"Μαύρα Λιβάδια", της Αγνής Σιούλα: Προδημοσίευση του 1ου κεφαλαίου στο Will o' Wisps.gr

Το Will o' Wisps παρουσιάζει την προδημοσίευση του νέου μυθιστορήματος ‘Μαύρα Λιβάδια’ της Αγνής Σιούλα, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Λυκόφως.

Επισκεφτείτε τη σελίδα του βιβλίου στο facebook

 

Περίληψη

Ένας όρκος, ένας στρατός ένα σύνορο

Εννιά αιώνες πριν, χιλιάδες οικογένειες έδωσαν έναν Όρκο Αίματος,

δεσμεύοντας ένα παιδί κάθε δεύτερης γενιάς,

σε μια εικοσαετή θητεία στα Μαύρα Λιβάδια.

Εκεί που ο θάνατος ελλοχεύει

και θα μας επισκεφτεί,

αν οι ακρίτες δε θυσιάσουν τα νιάτα τους

και ενίοτε τη ζωή τους στη φύλαξη των συνόρων!

 

23899402_1440906969311709_675765792_n.jpg

Η Αλεξάνδρα Βάγια είναι μια δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια που κάνει όνειρα και σχεδιάζει το μέλλον της. Μέχρι που ανακαλύπτει ότι, ο μικρός της αδερφός είναι δέσμιος του όρκου. Τότε για να τον σώσει, αποφασίζει να καταταγεί στη θέση του.

Ένα μυθιστόρημα επικής φαντασίας, εμπνευσμένο

απ’ το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Βρικόλακας» και το έπος του Διγενή Ακρίτα.

 

Απόσπασμα

 «…Μιλάμε πάντα για τις τραγωδίες σαν να διαδραματίζονται στο χάος· και όμως καθορίζονται από τον περίγυρό τους…»

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, «Η χαριστική βολή»

Ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος καθώς πλησίαζε το τέλος του χειμώνα. Οι τελευταίες εβδομάδες του, βροχερές και ομιχλώδεις, μας προετοίμαζαν για μια εξίσου κρύα άνοιξη. Τα χιόνια των βουνών έλιωναν απ’ τη βροχή, και το νερό κατέβαινε σε μικρά ρυάκια, γεμίζοντας με λάσπες τα βοσκοτόπια και τα περάσματα των κτηνοτρόφων. Στην περιοχή μας δεν υπάρχουν μεγάλα ποτάμια, παρά μόνο χείμαρροι, σαν αυτόν που περνάει έξω απ’ το χωριό και το κτήμα μας που κόντευε να ξεχειλίσει. Δύο ολόκληρες μέρες, ο πατέρας μου μαζί με συγχωριανούς αγωνίζονταν να αποτρέψουν την πλημμύρα, δημιουργώντας μικρά αναχώματα γύρω απ’ τα σημεία που η όχθη του χειμάρρου ήταν χαμηλότερη και διαβρωμένη απ’ το νερό.

Μεγάλωσα στους Θάμνους, ένα μικρό χωριό κουρνιασμένο στη σκιά του Παπίκιου όρους στη βορειοδυτική Θράκη. Οι γονείς μου είναι κτηνοτρόφοι· στο παρελθόν, είχαμε μια μεγάλη μονάδα με βοοειδή που μας επέτρεπε να ζούμε άνετα, όμως μετά την οικονομική κρίση τα πράγματα δυσκόλεψαν. Μέσα σ’ ένα διάστημα μόλις δύο χρόνων, κοντέψαμε να καταστραφούμε. Αυτοί που μας χρωστούσαν δε μας πλήρωναν, κι εμείς για να πληρώσουμε τα δάνεια και τους φόρους πουλήσαμε τα περισσότερα ζώα μας. Κρατήσαμε μόνο έναν ταύρο, μερικά μοσχαράκια και είκοσι μάνες για γαλακτοπαραγωγή – αν και τα χρήματα απ’ το γάλα ήταν λίγα και οι πληρωμές αργοπορημένες. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τις δύο προηγούμενες χρονιές τα χωράφια μας χτυπήθηκαν απ’ το χαλάζι, με αποτέλεσμα να μας δώσουν μικρή ποσότητα ζωοτροφής, που αρκούσε μόνο για τις ανάγκες των δικών μας ζώων. Έτσι το εισόδημά μας συρρικνώθηκε σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσαμε πλέον να πληρώνουμε ούτε έναν εποχιακό εργάτη. Κάναμε όλες τις δουλειές μόνοι μας και οι γονείς μου, που σήκωναν το μεγαλύτερο βάρος, δούλευαν κοντά στις δεκαέξι ώρες το εικοσιτετράωρο.

Το σπίτι μας είναι απ’ την εποχή του παππού μου, ένα πέτρινο διώροφο χτισμένο στην ανατολική πλευρά του κτήματος, μακριά από τους στάβλους και τις αποθήκες με τις ζωοτροφές, αλλά και αρκετά μακριά επίσης απ’ τα τελευταία σπίτια του χωριού. Ζούσαμε σχετικά απομονωμένοι και, μεγαλώνοντας, δεν είχα πολλά περιθώρια για κοινωνική ζωή. Σε όλη την παιδική μου ηλικία δεν είχα παρά δύο-τρεις φίλες που τις έβλεπα μόνο στο σχολείο και ο αδερφός μου, ο Μανώλης, ήταν μικρός για να με συντροφεύει. Δεν ένιωθα όμως μόνη, γιατί είχα βρει κάτι που γέμιζε τις ώρες μου και μπορούσε να καταπραΰνει την έμφυτη μελαγχολία μου. Στο σπίτι μας υπήρχε ένα δωμάτιο γεμάτο με βιβλία και πολλούς δίσκους βινυλίου με ξένη και ελληνική μουσική που τους άκουγα σε ένα παλιό πικάπ. Ανήκαν στον θείο μου, τον μοναδικό αδερφό του πατέρα μου που είχε φύγει στην Αυστραλία στις αρχές του 1992, πριν ακόμη γεννηθώ εγώ, κι από τότε είχε διακόψει κάθε επικοινωνία μαζί μας. Σ’ αυτό το δωμάτιο ονειρευόμουν, διάβαζα, άκουγα μουσική και ανακάλυπτα έναν διαφορετικό κόσμο, ένα παράλληλο σύμπαν. Κι αυτό το δωμάτιο εμπλούτισα στη συνέχεια με τα δικά μου βιβλία και τη μουσική της επιλογής μου, κάνοντάς το δικό μου. Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει, βλέποντάς με να διαβάζω με τις ώρες, ότι είχα κληρονομήσει την ίδια «πετριά» με τον θείο μου τον Θανάση. Ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που ο πατέρας μου ανέφερε τον αδερφό του· όλο τον υπόλοιπο καιρό έδειχνε να τον έχει ξεγραμμένο και μας απέτρεπε να ρωτάμε γι’ αυτόν. Είχε εξαφανίσει ακόμη και τις φωτογραφίες του. Η μόνη, που είχα δει κάποτε τυχαία, ήταν μία που τους απεικόνιζε μαζί στην εφηβική τους ηλικία. Συχνά αναρωτιόμουν, γιατί ο πατέρας μου δεν αναφερόταν ποτέ σ’ εκείνον. Ήταν άραγε απογοητευμένος ή θυμωμένος μαζί του; Και τι άνθρωπος να ήταν αυτός ο θείος; Πώς ζούσε, πώς σκεπτόταν, τι έκανε; Αλλά, κυρίως, πώς είχε αντιμετωπίσει στην εφηβεία του την περίεργη σύμπτωση με το όνομά του; Γιατί το επώνυμό μας είναι Βάγια, κι εκείνος λεγόταν Θανάσης Βάγιας, όπως ακριβώς ο έμπιστος σύμβουλος του Αλή Πασά την εποχή της τουρκοκρατίας. Εκείνος ο Θανάσης Βάγιας υπήρξε ένα αμφιλεγόμενο ιστορικό πρόσωπο, που από πολλούς θεωρήθηκε προδότης του Ελληνισμού και από άλλους ήρωας. Αφού λοιπόν εγώ είχα δεχτεί ένα σωρό πειράγματα στο σχολείο μόνο για το επώνυμό μου, αναρωτιόμουν ο θείος μου, που είχε και το ίδιο μικρό όνομα, τι μπορεί να είχε ακούσει; Ένιωθα ότι υπήρχε κάτι ιδιαίτερο, πέρα απ’ τα βιβλία και τη μουσική, που με συνέδεε μ’ αυτόν και μ’ έκανε ταυτόχρονα να διαφέρω από τους γονείς μου. Οι περισσότεροι άνθρωποι μοιάζουν με τους γονείς τους· έχουν παρόμοια ενδιαφέροντα και απόψεις ή συμμερίζονται τις ίδιες κοσμοθεωρίες. Εγώ όμως, από τότε που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου, ένιωθα εντελώς διαφορετική από εκείνους. Έτσι, προσπαθώντας να εξηγήσω όλες αυτές τις διαφορές μας, είχα καταλήξει πως ίσως να είχα επηρεαστεί περισσότερο από το σχολικό παρά απ’ το οικογενειακό μου περιβάλλον. Άλλες φορές πάλι, αυτό το «αυτόφωτο» που είχα στον τρόπο που αντιλαμβανόμουν και αντιμετώπιζα τον κόσμο, το απέδιδα στο πολύ διάβασμα, ειδικά των βιβλίων που είχε αφήσει πίσω του ο θείος Θανάσης.

Τον Ιούνιο του 2010, τελειώνοντας το σχολείο, έπρεπε να αποφασίσω για το μέλλον μου. Για να φοιτήσω σ’ άλλη πόλη ούτε συζήτηση, δε μας το επέτρεπαν τα οικονομικά μας. Εξάλλου, έπρεπε να επιλέξω μια σχολή που θα με βοηθούσε να βρω γρήγορα δουλειά. Ήμουν ένα κορίτσι από χωριό, χωρίς γνωριμίες, δίχως άλλα εφόδια. Γι’ αυτό, δίνοντας εξετάσεις, προτίμησα αντί για το τμήμα φιλολογίας της Κομοτηνής, που ήταν η φυσική μου κλίση, να δηλώσω το ΤΕΦΑΑ. Θα ήταν πολύ δύσκολο να δουλέψω σαν φιλόλογος, ενώ σαν γυμνάστρια υπήρχαν αρκετές ελπίδες, γιατί η θεία Κατερίνα, η αδερφή της μητέρας μου, διατηρούσε με τον άντρα της ένα μικρό γυμναστήριο στην Κομοτηνή. Αυτή η προοπτική επηρέασε την απόφασή μου και συμβιβάστηκα. Αλλά οι γονείς μου, ακόμη και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, δεν μπορούσαν να στηρίξουν τις σπουδές μου όπως ήθελαν. Βρήκαν, όμως, μία αρκετά ευνοϊκή λύση. Ξεκινούσα από το χωριό μου τα χαράματα της Δευτέρας και τις υπόλοιπες ημέρες, μέχρι την Παρασκευή που γύριζα πίσω, με φιλοξενούσε η οικογένεια της θείας Κατερίνας.

Η φοιτητική ζωή μού ταίριαζε, τα μαθήματα μου άρεσαν, απέκτησα πολλούς φίλους και έβγαινα συχνά. Τελείωσα με καλούς βαθμούς το πρώτο έτος και είχα αρχίσει ήδη να σκέφτομαι τι θα έκανα μετά το τέλος των σπουδών μου. Και ύστερα γνώρισα τον Λευτέρη. Εγώ ήμουν δευτεροετής κι εκείνος στο τέταρτο έτος. Ήταν όμορφος, δημοφιλής στις παρέες και έδειχνε καταδεκτικός. Όταν με προσέγγισε προσπαθώντας να με γνωρίσει, δεν του έδωσα σημασία. Απ’ το γυμνάσιο ακόμη, μα και σ’ όλο το λύκειο, ήμουν για τα αγόρια το κορίτσι της friend zone[1], όχι μόνο γιατί τους έβρισκα όλους χαζούς και ανεπαρκείς και δε με έλκυαν, αλλά και γιατί κι εκείνοι μ’ έβρισκαν πολύ ψηλή και μάλλον πολύ έξυπνη για τα γούστα τους. Άλλωστε, δεν άντεχα τις αηδίες που ξεστόμιζαν και τους τάπωνα με ανελέητο τρόπο. Έτσι, δεν είχα καταφέρει να έχω ποτέ μέχρι το πανεπιστήμιο τίποτα άλλο παρά μόνο μερικά φλερτ, που όλα τους είχαν λήξει άδοξα στα πρώτα λεπτά της γνωριμίας. Γι’ αυτό, τον Λευτέρη τον κράτησα σε απόσταση, με τον τρόπο που είχα μάθει να χειρίζομαι τα αγόρια, πριν αρχίσουν να πετάνε ηλιθιότητες. Εκείνος όμως ήταν πολύ έξυπνος και πολύ επίμονος. Έτσι απέκτησα την πρώτη μου σχέση και, για πέντε ολόκληρους μήνες, νόμιζα πως είμαι ευτυχισμένη. Τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα και, όταν δεν ήμασταν μαζί, τον σκεφτόμουν συνεχώς. Αλλά, παρά τα έντονα συναισθήματά μου, κατά βάθος υποψιαζόμουν πως προσπαθούσα περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε και του είχα προσδώσει αρετές που δεν είχε. Ο Λευτέρης ήταν ένας άνθρωπος επικεντρωμένος στις παρέες του και τη διασκέδαση, κι εγώ έπαιζα δευτερεύοντα ρόλο στη ζωή του, επιβάλλοντας χωρίς να το συνειδητοποιώ τη συνεχή παρουσία μου. Όμως, αυτό το κατάλαβα αργά. Στη διάρκεια των εξετάσεων του τρίτου εξαμήνου, ύστερα από μια φιλονικία που είχαμε, μου ξεφούρνισε ότι τον έπνιγα. Του δήλωσα με όση αξιοπρέπεια μου απέμεινε πως τον απελευθερώνω. Κι έφυγα. Ένιωθα πληγωμένη και απογοητευμένη και κατέφυγα στο πατρικό μου νωρίτερα, την Πέμπτη στις 9 Φεβρουαρίου. Γι’ αυτό ήμουν εκεί, όταν ήρθαν!

Η ώρα ήταν περασμένη, λίγο μετά τα μεσάνυχτα κι εμείς είχαμε αποσυρθεί νωρίς, εξαντλημένοι απ’ το πολύωρο καθάρισμα των στάβλων. Βρόντηξαν την πόρτα μας, ωστόσο ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και αποφάσισα πως παράκουσα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, όταν τελικά ξύπνησα απ’ τις φωνές τους. Κάποιος άντρας μιλούσε σε αυταρχικό τόνο και ο πατέρας μου του φώναζε έξαλλος. Ντύθηκα και πήγα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα στο δωμάτιο του Μανώλη. Είχε ξυπνήσει κι εκείνος κι έδειχνε τρομαγμένος. Του έδειξα με νοήματα να κάνει ησυχία και να μην κατεβεί στο ισόγειο.

Το πρώτο που παρατήρησα μπαίνοντας στο καθιστικό ήταν η αναστάτωση της μητέρας μου. Ήταν καθισμένη στη γωνιά του καναπέ κι έκλαιγε, ενώ ο πατέρας στεκόταν στο κέντρο του δωματίου κατακόκκινος από θυμό και φώναζε στον έναν απ’ τους τρεις ρασοφόρους άντρες που είχε απέναντί του.

«Σας εξήγησα, σεβασμιότατε. Είναι πολύ άρρωστος. Αν φύγει από ’δώ, θα πεθάνει. Δε με νοιάζει τι λέτε, δεν το επιτρέπω!»

Δεν τους γνώριζα, αλλά ακούγοντας τα λόγια του πατέρα μου με κυρίευσε έντονη ανησυχία. Υποψιάστηκα πως τους μιλούσε για τον αδερφό μου και πως τους εξηγούσε την κατάσταση της υγείας του. Αυτό, όμως, που δεν καταλάβαινα ήταν το γιατί. Τι σχέση μπορεί να είχαν αυτοί οι τρεις μοναχοί με την ασθένεια του Μανώλη; Στάθηκα στην άκρη του δωματίου παρατηρώντας τους. Έμοιαζαν με τους καλόγερους του Αγίου Όρους, εντούτοις έδειχναν αφύσικοι, εξωπραγματικοί σαν φαντάσματα με βλοσυρά πρόσωπα. Ο ένας ήταν γέρος, ενώ οι άλλοι δύο φαίνονταν μεσήλικες. Ήταν ψηλοί και αδύνατοι, με οστεώδη, ασκητικά πρόσωπα, μακριά γένια και είχαν τα μαλλιά τους πιασμένα πίσω και χωμένα μέσα σε υφασμάτινους σκούφους. Οι δύο νεότεροι δε μου έδωσαν πολλή σημασία, αλλά ο ηλικιωμένος γύρισε και με κοίταξε έντονα κι ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του· σαν να είχε χαρεί που με είδε.

Μετά έστρεψε την προσοχή του πίσω στον πατέρα μου, που άρχισε πάλι να του μιλάει:

«Κάνει αιμοκάθαρση… κάθε βδομάδα», τραύλισε. «Η ζωή του κρέμεται από μία κλωστή, και εσείς μου λέτε πως ήρθατε να τον πάρετε; Σας το λέω, δε θα σας χρησιμεύσει. Αν φύγει από εδώ, θα πεθάνει!»

Ο ηλικιωμένος τον κοίταζε συνοφρυωμένος.

«Ο θεματικός φόρος είναι βαρύς όρκος, και το χρέος είναι χρέος», μουρμούρισε.

«Ποιο χρέος; Να το χέσω το καταραμένο χρέος σας. Το πλήρωσε πριν από χρόνια ο αδερφός μου και καταστραφήκαμε όλοι!» του φώναξε έξαλλος ο πατέρας.

Τι ήταν αυτά που έλεγε; Τι χρέος πλήρωσε ο θείος Θανάσης;

«Δημήτρη Βάγια, σου το είπα. Δεν το πλήρωσε όλο. Χρωστάτε ακόμη! Μένουν άλλα δέκα χρόνια και θα ξεπληρωθούν απ’ αυτήν τη γενιά», πρόφερε απειλητικά ο ηλικιωμένος, που συμπεριφερόταν σαν επικεφαλής.

«Τι δέκα χρόνια μού τσαμπουνάτε; Ούτε δέκα μέρες δε θα αντέξει το παιδί μου εκεί που θέλετε να το πάτε!» ούρλιαξε ο πατέρας.

Έδειχνε τόσο κλονισμένος! Τον πλησίασα. Μόλις εκείνη τη στιγμή φάνηκε να αντιλαμβάνεται την παρουσία μου. Τα μάτια του στάθηκαν για λίγο στο πρόσωπό μου και έπειτα γύρισε πάλι σ’ αυτούς:

«Είναι μόνο δώδεκα χρονών! Από πότε στρατολογείτε τα δωδεκάχρονα;»

«Τα αρχεία μας άλλα λένε. Η τελευταία ενημέρωση που έχουμε είναι πως η γυναίκα σου γέννησε τον Μάη του 1992 ένα αγόρι που το ονομάσατε Εμμανουήλ», του απάντησε ατάραχος.

Ο πατέρας βουβάθηκε. Κοίταξε το πάτωμα έτοιμος να εκραγεί και, παίρνοντας μια θορυβώδη ανάσα, στράφηκε στη μαμά. Εγώ ένιωθα το κεφάλι μου να γυρίζει. Τι ήταν αυτό που μόλις είχε πει ο μοναχός; Είχα κι άλλον αδερφό; Γιατί κανένας δε μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν; Και πώς γινόταν να έχει γεννηθεί τον Μάιο του ’92, αφού εγώ γεννήθηκα τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς; Δεν έβγαιναν οι μήνες! Αν η μητέρα μου τον είχε γεννήσει Μάιο;… Δεν καταλάβαινα τίποτα!

«Το πρώτο μας παιδί πέθανε, λίγο μετά τη γέννησή του», βόγκηξε γεμάτος οργή ο πατέρας μου. «Ο Μανώλης είναι ο μικρός μας γιος. Γεννήθηκε το ’99 και είναι άρρωστος. Δεν καταλαβαίνετε τι σας λέω τόσην ώρα;»

«Η ηλικία του δεν είναι εμπόδιο. Θα τον στείλουμε στο αυτοκρατορικό αλλάγιο[2] μέχρι να γίνει δεκαοκτώ, και θα υπηρετήσει τη θητεία του μετά. Πριν να ενταχτεί στο στράτευμα, θα περάσει από μακροχρόνια εκπαίδευση. Και στα Μαύρα Λιβάδια έχουμε πολλούς γιατρούς», επέμεινε ο γέροντας.

«Γιατρούς μπορεί να έχετε, αλλά ο γιος μου χρειάζεται ένα σωρό μηχανήματα, νοσοκομείο. Έχει νεφρική ανεπάρκεια. Κανένας σας δε θα μπορέσει να τον βοηθήσει. Κι έπειτα, τι είναι αυτά που λέτε; Μου είπατε για δέκα χρόνια, όχι για… τόσα… Να υπηρετήσει μετά τα δεκαοκτώ; Τι;…» η φωνή του λύγισε.

Κι ενώ ο πατέρας μου προσπαθούσε να του εξηγήσει, ο γέρος τον κοίταζε με παγερή αδιαφορία.

«Μου ζητάτε να υπογράψω τη… θανατική του καταδίκη», ψέλλισε τώρα ο πατέρας, αντιλαμβανόμενος ότι μιλούσε στο κενό.

Τα μάτια του έδειχναν υγρά και το κάτω χείλος του έτρεμε από τη στενοχώρια. Έμοιαζε τόσο ανήμπορος κι απελπισμένος.

Έκανα ένα βήμα μπροστά και στάθηκα πλάι του.

«Πατέρα; Τι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι;»

«Πήγαινε εκεί, δίπλα στη μάνα σου, και μη μιλάς», μου ψιθύρισε μέσα απ’ τα δόντια του, δείχνοντάς μου τον καναπέ.

Έμεινα έκπληκτη. Ο μπαμπάς μου πάντα υπολόγιζε τη γνώμη μου. Μου έλεγε πως είναι περήφανος για το μυαλό μου, όμως τώρα μου μιλούσε σαν να με θεωρούσε παιδί. Η πρώτη αντίδραση που μου ήρθε αυτόματα ήταν να τον υπακούσω, αλλά γρήγορα συνήλθα αντιλαμβανομένη την οξύτητα του προβλήματος. Ο πατέρας ήταν ένας απλός άνθρωπος, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους στα λόγια· έπρεπε να τον βοηθήσω.

«Τι ακριβώς θέλετε από εμάς, κύριοι;» είπα με δυνατή φωνή, κοιτάζοντας σταθερά τον γηραιότερο, γιατί μόνο αυτός είχε μιλήσει όση ώρα τους παρακολουθούσα.

Γύρισε και άρχισε να με παρατηρεί εξεταστικά. Το ύφος του στην αρχή έδειχνε αυστηρό, όμως καθώς με κοίταζε του ξέφυγε ένα ειρωνικό μειδίαμα που πρόδωσε τις σκέψεις του. Η εμπλοκή μου του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, μόνο που προσπαθούσε να το κρύψει.

«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε τον πατέρα μου.

«Είμαι η Αλεξάνδρα Βάγια, η κόρη του», του αποκρίθηκα εκνευρισμένη που απαξιούσε να μου απευθυνθεί.

«Αυτή μην την ανακατεύετε. Είναι κορίτσι», πετάχτηκε η μάνα μου.

Ο γέροντας την αγνόησε και στράφηκε σε μένα: «Πόσων χρόνων είσαι, παιδί μου; Πότε γεννήθηκες;»

«Αλεξάνδρα, μην του απαντάς. Πήγαινε στο δωμάτιό σου. Τώρα!» επενέβη σε επιτακτικό τόνο ο πατέρας μου.

«Μα…» προσπάθησα να πω, αλλά με διέκοψε.

«Δεν έχεις καμιά δουλειά να μιλάς μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Φύγε!» ξαναείπε και η φωνή του είχε μια χροιά υστερίας.

Ο γέροντας απ’ την άλλη έδειχνε να διασκεδάζει με την αναστάτωση που μας είχε προκαλέσει και την αγωνιώδη βιασύνη του πατέρα μου να με διώξει απ’ το καθιστικό. Είχε σταυρώσει τα χέρια του και χαμογελούσε ειρωνικά, έχοντας το ύφος του ανθρώπου που ελέγχει πλήρως την κατάσταση. Του αντιγύρισα το βλέμμα απορημένη με το θράσος του και τις απαιτήσεις που είχε προβάλει πάνω μας.

«Μαριάννα, πάρ’ την από ’δώ!» φώναξε ο πατέρας.

Και η μαμά ήρθε και με τράβηξε απ’ το χέρι. Με παρέσυρε μερικά βήματα προς τη σκάλα, μα οι τρεις μοναχοί μπήκαν μπροστά κλείνοντάς μας τον δρόμο.

«Μια στιγμή, κυρία μου», της είπε με ευγενική φωνή ο γέροντας, αλλά τα μάτια του είχαν μισοκλείσει απειλητικά καθώς την κοίταζε. «Μόλις άνοιξα μία κουβέντα με τη θυγατέρα σου. Γι’ αυτό, αν μου επιτρέπεις…»

Μου έδειξε μ’ ένα νεύμα να καθίσω σε μια απ’ τις καρέκλες της τραπεζαρίας. Πρόσεξα πως ο πατέρας μού έγνεφε αρνητικά, ωστόσο ένιωθα αβέβαιη. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω και ακολούθησα τον μοναχό πειθήνια, χωρίς στην πραγματικότητα να το θέλω.

«Σε ρώτησα: Πότε γεννήθηκες; Πόσων χρόνων είσαι;»

«Έκλεισα τα δεκαεννιά τον Σεπτέμβριο», του απάντησα και σήκωσα το κεφάλι μου περήφανα απέναντι στο εξεταστικό του βλέμμα.

Δε μίλησε αμέσως, φάνηκε πως σκεφτόταν· σαν να υπολόγιζε. Στράφηκε στον πατέρα μου.

«Τι γίνεται εδώ, Βάγια;» ρώτησε και στα μάτια του υπήρχε μια επικίνδυνη λάμψη.

«Δεν είναι δική σας δουλειά, σεβασμιότατε Νικόδημε!»

«Αυτό θα το κρίνω εγώ κι όχι εσύ! Απάντησέ μου σ’ αυτό που σε ρωτάω. Εφόσον η σύζυγός σου γέννησε τον Μάιο ένα αγόρι που λες ότι πέθανε, πώς γίνεται να γέννησε κι αυτό το κορίτσι μόλις τέσσερις μήνες αργότερα;»

«Τι στον διάολο θέλεις να σου πω; Άφησέ μας ήσυχους!»

«Να μου πεις γι’ αυτό το κορίτσι!» τον πρόσταξε.

«Είναι υιοθετημένη», βόγκηξε ο πατέρας μου.

Κανένας μας δε μίλησε, μείναμε βουβοί να κοιταζόμαστε. Όσο τα δευτερόλεπτα έτρεχαν μες στη σιωπή, εγώ προσπαθούσα να επεξεργαστώ αυτό που είχα ακούσει. Η ώρα περνούσε και η μητέρα μου δε διέψευδε αυτήν τη δήλωση, όπως έλπιζα. Ένιωθα παγωμένη και προσπαθούσα να συνέλθω, αλλά το κεφάλι μου γύριζε και πικρά δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου και μου έκαψαν τον λαιμό. Ο πατέρας είχε καρφωμένο το βλέμμα του στο πρόσωπο του μοναχού, σε μια ξεκάθαρη προσπάθεια να αποφύγει να με κοιτάξει, ενώ ο γέροντας μας παρατηρούσε με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Η μητέρα είχε φύγει από κοντά μου δίχως να την αντιληφθώ, κι όταν το κατάλαβα την έψαξα με το βλέμμα μου. Ήταν στην απέναντι άκρη και δίπλα της στεκόταν ο Μανώλης που την αγκάλιαζε. Φορούσε πιτζάμες και το ύφος του πρόδιδε την ταραχή του – πρέπει να είχε κάμποση ώρα εδώ, και μάλλον είχε ακούσει όσα είχαν ειπωθεί για μένα.

«Βάγια, μην προσπαθείς να μας κοροϊδέψεις. Ξέρεις καλά ότι μπορούμε να ελέγξουμε αν στις φλέβες του κοριτσιού κυλάει αίμα αθανάτων».

Ένιωθα να βουλιάζω, λες και είχα πέσει σε βάλτο που με κατάπινε σιγά-σιγά. Ο πατέρας μου μόλις είχε πει σ’ αυτούς τους άγνωστους πως δεν είμαι δικό τους παιδί. Κι εγώ; Γιατί δεν το ήξερα αυτό; Αν δεν ήμουν κόρη τους, τίνος ήμουν, ποια ήμουν; Κι αυτός ο τρελόγερος έλεγε ένα σωρό ακατανόητες ηλιθιότητες. Τι ήταν αυτό το «αίμα αθανάτων»;

«Δε βασίζεστε στον λόγο μου;» ρώτησε θυμωμένα ο πατέρας.

«Όχι! Αλλά έχω τρόπο να εξακριβώσω την αλήθεια», του αποκρίθηκε και ένευσε στον έναν από τους δύο συντρόφους του. «Οσιολογιώτατε Ιερόθεε, δώσ’ μου τη γροθιά του ουρανού», τον διέταξε.

Εκείνος άνοιξε το σακίδιό του και έβγαλε από μέσα ένα μικρό δέμα τυλιγμένο σε ένα κομμάτι μαλακού μαύρου υφάσματος. Ο ηλικιωμένος το πήρε στα χέρια και με πλησίασε. Έκανα ένα βήμα πίσω κοιτάζοντας την πόρτα, έτοιμη να τον σπρώξω και να το βάλω στα πόδια. Τι ήταν αυτό που κρατούσε; Τι ήθελε να κάνει; Αυτός, καταλαβαίνοντας απ’ τη σφιγμένη στάση και την πανικόβλητη ματιά μου τι σκόπευα, μου χαμογέλασε. Όταν χαμογελούσε έμοιαζε σχεδόν φιλικός – σαν ένας καλός ιερωμένος.

«Μη φοβάσαι, δε θα σου κάνω κακό», με καθησύχασε και ξετύλιξε το δέμα.

Ήταν ένα τετράγωνο ξύλινο κουτί. Από μέσα του έβγαλε μία μικρή, πέτρινη σφαίρα.

«Άνοιξε την παλάμη σου», μου είπε απαλά.

Δίστασα, έμεινα να στέκω μπροστά του άβουλη, αναποφάσιστη.

«Έλα, να τελειώνουμε!» με παρότρυνε και μου έτεινε τη σφαίρα.

Το χρώμα της ήταν γκρίζο, ενώ σε μερικά σημεία είχε ασημιές ραβδώσεις που γυάλιζαν. Την πήρα στο χέρι μου. Στην αρχή την ένιωσα κρύα, αλλά μετά άλλαξε. Μια ευχάριστη θερμότητα ανάβλυσε απ’ το εσωτερικό της και μου ζέστανε το δέρμα. Ξαφνικά, αισθάνθηκα ένα τσίμπημα! Την έπιασα με τα δάχτυλα και την περιεργάστηκα. Είχε ένα μικρό αγκάθι, που δεν το είχα δει και με είχε τρυπήσει στο μέσον της παλάμης. Έτεινα το χέρι μου για να την επιστρέψω στον ηλικιωμένο μοναχό, μα εκείνος με σταμάτησε.

«Περίμενε ένα λεπτό για να δούμε», είπε. «Κράτα τη χαλαρά με ανοιχτή παλάμη».

Περιεργάστηκα το χέρι μου. Εκεί που το αγκάθι με είχε τρυπήσει, υπήρχε μια μικρή σταγόνα αίματος που η σφαίρα έδειχνε να την απορροφάει. Σήκωσα το βλέμμα στον πατέρα μου. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο και ιδρωμένο, ενώ μια βαθιά ρυτίδα είχε χαραχτεί ανάμεσα στα φρύδια του.

«Αχά, καφέ! Και μάλιστα με χρυσές γραμμές! Είσαι μεγάλος ψεύτης, Βάγια», κάγχασε ο γέρος ενώ παρατηρούσε τη σφαίρα.

Το πέτρωμά της έλαμπε περισσότερο κι έμοιαζε διαφορετικό. Οι ασημένιες ραβδώσεις του τώρα είχαν μετατραπεί σε χρυσοκαφέ, σαν να υπήρχε πρόσμιξη κάποιου άγνωστου ορυκτού μέσα του και τώρα αποκαλυπτόταν.

«Ψεύτης είσαι εσύ και όλη η καταραμένη φάρα σου», του απάντησε φουρκισμένος ο πατέρας.

 «Δε νομίζω, Βάγια. Η γροθιά δεν κάνει ποτέ λάθος, το κορίτσι είναι της οικογένειας, και μάλιστα απ’ τους καλύτερους που έχετε γεννήσει», είπε και μάζεψε την πέτρα απ’ το χέρι μου.

Ο πατέρας μου του είχε πει ψέματα; Δεν ήμουν υιοθετημένη; Για ποιο λόγο να το πει αυτό;

«Τα κόκκινα μαλλιά, όμως, από πού τα πήρε;» ρώτησε αιφνιδιαστικά ο ηλικιωμένος, γεμίζοντάς με πάλι με αμφιβολίες.

«Να μη σε νοιάζει», του απάντησε με τραχύτητα η μητέρα.

Μας είχε πλησιάσει αθόρυβα και τώρα τον αντιμετώπιζε αγέρωχη και θαρραλέα. Δίπλα της στεκόταν ο αδερφός μου. Κοιτούσε τους μοναχούς τρέμοντας και είχε μαζέψει τους ώμους του.

Ο γέροντας την αγνόησε και συνέχισε να με αναμετράει με το βλέμμα του.

«Με τι ασχολείσαι, παιδί μου;» με ρώτησε.

Δεν πρόλαβα να του απαντήσω, γιατί η μητέρα με τράβηξε πίσω κι έβαλε το σώμα της ανάμεσά μας.

«Δεν έχεις δικαίωμα πάνω της! Όχι σ’ αυτήν τη γενιά», του αντέτεινε τρέμοντας.

«Κάνεις λάθος, κυρία μου», της απάντησε ευγενικά, εντούτοις στη φωνή του διέκρινα μια συγκαλυμμένη απειλή. «Χάρη στην άθλια συμπεριφορά του κουνιάδου σου, το χρέος σας πέρασε σ’ αυτήν τη γενιά! Γι’ αυτό έχω δικαιοδοσία σ’ όλα τα παιδιά της οικογένειας. Ειδικά στα υγιή. Κι από ό,τι βλέπω, μπορεί ο μικρός να μη μας κάνει, αλλά αυτή η νεαρή είναι ό,τι πρέπει! Υγιέστατη, γυμνασμένη και ψηλή», μας κοίταξε υπεροπτικά. «Μόνο που μ’ έχετε καταμπερδέψει, έχετε παραβιάσει κάθε γενετικό νόμο! Άντε τα μαλλιά να τα παραβλέψω, μπορεί να οφείλονται σε κάποιον μακρινό πρόγονο. Αλλά το χρώμα των ματιών της; Δύο γονείς με γαλανά μάτια δε γεννάνε καστανό φαινότυπο! Δεν είσαι εσύ η μητέρα της. Έτσι δεν είναι;»

Τα τελευταία λόγια του ειπώθηκαν σε ήρεμο και κατευναστικό τόνο. Σαν να προσπαθούσε μάταια να εξομαλύνει την ένταση που είχε δημιουργήσει με τη μομφή του για τον θείο μου, με μία ακόμη προσβλητικότερη ερώτηση που έμοιαζε με χαστούκι. Μας βασάνιζε. Απειλούσε τους γονείς μου και τους ειρωνευόταν, και ύστερα μας μιλούσε μαλακά σαν να μας λυπόταν. Μου προκαλούσε φόβο κι αυτό με εξόργισε! Είχε εισβάλει στο σπίτι μας μες στα άγρια μεσάνυχτα, μας είχε διαλύσει, και τώρα μιλούσε για μένα και τον αδερφό μου λες και θα αγόραζε μοσχάρια για σφαγή.

Η μητέρα δεν του απάντησε· είχε σφιγμένα τα χείλη της και τον κοίταζε συνοφρυωμένη.

Εκείνος την αγνόησε και στράφηκε σε μένα: «Τι ύψος έχεις, παιδί μου; Σε υπολογίζω κοντά στο ένα και ογδόντα. Είναι έτσι;»

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

«Λοιπόν, αρκετά! Έξω από το σπίτι μας, παλιοτρελάρες! Δρόμο!» φώναξα και βάλθηκα να τον σπρώχνω με δύναμη προς την έξοδο.

Οι δύο νεότεροι μοναχοί δοκίμασαν να με πιάσουν απ’ τα μπράτσα και προσπάθησαν μάταια να με ακινητοποιήσουν. Εγώ συνέχιζα να παλεύω και να τους σπρώχνω προς την πόρτα, ενώ ο πατέρας άρχισε να τραβάει τον έναν απ’ αυτούς. Εκείνος τότε αγρίεψε και έδωσε στον πατέρα μια δυνατή αγκωνιά στο στομάχι που τον έκανε να διπλωθεί.

«Κύριοι!» Η φωνή του γέρου αντήχησε σε όλο το δωμάτιο. «Τι είναι αυτά; Χάσαμε κάθε ίχνος πολιτισμού ξαφνικά; Οσιότατε Αμβρόσιε, βοήθησε τον κύριο Βάγια και ζήτα αμέσως συγγνώμη», η φωνή του τώρα είχε μια γλυκερή χροιά που μου ανακάτεψε το στομάχι.

«Ξεπεράσατε κάθε όριο! Θέλω να φύγετε αμέσως, διαφορετικά θα καλέσω την αστυνομία», του φώναξα τρέμοντας από θυμό.

 «Εκτός από εξαιρετική δύναμη, έχεις και χαρακτήρα;» με κορόιδεψε. «Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά. Θα αποχωρήσουμε, όταν εμείς κρίνουμε πως πρέπει. Γι’ αυτό, σταμάτα τις απειλές και συνεργάσου. Τρως πολύτιμο χρόνο με τις ανοησίες σου. Αν υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα να μπορούσε η αστυνομία σας να μας σταματήσει, νομίζεις πως ο αγαπητός σου πατέρας θα μας ανεχόταν τόση ώρα;» είπε και με έκανε να βουβαθώ.

Τι στον διάολο ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Από πού έρχονταν;

«Πες μου, Βάγια», στράφηκε στον πατέρα μου. «Την έκανες με άλλη γυναίκα, αυτό είναι φανερό. Αλλά γιατί δεν την προετοίμασες; Γιατί δεν ενημέρωσες τα παιδιά σου για τον όρκο των προγόνων σου; Γιατί δεν τους είπες για τους ακρίτες και την υποχρεωτική τους θητεία στα Μαύρα Λιβάδια;»

Ο πατέρας κοκκίνισε περισσότερο, σαν να ετοιμαζόταν να πάθει εγκεφαλικό. Αλλά πριν προλάβει να του απαντήσει ακούστηκε μια λεπτή, χαμηλή φωνή να αποκρίνεται γι’ αυτόν.

«Εγώ ξέρω… και είμαι έτοιμος να κάνω το καθήκον μου», ψέλλισε δειλά ο αδερφός μου.

Γύρισα και τον κοίταξα έντρομη. Μόλις και μετά βίας μού έφτανε στον ώμο, ενώ το αδύναμο κορμάκι του έτρεμε απ’ το κρύο μες στις λεπτές του πιτζάμες. Τι έλεγε; Δεν ήταν παρά ένα μικρό αγόρι που είχε υποφέρει πολύ.

«Μη λες βλακείες. Δε χρωστάς τίποτα και σε κανέναν. Και δεν έχεις να πας πουθενά», του είπα και τον αγκάλιασα για να του μεταδώσω λίγη απ’ τη θερμότητά μου.

Οι γονείς μας ήρθαν και μας αγκάλιασαν κι αυτοί, ενώ ο πατέρας μου στράφηκε πάλι στον γέροντα.

«Ανάθεμά σε, τραγόπαπα! Να μας αφήσεις ήσυχους! Ήρθες πριν από είκοσι χρόνια και μας κατέστρεψες. Αντί για μένα, σ’ ακολούθησε ο αδερφός μου. Κατατάχτηκε στον καταραμένο σας στρατό και θυσίασε τα πάντα. Πέθανε για εσάς! Και τώρα έρχεσαι και μου λες πως, επειδή σκοτώθηκε, σου χρωστάμε ακόμα δέκα χρόνια;»

Ο γέρος τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.

«Σου το είπα απ’ την αρχή. Ο αδερφός σου δε χάθηκε σε μάχη. Πέθανε λιποτάκτης! Είπε να τιμήσει το όνομά του και να φερθεί σαν γνήσιος προδότης», σάρκασε και, αλλάζοντας ύφος, συνέχισε αυστηρά: «Έπρεπε να ξέρεις πως, όταν κάποιος πεθαίνει για τη σωτηρία του κόσμου, δεν έχουμε απαιτήσεις απ’ την επόμενη γενιά!»

«Μπορεί και να είναι έτσι όπως τα λες», αποκρίθηκε ο πατέρας, τρέμοντας απ’ την ταραχή. «Εμείς όμως δεν μπορούμε να πληρώσουμε άλλο. Ο γιος μου είναι άρρωστος και η κόρη μου σπουδάζει. Δεν την έχω για παντρειά. Ξέρεις καλά πως εμείς δίνουμε μόνο πολεμιστές, όχι συζύγους. Ο καταραμένος όρκος μας είναι μόνο για πολεμιστές!» ούρλιαξε.

«Ποιος μίλησε για σύζυγο; Αυτά τελείωσαν, ανήκουν στο παρελθόν. Το κορίτσι το θέλω για ακρίτα. Θα το δει ο μάγιστρος και θα το τοποθετήσει στο τάγμα που του αρμόζει. Δε χρειάζεται να ανησυχείς, το στράτευμα έχει κι άλλες σαν κι αυτή», συνέχισε, αγνοώντας επιδεικτικά την απόπειρα του πατέρα να τον διακόψει. «Συνήθως παίρνουμε Βορειοευρωπαίες γιατί είναι μεγαλόσωμες και δυνατές. Αλλά αυτό το κορίτσι δεν υπολείπεται σε τίποτα».

«Εμένα με ρωτήσατε;» αποσπάστηκα από την αγκαλιά της μητέρας μου. «Τόση ώρα, κύριε, μιλάτε σαν να είμαι αντικείμενο. Τι είναι αυτά που λέτε; Ποιος είναι ο μάγιστρος και τι είναι αυτά τα τάγματα; Λέτε ένα σωρό ασυνάρτητα πράγματα για όρκους και υποχρεωτικές θητείες. Η χώρα μου, όμως, δε βρίσκεται σε πόλεμο. Τι είναι αυτά που είπατε για μάχες και για τον θείο μου;»

«Άκουσε, παιδί μου, ο χρόνος μάς πιέζει», μαλάκωσε τον τόνο του και μου μίλησε γλυκά σαν να ήταν άλλος άνθρωπος. «Σύντομα θα γυρίσουμε πίσω, γι’ αυτό πρέπει να αποφασίσεις άμεσα. Δέχεσαι να πάρεις τη θέση αυτού του αγοριού», έδειξε τον αδερφό μου, «και να μας ακολουθήσεις στα Μαύρα Λιβάδια; Να ξεπληρώσεις το υπόλοιπο της θητείας που μας οφείλετε; Σε δέκα χρόνια από τώρα, θα μπορέσεις να γυρίσεις πίσω και να συνεχίσεις τη ζωή σου».

Δεν μπορούσα να του απαντήσω. Καταλάβαινα μόνο επιφανειακά την ερώτηση που μου απηύθυνε. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό το μέρος, γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Κι εκείνο που με εξόργιζε περισσότερο, ήταν η πίεση που μας ασκούσε. Γιατί να πάω; Με τι δικαίωμα απαιτούσε να τον ακολουθήσω; Με εκβίαζε χρησιμοποιώντας τον αδερφό μου. Ένιωθα σαν να είχα μπλέξει στα δίχτυα ενός τρομακτικού εφιάλτη και παρακαλούσα μέσα μου να ξυπνήσω. Τον φοβήθηκα αυτόν τον άνθρωπο απ’ την αρχή, αλλά τώρα ένιωθα να τον μισώ.

«Όχι, δεν έχει να πάει πουθενά. Ούτε αυτή, ούτε ο αδερφός της. Αν έρθει κάποιος, αυτός θα είμαι εγώ! Εγώ, που έπρεπε να πληρώσω απ’ την αρχή», δήλωσε ο πατέρας και φαινόταν αποφασισμένος.

Ο γέρος χασκογέλασε. «Πόσων χρόνων είσαι, Βάγια; Σαράντα πέντε; Πενήντα; Κι έχεις περάσει όλη σου τη ζωή χωρίς την παραμικρή εκπαίδευση, αρμέγοντας αγελάδες. Γιατί πιστεύεις πως θα μας φανείς χρήσιμος; Κι έπειτα, ακόμη κι αν σε δεχόμασταν, σκέφτηκες τι θα απογίνουν αυτοί;» έδειξε τη μητέρα και τον αδερφό μου και το χαμόγελο συμπόνιας που χαράχτηκε στο πρόσωπό του ήταν τόσο προσποιητό, που δεν άγγιξε καν τα μάτια του που μας αναμετρούσαν με σκληρότητα.

«Η οικογένειά μου είναι δική μου δουλειά, Νικόδημε. Να μη σε νοιάζει!» του απάντησε με τραχιά φωνή ο πατέρας.

«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε έχοντας ένα ανεξιχνίαστο, σκοτεινό ύφος.

Δεν καταλάβαινα πού το πήγαινε. Αν ήταν σίγουρος ο πατέρας ότι ήθελε να πάει εκείνος, ή ότι δεν είχε δικαίωμα να αποφασίσει, γιατί δεν ήμασταν ελεύθεροι;

«Δε βλέπω άλλη λύση», ξεφύσησε ο πατέρας, «πρέπει να συμβιβαστείτε με μένα».

«Όχι, μην το λες αυτό! Κάτι θα υπάρχει», του ψιθύρισε η μητέρα κι έπειτα κοίταξε παρακλητικά τον μοναχό Νικόδημο. «Σας παρακαλώ, κύριε, μη μας καταστρέφετε. Ούτε ο άντρας μου, ούτε τα παιδιά μου μπορούν να σας ακολουθήσουν».

«Κυρία μου, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια! Θα σας αφήσουμε να το σκεφτείτε και να αποφασίσετε. Εγώ την απόφασή μου την πήρα! Σύντομα, πολύ σύντομα θα έρθουμε να πάρουμε το κορίτσι. Διαφορετικά, αν δεν έρθει, θα πάρουμε το αγόρι», αποκρίθηκε αλύγιστος στα παρακάλια και τον πόνο της.

Κατόπιν έκανε νόημα στους δύο συντρόφους του, κι αυτοί άνοιξαν την πόρτα μας και την κράτησαν ανοιχτή για να περάσει.

Τον ακολούθησα προσπαθώντας να του αποσπάσω την προσοχή και να του μιλήσω, μήπως και τον πείσω να μας απαλλάξει απ’ αυτήν τη δέσμευση. Αλλά αυτό που είδα με άφησε αποσβολωμένη και δεν έβγαλα άχνα. Έξω απ’ την πόρτα έστεκαν σαν φύλακες δύο πανύψηλοι, ογκώδεις άντρες, που έμοιαζαν να έχουν βγει κατευθείαν απ’ το game of thrones. Φορούσαν γκρίζες στρατιωτικές στολές με αλυσιδωτό ημιθωράκιο και στα χέρια τους κρατούσαν από ένα μεσαιωνικό όπλο, έναν πέλεκυ! Παραμέρισαν για να περάσουν οι μοναχοί, και έπειτα ο ένας από τους δύο προχώρησε μπροστά, ενώ ο δεύτερος έμεινε να τους ακολουθεί. Ο γέροντας όμως με ένα νεύμα τούς σταμάτησε.

Γύρισε σ’ εμάς και με ήπιο τόνο είπε: «Βάγια, φρόντισε να τα εξηγήσεις όλα στο κορίτσι. Και μην ξεχάσεις να της πεις γιατί τη θέλω. Να της πεις τι σημαίνει το χρώμα που πήρε η γροθιά του ουρανού – γιατί δε νομίζω να σου διέφυγε. Ξέρεις πολύ καλά πόσο σημαντική είναι για εμάς! Η κόρη σου είναι σιωπηλή ποτένς, όπως ήταν και ο αδερφός σου».

Έπειτα, χωρίς να περιμένει απάντηση, έκανε νόημα στους υπόλοιπους να συνεχίσουν. Άρχισαν να απομακρύνονται μέσα στο σκοτάδι μέχρι που εξαφανίστηκαν.

 

[1] Φιλική ζώνη

[2]Στρατιωτική μονάδα της εποχής του Βυζαντίου.

 

23897732_1440906975978375_642420125_n.jpg

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Αγνή Σιούλα γεννήθηκε στην Κοζάνη και μεγάλωσε ακούγοντας δημώδη αλλά και αυτοσχέδια παραμύθια με φανταστικά όντα ή υπερφυσικά στοιχεία απ’ τη γιαγιά και τη μητέρα της. Έτσι πολύ σύντομα, προσπαθώντας να εντυπωσιάσει κυρίως τη γιαγιά της, άρχισε να σκαρώνει τις δικές της παραμυθίες κι αργότερα διεύρυνε το κοινό  της με τα αδέρφια, τα ξαδέρφια και τους φίλους της. Απ’ την παιδική της ηλικία υπήρξε φανατική αναγνώστρια και μεγαλώνοντας ανακάλυψε τη φανταστική λογοτεχνία. Σύντομα άρχισε να γράφει και η ίδια και η αγάπη της για τα βιβλία την οδήγησε να σπουδάσει βιβλιοθηκονομία. Από το 1991 εργάζεται σε ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες και αναγνωρίζοντας τη δυσκολία διοίκησης μιας βιβλιοθήκης, το 2007 απέκτησε μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στη Διοίκηση επιχειρήσεων με εξειδίκευση στη Διοίκηση Ανθρώπινων πόρων. Το πρώτο της μυθιστόρημα είναι το «Έρχονται με την ομίχλη» που εκδόθηκε και κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Πατάκη, ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσει και το δεύτερο μυθιστόρημά της με τίτλο «Μαύρα Λιβάδια».

Σήμερα κατοικεί σε ένα μικρό χωριό του νομού Σερρών με την οικογένειά της κι εργάζεται σε ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι ταινίες και σειρές φαντασίας, συνεχίζει να λατρεύει το διάβασμα και θεωρεί ότι ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ζωής της είναι τα μεσημεριανά τραπέζια του Σαββατοκύριακου όπου όλη η οικογένεια «φιλοσοφεί» με τις ώρες.