διασκεδαστικός, χαβαλετζής και αυθόρμητος, αλλά μέχρι εκεί. Του έλειπε ο ερωτισμός, αυτό το “κάτι”, το άγνωστο “κάτι” που ψάχνει κάθε κορίτσι στην εφηβεία, ίσως και πιο μετά.

Τούτη τη φορά ο Ορέστης θα δοκίμαζε την τύχη του με δύο Ισπανίδες τουρίστριες που τον γλυκοκοιτούσαν από το μπαρ όπου ο Άντι συνέχιζε να λέει τον πόνο του στην μπαργούμαν. Τούτες οι δύο ήταν μεγαλύτερες μερικά χρονάκια από τον Ορέστη, αλλά τα φώτα του κλαμπ τις έκαναν να μοιάζουν με τις Τρίδυμες. Δεν καταλάβαιναν γρι ελληνικά, ενώ τα αγγλικά τους ήταν πιο χάλια κι από παιδάκι νηπιαγωγείου. Αυτό όμως έκανε την επικοινωνία τους με τον Ορέστη ακόμα πιο διασκεδαστική, αφού εκείνες στην πραγματικότητα ήθελαν να του μιλήσουν για τον Αστέρη και τον Όντι, τον πατέρα του Ορφέα, που τους είχαν γυαλίσει.

«Εδώ είσαι», εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή ο Ορφέας, βλέποντας τον Ορέστη να κουβεντιάζει μαζί τους σε σπαστά αγγλικά.

«Ω, καλώς τον! Να σου συστήσω τη Μαρία και την Ισαβέλλα».

Και γυρνώντας προς τις κοπέλες είπε:

«This is Orpheas, my best friend!»

«Hola Orpheas!» χαιρέτησαν παιχνιδιάρικα η Μαρία και η Ισαβέλλα.

«Hi!» απάντησε ο Ορφέας και έπειτα στράφηκε στον Ορέστη. «Χαβανέζες είναι;»

«Όχι, Ισπανίδες! Κάνουν διακοπές στην Καραβούπολη».

«Α μάλιστα», είπε ο Ορφέας. «Ωραία»

Και άρχισε τότε να τους μιλάει επιστρατεύοντας ό,τι αγγλικά είχε μάθει από το σχολείο και το φροντιστήριο, ντροπαλός όσο ποτέ, μιας και με εξαίρεση τις Γερμανίδες που έμεναν στην Άνυα, δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε πιάσει κουβέντα με τουρίστριες, πόσο μάλλον με δύο χυμώδεις μελαχρινές με όρεξη για φλερταρίσματα.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι αυτό το σκηνικό δεν άφησε αδιάφορη την Αερίνα. Βλέποντας τις Ισπανίδες να μιλάνε στον Ορφέα σαν να ήταν έτοιμες να τον κατασπαράξουν, ένιωσε μια ανεξήγητη ζήλια να φουντώνει μέσα της. Η Εύη δεν έχασε την ευκαιρία να την πικάρει.

«Για δες! Σαν ξερολούκουμο τον κοιτάζουν. Ειδικά η αριστερή».

«Ναι, οι λυσσάρες», σχολίασε η Μαριλένα.

Η Αερίνα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Έριξε μια ματιά στην πίστα, όπου ο Κεν και ο Ρούντι είχαν ξεπατωθεί στον χορό μαζί με τη Λάουρα, τη Γιούλια και την Κλαούντια και έπειτα πήγε στον Ορφέα και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη.

Εκείνος, πάνω που σαχλαμάριζε με τις Ισπανίδες και τον Ορέστη, γύρισε και την κοίταξε απορημένος.

«Γεια σου Αερίνα», πρόλαβε να της πει.

«Χορεύουμε;»

«Τι να κάνουμε;»

«Λέω, χορεύουμε;»

Ο Ορφέας κοίταξε την πίστα και τον κυρίευσε αμηχανία.

«Δεν… δεν ξέρω να χορεύω».

«Ούτε κι εγώ».

«Και αυτά τα τραγούδια που παίζουν τώρα είναι…»

«Χάλια».

«Ακριβώς!»

«Το ξέρω».

«Τότε γιατί να…»

Η Αερίνα σήκωσε το δάχτυλο της μπροστά από τη μύτη και τα χείλη, σαν να του έλεγε να σωπάσει. Του χαμογέλασε γλυκά και του πρότεινε το χέρι ρίχνοντας το κεφάλι στον ώμο με νάζι. Μόλις ο Ορφέας ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα, τον τράβηξε παίρνοντάς τον μαζί της στην πίστα, όπου χόρευαν οι φίλοι τους.

«Χα!» χοροπήδησε η Εύη στην αγκαλιά του Αργύρη. «Τρίδυμες εναντίον Ισπανίδες, ένα-μηδέν!»

«Θα χορέψει ο Ορφέας;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Αργύρης. «Αυτό είναι ιστορικό γεγονός!»

«Κι εμείς θα το ζήσουμε από κοντά», είπε η Εύη και τον τράβηξε στην πίστα.

Τώρα έμεινε ο Βύρωνας μαζί με τη Μαριλένα, που αντάλλαξαν ένα χαμόγελο και στάθηκαν να παρατηρούν τους φίλους τους, περιμένοντας ποιος από τους δύο θα έκανε να την αρχή να μιλήσει.

Τελικά, μετά από κάμποσες βαθιές αναπνοές, ο Βύρωνας γύρισε και της είπε χαμηλόφωνα:

«Μαριλένα; Μπορώ να σου πω κάτι;»

«Ε;» έσκυψε να τον ακούσει.

«Μπορώ να σου πω κάτι;» επανέλαβε.

«Τι λες;»

«Λέω… μπορώ να σου πω κάτι;»

«Δεν ακούω!»

«Τώρα με ακούς;» ο Βύρωνας ανέβασε την ένταση της φωνής του.

«Σε ακούω, ναι!»

«Μπορώ να σου πω κάτι;»

«Για πες μου».

Μα πριν προλάβει να της πει –ένας θεός ήξερε τι– να σου ο Κλώτσος μπήκε ανάμεσα τους και στρώθηκε στο σκαμπό που τους χώριζε.

«Γεια σας πιτσουνάκια μου», τους είπε αγκαλιάζοντάς τους. «Σας είδα μοναχούλια σας και είπα να έρθω να σας κάνω παρέα»

«Πάνω στην ώρα» , μουρμούρισε ο Βύρωνας και έφυγε με τα μούτρα κάτω.

 

© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.

Άνυα: Όταν ήρθε ο Ιούνης (Μέρος 1ο)

Άνυα: Το χειρότερο καλοκαίρι (Μέρος 2ο)

Άνυα: Ταξίδι με τον Τρελό Ιρλανδό (Mέρος 3ο)

Άνυα: Το Πέρασμα (Mέρος 4ο)

Άνυα: Ξημέρωμα στην Άνυα (Mέρος 5ο)

Άνυα: Έχει τουαλέτες στον Παράδεισο (Μέρος 6ο)

Άνυα: Η Καραβούπολη (Μέρος 7ο)

Άνυα: Το Μεγάλο Μπλουμ και η Φυλή των Άνυ-Άνυ (Μέρος 8ο)

Άνυα: Το Τοτέμ του Ορφέα (Μέρος 9ο)

Μια καλοκαιρινή περιπέτεια ξεκινάει στο Will o' Wisps, διαβάστε περισσότερα εδώ: Το Πνεύμα των Περασμένων Καλοκαιριών