Η μαγεία της συγγραφής: συνέντευξη με τον Αριστείδη Νάστο
Ο Αριστείδης Νάστος γεννήθηκε στα Ιωάννινα, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1986. Κατάγεται από τον Κερασώνα Φιλιππιάδος του Νομού Πρεβέζης, κι ενώ αρχικά πέρασε ένα διάστημα συνεχών μετακινήσεων, μεγάλωσε στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Σπούδασε Γεωγραφία στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου και αποφοίτησε το 2010, αλλά ασχολείται με τη μουσική. Εκτός από παράδοση μαθημάτων κιθάρας, συνθέτει και παίζει ένα πλήθος εγχόρδων, από ηλεκτρική κιθάρα μέχρι ιρλανδικό μπουζούκι και μαντολίνο, προσανατολιζόμενος στον χώρο της μέταλ, αλλά και της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής παραδοσιακής μουσικής.
Επίσης, ασχολείται με την Ιστορία και τη Γεωπολιτική, όπου ειδικεύεται στο φάσμα της ύστερης Ρωμαϊκής και της Μεσαιωνικής Εποχής, καθώς και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, γράφοντας κατά καιρούς σχετικά άρθρα και ιστορικές ερευνητικές εργασίες. Στον τομέα της λογοτεχνίας, είτε συγγραφικά είτε ως αναγνώστης, το είδος ενδιαφέροντός του είναι κυρίως αυτό της επικής φαντασίας, της Ιστορίας και του ιστορικού μυθιστορήματος.
Τέλος, γράφει κριτικές κινηματογραφικών έργων και τηλεοπτικών σειρών, καθώς και μουσικών δίσκων σε διαδικτυακά blogs. Σήμερα ζει στην Καλλιθέα Αττικής.
Η μυθοπλασία του φανταστικού είναι αδιαμφισβήτητα μια περίπλοκη διαδικασία. Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η σύστασή της για το δικό σας συγγραφικό έργο και σε ποια πεδία κινείται η έρευνα σας για τη συνέπεια της;
Α.Ν. Δεν θα ήθελα να ξεκινήσω με κλισέ, αλλά η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν η φαντασία μου κάλπαζε σε δυσθεώρητα ύψη, οπότε κάποια στιγμή έπρεπε να ξεσπάσω στο “χαρτί”. Επειδή στην πορεία της ζωής μου λάτρεψα την ιστορία του ανθρώπου και κυρίως την πολεμική ιστορία -σαν βάρβαρος που είμαι- δεν θα μπορούσα παρά να ενώσω τους δύο αυτούς κόσμους. Τον ιστορικό και τον φανταστικό. Και εκεί κινήθηκα στο συγγραφικό μου ντεμπούτο, μπορώ να πω με ελάχιστη δυσκολία ως προς την έμπνευση, καθώς “έψηνα” την ιδέα καιρό πριν.
Πώς αντιλαμβάνεστε την άποψη πως η συγγραφή είναι μια πνευματική διαδικασία;
Α.Ν. Σίγουρα είναι. Στη συγγραφή θα πρέπει να καταβάλεις αρκετή πνευματική ενέργεια, κάτι που σε εξαντλεί, αλλά με την πιο ευχάριστη δυνατή έννοια. Δεν είναι ποτέ μια διαδικασία που μπορείς να την πραγματοποιήσεις οποιαδήποτε στιγμή και για όσο χρόνο θα ήθελες. Απαιτούνται καθαρό πνεύμα, ησυχία και έμπνευση, η οποία έχει την άσχημη συνήθεια να έρχεται όποτε αυτή θέλει σαν ανεξάρτητη οντότητα.
Υπάρχουν σκηνές στα βιβλία σας τις οποίες «κόβετε» στην επιμέλεια;
Α.Ν. Ναι... Υπάρχουν μερικές περιπτώσεις που ολόκληρες σκηνές μπορούν να αφαιρεθούν ή να προσαρμοστούν διαφορετικά, όχι τόσο γιατί δεν μου αρέσουν εν τέλει, αλλά επειδή θα ήθελα να αλλάξει η γενική πορεία των πραγμάτων σε σχέση με ό,τι είχα αρχικά στο μυαλό μου.
Κρύβετε στα βιβλία σας μυστικά τα οποία μόνο ελάχιστοι αναγνώστες θα καταφέρουν να ανακαλύψουν;
Α.Ν. Λόγω του πάθους μου για την ιστορία, μου αρέσει να αφήνω στοιχεία που προδίδουν το ιστορικό υπόβαθρο στο οποίο βασίζεται το βιβλίο, τα οποία μόνο λίγοι αναγνώστες μπορούν να καταλάβουν και να ευχαριστηθούν. Αλλά φυσικά και δεν έχει κανένα απολύτως αντίκτυπο αυτό στην υπόθεση για τους υπόλοιπους. Ο Ίβαρ ο Νεκρός Πολεμιστής είναι ξεκάθαρα μια τέτοια περίπτωση.
Ως αναγνώστης και δημιουργός του είδους, γιατί πιστεύετε πως μας ελκύει το φανταστικό;
Α.Ν. Θεωρώ το είδος του φανταστικού ένα απίστευτο μαγικό σκάφος όπου οι επιβάτες έχουν την ευκαιρία να ταξιδέψουν σε άλλους κόσμους. Αυτό μπορεί, θα μου πει κάποιος, να ειπωθεί και για όλα τα είδη λογοτεχνίας, αλλά προσωπικά διαφωνώ. Δεν είναι το ίδιο αν διαβάσεις ένα απλό μυθιστόρημα που διαδραμματίζεται στον σύγχρονο κανονικό κόσμο που ναι μεν θα σε κάνει να ξεφύγεις, αλλά δεν θα σε πάει σε μια τελείως άλλη εποχή. Δεν θα σου δώσει την ευκαιρία να ονειρευτείς μέσω του πρωταγωνιστή, πιασμένος από τη χαίτη ενός αλόγου, κρατώντας ένα ξίφος ή από τις πλάτες ενός δράκου, προσπαθώντας να πιαστείς καλά από τα τεράστια σκληρά του λέπια για να μην πέσεις. Η μεγαλύτερη αξία του χώρου της φαντασίας είναι πως ταΐζει και γυμνάζει το πνεύμα και την ψυχή μας όσο κανένα άλλο είδος και μας κάνει να ξεφεύγουμε εντελώς από τη “σκληρή” πραγματικότητα ενός “πεζού” και γκρίζου κόσμου. Για αυτόν τον λόγο η φαντασία ελκύει επικίνδυνα.
Ποια η άποψη σας για τη θέση του είδους του φανταστικού στην Ελλάδα, σε όλες του τις πολιτιστικές εκφάνσεις;
Α.Ν. Όταν ξεκίνησα να γράφω τον Ίβαρ, δεν είχα ιδέα πόσο ευδοκιμεί το είδος της φαντασίας στην Ελλάδα και με χαροποίησε ιδιαίτερα όταν το έμαθα. Ήμουν απογοητευμένος επειδή ως λαός θεωρώ πως είμαστε αρκετά ξενομανείς σχεδόν από πάντα και ως συνέπεια, ένας τίτλος Έλληνα συγγραφέα της σύγχρονης εποχής, είναι σαφώς λιγότερο “εμπορικός” από έναν αντίστοιχο Αμερικανού πχ. Επίσης, και πιο σοβαρό ζήτημα δυστυχώς, είναι πως πλέον δεν έχουμε την κουλτούρα των άλλων Ευρωπαίων στο να αποδεχθούμε εύκολα τη “φαντασία” ως σοβαρό είδος τέχνης και όχι ως κάτι το παιδικό (με την κακή έννοια) όπως φαντάζει στο σοβαροφανές μυαλό των περισσοτέρων. Οι Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού, όμως, έχουν μια μεγάλη συνέπεια τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα, πληθώρα αξιόλογων τίτλων αντάξιων του εξωτερικού. Η συνέπεια αυτή πιστεύω πως θα υπερισχύσει της προκατάληψης.
Πού βρίσκεται το πρώτο σας draft αυτή τη στιγμή;
Α.Ν. Διασπαρμένο κεφάλαιο-κεφάλαιο σε διάφορους φακέλους στο PC μου. Το “επισκέπτομαι” μερικές φορές για να ελέγξω μήπως μου ξέφυγε καμιά καλή ιδέα. Γενικά αυτά τα κρατάω ως ανάμνηση για πολλούς και διάφορους λόγους.
Πού συναντάτε τους ήρωες σας; Έρχονται με την ιδέα ή συμβαίνει να προϋπάρχουν και να φέρουν την έμπνευσή της;
Α.Ν. Συνήθως μου “καρφώνεται” η κεντρική ιδέα ενός ήρωα στο μυαλό και χτίζω γύρω από αυτή (Βλέπε ΙΒΑΡ). Όπως όταν συνθέτεις ένα μουσικό κομμάτι... πρώτα η κεντρική μελωδία και μετά ένα-ένα όλα τα υπόλοιπα (τουλάχιστον έτσι κάνω εγώ). Όμως έχει τύχει, φυσικά, η ίδια η υπόθεση να μου “γεννά” κάποιους ήρωες.
Γράφοντας τις ιστορίες σας έχετε εξαρχής τον επίλογο στο μυαλό σας, ή αφήνετε τους ήρωες σας να σας οδηγήσουν ως το τέλος;
Α.Ν. Πέρα από μία κεντρική κατευθυντήρια ιδέα, όλες μου οι ιστορίες χτίζονται και διαμορφώνονται από τους ήρωες. Στην περίπτωση του Ίβαρ για παράδειγμα, ο επίλογός μου, άλλαξε μπορώ να πω και δύο φορές, επειδή ο κεντρικός μου ήρωας “ωρίμασε” μαζί με τον συγγραφέα του περισσότερο από όσο θα περίμεναν και οι δύο, κάνοντας κάποιες διαφορετικές επιλογές στην πορεία και και στο τέλος, από ό,τι όφειλε να κάνει όταν βρισκόταν στην αρχή της ιστορίας.
Θεωρείτε ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει το βιβλίο και πώς;
Α.Ν. Χωρίς να θέλω να το παίξω ο υπεραισιόδοξος θετικός τύπος, πιστεύω πολύ σοβαρά πως ο τομέας του βιβλίου έχει πληγεί ίσως λιγότερο από κάθε άλλον. Ο Έλληνας παραδόξως διάβαζε αρκετά και συνεχίζει να διαβάζει, παρά τα οικονομικά προβλήματα που χτυπάνε το σύνολο της κοινωνίας μας. Κάθε μου βόλτα σε μικρά η μεγάλα βιβλιοπωλεία το επιβεβαιώνει. Ελπίζω να έχω δίκιο.
Mια “παραδοσιακή” ερώτηση: Ετοιμάζετε ή έχετε ήδη κάποιο επόμενο βιβλίο στο μυαλό σας;
Α.Ν. Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας πω πως ετοιμάζω δύο βιβλία αυτή την περίοδο και συγκροτώ στο μυαλό μου μια ιδέα για τρίτο. Μακάρι να βρω τις κατάλληλες δυνάμεις και έμπνευση να τα ολοκληρώσω αρκετά σύντομα.
Κλείστε με μία ευχή για το Will o’ Wisps.
Α.Ν. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Εύχομαι να συνεχίσετε να φωτίζετε το σκοτάδι της πεζής πραγματικότητας και της σοβαροφάνειας, με το εκτυφλωτικό φως της φαντασίας. Το χρειαζόμαστε όλοι.
Βρείτε τη σελίδα του συγγραφέα εδώ