Η μαγεία της συγγραφής: συνέντευξη με τον Γιώργο Αγγελίδη
Ο Γιώργος Αγγελίδης γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα, όπου και αποφοίτησε από το τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στη Λογοτεχνία και τον Πολιτισμό.
Από πολύ μικρός ανακάλυψε τη λατρεία του για την ανάγνωση και όχι πολύ αργότερα την κλίση του στη λογοτεχνία. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ξεκίνησε τη συγγραφή του πρώτου του ολοκληρωμένου λογοτεχνικού έργου, της παρούσας τριλογίας, την οποία ολοκλήρωσε σε ηλικία δεκαεννέα ετών.
Το 2015 εξέδωσε το πρώτο του έργο, την Καρδιά του Δαίμονα, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές ενώ το 2016 συμμετείχε με διηγήματά του σε δύο λογοτεχνικές συλλογές. Το 2017 υπέγραψε το σενάριο της δημοφιλούς παράστασης ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ, η οποία απέσπασε το βραβείο κοινού στα 6α Queer Theater Awards.
Η μυθοπλασία του φανταστικού είναι αδιαμφισβήτητα μια περίπλοκη διαδικασία. Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η σύστασή της για το δικό σας συγγραφικό έργο και σε ποια πεδία κινείται η έρευνα σας για τη συνέπεια της;
Γ. Α. Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω νιώθω τη μυθοπλασία του φανταστικού, το fantasy ως είδος, σαν ένα όνειρο που ξεδιπλώνεται παράλληλα με την καθημερινότητα, επιζητώντας αφορμές να συνυφανθεί μαζί της. Αντλώντας πολλές φορές έμπνευση από θρύλους της ελληνικής, της ρωμαϊκής αλλά και της κέλτικης μυθολογίας, βασικό σημείο της έρευνας μου αποτέλεσαν οι σύνδεσμοι ανάμεσα σε αυτούς τους μύθους και ακόμα περισσότερο οι πτυχές αυτών των μύθων που είτε είχαν παραμείνει ανεξερεύνητες είτε μπορούσαν να ειδωθούν από μια διαφορετική οπτική, ρίχνοντας το φώς της προσωπικής μου φαντασίας σε σκοτεινές λεπτομέρειες τους. Επόμενο βήμα πάντα αποτελούσε η σύνδεση με την πραγματικότητα, το σήμερα, κι έτσι η έρευνα επεκτεινόταν στον κόσμο γύρω μου, με άξονα πάλι τη σύνδεση. Πώς ένας μύθος και η πραγματικότητα μπορούσαν να συνυφανθούν έτσι ώστε τα όρια μεταξύ τους να θολώσουν αρκετά, ώστε πρώτα και κύρια εγώ, αλλά και όσοι στην πορεία ταξιδέψουν μαζί μου στα μονοπάτια της «Αυτοκρατορίας» να σκεφτούν «Τι κι αν…». Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν η διαδικασία αυτή υπήρξε εύκολη η δύσκολη, καθώς ο ενθουσιασμός κάθε φορά έκανε τις πολλές ώρες είτε πάνω από κάποιο βιβλίο ιστορίας, είτε σε κάποια τοποθεσία, είτε στους ιστούς του διαδικτύου, να περνάνε σαν δευτερόλεπτα μόλις τα κομμάτια ενώνονταν στο μυαλό μου.
Πώς αντιλαμβάνεστε την άποψη πως η συγγραφή είναι μια πνευματική διαδικασία;
Γ.Α. Αν η ανάγνωση είναι μια πνευματική δράση που ακονίζει τον νου, η συγγραφή πρέπει να βρίσκεται ένα βήμα παραπέρα. Η προοδευτική παρατήρηση της διαδικασίας δημιουργίας ενός βιβλίου, ενός κειμένου, ενός συγγραφικού πονήματος μόνο να επιβεβαιώσει έρχεται την άποψη αυτή. Πριν ακόμη λέξεις έρθουν να δώσουν σχήμα στα συναισθήματα, αυτά δημιουργούνται στον νου του συγγραφέα ωθώντας την εξωτερίκευση τους. Ακόμα κι οι λέξεις όμως είναι το μέσον του πνεύματος να «φωτογραφίσει» κάτι που έχει νιώσει, μια ιδέα που επιθυμεί να μοιραστεί. Για εμένα, κάθε βιβλίο, κάθε τι που γράφει κάποιος, είναι μια αποτύπωση του πνεύματός του τη δεδομένη χρονική στιγμή. Γι’ αυτό κι άλλωστε πολλές φορές μας προκαλεί νοσταλγία να διαβάζουμε κάτι που είχαμε γράψει παλιότερα. Γιατί κάθε κείμενο που «έκλεισε» από το χέρι μας στο χαρτί ή το πληκτρολόγιο (αν «κλείνουν» δηλαδή ποτέ τα κείμενα) είναι ακριβώς σαν τις μικρές μολυβιές στον τοίχο του σπιτιού που μεγαλώσαμε, να επιδεικνύουν όχι το αυξανόμενο ύψος μας, αλλά την πορεία της εξόρμησης μας στα μονοπάτια του ίδιου μας του νου.
Υπάρχουν σκηνές στα βιβλία τις οποίες «κόβετε» στην επιμέλεια;
Γ.Α. Στην «Αυτοκρατορία» υπήρξαν πράγματι αρκετές σκηνές που είτε «κόπηκαν» γιατί δεν προχωρούσαν την ιστορία και δεν τις ένιωθα «σωστές» για τους χαρακτήρες μου, είτε «ωρίμασαν» καθώς ωρίμαζα κι εγώ σαν άνθρωπος και σαν συγγραφέας από τα δεκατέσσερα που ξεκίνησα να γράφω την Καρδιά του Δαίμονα, το πρώτο μέρος της τριλογίας, ως τη στιγμή που ολοκλήρωσα το τρίτο μέρος στα δεκαεννιά. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως ο λόγος αλλαγής ή «κοψίματος» μιας σκηνής ήταν το γεγονός ότι η «Αυτοκρατορία» και η μυθολογία της είναι ένα παζλ που ξεδιπλώνεται και στα τρία βιβλία. Όσο ο χρόνος κυλά μπροστά, πλησιάζοντας το φινάλε, τόσο ξεδιπλώνεται προς τα πίσω η ιστορία της «Αυτοκρατορίας» και τα μυστικά που αυτή κρύβει. Οπότε συχνά, πράγματα χρειάστηκαν να αλλάξουν στην επιμέλεια για να υπάρχει συνοχή. Πλέον, στα επόμενα βιβλία, ή συγγραφικά πονήματα γενικότερα, με τα οποία έχω καταπιαστεί ίσως η μεγαλύτερη ωριμότητα, ίσως η απουσία της σύνθεσης που απαιτεί μια τριλογία, βοηθούν ώστε το «κόψιμο» να μην είναι κάτι που χρειάζεται να κάνω συχνά. Ειλικρινά, δεν μου είναι εύκολο να κόβω σκηνές. Για να τις έγραψα εξαρχής, σημαίνει πως είχα μια σύνδεση μαζί τους.
Κρύβετε στα βιβλία σας μυστικά τα οποία μόνο ελάχιστοι αναγνώστες θα καταφέρουν να ανακαλύψουν;
Γ.Α. Όντας στην εφηβεία κατά τη συγγραφή της Αυτοκρατορίας, πολλές φορές η καθημερινότητα μου, τα όσα τότε ζούσα, έβρισκαν ασυναίσθητα τον δρόμο τους στις σελίδες των βιβλίων. Έχει τύχει να μου πει φίλος «Από αυτό το περιστατικό εμπνεύστηκες αυτό;» και να ίσχυε, έστω κι αν δεν το είχα καταλάβει τότε. Συνειδητή ήταν η επιλογή οι χαρακτήρες της «Αυτοκρατορίας» να είναι εμπνευσμένοι από πρόσωπα στη ζωή μου και να φέρουν χαρακτηριστικά των «πραγματικών» διδύμων τους, πάντα με ένα twist φυσικά. Όλα αυτά υπάρχουν φυλαγμένα στις σελίδες της «Αυτοκρατορίας» για άτομα που ήξερα, καλά ή και λιγότερο, για να τα ανακαλύψουν. Αν βέβαια ως μυστικά μπορούμε να θεωρήσουμε λεπτομέρειες ή πληροφορίες που γίνονται κατανοητές μονάχα όταν το ταξίδι της τριλογίας φτάσει στο τέλος του, τότε ο κύκλος ανοίγει. Νομίζω πως όποιος διαβάσει το τρίτο βιβλίο της «Αυτοκρατορίας» και μετά αρχίσει ξανά από την αρχή θα ανακαλύψει πολλά πράγματα που ίσως η πρώτη ανάγνωση του κράτησε κρυφά.
Ως αναγνώστης και δημιουργός του είδους, γιατί πιστεύετε πως μας ελκύει το φανταστικό;
Γ.Α. Ως άνθρωποι είμαστε πλασμένοι να αναζητούμε απαντήσεις για το ανεξήγητο. Γι’ αυτό οι αρχαίοι δημιούργησαν τους μύθους τους για να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω τους. Ακόμη και σήμερα όμως, παρά την αλματώδη πρόοδο της επιστήμης, πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Κι ακόμα περισσότερο, ο άνθρωπος πάντα αναζητάει εναλλακτικές. Η λογοτεχνία του φανταστικού δίνει αυτές τις εναλλακτικές, πασπαλισμένες με μια δόση μαγείας. Προσφέρει στον καθένα, συγγραφέα και αναγνώστη, μια πύλη απόδρασης από τη μουντή καθημερινότητα. Ποιος δεν θέλει λίγη «νεραϊδόσκονη» στη ζωή του;
Ποια η άποψη σας για τη θέση του είδους του φανταστικού στην Ελλάδα, σε όλες του τις πολιτιστικές εκφάνσεις;
Γ.Α. Δυστυχώς, για χρόνια το φανταστικό δεν είχε στην Ελλάδα την προβολή που θα του άρμοζε ως είδος, ειδικά σε σύγκριση με την άνθιση που γνώρισε τις τελευταίες δεκαετίες στο εξωτερικό. Οι λόγοι μπορεί να ποικίλουν και κάθε υπόθεση είναι εξίσου πιθανή. Η παράδοση της Ελλάδας στις κοινωνικές πλοκές, η προβολή άλλων λογοτεχνικών ειδών μέσα από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο (σε αντίθεση με την τρομερή στήριξη του φανταστικού στο Hollywood), η εντύπωση ότι το φανταστικό γεννήθηκε στο εξωτερικό και συνεπώς κάθε ελληνική παραγωγή του είδους θα αποτελεί αντιγραφή και συνεπώς θα είναι χαμηλότερης ποιότητας... Θα σταθώ κυρίως στην τελευταία άποψη, μιας που είναι και η πιο πρόσφατη που έχω ακούσει, και θα επισημάνω απλώς ότι το fantasy ως είδος γεννήθηκε όταν ο Όμηρος εμπνεύστηκε τα ταξίδια του Οδυσσέα στις ελληνικές θάλασσες. Όσον αφορά τη στήριξη από άλλα καλλιτεχνικά μέσα, διάφορες ιδέες και σχέδια φτάνουν στ’ αυτιά μου τελευταία και παραμένω αισιόδοξα την υλοποίηση τους.
Πού βρίσκεται το πρώτο σας draft αυτή τη στιγμή;
Γ.Α. Το πρώτο draft κειμένου που έγραψα ποτέ, ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι, είναι δυστυχώς χαμένο στον χρόνο, σε κάποια φθαρμένη δισκέτα. Το πρώτο draft της «Αυτοκρατορίας», ωστόσο, έστω τα πρώτα κεφάλαια που υπήρξαν κάποτε σε χειρόγραφη μορφή χάρη σε μια ασθένεια που αφενός πυροδότησε την έμπνευση της τριλογίας, αλλά και που με εγκλώβισε στο κρεβάτι εμποδίζοντας τη χρήση υπολογιστή, είναι φυλαγμένη στο πρώτο συρτάρι δεξιά από το γραφείο μου, σε ένα μαύρο τετράδιο, με γράμματα που (το ομολογώ) ακόμα κι εγώ πλέον δυσκολεύομαι να αποκρυπτογραφήσω.
Πού συναντάτε τους ήρωες σας; Έρχονται με την ιδέα ή συμβαίνει να προϋπάρχουν και να φέρουν την έμπνευσή της;
Γ.Α. Οι χαρακτήρες σε όλα τα έργα μου υπάρχουν γύρω μου. Μπορεί να τους έχω γνωρίσει, μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι ένα κομμάτι δικό μου ή και δικό σου. Έχει συμβεί να δημιουργήσω ένα χαρακτήρα ώστε να εξυπηρετήσει ένα σκοπό, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, και ειδικά όταν αναφερόμαστε σε κεντρικούς ήρωες, υπάρχουν εκεί από την αρχή. Η πλοκή τους ανήκει. Είναι η ζωή τους. Αν ήταν διαφορετικοί οι ήρωες νομίζω πως θα ήταν διαφορετική και η πλοκή. Διαφορετική η πορεία τους, οι επιλογές τους και συνεπώς διαφορετικό το τέλος.
Γράφοντας τις ιστορίες σας έχετε εξαρχής τον επίλογο στο μυαλό σας, ή αφήνετε τους ήρωες σας να σας οδηγήσουν ως το τέλος;
Γ.Α. Όπως είπα και προηγουμένως, οι ιστορίες ανήκουν στους ήρωες. Είναι δικές τους όσο και δικές μου. Όταν ξεκινάω να γράφω (γράφω πάντα με χρονολογική σειρά) ενδεχομένως η πλοκή να οδηγεί το χαρακτήρα, τον τοποθετεί στην κατάσταση την οποία πρέπει να επιλύσει. Από εκεί και πέρα ωστόσο, και όσο περισσότερο καιρό περνάω με το χαρακτήρα, τον μαθαίνω καλύτερα. Ανακαλύπτω τις επιθυμίες του, αυτές που αποκαλύπτει και αυτές που κρατάει κρυφές. Μαθαίνω τον τρόπο που σκέφτεται και αντιδρά. Μπορώ με ασφάλεια να πω ότι σε κανένα από τα βιβλία ή έργα που έχω γράψει μέχρι στιγμής το τέλος που είχα εξαρχής κατά νου δεν παρέμεινε το ίδιο ως το τέλος. Άλλωστε, σαν άνθρωποι, οι χαρακτήρες ωριμάζουν μαζί μου. Έτσι μια απόφαση, ένα τέλος, που μπορεί να πίστευα πως θα έχει ένα έργο, πολύ πιθανόν να διαφοροποιηθεί στην πορεία μαζί με το χαρακτήρα.
Θεωρείτε ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει το βιβλίο και πώς;
Γ.Α. Σαφώς η οικονομική κρίση έχει πλήξει όλες τις πτυχές της ζωής μας και το βιβλίο δεν αποτελεί εξαίρεση. Όχι όμως τόσο με τον προφανή τρόπο, με την απουσία χρημάτων για την αγορά ενός βιβλίου. Σαφώς κι αυτό είναι ένα ζήτημα, αλλά αν κρίνω από τον εαυτό μου και από γνωστούς και φίλους, μεγαλύτερο ζήτημα αποτελεί ο χρόνος που απομένει μετά την όποια εργασία ώστε ο άνθρωπος στην Ελλάδα του σήμερα να απολαύσει την ανάγνωση. Για να αφεθείς σε ένα βιβλίο και να του επιτρέψεις να σε ταξιδέψει νομίζω πως πρέπει να έχεις ψυχικά αποθέματα και καθαρό μυαλό. Όσο οι έγνοιες για τα οικονομικά μας κρατούν δέσμιους στην πραγματικότητα, τόσο δυσκολότερος γίνεται ο άθλος του βιβλίου να μας ταξιδέψει μακριά. Για όσους δεν εγκαταλείπουν εύκολα την προσπάθεια, ωστόσο, και βρουν ένα βιβλίο να τους μαγνητίσει, η «μαγεία» της ανάγνωσης θα είναι πάντα εκεί.
Mια “παραδοσιακή” ερώτηση: Ετοιμάζετε ή έχετε ήδη κάποιο επόμενο βιβλίο στο μυαλό σας;
Γ.Α. Αυτή τη στιγμή με μία πρόχειρη εκτίμηση έχω πάνω από εκατό ιδέες για βιβλία και παραστάσεις στο «συρτάρι». Πόσες από αυτές θα υλοποιηθούν, μόνο ο χρόνος θα δείξει. Το ίδιο ισχύει και για το αν θα μείνουν μυθιστορήματα, ή θα αισθανθώ ότι ανήκουν στη σκηνή. Προς το παρόν όλες ωριμάζουν όσο κάνω ένα ταξίδι πίσω στα μονοπάτια της «Αυτοκρατορίας», μεταφράζοντας τη στα Αγγλικά. Κάποιες δυναμώνουν και κάποιες σβήνουν. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι τα επόμενα τέσσερα πράγματα που θα γράψω (έχοντας δεσμευτεί στον εαυτό μου) είναι δύο παραμύθια, ένα από τα οποία θα γίνει και παράσταση για παιδιά, μία παράσταση για ενήλικες, και ένα μυθιστόρημα τρόμου (συγκεκριμένα ghost story) που πάντα ήθελα να γράψω καθότι λατρεύω το είδος και επιτέλους νιώθω πως είναι η στιγμή.
Κλείστε με μία ευχή για το Will o’ Wisps.
Γ.Α. Εύχομαι ολόψυχα στο «Will o’ Wisps» και σε όλους τους «Will o’ Wispsers» να συνεχίσουν να μάχονται με «θέληση» ώστε η «φλόγα» του φανταστικού να διαδοθεί σε ολόκληρη τη χώρα, να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο και να ζεστάνει την καρδιά κάθε ανθρώπου που έχει ανάγκη από λίγη μαγεία στη ζωή του.
Έργα του συγγραφέα:
Τα Βάτσινα, λογοτεχνική συλλογή Οι Σταγόνες του Χειμώνα, Εκδόσεις Anima, 2015
Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού: Η Καρδιά του Δαίμονα, Εκδόσεις Anima, 2015 (Εξαντλημένη Έκδοση)
Νάιμα, ανθολογία Ψυχοπλάνης Φαινόμενα, Εκδόσεις Rising Star, 2016
Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού: Η Καρδιά του Δαίμονα, Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, 2017
Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού: Η Φυλακή των Χαμένων Ψυχών, Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, 2017
Μπορείτε να αγοράσετε το νέο βιβλίο του Γιώργου Αγγελίδη εδω
H σελίδα του βιβλίου στο Facebook