Το Κορίτσι των Τάφων

Αυτή η ιστορία είναι κομμάτι μιας άλλης, μεγαλύτερης, που φέρει τον τίτλο «Στο Τέλος του Οκτώβρη» και έχει ως κύριο θέμα το Halloween. Μιλάει για ένα αγόρι, τον Ντίμη, ο οποίος το απόγευμα της τελευταίας μέρας του Οκτωβρίου βγήκε να παίξει στη νέα του γειτονιά. Μια παρέα παιδιών του πήρε την μπάλα και την κλώτσησαν πέρα από τον τοίχο του νεκροταφείου. Ο Ντίμης αναζήτησε την μπάλα του, μα πριν προλάβει να βγει, κλείστηκε μέσα στο νεκροταφείο, όπου στη συνέχεια κρύφτηκε στην εκκλησία για να προστατευτεί από την καταιγίδα.

Μόλις η βροχή κόπασε, ο Ντίμης βγήκε από την εκκλησία, ίσα για να βρεθεί χαμένος μέσα σε μια παράξενη ομίχλη που τον οδήγησε σε μια άγνωστη και εγκαταλελειμμένη πόλη. Εκεί του επιτέθηκε ένα σμήνος από ανθρωπόμορφα κοράκια, από τα οποία τον προστάτεψε ένα ζωντανό σκιάχτρο, που στη συνέχεια του έδειξε τον δρόμο για το νεκροταφείο.

Όμως ο προορισμός δεν ήταν αυτός που πίστευε ο Ντίμης.

Και εδώ είναι που ξεκινά η ιστορία με τη Μαύρη Βάλια, γνωστή και ως το Κορίτσι των Τάφων.

***

Art by Disezno on deviantART

Art by Disezno on deviantART

Η πόλη ήταν μικρή, κι έτσι δεν του πήρε πάρα λίγα λεπτά να τη διασχίσει και να πάρει το μονοπάτι που οδηγούσε στον λόφο. Πέρα από τους ανθρωπόμορφους Κόρακες και το σκιάχτρο που μιλούσε και περπατούσε, δεν συνάντησε κανέναν άλλον, παρ’ όλα αυτά άκουγε συνεχώς θορύβους. Ο φόβος τον έκανε να τρέχει χωρίς να γυρίζει το κεφάλι πίσω για να δει αν κανείς τον ακολουθούσε. Μια στιγμή μόνο σταμάτησε, για να πάρει ανάσα ακουμπώντας τα γόνατα του, μα ένα κρώξιμο από μακριά τον έκανε να συνεχίσει. Κι έτσι λαχανιασμένος ανέβηκε τον λόφο κι έφτασε στην πύλη του νεκροταφείου, ίσα για να δεχτεί μια ακόμα ψυχρολουσία.

 Δεν ήταν αυτό το νεκροταφείο που έψαχνε...

«Τι γίνεται...» ψέλλισε παρατηρώντας τη μεταλλική περίφραξη με τα μυτερά σαν λόγχες κάγκελα. Πού ήταν εκείνος ο πανύψηλος πέτρινος φράχτης; Πού ήταν η εκκλησία, ο δρόμος και τα φανάρια; Τίποτα από αυτά δεν υπήρχε εκεί, παρά μόνο ένα μικρό σπιτάκι στο βάθος. Πού ήταν τα μάρμαρα και τα κυπαρίσσια; Αυτό το νεκροταφείο είχε ένα δέντρο όλο κι όλο, με παχύ στριφογυριστό κορμό και κυρτά κλαδιά. Όσο για τους τάφους, οι περισσότεροι ήταν απλώς πλάκες, δίχως ιδιαίτερες πολυτέλειες, ψηλοί σταυροί που ξεπηδούσαν πάνω από το άγριο χορτάρι και δυο-τρεις μαρμάρινοι άγγελοι που προσεύχονταν γέρνοντας στο πλάι.

 Ο Ντίμης έσπρωξε την καγκελόπορτα και αυτή άνοιξε με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο. Έκανε μερικά βήματα μέσα στο νεκροταφείο αναζητώντας κάποιο γνώριμο σημάδι. Μα όπως όλα έδειχναν, δεν βρισκόταν εκεί που θα ήθελε να είναι και αδυνατούσε να το πιστέψει.

«Δεν μπορεί...» είπε και συνέχισε να περπατά στα ενδότερα του νεκροταφείου, προσπερνώντας το μεγάλο δέντρο. Του φάνηκε πως άκουσε ένα σούρσιμο και μια ομιλία, μα την ίδια ώρα ο ουρανός μπουμπούνισε πνίγοντας κάθε ήχο. «Ποιος είναι;» ρώτησε μένοντας ακίνητος. Για απάντηση πήρε ακόμα ένα μπουμπουνητό. Καλύτερα έτσι. Έπειτα από τα ανθρωπόμορφα κοράκια και το ζωντανό σκιάχτρο δεν ήθελε άλλο συναπάντημα. Παρ’ όλα αυτά αισθανόταν πως δεν ήταν μόνος.

Ξεκίνησε πάλι να περπατά, αυτή τη φορά με το βήμα ανοιχτό. Σίγουρα θα υπήρχε μια άλλη έξοδος στην πίσω πλευρά, κάποιο πέρασμα που θα τον οδηγούσε στο νεκροταφείο που ήξερε, αλλιώς τι; Πού ήταν; Πού είχε πάει;

Και πάλι κάγκελα. Μεταλλικά, σκουριασμένα κάγκελα που δεν οδηγούσαν πουθενά. Είχε μόλις φτάσει στην πίσω μεριά του λόφου, εκεί που το νεκροταφείο τελείωνε.

«Ωχ όχι...» είπε απελπισμένος. «Πρέπει να γυρίσω πίσω».

 «Δεν έχεις να πας πουθενά».

***

Art by  Jeremiah Morelli

Art by  Jeremiah Morelli

Έμεινε ακίνητος ακούγοντας την καρδιά του να βαράει σαν ταμπούρλο. Ο ουρανός μούγκρισε για τρίτη φορά και κάτι κοφτερό τον ακούμπησε στην πλάτη.

«Και τώρα γύρνα αργά».

Έκανε ό,τι του είπε γυρνώντας πρώτα το κορμί και ύστερα το κεφάλι, αφού φοβόταν να έρθει αντιμέτωπος με το πλάσμα που είχε πίσω του. Θέλοντας και μη το είδε.

Δεν ήταν κόρακας, ούτε σκιάχτρο, αλλά ένα κορίτσι. Ένα πολύ παράξενο κορίτσι, περίπου όσο εκείνος στο ύψος, που φορούσε ένα καπέλο μάγισσας και μια μάσκα σε σχήμα νυχτερίδας. Κρατούσε ένα από τα κάγκελα σε σχήμα λόγχης και με αυτό σημάδευε τον Ντίμη. Δεν φαινόταν να έχει διάθεση για παιχνίδι.

«Κλαις μικρούλη;» τον ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι της. Ο Ντίμης μόλις συνειδητοποίησε ότι δάκρυζε κι ένιωσε την ανάγκη να σκουπίσει το ένα του μάτι.

«Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις κακό», κατάφερε να της πει.

«Γιατί όχι; Εσύ τι θα μου έκανες αν με έπιανες, ε;» Ο Ντίμης κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Τι θα πει αυτό;» ρώτησε το κορίτσι.

«Δεν θα σου έκανα τίποτα. Θα σε άφηνα να ζήσεις...»

Το κορίτσι παρατήρησε τον Ντίμη. Ήταν κάτι παραπάνω από φοβισμένος.

«Χμ, δεν μοιάζεις και πολύ θαρραλέος για να ανέβεις εδώ. Για λέγε τώρα, ποιος σε έστειλε;»

«Κανείς!»

«Ψέματα».

«Αλήθεια! Μόνος μου ήρθα, πίστεψε με!»

«Για να πάρεις τα πράγματα μου ε;»

«Καμία σχέση. Εγώ την μπάλα μου έψαχνα. Αλήθεια σου λέω, δεν είχα καμία διάθεση να έρθω εδώ. Το μόνο που θέλω είναι να πάω στο σπίτι μου...»

«Φοβάσαι ε;»

Και πάλι κούνησε το κεφάλι, αυτή τη φορά καταφατικά. Δεν ντράπηκε να το παραδεχτεί.

Το κορίτσι με τη μάσκα και το καπέλο συνέχισε την ανάκριση.

«Πού μένεις;»

«Έξω από... θέλω να πω... λίγο πιο κάτω από το νεκροταφείο».

«Ψέματα!» γρύλισε το κορίτσι προτάσσοντας το αυτοσχέδιο όπλο της στη μύτη του Ντίμη. «Δεν έχω δει κανένα αγόρι να μένει σε αυτά τα μέρη εδώ και πολλά χρόνια».

«Όχι από αυτό το νεκροταφείο... το άλλο, το μεγάλο».

«Το μεγάλο;»

«Εκείνο στο Κερατσίνι».

Ξαφνικά η φωνή του κοριτσιού έσπασε.

«Κε... κερα... πώς είπες;»

«Έτσι νομίζω πως το λένε. Είμαι καινούργιος στη γειτονιά. Μετακομίσαμε πριν δύο βδομάδες».

«Αποκλείεται να είσαι από εκεί», είπε το κορίτσι σοκαρισμένο κάτω από τη μάσκα. «Ήρθες μόνος;»

«Ολομόναχος».

«Πώς στο καλό; Πώς τα κατάφερες;»

«Δεν ξέρω. Κλείστηκα μέσα, δεν πρόλαβα να βγω. Νύχτωσε, μετά έβρεξε και μετά βρέθηκα σε εκείνα τα σπίτια κάτω από τον λόφο. Δεν έχω ιδέα πώς συνέβη όλο αυτό».

«Δηλαδή δεν ανήκεις στα Νεκρά Παιδιά;»

«Όχι».

«Ούτε στους Τσιγγάνους του Κόκκινου Ματιού;»

«Όχι».

No Tricks just Treats by Trenda

No Tricks just Treats by Trenda

«Πας σχολείο;»

Απότομη η αλλαγή της ερώτησης, αλλά τουλάχιστον ο Ντίμης μπορούσε να απαντήσει.

«Ναι».

«Τι τάξη;»

«Πέμπτη».

«Στο Δέκατο τρίτο Δημοτικό;»

«Δεν θυμάμαι πώς το λένε».

«Δεν έπρεπε να πας εκεί...»

«Στο σχολείο;»

«Στο νεκροταφείο. Όχι βράδυ. Όχι απόψε».

«Γιατί;»

«Τι μέρα είναι σήμερα ξέρεις;»

«Παρασκευή;»

«Δεν εννοούσα αυτό. Την ημερομηνία πες μου».

«Τριάντα... τριάντα Οκτωβρίου... Όχι στάσου! Τριάντα μία Οκτωβρίου».

«Τριάντα μία Οκτωβρίου», επανέλαβε το κορίτσι.

«Τι σημαίνει τώρα αυτό;»

«Τα πάντα».

«Δεν καταλαβαίνω...»

«Είμαι σίγουρη», είπε το κορίτσι και έριξε το βάρος του στο άλλο πόδι. «Πώς σε λένε;»

«Ντίμη».

«Λοιπόν, Ντίμη, καλωσόρισες. Το πού δεν έχει πολύ σημασία».

Μια αστραπή ήταν ικανή να φωτίσει τα δυο παιδιά. Ο Ντίμης ήταν κάτι παραπάνω από τρομαγμένος, ενώ το κορίτσι παρέμενε αινιγματικό.

«Μπορώ να φύγω τώρα;» ρώτησε ο Ντίμης.

«Καλύτερα να έρθεις μαζί μου», του είπε το κορίτσι. «Θα βρέξει».

Δεν πρόλαβε να το πει και ο ουρανός άνοιξε στα δύο.

«Έλα», του είπε και τον τράβηξε από το χέρι. Ο Ντίμης όμως είχε μείνει ακίνητος από τον φόβο. Το κορίτσι τον κοίταξε στα μάτια και είπε: «Μη φοβάσαι. Δεν θα σε φάω».

***

Με γρήγορα βήματα έφτασαν στο σπιτάκι που είχε δει νωρίτερα ο Ντίμης. Το κορίτσι μπήκε πρώτο, άναψε ένα κερί κι έκανε νόημα στον Ντίμη να περάσει. Ύστερα άναψε ένα παλιό φανάρι, το έδωσε στον Ντίμη και έκλεισε την πόρτα.

Ο Ντίμης έριξε μια ματιά γύρω του. Το μέρος ήταν γεμάτο σκιές, πεταμένα παπούτσια και κάδρα στους τοίχους. Δεν ήταν μεγάλος χώρος, ίσα που χωρούσε ένα κρεβάτι, ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι και μια ραφιέρα με κούπες και τσαγιέρες. Κάπου είδε κι ένα κλουβί, μεγάλο για πουλί και μικρό για ζώο.

«Τι είναι εδώ;»

«Το σπίτι μου».

«Το σπι...», ο Ντίμης ξεροκατάπιε.

«Τι; Δεν είναι περιποιημένο; Αυτό θες να πεις;»

«Όχι, είναι μια χαρά...» είπε ο Ντίμης. Έπειτα άρχισε να ζυγίζει τα λόγια του, γιατί έκανε παράξενες σκέψεις και φοβόταν μήπως κάτι από αυτά που θα έλεγε ενοχλούσε το κορίτσι.

«Απλώς... εγώ... ξέρεις...»

«Μη ντρέπεσαι, πες το».

«Δεν έχω γνωρίσει ξανά... παιδί που να μένει σε... νεκροταφείο».

«Καταλαβαίνω. Δεν έμενα πάντα εδώ. Αλλά μου αρέσει. Έχει πολλή ησυχία», είπε το κορίτσι και πήγε προς το κλουβί. «Μπου; Πού είσαι Μπου; Πού έχει πάει...»

«Ποιος;»

«Ο Μπου. Το φάντασμά μου. Όχι, μην κάνεις έτσι. Είναι γλύκας. Πιστεύεις στα φαντάσματα, έτσι;»

Κανονικά θα της έλεγε όχι, γιατί όντως δεν πίστευε στα φαντάσματα, μόνο που λίγο πριν είχε δει με τα μάτια του κοράκια να μεταμορφώνονται σε ανθρώπους κι ένα σκιάχτρο να περπατά και να κινείται.

«Μοιάζει πιο πολύ με φάντασμα παρά με μαξιλάρι», εξήγησε το κορίτσι. «Τον έχασε κάποια Μάγισσα ή τον παράτησε».

«Άκου», είπε ο Ντίμης. «Πρέπει να με βοηθήσεις να γυρίσω πίσω».

«Δεν νομίζω ότι μπορώ».

«Γιατί;»

«Κάθισε. Θέλεις ένα τσάι;»

«Τσάι; Όχι ευχαριστώ».

«Εγώ θα φτιάξω ένα. Πρόσεξε την Κυρία Τζίνη».

«Την ποια;»

 Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ρωτήσει κι ένα ηχηρό σύριγμα τον έκανε να χορέψει από τρομάρα. Ακούστηκε άλλες δυο φορές κι ύστερα κάτι μαλλιαρό πέρασε ξυστά από δίπλα του. Λίγες στιγμές αργότερα δυο μεγάλα κίτρινα μάτια τον παρατηρούσαν από την άλλη γωνία.

«Δεν συμπαθεί τους ξένους», είπε το κορίτσι κι έσκυψε για να χαϊδέψει τη γάτα. Η “Κυρία Τζίνη” ήταν πιο μαύρη και από το σκοτάδι. «Δεν την αδικώ. Κανείς δεν έρχεται εδώ πάνω για καλό σκοπό. Κόρακες, τυμβωρύχοι, στοιχειά, τσιγγάνοι. Αυτό είναι το σπίτι της Κυρίας Τζίνη. Μόνο σ’ εμένα επιτρέπει να μένω μαζί της. Και στον Μπου. Τα πάμε καλά οι τρεις μας».

Ο Ντίμης έστρεψε το βλέμμα του αλλού, περιμένοντας να συνέλθει από το ξάφνιασμα. Για μια στιγμή του πέρασε από το μυαλό να σπρώξει την πόρτα και να φύγει, κι ας γινόταν μούσκεμα.

«Τώρα μπορείς να καθίσεις».

Ο Ντίμης έκατσε αμήχανα και αργά στην άκρη του μικρού κρεβατιού. Το κορίτσι πήρε ένα μπρίκι με νερό και το έβαλε πάνω από ένα κερί. Τότε ήταν που ο Ντίμης παρατήρησε ότι η κοπελίτσα κάτω από την κάπα της φορούσε σκισμένο τζιν και μποτάκια με κόκκινα κορδόνια.

«Δεν είσαι μάγισσα», είπε ο Ντίμης.

«Μάγισσα; Όχι βέβαια. Πώς σου ήρθε αυτό;»

«Μυτερό καπέλο... μαύρη γάτα... Γιατί φοράς μάσκα;»

«Είσαι ο πρώτος που με ρωτάει. Η μασκαράτα συνηθίζεται σε αυτά τα μέρη, ξέρεις. Δεν έχεις ιδέα πού βρίσκεσαι, ε;» Ο Ντίμης ένευσε αρνητικά. «Ούτε κι εγώ ξέρω πώς το λένε το μέρος. Ποια είναι η επίσημη ονομασία του. Δεν ξέρω καν αν είναι χώρα, κόσμος ή άλλη διάσταση. Εγώ το ονομάζω Τέλος του Οκτώβρη».

Ο Ντίμης τότε θυμήθηκε τι ήθελε να ρωτήσει το κορίτσι.

«Πριν με ρώτησες τι μέρα έχουμε σήμερα. Γιατί;»

«Α ναι», είπε το κορίτσι και έβαλε το αχνιστό της τσάι σε μια κούπα. «Δεν σου πάει το μυαλό;»

Ο Ντίμης ανασήκωσε αργά τους ώμους. Η γάτα τον παρατηρούσε επίμονα.

«Για σκέψου», προσπάθησε να βοηθήσει το κορίτσι. «Τι είναι στις τριάντα μία Οκτωβρίου;»

«Δεν ξέρω. Αλήθεια δεν ξέρω».

«Χάλοουϊν. Σου λέει κάτι αυτό;»

«Χάλοουϊν...» σκέφτηκε ο Ντίμης. «Εννοείς τις Απόκριες;»

«Πφφ, όλοι το ίδιο λάθος κάνουν», το κορίτσι στράφηκε στη γάτα σαν το έλεγε σε εκείνη. «Άλλο οι Απόκριες, άλλο η γιορτή των Αγίων Πάντων».

Ο Ντίμης μπερδεύτηκε πιο πολύ.

«Αυτό πάλι πού κολλάει; Των Αγίων Πάντων είναι τον Ιούνιο».

«Σήμερα είναι. Αλλά κανείς Άγιος δεν γιορτάζει».

«Και τότε γιατί τη λένε έτσι;»

«Γιατί το κανονικό της όνομα δεν είναι και τόσο ευχάριστο», εξήγησε το κορίτσι και πρόσθεσε ψιθυριστά, «η Νύχτα των Νεκρών».

«Σταμάτα», είπε ο Ντίμης δειλά.

«Εσύ ζήτησες να μάθεις».

«Ήθελα να μάθω τι σχέση έχει η σημερινή μέρα με αυτό που μου συνέβη».

MorJer's Art - Rainy Day

MorJer's Art - Rainy Day

«Τα πάντα. Ήρθες εδώ ακριβώς επειδή σήμερα είναι το Χάλοουϊν. Απόψε τα σύνορα του κόσμου μας ανοίγουν και οι νεκροί επισκέπτονται τους ζωντανούς. Οι περισσότεροι δεν το αντιλαμβάνονται, επειδή δεν το ξέρουν. Όμως, όπως οι νεκροί πάνε στη γη, έτσι και οι ζωντανοί μπορεί να βρεθούν σε κάποιο μέρος, πέρα από τα σύνορα».

«Και πώς γυρίζουν;»

«Δεν γυρίζουν».

«Βλακείες...»

«Το ξέρω, είναι δύσκολο στην αρχή. Φοβάσαι, τρελαίνεσαι, κλαις, αλλά... το συνηθίζεις. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου μετά. Προσπαθείς να επιβιώνεις. Κάτι σαν... σαν να μεγαλώνεις. Δεν μπορείς να γίνεις παιδί ξανά».

Ο Ντίμης σηκώθηκε.

«Εγώ θα φύγω από δω».

«Από πού; Για πες μου κι εμένα. Τη μια ήσουν στο Κερατσίνι, την άλλη βρέθηκες εδώ, στο Σάμην και τον Σκυφτό Λόφο. Η ομίχλη σε πήρε μαζί της και σε έφερε στο Τέλος του Οκτώβρη. Πώς το λένε φιλαράκο; Παγιδεύτηκες».

Ο Ντίμης θύμωσε.

«Αποκλείεται!» φώναξε. «Όλα αυτά ένα ηλίθιο ψέμα!»

«Σσσς», έκανε το κορίτσι και κοίταξε απότομα προς το παράθυρο. «Κάποιος είναι έξω».

Ο Ντίμης σταμάτησε. Ποιος να ήταν; Όχι εκείνα τα κοράκια ή τίποτα τέτοιο. Όχι άλλο κορίτσι με καπέλο και μάσκα, όχι άλλη μαύρη γάτα, όχι το φάντασμα που περίμενε η μικρή οικοδέσποινα.

Τι μπορεί να ήταν; Ο Ντίμης άκουγε μόνο τις στάλες της βροχής που μαστίγωναν τη στέγη, μα το κορίτσι είχε ακούσει την καγκελόπορτα να τρίζει και μια φωνή να την καλεί.

«Μαύρη Βάλια! Μαύρη Βάλια!»

Η φωνή του φάνηκε γνώριμη. Το κορίτσι πήδησε στο παράθυρο, το άνοιξε κι έβγαλε έξω το κεφάλι.

«Εδώ είμαι Ψηλέ. Τι τρέχει;»

«Είσαι καλά;»

«Μια χαρά, γιατί;»

«Ένα αγόρι ερχόταν να σε βρει».

«Το ξέρω», φώναξε το κορίτσι. «Είναι εδώ, μαζί μου. Τον λένε Ντίμη. Έι, Ψηλέ, δεν θα πιστέψεις από πού είναι».

Ο Ντίμης πλησίασε με τη σειρά του το παράθυρο και κοίταξε έξω. Μια ψηλόλιγνη σκιά στεκόταν στην είσοδο του νεκροταφείου. Βρεχόταν, μα δεν φαινόταν να ενοχλείται. Ήταν το σκιάχτρο που είχε συναντήσει νωρίτερα.

«Εντάξει», είπε το σκιάχτρο. «Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά».

«Δε χρειαζόταν να φας όλη τη βροχή με το τουλούμι για μένα», είπε το κορίτσι. «Μπορώ να τα βγάζω πέρα μόνη».

«Έχω συνηθίσει τη βροχή», απάντησε το σκιάχτρο και γύρισε προς την κατηφοριά. «Η λάσπη είναι που με χαλάει». Στηρίχτηκε στο ραβδί του και ξεκίνησε να περπατά μουρμουρώντας: «Να δω πώς θα κατέβω τώρα...»

«Μήπως είδες πουθενά τον Μπου;» άκουσε το κορίτσι να φωνάζει.

«Όχι. Δεν είναι μαζί σου, ε; Ο χαζός θα έχει γίνει μούσκεμα».

Το κορίτσι κοίταξε τον Ντίμη. Φαινόταν πιο μπερδεμένος απ’ όσο πριν.

«Δεν έχεις ξαναδεί σκιάχτρο που να μιλάει, ε;»

«Πριν λίγο... Ο ίδιος πρέπει να ήταν. Εκτός κι αν υπάρχουν κι άλλα».

«Α, ώστε γνωριστήκατε. Έπρεπε να μου το πεις από την αρχή. Ο Ψηλός είναι κάτι παραπάνω από φίλος. Με προσέχει».

«Το... το κατάλαβα. Αλλά γιατί σε λέει Μαύρη Βάλια;»

«Επειδή αυτό είναι το όνομα μου».

«Σε λένε Βάλια;»

Gatekeeper ~ Joseph Vargo

Gatekeeper ~ Joseph Vargo

«Όχι Βάλια. Μαύρη Βάλια», είπε με ένα στραβό χαμόγελο κάτω από τη μάσκα. «Είμαι το Κορίτσι των Τάφων, ο όλεθρος του Σκυφτού Λόφου». Η Κυρία Τζίνη αγρίεψε. Τα παιδιά πρόσεξαν πως η μαύρη γάτα κρατούσε αμυντική στάση. «Και μάλλον ήρθε η ώρα να σου το αποδείξω», είπε το κορίτσι χάνοντας τον ειρμό και το χαμόγελο του, αφού σύμφωνα με τη γάτα κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Μαύρη Βάλια!» ακούστηκε πάλι το σκιάχτρο. «Μαύρη Βάλια!»

«Όχι που θα περνούσαμε ήρεμα κι απόψε...» μουρμούρισε το κορίτσι και βγήκε στο παράθυρο. Ο Ψηλός επέστρεφε στο νεκροταφείο βιαστικός.

«Έχεις επισκέπτες», τον άκουσε να προειδοποιεί.

«Πόσους;»

«Καμιά δεκαριά... μπορεί και λιγότερους».

«Κόρακες;»

«Τυμβωρύχοι»

«Το περίμενα...» γρύλισε και έκλεισε το παράθυρο. «Ξεχείλισε το πηγάδι και βγήκαν παγανιά. Και πού θα πάνε; Εδώ φυσικά…»

Όσο τα έλεγε αυτά ψαχούλευε ένα μπαούλο στην άκρη του κρεβατιού, βγάζοντας μια σφεντόνα και ένα ζευγάρι μαχαίρια. Φόρεσε ξανά στην πλάτη την ομπρέλα-σπαθί και γράπωσε τη λόγχη-κάγκελο με κινήσεις που προκαλούσαν άγχος στον Ντίμη. Το κορίτσι έμοιαζε να ετοιμάζεται για μάχη.

«Τι είναι οι τυμβωρύχοι;» ρώτησε.

«Εσύ κάτσε εδώ», είπε η Βάλια και άνοιξε την πόρτα βιαστικά. Έκανε ένα βήμα και κοντοστάθηκε κοιτώντας τον Ντίμη. «Ή μάλλον όχι», είπε και γύρισε στο μπαούλο. «Θα ‘ρθεις μαζί μου».

«Τι; Πού;»

«Να με βοηθήσεις. Θα διώξουμε τους εισβολείς».

«Εγώ;»

«Εσύ, ναι», είπε το κορίτσι και του έδωσε μια ασπίδα. Ήταν λίγο πιο βαριά από όσο νόμιζε και είχε το σχήμα κέλτικου σταυρού. «Πάρε κι αυτό», του είπε δίνοντας του μια μεταλλική ράβδο που κατέληγε σε μια πέτρινη νεκροκεφαλή. «Βάρα δυνατά, μα πρόσεχε μη μου το φέρεις στο κεφάλι, εντάξει;»

Ο Ντίμης σάστισε Κρατούσε όπλα. Σε μια διαφορετική περίπτωση, θα ένιωθε το πιο ευτυχισμένο αγόρι του κόσμου. Τώρα όμως ήθελε να τα κάνει πάνω του.

«Απλά τα πράγματα, Ντίμη», του είπε η Βάλια αγχώνοντας τον όλο και πιο πολύ. «Χτυπάς και προσπαθείς να μη σε χτυπήσουν. Μην τους λυπηθείς καθόλου, γιατί εκείνοι δεν πρόκειται να λυπηθούν εσένα. Κατάλαβες;»

«Τι είναι οι τυμβωρύχοι, θα μου πεις;»

«Τέρατα. Τι άλλο;»

***

Τέρατα... Η δεκαετία του 2010 ήταν γεμάτη από δαύτα. Τα έβλεπες στην τηλεόραση, στα κινούμενα σχέδια, στα παιχνιδάδικα και φυσικά, στους υπολογιστές, τα tablet και τις κονσόλες. Εκεί ειδικά αφθονούσαν, έτσι ώστε αγοράκια σαν το Ντίμη να τα σκοτώνουν με άνεση από την καρέκλα, το κρεβάτι  και τον καναπέ.

Κάτι τέτοια τέρατα θα εννοούσε και η Μαύρη Βάλια. Εκείνη όμως τα πολεμούσε στην πραγματικότητα, τόσο που κάπου είχε αρχίσει να της γίνεται βαρετό. Οι Τυμβωρύχοι, για παράδειγμα. Ανεγκέφαλα όντα που κάθε-λίγο και λιγάκι εφορμούσαν στον Σκυφτό Λόφο ψάχνοντας για κάσες και οστά. Εκείνο το νεκροταφείο όμως ήταν το σπίτι της Μαύρης Βάλιας και δεν άφηνε κανέναν να το καταπατήσει. Την έλεγαν “Το κορίτσι των τάφων” και όχι άδικα.

«Κάνεις πλάκα, έτσι;» είπε ο Ντίμης όταν άκουσε τη Βάλια να λέει για τέρατα.

«Γίνεσαι κουραστικός. Έλα, πάμε».

Βαστώντας τα όπλα τους βγήκαν έξω από το σπιτάκι με την Κυρία Τζίνη να τους ακολουθεί. Η βροχή είχε κοπάσει, αλλά το έδαφος ήταν μες στις λάσπες. Ο Ψηλός, το σκιάχτρο, ήρθε στηριγμένος στην ξύλινη ράβδο του παρατηρώντας την ασπίδα που κρατούσε ο Ντίμης.

«Είσαι σίγουρη γι’ αυτόν;» ρώτησε τη Μαύρη Βάλια.

«Θα κάτσει οπισθοφυλακή», απάντησε εκείνη προχωρώντας νευρικά προς τα κάγκελα. Ο Ψηλός συνέχισε να παρατηρεί τον Ντίμη.

«Σε προειδοποίησα να μην έρθεις», του υπενθύμισε. «Ελπίζω να ξέρεις να τα χειρίζεσαι αυτά».

Ο Ντίμης κοίταξε το μεταλλικό ρόπαλο με τη νεκροκεφαλή και την ασπίδα. Ήταν παράξενα, αλλά μέσα στον φόβο του ένιωσε πιο δυνατός.

Ανάλαφρη και σβέλτη η Μαύρη Βάλια έκανε δυο άλματα και βρέθηκε στην κορυφή του πιο ψηλού μνήματος. Ισορροπώντας στο ένα της πόδι κοίταξε κάτω από τον λόφο, μετρώντας τα τέρατα που έρχονταν γρυλλίζοντας στο σκοτάδι.

«Δέκα ακριβώς», είπε και πήδησε κάτω. «Καλά τους μέτρησες, Ψηλέ».

«Πέντε για τον καθέναν μας», είπε το σκιάχτρο και κράτησε το ραβδί του σε πολεμική στάση. «Άσ’ τους να έρθουν σε εμένα πρώτα».

Το κορίτσι συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι.

«Τα λέμε σε λίγο», είπε και προχώρησε μπροστά. Κρύφτηκε πίσω το δέντρο και έμεινε εκεί, περιμένοντας τους εισβολείς.

Γκράουγκ! Ένας κεραυνός έκανε τον Ντίμη να αναπηδήσει στη θέση του. Η ασπίδα που του έδωσε το κορίτσι έπεσε κάτω με πάταγο.

«Θα σου πρότεινα να κρυφτείς στο σπίτι», είπε ο Ψηλός καθώς ο Ντίμης έσκυψε να σηκώσει την ασπίδα. Τότε ακούστηκε η καγκελόπορτα του νεκροταφείου να στριγκλίζει. «Άσ’ το, δεν προλαβαίνεις», είπε το Σκιάχτρο και στράφηκε προς την είσοδο. Οι Τυμβωρύχοι μόλις είχαν μπει.

Άστραψε δύο φορές.

Με την πρώτη αστραπή ο Ντίμης είδε τους Τυμβωρύχους να περνούν ανάμεσα από τους τάφους. Ήταν σκυφτοί και καραφλοί, με μυτερά αυτιά και μεγάλα στόματα γεμάτα κοφτερά δόντια.  Περπατούσαν χοροπηδητά σαν μαϊμούδες, χρησιμοποιώντας τα χέρια τους για να κινούνται γρηγορότερα.

Με τη δεύτερη είδε τη Μαύρη Βάλια, κρυμμένη πίσω από τον κορμό του δέντρου, να τραβάει το λάστιχο της σφεντόνας σημαδεύοντας κάποιο από τα τέρατα. Η πέτρα απελευθερώθηκε και χτύπησε το κεφάλι ενός Τυμβωρύχου μαζί με το βροντερό μούγκρισμα του κεραυνού.

Γκραγκ! Ο ουρανός βρυχήθηκε μαζί με τα τέρατα που όρμησαν πάνω στο σκιάχτρο. Εκείνο ατάραχο κοπάνησε τον πρώτο Τυμβωρύχο με το κοντάρι του και χωρίς να χάσει ευκαιρία, χτύπησε κι έναν δεύτερο στο σαγόνι. Η γάτα πετάχτηκε από το σκοτάδι και κόλλησε στη μούρη ενός άλλου, από εκείνους που ήθελαν να ρίξουν κάτω τον Ψηλό. Εκείνος κοπάνησε και τρίτο Τυμβωρύχο, ενώ η Μαύρη Βάλια πετάχτηκε από την κρυψώνα της καρφώνοντας το κοντινότερο τέρας.

Η μάχη στο νεκροταφείο ξεκίνησε.

Ανήμπορος να κάνει το παραμικρό, ο Ντίμης βρήκε τον εαυτό του να παρακολουθεί τη μάχη. Το σκιάχτρο, καλά κρατημένο στα πόδια του, ανέμιζε το κοντάρι χτυπώντας όποιον Τυμβωρύχο τον πλησίαζε. Η Μαύρη Βάλια, τρεις φορές πιο ευκίνητη από τα λιπόσαρκα τέρατα, πηδούσε από τάφο σε τάφο κλωτσώντας και τρυπώντας με τη λόγχη της.  Έδειχνε να το διασκεδάζει. Η Κυρία Τζίνη, η γάτα, χιμούσε κατευθείαν στα πρόσωπα των τεράτων ξεσκίζοντας τα ήδη απαίσια πρόσωπα τους.

Η μάχη γινόταν στη βροχή και στο σκοτάδι. Οι Τυμβωρύχοι ήταν απασχολημένοι με τους τρεις υπερασπιστές του νεκροταφείου. Καθώς άστραψε και πάλι όμως, ο Ντίμης είδε με την άκρη του ματιού του κάτι να πλησιάζει. Ήταν ένας Τυμβωρύχος που μόλις είχε πηδήσει από τα κάγκελα και ερχόταν αργά-αργά προς το μέρος του.

Παγωμένος ο Ντίμης άρχισε να οπισθοχωρεί, σημαδεύοντας τη μαύρη σιλουέτα του τέρατος με το ρόπαλο που του είχε δώσει η Βάλια. Ο Τυμβωρύχος, αγνοώντας τη συμπλοκή που γινόταν λίγα βήματά πιο δίπλα, προχώρησε προς το θύμα του, περπατώντας στα τέσσερα. Ο Ντίμης ήθελε να φωνάξει για βοήθεια, αλλά φωνή δεν έβγαινε από το στόμα του.

Όταν ο Τυμβωρύχος όρμησε πάνω του, ασυναίσθητα ο Ντίμης κρύφτηκε πίσω από την ασπίδα του. Το τέρας την έσπρωξε και την έξυσε με τα νύχια του. Ο Ντίμης κράτησε αντίσταση, αλλά ο Τυμβωρύχος άρπαξε την ασπίδα με τα δυο του χέρια, την τράβηξε και του την πήρε. Ο ουρανός άστραψε ξανά και ο Ντίμης είδε τα κοφτερά σαγόνια του καμπούρη να γυαλίζουν κίτρινα όπως τα μάτια του. Τώρα το μόνο όπλο που είχε ήταν το ρόπαλο-νεκροκεφαλή.

Ο Τυμβωρύχος έριξε την ασπίδα και χίμηξε σαν σκύλος πάνω στο αγόρι. Ο Ντίμης κατέβασε το ρόπαλο και τον χτύπησε στο κεφάλι. Το χτύπημα ήταν άψυχο και ίσα που κατάφερε να κόψει τη φόρα του τέρατος και να το τσαντίσει. Ο Ντίμης το χτύπησε ξανά, μια στον ώμο και μια στην πλάτη, αλλά το τέρας δεν έδειχνε να νιώθει πόνο. Τραβήχτηκε πίσω και όρμησε ξανά.

Τότε ούρλιαξε ο Ντίμης, όταν ο Τυμβωρύχος έπεσε πάνω του, γραπώνοντας τον από τα μπράτσα. Το ρόπαλο του έπεσε, αλλά το αγόρι έβαλε τα δυνατά του να αντισταθεί και να κρατήσει ισορροπία.

Δεν άντεξε για πολύ. Ο Τυμβωρύχος τον έσπρωχνε και παράλληλα αγωνιζόταν να τον δαγκώσει. Ο Ντίμης του έριξε μια με το γόνατο και αφού τον ξεφορτώθηκε, το έβαλε στα πόδια για να του ξεφύγει. Μα δεν κατάφερε να πάει μακριά. Σχεδόν αμέσως γλίστρησε, έπεσε και χτύπησε με το κεφάλι πάνω σε έναν τάφο.

Το τελευταίο που άκουσε ήταν η κραυγή της Μαύρης Βάλιας. 

***

Κανένα αγόρι δεν θέλει να το σώζουν τα κορίτσια. Μα στην περίπτωση του Ντίμη, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αν δεν ήταν η Μαύρη Βάλια να τον προστατέψει από τους Τυμβωρύχους, τώρα μάλλον δεν θα μιλούσαμε για αυτόν, καθώς η ιστορία του θα τελείωνε στον Σκυφτό Λόφο.

Η μάχη τελείωσε γρήγορα, αντίθετα με την καταιγίδα που μάλλον θα κρατούσε ως τα χαράματα. Οι Τυμβωρύχοι τράπηκαν σε φυγή, αν και μόνο τρεις από αυτούς επέστρεψαν στο πηγάδι. Οι υπόλοιποι εφτά έμειναν ασάλευτοι ανάμεσα στα μνήματα του Σκυφτού Λόφου, τρυπημένοι από τη λόγχη και το σπαθί της Μαύρης Βάλιας και από τα νύχια της Κυρίας Τζίνη.

Ο Ψηλός, το σκιάχτρο, βοήθησε το Κορίτσι των Τάφων να μεταφέρουν τον λιπόθυμο Ντίμη στο σπιτάκι της. Τον έβαλαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι και περιποιήθηκαν το τραύμα του. Είχε χτυπήσει στο κεφάλι και είχε πετάξει ένα καρούμπαλο σαν κέρατο.

«Φιλαράκο, μου χρωστάς μια κουβέρτα, ένα σεντόνι κι ένα μαξιλάρι», μουρμούρισε η Μαύρη Βάλια πάνω από το αγόρι. «Βασικά, μου χρωστάς ένα καινούργιο κρεβάτι. Τσάμπα καθάριζα σήμερα. Δες εδώ χάλια. Λάσπες, νερά, αίματα...»

«Θέλεις να μείνω μαζί του;» προσφέρθηκε το σκιάχτρο. «Πήγαινε να βρεις κάπου να κοιμηθείς».

«Μπα, θα κάτσω», είπε η Μαύρη Βάλια. «Δεν ξέρω αν θα κοιμηθώ απόψε».

«Γιατί;»

«Τούτο το αγόρι... Ξέρεις από πού έχει έρθει; Από την πατρίδα μου. Ίσως όταν συνέλθει να με βοηθήσει να επιστρέψω».

Η Κυρία Τζίνη ήταν κουρνιασμένη στη γωνιά της και έγλειφε το πόδι της. Ο Μπου, το φάντασμα, δεν είχε επιστρέψει ακόμη. Ο Ψηλός συλλογίστηκε τα λόγια του κοριτσιού και είπε:

«Βάλια, το ξέρεις ότι δεν μπορείς να φύγεις από το Τέλος του Οκτώβρη».

«Ναι», συμφώνησε θλιμμένα η Βάλια. Πήρε την κούπα που είχε αφήσει πριν και άρχισε να πίνει. Το τσάι είχε παγώσει, αλλά βαριόταν να φτιάξει άλλο. «Μα ίσως αυτή τη φορά να βρω τον δρόμο για  το σπίτι».

«Και αν δεν τα καταφέρεις;» ρώτησε το σκιάχτρο.

Η Βάλια κοίταξε τον Ντίμη. Ήπιε άλλη μια γουλιά και ανασήκωσε τους ώμους.

«Τουλάχιστον βρήκα έναν καινούργιο φίλο». 

 

 

© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.