Τσουκάλι, τσουκαλάκι μου: μια αλλιώτικη ιστορία
Πέρα από το τελευταίο σπίτι του Μπρόντλυ Χιλ, αρχίζει το δάσος Τίνγκλαμ. Και στις παρυφές του βρίσκεται ένα μικρό σπιτάκι. Ναι, ναι, από αυτά τα σπιτάκια με τα κόκκινα τουβλάκια και το γυαλισμένο ξύλο, τις περικοκλάδες που την άνοιξη ανθίζουν πολύχρωμα λουλούδια, που το καλοκαίρι ξεκουράζεται ένας τεμπέλης γάτος κάτω από τις φορτωμένες ροδακινιές του κήπου, και το φθινόπωρο…
Εχμ… το φθινόπωρο, όλο και λιγότεροι από τους κατοίκους του Μπρόντλυ Χιλ, αυτούς τους χωριάτες, άμαθους, δεισιδαίμονες, επισκέπτονται το σπιτάκι. Εδώ που μένω μαζί με τη γριά Σουίντον, τη Μαίρη Σουίντον. Η γριά Σουίντον με αγαπάει σαν παιδί της… ας πούμε... Και με φροντίζει τρυφερά. Μα κι εγώ, κάθε βράδυ, σαν πέφτω να κοιμηθώ στην αγκαλιά της ζεσταίνω το γέρικο σώμα της, σχεδόν τόσο καλά όσο το ζέσταινε κι ο άντρας της ο Έμελ, πριν αυτός χαθεί μυστηριωδώς στο δάσος. Πάνε χρόνια από τότε. Η Μαίρη με έμπασε στο σπίτι το ίδιο βράδυ και με φωνάζει Σαμ, κι ας της έχω πει πόσες φορές πως το όνομά μου είναι Λούσιους.
Την αγαπώ πολύ. Την άνοιξη τη βλέπω να βγαίνει στον κήπο και να φροντίζει τα άνθη και τα βοτάνια της. Εκεί στον ίδιο κήπο κάθεται μακάρια και απολαμβάνει την κρύα της λεμονάδα τα καλοκαίρια, με τη βεντάλια της φτιαγμένη από φτερά παγωνιού να τη δροσίζει. Τον Σεπτέμβρη μαζεύει τα πρώτα βατόμουρα στους θάμνους, πέρα από τον φράχτη. Και σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα χάνεται όλο και πιο βαθιά στο δάσος. Κάθε φορά αργεί όλο και πιο πολύ. Φέρνει πότε μανιτάρια, πότε βελανίδια, πότε κανένα κουνελάκι ή άλλο ζωάκι που έχει αρπάξει η Νέλλι, το κυνηγόσκυλο, που τη σέρνει πάντα μαζί της. Μέσα στο δισάκι το κουνέλι, τρέχει η σκύλα να μου γαβγίσει: «Απόψε έχει κρέας από κουνέλι, υπναρά». Και τότε τεντώνομαι τεμπέλικα, χασμουριέμαι, σηκώνομαι από την πολυθρόνα και παίρνω τη θέση μου μπροστά στο τζάκι, περιμένοντας το φαγητό να ετοιμαστεί.
Μπαίνει η γριά Σουίντον στο σπιτάκι, ετοιμάζει το κρέας, το ρίχνει στο τσουκάλι της μαζί με πατάτες και ζουμερά λαχανικά. Η γυαλιστερή αλυσίδα κρέμεται υπάκουα από έναν γάντζο πάνω από τη φωτιά του τζακιού και ευωδιαστός αχνός βγαίνει, για να κάνει τα σάλια μου να τρέξουν ανυπόμονα. Η Μαίρη σιγοτραγουδάει έναν σκοπό σε μια γλώσσα που δεν ξέρω. Ύστερα κάθεται στην πολυθρόνα την κουνιστή, κι απολαμβάνει το ευωδιαστό ρόφημα από βότανα που φτιάχνει κάθε απόβραδο.
Το σπίτι μέσα μοσχομυρίζει από τα βοτάνια που κρέμονται σε δεματάκια από το δοκάρι της κουζίνας, κι από τα νόστιμα φαγητά που μαγειρεύει. Είναι κι αυτά τα ωραία μαντζούνια που φτιάχνει, τα γιατρικά της, όπως τα λέει. Που θεραπεύουν λέει, τους πόνους του κορμιού και της καρδιάς, ζεσταίνουν την παγωνιά της θλίψης και της απώλειας και την κάνουν χαρά.
Έχει κι έναν καθρέφτη και κάθε αρχή Φλεβάρη τον βγάζει και κοιτιέται σαν κοκόνα που ετοιμάζεται να δεχτεί τον καλό της, μα το φθινόπωρο τον κρύβει, τυλιγμένο καλά σε ένα μαύρο πανί κεντημένο με ασημένια άστρα. Είχα δει την κρυψώνα κάποτε, αλλά λίγο με νοιάζουν οι καθρέφτες. Ξέρω καλά πόσο όμορφος είμαι, με τα χρυσοπράσινα μάτια μου και το ευέλικτο, αλλά μυώδες κορμί μου. Άλλωστε κοιτάζομαι κάθε μέρα στη λιμνούλα πέρα στο λιβάδι που πηγαίνω για να ανταμώσω κανένα γνωστό ή καμιά τρυφερή μελαχρινούλα.
Δυστυχώς, η ίδια η Μαίρη δεν είναι και καμιά ομορφιά λαχταριστή. Λέγανε πως στα νιάτα της έκαιγε καρδιές, αλλά είχε μάτια μόνο για τον Έμελ. Όμως μάλλον ο Έμελ πρέπει να είχε τελικά πρόβλημα με τα μάτια του, γιατί η γριά Σουίντον είναι ένα πλάσμα που μόνο αιθέριο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Τα γκρίζα ξέφτια που έχει για μαλλιά δεν σε ενθαρρύνουν να τα χαϊδέψεις, η μύτη της μοιάζει με φουσκωτή πατάτα, και τα τέσσερα δόντια που της έχουν απομείνει είναι μάλλον καφετιά παρά λευκά. Και εννοείται πως έχει τρεις φανταχτερές κρεατοελιές, σε μέγεθος μικρού κεφτέ, μια στην άκρη της μύτης της, μια στο πηγούνι και μια καταμεσής στο κούτελο.
Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο και λιγότεροι άνθρωποι έρχονται να την επισκεφτούν για να πάρουν ένα γιατρικό από τα αστραφτερά βάζα που κάθονται φρόνιμα στα ράφια της κουζίνας, και άλλα βλέπουν τα άστρα της νύχτας, άλλα το άπλετο ηλιόφωτο της ημέρας, κι άλλα το ζοφερό σκοτάδι των σκιών. Μα η γριά Σουίντον όλο και περισσότερο κουράζεται μήνα με τον μήνα, κι όλο πιο δύσκολα κουβαλάει το βάρος του κορμιού της στον κόσμο.
Και φέτος... Πλησιάζει το σκοτεινό φεγγάρι, προς το τέλος του Οκτώβρη. Και αργεί όλο και περισσότερο τα βράδια από τις βόλτες της στο δάσος η κυρά μου, η καλόκαρδη και γενναιόδωρη Μαίρη Σουίντον. Φέτος, λοιπόν, αποφάσισα να την ακολουθήσω. Περιέργεια, φυσικά, τι άλλο; Μάλιστα, αποφάσισα από το μεσημέρι να βγω νωρίτερα και να παραφυλάξω στην ακροδασιά. Σήμερα είναι η σκοτεινή σελήνη και η Μαίρη Σουίντον θα πάρει μαζί και το τσουκάλι της και θα γυρίσει την αυγή, με χίλια δυο καλούδια στο δισάκι της.
Αλλά τελικά με πήρε ο ύπνος ξαπλωμένο στα μαλακά φύλλα της βελανιδιάς, ώστε όταν ξύπνησα από τη φωνή μιας περαστικής κουκουβάγιας, η Μαίρη είχε ήδη χαθεί στο δάσος. Χωρίς τη Νέλλι, την οποία άκουγα να κλαψουρίζει μέσα στο σπίτι. Όταν της φώναξα, η σκυλίτσα ήρθε περνώντας κάτω από το φράκτη. Μα πώς δεν της έκοψε να βγει μόνη της και να ακολουθήσει τη μυρωδιά της γριάς Σουίντον; Όπως και να έχει, μπρος η Νέλλι, σιωπηλή μετά από τη διαταγή μου να κάνουμε ησυχία, πίσω εγώ να πατάω αθόρυβα στα μαλακά, υγρά φύλλα, ψάξαμε να τη βρούμε τη γριά Σουίντον.
Πέρασε κάμποση ώρα πριν φτάσουμε στο άνοιγμα ενός ξέφωτου. Φυσικά και θα ήταν ένα ξέφωτο, όπως σε όλες αυτές τις ιστορίες. Και στο κέντρο ένα πηγάδι, ω ναι, ένα πηγάδι πέτρινο, και στο χείλος του η γριά Σουίντον να σιγοτραγουδάει τα παράξενα λόγια της, και να τραβάει αργά και με κόπο τον κουβά. Μα όχι… όχι δεν ήταν κουβάς. Ήταν το τσουκάλι της. Βαρύ και ασήκωτο από το νερό, μα η Μαίρη Σουίντον κατάφερε να το φέρει ως το χείλος. Εκεί το ακούμπησε και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα της. Έβγαλε ένα τεράστιο μαντήλι από την τσέπη του μαύρου φουστανιού της και σκούπισε το μέτωπό της, λέγοντας με κανονική φωνή:
«Αχ Μαίρη, Μαίρη, πού είναι τα νιάτα σου και η σπάνια ομορφιά σου; Η δύναμη και η ζωντάνια σου; Τα αντάλλαξες όλα αυτά με τούτο εδώ το σκέλεθρο. Κι όλα αυτά για να έχεις λίγο νερό από το πηγάδι αυτό και να κρατάς τη μνήμη κοντά σου. Για να μη φύγεις στη λήθη… Αχ καημένη Μαίρη… κάποτε θα τελειώσει αυτό. Μα πότε θα είναι αυτή η ευλογημένη νύχτα;»
Σήκωσε με κόπο το τσουκάλι και το απίθωσε στη φωτιά που είχε ανάψει, φυσικά, στο κέντρο του ξέφωτου. Ύστερα άρχισε να τραγουδάει με την παράδοξα μελωδική φωνή που είχε, ακόμα και σε αυτά τα βαθιά γηρατειά που σκέπαζαν την άλλοτε όμορφη όψη που ισχυριζόταν πως κατείχε. Δεν κρατήθηκα κι ανέβηκα αργά και προσεκτικά στα κλαδιά μιας χαμηλοβλεπούσας φουντουκιάς που άπλωνε το ωραίο της σώμα πάνω από το μικρό ξέφωτο. Και ήμουν σχεδόν πάνω από το τσουκάλι. Ήταν τόσο ζεστή και καλοδεχούμενη η φλόγα από κάτω από τη μαύρη του κοιλιά, που δεν θα είχα αντίρρηση να κοιμηθώ, αλλά το σιγανό κλαψούρισμα της Νέλλι με συνέφερε. Της έκανα νόημα να απομακρυνθεί, και η σκυλίτσα υπάκουα χάθηκε μέσα στις σκιές.
Η γριά Σουίντον άνοιξε το δισάκι της κι άρχισε να βγάζει τα βοτάνια της και να τα ρίχνει τσιμπιά-τσιμπιά μέσα στο τσουκάλι, ενώ τραγουδούσε:
«Τσουκάλι, τσουκαλάκι μου, τσουκάλι μου βαρύ,
παλιό μου φιλαράκι μου, βοηθέ μου στη ζωή,
δείξε μου εκείνο που ήμουνα προτού αυτό χαθεί,
και φέρε αυτόν που έφυγε και κάποτε θα ‘ρθει».
Και δώσ’ του να ρίχνει βοτάνια, και δώσ’ του να τραγουδάει ξανά και ξανά το τραγουδάκι, με όλο και πιο δυνατή φωνή κάθε φορά. Μα το πιο παράξενο ήταν πως κάθε που τέλειωνε ένα στιχάκι, έβλεπα από εκεί που καθόμουν ήσυχος όλες τις παράδοξες αλλαγές, στις οποίες έμελλε να γίνω μάρτυρας. Την πρώτη φορά που είπε το στιχάκι, ανασηκώθηκε το σώμα της. Στη δεύτερη επανάληψη, φάνηκε να ορθώνεται το σακουλιασμένο -είναι αλήθεια, το είχα δει πολλές φορές- στήθος της. Στην τρίτη χάθηκαν οι κρεατοελιές της. Στην τέταρτη, η μύτη της είχε γίνει μια δυνατή, αλλά φυσιολογική σε μέγεθος ανθρώπινη μύτη. Στην πέμπτη χαμογέλασε και είδα όλα της τα δόντια, λευκά σαν τα χαλίκια στο ποταμάκι. Στην έκτη οι ρυτίδες είχαν χαθεί κι ένα ωραίο πρόσωπο καθρεφτίστηκε στο τσουκαλονερό. Στην έβδομη τα μαλλιά της πήραν το χρώμα του φουντουκιού και απλώθηκαν πλούσια ως κάτω από τη μέση της. Στην όγδοη τα ζαρωμένα, ρευματικά της χέρια είχαν γίνει λευκά και επιδέξια. Στην ένατη και στερνή, με μια κίνηση έβγαλε το φουστάνι το ολόμαυρο κι από μέσα φορούσε ένα κατακόκκινο λαμπερό καφτάνι που διέγραφε τις καμπύλες της, που θα ήταν ιδιαζόντως ορεκτικές για κάθε ευσυνείδητο αρσενικό.
Και στάθηκε έτσι στο ξέφωτο, με το ορθό της σώμα, να το λούζει το φως των άστρων και η φλόγα κάτω από το τσουκάλι, που όλο και θέριευε, μαγεμένη λες από το ίδιο το τραγούδι. Ο αχνός από τα βοτάνια που έβραζαν τσιτσιρίζοντας, ανέβαινε δοξαστικά μέχρι τα πιο ψηλά κλαδιά της φουντουκιάς πάνω στην οποία παραφυλούσα με μάτια γουρλωμένα.
Όταν έριξε μια χούφτα χρυσόσκονη -έτσι μου φάνηκε, δηλαδή- μέσα στο τσουκάλι, ο αχνός πύκνωσε και άρχισε να παίρνει σχήμα. Κόντεψα να βάλω τις φωνές, αλλά κρατήθηκα. Έμπηξα τα νύχια μου στο κλαδί. Η φουντουκιά θρόισε, καθώς ένα ανθρώπινο πλάσμα εμφανίστηκε με το κεφάλι του στεφανωμένο με τα φύλλα της. Ένα πλάσμα καμωμένο από τον αχνό του τσουκαλιού. Ένας άντρας.
«Έμελ… αγαπημένε μου», ψιθύρισε η Μαίρη Σουίντον.
Η μορφή χαμογέλασε.
«Μαίρη μου. Πόσο μου έχεις λείψει!» Το ον κίνησε ένα χέρι καμωμένο από ομίχλη και ευωδιές και άγγιξε το μάγουλο της γυναίκας. «Είσαι πάντα τόσο όμορφη»
Ο άντρας ήταν ένας ψηλός λεβεντάνθρωπος, όπως λέμε, με ελάχιστες γκρίζες τρίχες στα μαλλιά του, που έφταναν ως τους ώμους. Είχε πλατύ μέτωπο και ωραίο ανοιχτό χαμόγελο. Στην πλάτη του φαινόταν ένα τόξο και μια φαρέτρα, και στη ζώνη του δυο κυνηγετικά μαχαίρια. Πίσω του υπήρχε μια ογκώδης σκιά, που δεν διακρινόταν καθαρά. Μα η μορφή του ίδιου ήταν ολοκάθαρη. Ακόμα και κάποιος χωρίς τα δικά μου εξασκημένα μάτια θα μπορούσε να την παρατηρήσει εύκολα.
«Πότε, αγαπημένε μου; Πότε θα ανταμώσουμε για πάντα; Κατάφερες να μάθεις;»
Εκείνος ένευσε.
«Πολύ σύντομα πια. Είσαι έτοιμη;»
«Ναι, από καιρό. Μόνο που σκέφτομαι τη Νέλλι. Τι θα απογίνει. Εκτός κι αν…»
«Τον Σαμ δεν τον σκέφτεσαι;»
Η Μαίρη Σουίντον γέλασε κοκκινίζοντας.
«Ο Σαμ θα βρει κάποια ζουμερή μελαχρινή. Δεν με είχε ποτέ ανάγκη».
Λούσιους! Λούσιους, όχι Σαμ.
«Θα γίνει εύκολα;» ρώτησε σοβαρή τώρα η Μαίρη.
«Ναι, αγάπη μου. Σαν όνειρο θα είναι. Σαν ταξίδι».
Εκείνη πλησίασε τον αχνό και βύθισε το πρόσωπό της στο άρωμα που ανέδιδε. Κοίταξα με λάγνα μάτια τη Μαίρη Σουίντον, τόσο όμορφη, έτσι θα ήταν στα νιάτα της. Και ποιος ξέρει με ποια μαγικά κατάφερε να βρει αυτή τη μορφή ξανά, αλλά δεν είχε σημασία καμιά. Ήταν τόσο πιο ερωτική από τις νεαρές που αντάμωνα στα λιβάδια και στο ποταμάκι. Ακόμα κι από τις παχουλές μικρούλες που στρίμωχνα εγώ ο ίδιος μέσα στα δροσερά χορτάρια.
Η Μαίρη Σουίντον άρχισε τότε να τραγουδάει εκείνο το παράξενο τραγούδι που πάντα με έκανε να απορώ. Η γλώσσα μου ήταν άγνωστη, αλλά όσο ο αχνός πύκνωνε, τόσο “ένιωθα” τη γλώσσα και όσα ήθελε να πει. Τότε άρχισε να συμβαίνει. Ο αχνός αγκάλιασε τη Μαίρη κι εκείνη σήκωσε το κεφάλι να αντικρίσει τα άστρα. Να, εκεί στον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου καρφώθηκαν τα μάτια της, λίιιιιγο πιο πέρα από το κεφάλι μου. Η Μαίρη χαμογέλασε.
«Αντίο, Σαμ. Ήσουν αληθινά πάντα ο καλύτερος φίλος μου. Να με θυμάσαι».
Άνοιξα το στόμα να της απαντήσω, μα δεν πρόλαβα. Η σκιά πίσω από τη μορφή του Έμελ πήρε σχήμα. Και ήταν πελώριο, τρομερό, αλλά και καταπληκτικό. Μάτια μαύρα και μικρά. Σώμα σκούρο, σχεδόν μαύρο. Αυτιά μικρά και στρογγυλά. Πόδια δυνατά και κορμός που υψώνεται πάνω από το ψηλό σώμα του Έμελ. Τα νύχια βρίσκουν τη ράχη του, σκίζουν τη σάρκα του, το μαχαίρι του άντρα δεν μπορεί να διαπεράσει το πλάσμα που του επιτίθεται, ο Έμελ κραυγάζει από πόνο∙ η τελευταία του λέξη, πριν πέσει ξεψυχώντας, είναι το όνομα της αγαπημένης του.
Η Μαίρη βυθίζει τα χέρια της στο νερό. Καίει, μα εκείνη συγκρατεί την κραυγή της. Όταν τα βγάζει η μορφή που πήρε τη ζωή του Έμελ γυρίζει προς το μέρος της. Μια μορφή φτιαγμένη από νύχτα και άστρα. Η Μαίρη αγκαλιάζει με τη θέλησή της το πλάσμα, κι εκείνο σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό σε ένα τρομερό ουρλιαχτό.
«Σε συγχωρώ, Αρκούδα. Σε συγχωρώ που μου πήρες τον σύντροφό μου. Και σε απελευθερώνω».
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από τη Μαίρη Σουίντον. Το σώμα της έπεσε στο υγρό χορτάρι. Ένας αχνός άρχισε να βγαίνει από το σώμα της, κι αντάμωσε τον άλλον αχνό, που ήταν ο Έμελ. Αγκαλιάστηκαν και με ένα τελευταίο χαμόγελο στα άστρα της Αρκούδας, χάθηκαν μέσα στα δέντρα, σαν δυο λαμπερές ασημένιες αστραπές.
Η μορφή της αρκούδας που είχε κάποτε σκοτώσει τον Έμελ βυθίστηκε στον αχνό του τσουκαλιού. Το τσουκάλι μεμιάς ράγισε και το περιεχόμενό του έκαψε το χλωμό γρασίδι. Όλο αυτό ήταν ήδη πολύ για μένα. Με μια πανικόβλητη κραυγή πετάχτηκα από το κλαδί που καθόμουν κι έτρεξα να βγω από το ξέφωτο. Κάπου πίσω μου άκουσα τη Νέλλι να με ακολουθεί λαχανιάζοντας. Ούτε και θυμάμαι πώς και πότε έφτασα στο σπίτι. Γλίστρησα επιδέξια μέσα από τον φράχτη και μπήκα από το μικρό πορτάκι της κουζίνας. Το τζάκι είχε μισοσβήσει. Έφαγα αφηρημένος τα τελευταία υπολείμματα από τη γαβάθα μου. Η Νέλλι ούρλιαζε θρηνητικά όλο το βράδυ. Ούτε λόγος να κοιμηθώ, με ή χωρίς τη Νέλλι στο κατώφλι.
Με τις τρίχες του σβέρκου μου σηκωμένες, κουλουριάστηκα στην κουβέρτα μου, αλλά ο νους μου ήταν διαρκώς στη Μαίρη. Δεν καταλάβαινα πού είχε πάει, μα ήξερα πως δεν θα ξαναγύριζε. Τι θα απογινόμασταν εγώ και η Νέλλι, ήταν αυτό που άρχισε να με βασανίζει το επόμενο απόγευμα όταν άρχισε να με σφίγγει η πείνα. Αναγκάστηκα να βγω στην εξοχή να κυνηγήσω. Ευτυχώς η Νέλλι με σκεφτόταν, και όποτε έπιανε κάποιο λαγό ή σκαντζόχοιρο ή άλλο φαγώσιμο ζωάκι, με φώναζε να μοιραστώ το γεύμα της, γιατί εγώ μόνο αρουραίους κατάφερνα να αρπάξω, κι έχουν τόσο άσχημη μυρωδιά και τόσο σκληρό κρέας που αμέσως τους παράταγα μέσα στους θάμνους. Όσες φορές αποτόλμησα να ξαναπάω στο ξέφωτο, το μόνο που είδα ήταν τα θραύσματα του τσουκαλιού που είχαν αρχίσει να μαζεύουν μούχλα. Κανένα ίχνος από όσα είχαν προηγηθεί.
Πέρασαν εβδομάδες. Το τζάκι είχε πια παγώσει. Τα σκεπάσματα και τα ρούχα της Μαίρης ήταν γεμάτα σκόνη. Κι εγώ παραμονή της πανσελήνου του Δεκέμβρη, πριν τη Μεγάλη Νύχτα, επέστρεφα από το άκαρπο κυνήγι μου κοψομεσιασμένος και πειναλέος στο καταφύγιό μου. Μόνο που…
Καπνός ευωδιαστός έβγαινε από το τζάκι. Μέσα από τα τζάμια φως και μουσική ακουγόταν. Και μια φωνή γυναικεία να γελά και να τραγουδάει. Περπάτησα διστακτικά κι έφτασα ως το σπίτι. Κοίταξα κλεφτά από το παράθυρο. Κάποιοι ήταν μέσα, ήταν προφανές. Το σπίτι έμοιαζε να αστράφτει από πάστρα. Ορεκτική μυρωδιά έβγαινε από το τσουκάλι που η αλυσίδα του κρεμόταν από το γάντζο πάνω από τη φωτιά, πέρα στο άλλο δωμάτιο. Έβλεπα δυο σκιές να κινούνται, αλλά δεν ξεχώριζα μορφές. Μόνο που η μια κάτι μου θύμιζε αμυδρά. Δειλά πέρασα από το πορτάκι της κουζίνας που έτριξε ελαφρά και ξαφνικά, σιωπή!
Ελαφροπατώντας και παίρνοντας το πιο γλυκό μου ύφος έβαλα το κεφάλι μου μέσα από το άνοιγμα της πόρτας. Δύο ζευγάρια μάτια με κοιτούσαν. Μια γυναίκα κι ένας άντρας. Εκείνη με μακριά ως κάτω από τη μέση της μαλλιά στο χρώμα του φουντουκιού, μάτια μεγάλα δασένια, χαμόγελο που άστραφτε λευκό, και η κοιλίτσα της φουσκωμένη, έτοιμη σχεδόν να ξεφουρνίσει το νέο μέλος της οικογένειας. Ο άντρας καλοκαμωμένος, με μαύρα γένια και μαλλιά, κρατούσε στην αγκαλιά του ένα λαγούτο που λίγες στιγμές πριν είχε σιγήσει. Η γυναίκα ήρθε προς το μέρος μου και με πήρε στην αγκαλιά της.
«Εσύ σίγουρα είσαι ο Σαμ. Ο αγαπημένος της μαμάς μου. Πόσο χαίρομαι που σε βρήκα. Σαμ, Σαμ, όμορφε Σαμ, με λένε Μαίρη, έχω το όνομα της μητέρας μου. Κι αυτός είναι ο άντρας μου, ο Γουίνγκο. Θα μείνουμε εδώ πλέον. Μας θέλεις για παρέα;»
Η Νέλλι είχε σηκωθεί από το πλάι του τζακιού και κουνούσε ενθουσιασμένη την ουρά της. Ώστε εδώ ήταν η τεμπέλα, ενώ εγώ είχα ξεποδαριαστεί στο κυνήγι. Χμμ, καιρός να μπούνε τα πράγματα στη θέση τους, κυρα-Νέλλι. Έχω κι εγώ δικαιώματα σε αυτό το τζάκι.
«Λούσιους, το όνομά μου είναι Λούσιους», είπα τσαχπίνικα, ενώ τριβόμουν στον λαιμό της Μαίρης της νεώτερης.
«Σαμ, τι γλυκό νιαουρητό που έχεις», είπε εκείνη και αφού κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, με απίθωσε στα γόνατά της να με χαϊδολογήσει.
Ο Γουίνγκο άρχισε να παίζει το λαγούτο του και η Μαίρη τραγούδησε ανακατεύοντας το φαγητό στο τσουκάλι, με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα της:
«Τσουκάλι, τσουκαλάκι μου,
καθρέφτη ζωής μου,
παλιό μου φιλαράκι μου,
τα βάθια της ψυχής μου
σε σένα παραδόθηκαν,
κομμάτια τσακισμένα,
και μέσα σου ενώθηκαν
ολάκερα πλασμένα».
Το επόμενο βράδυ την έπιασαν οι πόνοι της γέννας κι ο Γουίνγκο τη βοήθησε να φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι με μεγάλα μάτια και απαλό δέρμα. Το ανθρώπινο μωράκι μύριζε όμορφα, πιο γλυκά από ότι οι παχουλές γατούλες που στρίμωχνα στα χορτάρια.
«Μαίρη, το όνομά της. Όπως όλες οι γυναίκες της γενιάς μου, που γεννήθηκαν και έζησαν σε αυτό το σπιτάκι», είπε η νεαρή μητέρα.
«Μαίρη, λοιπόν. Τι άλλο…» απάντησε ο Γουίνγκο και φίλησε τρυφερά τη γυναίκα του. «Ας της πούμε, λοιπόν, το πρώτο της τραγούδι», συνέχισε και παίρνοντας το λαγούτο του ξεκίνησε μια όμορφη, απαλή μελωδία, για να νανουρίσει το μωρό.
Καμία εντύπωση δεν μου έκανε τίποτα πια. Ειδικά μετά από εκείνο το πρωινό που είχα πάει ξανά στο ξέφωτο και μόνο τα ίχνη από τα τσακισμένα χόρτα έδειχναν πως εκεί κάποτε υπήρξαν τα θραύσματα από ένα τσουκάλι που είχε σπάσει σε πολλά κομμάτια. Μόνο που τα θραύσματα αυτά είχαν πια χαθεί.
Τι εννοείτε πως δεν με πιστεύετε; Επειδή είμαι απλά ένας γάτος; Κι όχι άνθρωπος σαν εσάς; Σαν να μη σας φτάνει που μοιράζομαι μαζί σας, την ιστορία αυτή, παραμονές της γιορτής των Προγόνων;
Τς! Κακό του κεφαλιού σας!
Είμαι ο Λούσιους ο μαύρος γάτος της κυράς που μένει πάντα στο σπιτάκι, στις παρυφές του δάσους. Και κανένας άνθρωπος δεν ξέρει αυτά τα μυστικά καλύτερα από εμένα.
© Δήμητρα Μπενίση, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Guest Post
Η Δήμητρα Μπενίση είναι συγγραφέας - αφηγήτρια και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.