Πίσω από τα φώτα: η σκοτεινή πλευρά του γιορτινού Δωδεκαήμερου
Διαβάστε υπεύθυνα: το σκοτάδι αυτού του άρθρου είναι βαθύ και γεμάτο τρόμους!
Στη σύγχρονη εποχή, που τα Χριστούγεννα μεταφράζονται ως επί το πλείστον σε γιορτές, δώρα, φώτα, μουσικές και ρωμαϊκά φαγοπότια, ο κόσμος συχνά ξεχνάει πως αυτή είναι η πιο σκοτεινή εποχή του χρόνου, πως μόνο 150 χρόνια ηλεκτρισμού (και λιγότερα, αν λάβει κανείς υπόψη πότε άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως) έχουν καταστήσει την περίοδο αυτή μια ατελείωτη φιέστα.
Φυσικά, οι άνθρωποι προέβαιναν σε κάποιου είδους εορτασμό ήδη από την εποχή που ήταν εξαιρετικά ατυχές να γεννηθεί κανείς κατά το Δωδεκαήμερο (καθότι γεννιόταν καλικάντζαρος ή γελλού, ανάλογα το φύλο) και πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, όταν αντί για Δωδεκαήμερο υπήρχαν το Yule των Σκανδιναβών, τα Σατουρνάλια των Ρωμαίων, το Μεσοχείμωνο των Κελτών ή απλά η τίμηση του Χειμερινού Ηλιοστασίου από νεολιθικούς πληθυσμούς.
Οι γιορτές αυτές, όμως, ήταν επίσης έμπλεες δέους και φόβου. Το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα, το φάσμα του παγερού θανάτου πλανιόταν σε χωμάτινους δρόμους λασπερούς από το χιόνι, ή έξω από κρυσταλλιασμένες θύρες και παράθυρα δίχως τζάμι –και φυσικά, τα τέρατα του σκότους και της παγωνιάς έβγαιναν από τα λημέρια τους να θηρέψουν τους ανθρώπους, την εποχή που το πρόσωπο του Ανίκητου (ή Πανδαμάτορα) Ήλιου ήταν στραμμένο αλλού.
Με την έλευση του Χριστιανισμού, πολλά από αυτά τα πλάσματα ενσωματώθηκαν –λιγότερο ή περισσότερο εμφανώς– στις παραδόσεις των γιορτών, συνήθως ως φόβητρα για την τήρηση της ηθικής και της καλής συμπεριφοράς. Ωστόσο, στους τόπους όπου οι παλαιές θρησκείες παρέμεναν και παραμένουν βαθιά ριζωμένες, διατήρησαν την πιο τρομακτική υφή τους.
Για τον Krampus έγραψε ήδη η Αμαλία Κουλακιώτη, όμως ο χαρακτήρας-τιμωρός, συμπληρωματικός του Άι Βασίλη (ή Άι Νικόλα, ή Santa Claus, ή Sinterklaas), έχει ένα μάλλον εκτεταμένο οικογενειακό δέντρο, βιώνοντας (συνήθως) ποικίλους «εξευγενισμούς» και αμαλγαματώσεις με άλλα τοπικά έθιμα και χαρακτήρες. Ας δούμε μερικούς από τους συγγενείς του:
Belsnickel (Belznickle, Pelznikel κ.α., επίσης Kriskinkle): Ένας αρκετά αλλόκοτος χαρακτήρας από τη νοτιοδυτική Γερμανία (περιοχές στις όχθες του Ρήνου και φτάνοντας μέχρι την Ολλανδία), ο οποίος μεταφέρθηκε στην Αμερική με τους Γερμανούς και Ολλανδούς μετανάστες, ειδικά στις περιοχές της Pennsylvania και του Maryland. Το όνομά του, ανάλογα πώς κάνει κανείς την ετυμολογική ανάλυση, σημαίνει «Σφαλιαρονικολάκης» ή «Νικολάκης με τις γούνες». Σε κάθε περίπτωση η ερμηνεία είναι δόκιμη, καθότι ο Belsnickel είναι ένας τραχύς άντρας με κουρελιασμένες, χιλιομπαλωμένες γούνες και μουτζουρωμένο πρόσωπο (ή κάποια τρομακτική μάσκα με μεγάλη γλώσσα), που κραδαίνει μια βίτσα κι έχει τις τσέπες γεμάτες γλυκίσματα. Στην αμερικανική εκδοχή που μας μεταφέρει ο Jacob Brown (~1830), είναι κατά περίπτωση ντυμένος με γυναικεία ρούχα, ή όντως γυναίκα με δύναμη ανάλογη ενός άντρα. Έχει έναν σάκο γεμάτο γλυκίσματα, ξηρούς καρπούς και φρούτα, και η βίτσα της είναι από μαγεμένο ξύλο φουντουκιάς. Σε αυτή την περίπτωση η φιγούρα είναι γνωστή ως Xmas Woman. Στις ποικίλες παραδόσεις, ο/η Belsnickel δίνει στα καλά παιδιά από τα καλούδια στις τσέπες ή τον σάκο και στα άτακτα παιδιά βιτσιές. Ανάλογα με τις εκδοχές, ο Belsnickel μπορεί να μάζευε τα παιδιά και να τα ρώταγε ένα-ένα αν ήταν καλά ή άτακτα και να τα «αντάμειβε» με βάση την απάντησή τους. Αν όμως κάποιο παιδί ισχυριζόταν πως ήταν άμεμπτο όλο το χρόνο, τιμωρούνταν περισσότερο, διότι «αναμφίβολα έλεγε ψέματα». Προοδευτικά, η παράδοση αυτή (που γινόταν και πράξη από κάποιον άνθρωπο του χωριού ή της κοινότητας στις 5 Δεκεμβρίου, μασκαρεμένο ως Belsnickel) εξευγενίστηκε, με τον Belsnickel ν’ ανεμίζει απειλητικά τη βίτσα αντί να χτυπάει, ή απλά να βάζει τη βίτσα ως δώρο στη χριστουγεννιάτικη κάλτσα, για να επιληφθούν οι γονείς. Δεν είναι διόλου απίθανο η σταχυολόγηση καλών και κακών παιδιών από τον Belsnickel ν’ αποτελεί τη βάση για την περίφημη «λίστα του Άι Βασίλη». Άξιο αναφοράς είναι πως στην Αμερική, κατά τον 19ο αιώνα, υπήρχε το έθιμο του “Belsnickeling”, οπότε μια μικρή ορδή από μασκαρεμένους Belsnickels ξεχυνόταν στους δρόμους μοιράζοντας γλυκά, ζητώντας νομίσματα και προκαλώντας γενική αναταραχή κάνοντας φάρσες, τρομάζοντας περαστικούς κλπ., παρόμοια ίσως με το Halloween.
Grýla (Γκρίιλα): Παρόλο που πρόκειται για ένα από τα πιο τρομακτικά εκ των προαναφερθέντων «χριστουγεννιάτικων τεράτων», το αληθινά ενδιαφέρον αναφορικά με την Grýla είναι οι καταβολές της. Στις ισλανδικές χριστουγεννιάτικες παραδόσεις, είναι μια γιγάντισσα (ogre) με όψη που προκαλούσε φρίκη (ποικίλο αριθμό κεφαλιών, από 3 ως 300, καθένα με τρία μάτια, δύο μάτια «μαύρα σαν την κόλαση» στο σβέρκο, κατσικοκέρατα, γιγάντια αυτιά που κρέμονται ως τη ράχη της, δόντια σαν ακανόνιστες, καψαλισμένες πέτρες, αραιά γένια σε τούφες στο πηγούνι, μακριά, στρεβλά νύχια στα χέρια, 15 ως 40 ουρές και οπλές), η οποία έχει την ικανότητα να γνωρίζει ποια παιδιά είναι άτακτα, τεμπέλικα ή αγενή.
Κάθε Χριστούγεννα, λοιπόν, εξορμεί μαζί με τον άντρα της, Leppalúði (επίσης ogre), ενώ νωρίτερα έχει ήδη αρχίσει να στέλνει τους γιους της (Yule Lads, δείτε παρακάτω) στην εκάστοτε πόλη ή χωριό, να μαζέψουν τα εν λόγω παιδιά. Μόλις η τερατώδης οικογένεια έχει μαζέψει όσα παιδιά… πληρούν τις προϋποθέσεις, τα πάνε στη σπηλιά τους όπου η Grýla τα κάνει στιφάδο. Σύμφωνα με ένα απόσπασμα της Sturlunga Saga (12ος-13ος αιώνας), η Grýla περνά από μια αυλή, έχουσα 15 ουρές, εκατό σακιά κρεμασμένα σε κάθε ουρά και είκοσι παιδιά σε κάθε σακί. Με γρήγορα μαθηματικά, η οικογένειά της θα έτρωγε 30.000 παιδιά! Ειδικά για την εποχή, είναι φυσικά τρομερή υπερβολή (ανάθεμα κι αν υπήρχαν 30.000 παιδιά τότε, όταν σήμερα ο συνολικός ανθρώπινος πληθυσμός είναι κάπου 400.000), αλλά δείχνει σαφώς τι μέγεθος φόβητρου ήταν η Grýla. Σύμφωνα με κάποιες εκδοχές του θρύλου, η οικογένεια κατοικούσε στις Πεδιάδες Λάβας των Dimmuborgir («Σκοτεινά Οχυρά»), ανατολικά της ισλανδικής λίμνης Mývatn.
Η Grýla συνδέεται με τα χριστιανικά έθιμα πρώτη φορά τον 17ο αιώνα, ενώ το 1746 το ισλανδικό Althing (το αρχαιότερο κυβερνητικό σώμα εν είδει κοινοβουλίου) κήρυξε την απαγόρευση τη χρήσης αυτών των ιστοριών για τον εκφοβισμό των παιδιών.
Φυσικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ιστορίες για την ανθρωποφάγο γιγάντισσα υπήρχαν ήδη πολύ νωρίτερα και ίσως η πιο σημαίνουσα, πλην σύντομη (και εξαιρετικά επώδυνο να εντοπιστεί) αναφορά, είναι αυτή στην Πεζή Edda του Snorri Sturluson (13ος αιώνας). Στο τέλος του Skáldskaparmál (το δεύτερο μέρος της Edda, η «Γλώσσα της Ποίησης», που αποτελεί ουσιαστικά έναν αφηγηματικό διάλογο μεταξύ του Ægir, Θεού-Γίγαντα της Θάλασσας και του Bragi, Θεού της Ποίησης) ο Sturluson παραθέτει λίστες ονομάτων και μετωνυμιών σχετικά με τις σκανδιναβικές saga. Ανάμεσα σε αυτές είναι και οι 60 Tröllkvinna (Troll-Wives), τρίτη εκ των οποίων είναι η Grýla, που σημαίνει πως, πριν από παραμυθιακή γιγάντισσα, ήταν γυναίκα Troll από τους σκανδιναβικούς μύθους και οι ρίζες της χάνονται στα βάθη της μυθικής παράδοσης. Ακόμα και η ετυμολογία του ονόματός της είναι ένα κουβάρι από εικασίες, παρόλο που τουλάχιστον μία εκτενής ακαδημαϊκή μελέτη της saga (Anthony Faulkes, 1998) το δίνει ως «αλεπού», τόσο κυριολεκτικά όσο και μετωνυμικά.
Υπάρχουν ωστόσο μερικά ακόμα πράγματα που γνωρίζουμε για την Grýla: παντρεύτηκε τρεις φορές και είχε κάπου 30 με 80 παιδιά, κάποια δικά της και κάποια θετά. Σύμφωνα με διάφορες εκδοχές, τον πρώτο της άντρα τον έφαγε, ενώ ο δεύτερος ονομαζόταν Boli (επίσης ανθρωποφάγος, σύμφωνα με τον θρύλο) και πέθανε από γηρατειά. Γνωρίζουμε τα ονόματα των 13 τελευταίων γιων της (των Yule Lads), καθώς και της τερατώδους γάτας της, της Jólakötturinn (Yule Cat), η οποία έτρωγε όσους δεν είχαν λάβει καινούργια ρούχα ως χριστουγεννιάτικο δώρο. Η εν λόγω γιγάντια και κατάμαυρη γάτα αποτελούσε τόσο κίνητρο για τους χωρικούς να μεριμνούν για νέα ρούχα, όσο και παραίνεση προς τους προύχοντες να τα προσφέρουν σε όσους δεν είχαν τέτοια δυνατότητα. Σημειωτέον, η Jólakötturinn έχει αποτελέσει αντικείμενο ενός πολύ ωραίου και ανατριχιαστικού τραγουδιού από την Björk!
Σαν τελευταία σημείωση, στα νησιά Faroe η Grýla εμφανίζεται ως πρόβατο ή κριάρι που περπατάει σαν άνθρωπος, πράγμα που μορφολογικά τη συνδέει με ορισμένες εκδοχές του Krampus και ίσως αποτελεί μία από τις πηγές έμπνευσής του.
Οι λαογραφικές ιστορίες της Grýla ήταν ανάμεσα στις πολλές που διέσωσαν οι Jón Árnason και Magnús Grímsson με την πρώτη τέτοια καταγραφή που έγινε ποτέ στην ιστορία της Ισλανδίας. Σήμερα τα φοβερά Troll αποτελούν τουριστική ατραξιόν.
Jólasveinar (Γιόολασβεϊναρ, Yule Lads): Αναφέρονται χωριστά καθότι αρχικά λειτουργούσαν ως ανεξάρτητες οντότητες, που εν καιρώ προσαρτήθηκαν στον μύθο της Grýla (ή τούμπαλιν). Ανάλογοι με τους δικούς μας καλικάντζαρους (μπορείτε να διαβάσετε τα σχετικά στο εκτενές άρθρο του Γιώργου Αγγελίδη) και ποικίλλοντας εξίσου σε αριθμό, είδος και συμπεριφορά, μπορούν να χωριστούν χοντρικά σε δύο περιόδους: κατά την παλαιότερη, προ-χριστιανική και πρώιμη χριστιανική περίοδο, ήταν μάλλον ένα είδος νεαρών Troll που απήγαγαν παιδιά για να τους ίδιους λόγους με την Grýla ή/και προέβαιναν σε ενοχλήσεις και μαγαρίσματα του ανθρώπινου πληθυσμού που καθορίζονταν από τα ονόματά τους: έτσι υπήρχαν για παράδειγμα (σε ελεύθερη μετάφραση) ο Κουταλογλείφτης, ο Κατσαρολοξύστης, ο Λουκανικοκλέφτης, ο Θυροβρόντης και ούτω καθεξής. Μετά τη χριστιανική ενσωμάτωση, οι Yule Lads έγιναν ομοιογενώς δεκατρείς, τους οποίους η Grýla ξεκινούσε να στέλνει στους ανθρώπους στις 12 Δεκεμβρίου, έναν κάθε φορά, μέχρι τις 25, και ο καθένας έμενε δύο εβδομάδες, μέχρι δηλαδή τις 6 Ιανουαρίου, οπότε και έφευγε ο τελευταίος, όπως κάνουν κι οι δικοί μας καλικάντζαροι σωρηδόν την ημέρα των Φώτων. Με τα χρόνια οι Yule Lads εξευγενίστηκαν ακόμα περισσότερο, κάνοντας μόνο φάρσες και αφήνοντας ο καθένας δώρα στα παπούτσια των καλών παιδιών ή μια σάπια πατάτα στα παπούτσια των κακών.
Knecht Ruprecht (Κνεχτ Ρούπρεχτ, «Αγρότης Ρούπρεχτ»): Φιγούρα συγγενής με τον Belsnickel, από τις βόρειες περιοχές της Γερμανίας, πιο στενά συνδεδεμένος με τον χριστουγεννιάτικο Άγιο Νικόλαο, καθότι σε μερικές εκδοχές ήταν ένα ορφανό που μεγάλωσε ο ίδιος. Συνοδεύει τον Άγιο στις επισκέψεις του ή τις κάνει ξεχωριστά, οπότε ζητάει από τα παιδιά να προσευχηθούν ή να κάνουν κάποια επίδειξη ικανοτήτων. Αν τα καταφέρουν, τους δίνει μήλα, ξηρούς καρπούς και μελόπιτες με πιπερόριζα (gingerbread). Αν δεν τα καταφέρουν, τους δίνει κάρβουνα, πέτρες και άλλα άχρηστα πράγματα, ενώ αν αρνηθούν, επιδείξουν κακή συμπεριφορά κλπ., τα χτυπάει με το σακί του γεμάτο στάχτες. Φυσικά, όσο πιο πίσω πάμε, η μορφή γίνεται πιο σκοτεινή και τα πραγματικά ανυπάκουα, άτακτα και ανάγωγα παιδιά απάγονται μέσα στο σακί με τις στάχτες και μεταφέρονται στον Μέλανα Δρυμό (Black Forest), όπου ο Ruprecht τα τιμωρεί. Σύμφωνα με τον Jacob Grimm (στο Deutsche Mythologie, 1835-1878), ο Knecht Ruprecht είναι προ-χριστιανική φιγούρα συγγενής με τον Robin Goodfellow και τα ποικίλα στοιχειά του σπιτικού, που εμφανίζεται πρώτη φορά με τον χριστιανικό του ρόλο γύρω στα 1600.
(Frau) Perchta (Πέρχτα): Αυτή εδώ κι αν είναι μπλεγμένο κουβάρι. Στην απλή, χριστιανική εκδοχή της (παρόμοια με της Grýla και των υπολοίπων «τιμωρών των Χριστουγέννων») από τη Βόρεια Γερμανία και την Αυστρία, κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου επισκέπτεται τα σπίτια, αφήνοντας ένα ασημένιο νόμισμα στα καλά και υπάκουα παιδιά, ενώ τα ανυπάκουα, αυθάδικα κλπ. τα γεμίζει με άχυρο και πέτρες! Μια ενδιαφέρουσα διαφορά είναι πως ακόμα κι οι ενήλικες κινδυνεύουν να υποστούν την τιμωρία της, ενώ μια παρόμοια ιστορία εντοπίζεται στην ισλανδική Laxdæla Saga, του 13ου αιώνα, που πάλι υποδεικνύει κάποια σύνδεση με πολύ αρχαιότερους μύθους.
Περαιτέρω, η Perchta επιτελεί τον ρόλο αυτό ως δυαδική μορφή, και ως προς το φύλο, όπου οι καλοί δέχονται την επίσκεψη της Schonperchten («Όμορφη Πέρχτα») και οι κακοί του Schiachperchten («Άσχημος Πέρχτα»). Στην Ελβετία υποτίθεται πως συνοδεύεται από τα Straggele, τους δαιμονικούς της υπηρέτες που αναλαμβάνουν το κομμάτι της τιμωρίας με διάφορους φρικτούς τρόπους, αν κι εν προκειμένω οι πηγές είναι ανεπαρκείς.
Ανάλογα με τις εικασίες φιλολόγων, λαογράφων και άλλων μελετητών, είναι πιθανόν ακόμα και το όνομα της Perchta να σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό από την προαναφερθείσα λειτουργία της, καθότι μοιάζει να προέρχεται από κάποια παλαιογερμανική ρίζα που σημαίνει «λαμπρή, φωτεινή». Ο Jacob Grimm εντοπίζει την εμφάνισή της κατά τον 10ο αιώνα, όπου είναι μια μορφή παρόμοια με τη Frau Holle (Mother Frost, στο μοτίβο της καλής και της ακαμάτρας κόρης, με τη μία να αμείβεται και την άλλη να τιμωρείται), συγγενής με τη γερμανική θεά Hulda ή Holda, προστάτιδα των γυναικών και των οικιακών εργασιών, καθώς και με τη σκανδιναβική Huldra. Περαιτέρω μελέτη υποδεικνύει συνδέσεις με ακόμα παλιότερες, κέλτικες θεότητες και το Wild Hunt, αλλά αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν άρθρα από μόνα τους.
Père Fouettard (Περ Φουετάρ, «Πάτερ Μαστιγωτής»): Γαλλικής προελεύσεως από τον 12ο αιώνα (γύρω στα 1150), είναι μια φιγούρα που στα χριστιανικά έθιμα επιτελεί παρόμοιο ρόλο με τον Belsnickel, τον Knecht Ruprecht κλπ., αλλά με πολύ πιο μακάβριο λαογραφικό υπόβαθρο. Υποτίθεται πως «ιστορικά» ο Père Fouettard ήταν ένας πανδοχέας ή χασάπης, ο οποίος διασταυρώθηκε με τρία αγόρια που ήταν καθοδόν να μπουν εσώκλειστα σε κάποια θεολογική σχολή. Σε μια πιο ελαφριά εκδοχή, είδε τα καλά τους ρούχα και ήθελε απλά να τα ληστέψει, στην αρχική όμως εκδοχή τα χρησιμοποίησε κι αυτός ως γεύμα (είτε προς πώληση στο πανδοχείο είτε του ιδίου και της γυναίκας του). Όταν ο Άγιος Νικόλαος (θυμηθείτε, μιλάμε πάντα για τον Santa Claus) αντιλήφθηκε το έγκλημα, ανέστησε τα τρία αγόρια και ανάγκασε τον εγκληματία να τον υπηρετεί αιωνίως ως τιμωρός («Μαστιγωτής») των κακών παιδιών, χρησιμοποιώντας είτε ένα μαστίγιο, είτε μια χούφτα από κοντές βίτσες σημύδας. Η παραδοσιακή του εμφάνιση είναι παρόμοια με τον «αδελφών» του: τραχιά ρούχα, γούνες, πυκνή μαύρη γενειάδα, κατά περίπτωση κέρατα κλπ.
Είναι ενδιαφέρον πως, σύμφωνα με διάφορες πηγές, η πρώτη εμφάνιση του Père Fouettard είναι πολύ μεταγενέστερη και σχετίζεται με την πολιορκία του Metz το 1552, την καύση ενός ομοιώματος του Αυτοκράτορα Καρόλου του 5ου και μια φρικιαστική φιγούρα που επινόησαν οι βυρσοδέψες της πόλης. Κατά τη δεκαετία του 1930, στην Αμερική εμφανίστηκαν οι φιγούρες των Father και Mother Flog («Μπαμπάς / Μαμά-Φραγκέλιο»), που δεν είχαν ωστόσο σχέση με τα Χριστούγεννα, αλλά χρησιμοποιούνταν ως παιδικά φόβητρα, επιβάλλοντας υποτίθεται τρομερές τιμωρίες για τα διάφορα «παιδικά εγκλήματα». Ανάλογος των προαναφερθέντων, αλλά και πιο κοντά στον Père Fouettard, είναι ο Hans Trapp ή Hans Trott που εμφανίζεται στην Αλσατία και τη Λωρραίνη και βασίστηκε στον ιστορικό ιππότη και βαρόνο, Hans von Trotha.
Όπως βλέπετε, η πιο σκοτεινή εποχή του χρόνου γέμισε ανά τους αιώνες με άφθονο σκοτάδι τη φοβισμένη φαντασία των ανθρώπων. Το δίχως άλλο, τα παραπάνω δεν εξαντλούν το αντικείμενο, όμως σκιαγραφούν επαρκώς το μοτίβο και τη λειτουργία του προ και μετά του Χριστιανισμού.
Το εορταστικό κλίμα των Χριστουγέννων μπορεί να πάρει σκοτεινή χροιά και δίχως τέρατα, όπως για παράδειγμα με τα αρκούντος επικίνδυνα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια στις συνάξεις της Βικτοριανής Εποχής∙ ή το μέχρι σήμερα τηρούμενο έθιμο της Mari Lwyd στη Νότια Ουαλία, όπου μια ομάδα ανθρώπων τριγυρνάει με το στολισμένο κρανίο ενός αλόγου, ζητώντας φιλοξενία και προκαλώντας τους εν δυνάμει οικοδεσπότες σε διαγωνισμούς στιχουργικής. Το κρανίο, δε, θάβεται πάντα στο ίδιο μέρος μέχρι τον επόμενο εορτασμό.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα τέρατα παίρνουν τον δρόμο τους την ημέρα των Θεοφανείων, όταν οι δικοί μας Καλικάντζαροι τραγουδούν τσιρίζοντας:
Φεύγετε να φεύγομε,
γιατ’ ήρθε ο διαβολόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του!
-Νικολάου Γ. Πολίτη, Παραδόσεις, #595 (Μήλος)
…τουλάχιστον μέχρι το Ψυχοσάββατο και την Αποκριά.
Βιβλιογραφία και Ηλεκτρονικές Πηγές:
Παραδόσεις, Νικόλαος Γ. Πολίτης, Γράμματα, 1994.
1000 Symbols: What shapes mean in Art and Myth, Rowena and Rupert Shepherd, Thames & Hudson, 2002.
Deutsche Mythologie, Jacob Grimm, Göttingen: Dieterich, 1835.
Edda, Skáldskaparmál 1& 2, Snorri Sturluson, edited by Antony Faulkes, Viking society for Northern Research, University college London, 1998.
The Element Encyclopedia of Magical Creatures, John & Caitlin Matthews, HarperCollins, 2005.
Icelandic Folktales and Legends, Jacqueline Simpson, University of California Press, 1972.
The Illuminated Edda, Andrew Valkauskas, Pendelhaven, 2016.
Legends of Iceland, Jón Árnason, transl. George E.J. Powell, Eirikr Magnusson, Longmans, Green & Co., 1866.
The Original Folk & Fairy Tales of the Brothers Grimm, Jacob & Wilhelm Grimm, Translated and Edited by Jack Zipes, Princeton University Press, 2014.
Snorri’s Trollwives, William Sayers, Sacandinavian-Canadian Studies, Vol. 18.
Spirits of Christmas: The Dark Side of the Holidays, Sylvia Schults, Whitechapel Productions, 2017.
The Origins of Drama in Scandinavia, Terry Gunnel, D.S. Brewer, 1995.
The First Gate > The Yule Lads: Icelandic Christmas folklore.
Grapevine > What is Icelandic Christmas?
Guide to Iceland > Grýla and Leppalúði - the Parents of the Icelandic Yule Lads
History Answers > Le Père Fouettard
History Collection > Ten Terrifying Christmas Customs…
Mental Floss > 8 Legendary Monsters of Christmas
Perchta the Belly-slitter and Her Kin, Paper by John Smith.
Pittsburgh Post-Gazette > The Next Page: Meet Belsnickel, the Counter Claus
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης είναι μεταφραστής, συγγραφέας και αφηγητής, ενώ στο παρελθόν έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος και φωτογράφος. Ανά τα χρόνια έχει γράψει πληθώρα άρθρων γύρω από τα comics και την κουλτούρα τους, ξεκινώντας από το περιοδικό «9» της Ελευθεροτυπίας και το Comicdom.gr.
Έχει μεταφράσει, από τα αγγλικά και τα γαλλικά, βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, ιστορίας και λογοτεχνίας (μεταξύ των οποίων, Ο Ιππότης των Επτά Βασιλείων και Τα Ταξίδια του Ταφ του George R.R. Martin, τα Χρονικά της Τσακισμένης Θάλασσας του Joe Abercrombie και τη σειρά με τις Περιπέτειες του Νεαρού Σέρλοκ Χολμς του Andrew Lane). Έχει συμμετάσχει με αστυνομικά διηγήματα σε ανθολογίες όπως: Οικοεγκλήματα, Είσοδος Κινδύνου, Ελληνικά Εγκλήματα 4, Κλέφτες και Αστυνόμοι.
Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει σε φεστιβάλ comics της Ελλάδας και του εξωτερικού με αυτοεκδόσεις, σε συνεργασία με τη Βάλια Καπάδαη, τον Παύλο Παυλίδη (Νέκυια, Iasis, Last Flight of the Swordbreaker κ.α.) και άλλους καλλιτέχνες, στην πλοκαμοφόρο κολεκτίβα LarLarLar Comics.
Μέχρι σήμερα έχει γράψει τρία βιβλία: Το Αμόνι που Τραγουδά (Εκδόσεις Mamaya) και δύο νουβελέτες στη σειρά Ο Εθισμός του Κριστιάν Αμπρόζ (Εκδόσεις Nightread). Είναι ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας και της Στέγης Προφορικότητας και Παράδοσης «Μυθολόγιο».
Κατά βάση είναι παραμυθάς, χωμένος συνήθως σε μια σπηλιά φτιαγμένη εξ’ ολοκλήρου από βιβλία.