Ιαπωνικά παραμύθια: μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου (Μέρος 1ο)
Δεν ξεκινούν όλα τα παραμύθια με το γνωστό «Μία φορά κι έναν καιρό…», και σίγουρα δεν τελειώνουν πάντα με το «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Σε αυτή την ξεχωριστή, το ίδιο όμορφη όμως κατηγορία ανήκουν και τα περισσότερα παραδοσιακά παραμύθια της Ιαπωνίας. Υπάρχουν αμέτρητες καταγεγραμμένες ιστορίες ήδη μαζεμένες σε ανθολογίες από τις αρχές του 20ου αι. και ως φαίνεται, οι Ιάπωνες, στενά δεμένοι με τις παραδόσεις τους, τις γνωρίζουν και τις τιμούν ακόμα. Πολλές δικαιολογούν κάποια ονομασία μέρους ή θεότητας ενώ άλλες παρουσιάζουν το υπερφυσικό σαν κομμάτι της καθημερινότητας. Όποια και αν είναι η περίπτωση, μαγεύουν με την απλή γλώσσα και την αμεσότητά τους, ενώ περνούν το μήνυμα ή το συναίσθημα που επιθυμούν, απαλά και κοφτά ταυτόχρονα, όπως το κόψιμο του ιαπωνικού σπαθιού.
Οι δυο κόρες
Στην Akita, στην επαρχία Inaba, ζούσε ένας ανεξάρτητος κύριος με δύο κόρες που τον υπηρετούσαν με κάθε ευσέβεια. Εκείνος αγαπούσε το κυνήγι, και έτσι πολύ συχνά διέπραττε την αμαρτία (σύμφωνα με τη διδασκαλία του ιερού Βούδα) να παίρνει μια ζωή. Ποτέ δεν άκουγε τις παραινέσεις των θυγατέρων του. Εκείνες, έχοντας επίγνωση του μέλλοντος κι έντρομες από το τι του επιφύλασσε, προσπάθησαν πολλές φορές να τον αλλάξουν. Πολλά ήταν τα δάκρυα που έριξαν. Τελικά, μια μέρα, αφού τον είχαν παρακαλέσει πιο σκληρά από ποτέ, ο πατέρας, συγκινημένος απ’ τις ικεσίες τους, υποσχέθηκε να μην πυροβολήσει πια. Όμως, μετά από λίγο, κάποιοι από τους γείτονές του ήρθαν να του ζητήσουν να πυροβολήσει δύο πελαργούς. Εύκολα οδηγήθηκε στο να συναινέσει από τη δύναμη της φυσικής του αγάπης για το άθλημα. Όμως απαγόρεψε να πουν λέξη στις κόρες του. Τη νύχτα ξεγλίστρησε στα κρυφά με το όπλο στο χέρι αφότου, όπως φαντάστηκε, είχαν ήδη αποκοιμηθεί.
Ωστόσο, εκείνες είχαν ακούσει τα πάντα κι η μεγαλύτερη αδελφή είπε στη μικρότερη: «Ό,τι και να κάνουμε, ο πατέρας δεν θα ακολουθήσει τη συμβουλή μας και τίποτα δεν μένει τώρα για να τον φέρει σε γνώση της αλήθειας παρά η θυσία μιας από μας. Η νύχτα είναι ευτυχώς χωρίς φεγγάρι, και αν βάλω λευκά ρούχα και πάω στη μεριά του κόλπου, θα με πάρει για πελαργό και θα με σκοτώσει. Εσύ να συνεχίσεις να φροντίζεις τον πατέρα μας με κάθε ευσέβεια». Λέγοντας αυτά, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Αλλά η νεαρότερη αδελφή, μες στα αναφιλητά της, αναφώνησε: «Εσύ, αδερφή μου, εσύ είσαι η κληρονόμος της οικογένειας. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, δέξου να είσαι εσύ αυτή που θα ζήσει και θ’ αφοσιωθεί στον πατέρα, ενώ εγώ θα προσφέρω τη ζωή μου».
Έτσι, και οι δυο πολέμησαν για τον θάνατο... Η μεγαλύτερη, χωρίς άλλα λόγια, πιάνοντας ένα λευκό ρούχο έτρεξε έξω από το σπίτι. Η μικρότερη, που δεν θέλησε να παραχωρήσει την τιμή, βάζοντας κι εκείνη ένα λευκό φόρεμα, την ακολούθησε προς την ακτή του κόλπου. Εκεί, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους θάμνους, συνέχισε η διαφωνία τους για το ποια απ’ τις δύο έπρεπε να είναι εκείνη που θα πεθάνει.
Εν τω μεταξύ ο πατέρας, κοιτάζοντας γύρω του στο σκοτάδι, είδε κάτι λευκό. Νομίζοντας πως είναι οι πελαργοί, σημάδεψε με τ’ όπλο του, και η βολή βρήκε τον στόχο της, αφού τρύπησε τα πλευρά της μεγαλύτερής του κόρης. Η μικρή, ανήμπορη μες στη θλίψη της, έσκυψε πάνω στο νεκρό σώμα της αδελφής της. Ο πατέρας, που δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί τι είχε κάνει, και έκπληκτος που πυροβολώντας τον έναν απ’ τους δυο πελαργούς δεν έκανε τον άλλο να πετάξει μακριά, έριξε και δεύτερο πυροβολισμό στην άλλη λευκή φιγούρα. Καταδικασμένος στην άγνοιά του, χτύπησε και τη δεύτερη κόρη του, όπως την πρώτη. Τρυπημένη στο στήθος, έπεσε δίπλα στην αδερφή της, στο μαλακό γρασίδι.
Ο πατέρας, ευχαριστημένος με την επιτυχία του, κατέβηκε στους θάμνους για να βρει το θήραμά του. Όμως αλίμονο! Δεν υπήρχαν πελαργοί! Αλίμονο! Όχι, μόνο οι δύο κόρες του! Όλος φόβο, ρώτησε τι σήμαιναν όλα. Τα κορίτσια, αναπνέοντας πια με δυσκολία, του είπαν την απόφασή τους να του δείξουν το έγκλημά του να παίρνεις μια ζωή, κι έτσι με σεβασμό να τον αναγκάσουν να σταματήσει από εκεί. Άφησαν την τελευταία τους πνοή πριν προλάβουν να πουν περισσότερα.
Εκείνος γέμισε θλίψη και τύψεις. Πήρε τα δύο νεκρά σώματα στην πλάτη του, πίσω στο σπίτι. Καθώς δεν υπήρχε πλέον γυρισμός για ό,τι έγινε, τις τοποθέτησε ευλαβικά σε μια στοίβα από ξύλα κι εκεί κάηκαν, σηκώνοντας καπνό στον απαλό άνεμο. Από τότε έγινε ένας άλλος άνθρωπος. Έχτισε μόνος του ένα μικρό κελί από κλαδιά δέντρων, κοντά στη γέφυρα του χωριού. Τοποθετώντας εκεί τα μνημεία των δύο θυγατέρων του, τελούσε μπροστά τους όλες τις θρησκευτικές τελετουργίες και έγινε ο πιο ευσεβής πιστός του Βούδα. Αυτό κι αν ήταν πραγματική ευσέβεια… ένα αληθινό θαύμα: το ότι αυτά τα κορίτσια έπρεπε να δώσουν τη δική τους ζωή, έτσι ώστε, εξοντώνοντας τον κακό σπόρο στη συμπεριφορά του πατέρα τους σε αυτόν τον κόσμο, να τον φυλάξουν από τον τρομερό καρπό της στον ερχόμενο!
Ο Αυλός
Εδώ και πολύ καιρό ζούσε στο Yedo ένας κύριος από καλή γενιά και πολύ καλός συνομιλητής. Η σύζυγός του ήταν μια ευγενής και τρυφερή γυναίκα. Η κρυφή του θλίψη, ήταν πως δεν του έδωσε γιους. Όμως του έδωσε μια κόρη, την οποία ονόμασαν O'Yoné, που σημαίνει «Ρύζι στο αυτί». Καθένας τους αγάπησε αυτό το παιδί περισσότερο κι απ’ τη ζωή του και την πρόσεχαν σαν κόρη οφθαλμού. Και το παιδί μεγάλωσε ροδοκόκκινο και λευκό, με μεγάλα μάτια, και ίσιο και λεπτό όπως το πράσινο μπαμπού.
Όταν η O'Yoné ήταν δώδεκα χρονών, η μητέρα της έπεσε βαριά άρρωστη το φθινόπωρο και πριν καλά καλά ξεθωριάσει το κόκκινο από τα φύλλα του σφενδάμου, εκείνη είχε πια πεθάνει και τη σκέπαζε η γη. Η θλίψη έκανε τον άντρα της σκέτο αγρίμι. Φώναζε δυνατά, χτύπαγε το στήθος του, ξάπλωνε κάτω κι αρνιόταν κάθε παρηγοριά. Για μέρες δεν άφηνε τη φρενήρη αυτή ζωή ούτε κοιμόταν. Το παιδί παρέμενε όμως σιωπηλό.
Ο χρόνος πέρασε. Εκείνος αναγκαστικά γύρισε στη δουλειά του. Τα χιόνια του χειμώνα έπεσαν και κάλυψαν τον τάφο της συζύγου του. Το μονοπάτι που πήγαινε από το σπίτι του στην κατοικία των νεκρών ήταν κι αυτό καλυμμένο με χιόνι, αδιατάρακτο. Εκτός απ’ τα αχνά χνάρια που είχαν αφήσει δυο παιδικά σανδάλια. Όταν ήρθε η άνοιξη έδεσε τη ρόμπα του και βγήκε για να δει τα άνθη της κερασιάς, αρκετά εύθυμος και γράφοντας ένα ποίημα πάνω σε επιχρυσωμένο χαρτί, που κρέμασε σ’ ένα κλαδί για να φτερουγίζει στον άνεμο. Το ποίημα ήταν ένας έπαινος στην άνοιξη και το σάκε. Αργότερα, φύτεψε το πορτοκαλί άνθος της λησμονιάς και δεν ξανάφερε στη σκέψη του τη σύζυγό του. Αλλά το παιδί θυμόταν.
Πριν τελειώσει ακόμα η χρονιά, έφερε μια νέα νύφη στο σπίτι, μια γυναίκα με όμορφο πρόσωπο και μαύρη καρδιά. Αλλά ο άνθρωπος, ο άμοιρος αυτός ανόητος, ήταν τόσο χαρούμενος που εμπιστεύτηκε το παιδί του σ’ αυτήν και πίστευε πως όλα ήταν καλά.
Όμως, επειδή ο πατέρας της αγαπούσε την O'Yoné, η μητριά της τη μισούσε με ένα ζηλότυπο και θανατηφόρο τρόπο και κάθε μέρα φερόταν σκληρά στο παιδί, του οποίου οι καλοί τρόποι και η υπομονή τη θύμωναν ακόμα περισσότερο. Αλλά λόγω της παρουσίας του πατέρα της δεν τολμούσε να κάνει στην O'Yoné κανένα μεγάλο κακό. Κι έτσι περίμενε, παίρνοντας τον χρόνο της. Το φτωχό παιδί πέρασε τις ημέρες και τις νύχτες του με μαρτύριο και τρομερό φόβο. Αλλά από όλα αυτά δεν είπε κουβέντα στον πατέρα της. Αυτός είναι ο τρόπος των παιδιών.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, έτυχε να καλέσουν τον πατέρα της O'Yoné από τη δουλειά του σε μια μακρινή πόλη. Η πόλη αυτή λεγόταν Kyoto, και απ’ το Yedo ήταν ταξίδι πολλών ημερών με τα πόδια ή με το άλογο. Όμως, καθώς ο άνθρωπος πρέπει να πάει εκεί που παρουσιάζεται ανάγκη, έτσι έπρεπε κι εκείνος και να μείνει εκεί τρία φεγγάρια ή και περισσότερο. Ετοιμάστηκε λοιπόν και εφοδιάστηκε κι εκείνος και οι υπηρέτες που επρόκειτο να πάνε μαζί του με όλα τ’ απαραίτητα. Έτσι ήρθε το τελευταίο βράδυ, προτού φύγει την επομένη νωρίς το πρωί.
Κάλεσε την O'Yoné και είπε: «Έλα εδώ, λοιπόν, αγαπημένο μου κοριτσάκι». Η O'Yoné πήγε και γονάτισε μπροστά του. «Τι δώρο να σου φέρω από το Κιότο;» είπε. Αλλά εκείνη έσκυψε το κεφάλι και δεν απάντησε. «Απάντησε, λοιπόν, αγενέστατη», την πίεσε.
«Θα είναι μια χρυσή βεντάλια, ένα τόπι μεταξένιο ύφασμα ή ένα καινούριο obi από κόκκινο μπροκάρ; Μήπως ένας μεγάλος πολεμιστής με ζωγραφιές επάνω του και πολλά αλαφροπούπουλα πετεινάρια;»
Τότε εκείνη ξέσπασε σε πικρά δάκρυα και την πήρε στα γόνατά του για να την ηρεμήσει. Αλλά έκρυψε το πρόσωπό της με τα μανίκια της κι έκλαψε λες κι η καρδιά της θα ’σπαγε. «Πατέρα, πατέρα», είπε, «μη φύγεις, μη φύγεις!»
«Όμως, γλυκιά μου, πρέπει», απάντησε, «και σύντομα θα επιστρέψω -τόσο σύντομα, που δεν θα φανεί καν ότι έφυγα, όταν θα είμαι και πάλι εδώ με όμορφα δώρα στα χέρια μου».
«Πατέρα, πάρε με μαζί σου», είπε.
«Αλίμονο, τι ζωή για ένα μικρό κορίτσι! Θα περπατήσεις μικρέ προσκυνητή μου, ή θα πας καβάλα στ’ άλογο; Και πώς θα τα βγάλεις πέρα στα πανδοχεία του Kyoto; Όχι, καλή μου, μείνε. Θα είναι μονάχα για λίγο καιρό κι η ευγενική σου μητέρα θα είναι εδώ μαζί σου».
Ζάρωσε στην αγκαλιά του.
«Πατέρα, αν φύγεις, δεν θα με ξαναδείς».
Τότε ένα ρίγος διαπέρασε ξαφνικά την καρδιά του, που τον έκανε να σταματήσει. Αλλά δεν του έδωσε σημασία. Τι! Πώς ο ίδιος, ένας ισχυρός ώριμος άνδρας, να κυριαρχείται από τις φαντασιώσεις ενός παιδιού; Κατέβασε την O'Yoné απαλά από πάνω του, κι εκείνη γλίστρησε μακριά σιωπηλά σαν σκιά.
Το πρωί όμως ήρθε σ’ εκείνον πριν απ’ την αυγή με ένα μικρό φλάουτο στο χέρι της, από μπαμπού γυαλισμένο καλά. «Το έκανα η ίδια, μπαμπού απ’ το χωράφι που είναι πίσω από τον κήπο μας. Το έκανα για σένα. Καθώς δεν μπορείς να πάρεις εμένα μαζί σου, πάρε αυτό το μικρό φλάουτο, αξιότιμε πατέρα. Παίξε καμιά φορά, αν θες, και φέρε με στη σκέψη σου», είπε. Τότε το τύλιξε σε ένα μαντήλι από λευκό μετάξι, το ’δεσε με ένα κόκκινο κορδόνι και το έδωσε στον πατέρα της, που το έβαλε στο μανίκι του. Μετά από αυτό ξεκίνησε το ταξίδι του, παίρνοντας τον δρόμο για το Kyoto. Όπως έφευγε, γύρισε και κοίταξε πίσω τρεις φορές και είδε την κόρη του να στέκεται στην πόρτα, κοιτάζοντας προς το μέρος του. Τότε ο δρόμος έστριψε και δεν την είδε πια.
Η ζωή στην πόλη του Kyoto ήταν σπουδαία και όμορφη και έτσι ο πατέρας της O'Yoné τη συνήθισε γρήγορα. Ασχολιόταν με τη δουλειά του κατά τη διάρκεια της ημέρας, που πήγαινε πολύ καλά και με τη διασκέδασή του το βράδυ, ενώ τη νύχτα κοιμόταν ήσυχα κι έτσι ο χρόνος περνούσε ωραία και λίγο σκέφτηκε το Yedo, το σπίτι του ή το παιδί του. Δύο φεγγάρια πέρασαν, και τρία, και δεν έκανε σχέδια για επιστροφή.
Ένα απόγευμα που ετοιμαζόταν να πάει σε ένα σπουδαίο δείπνο με φίλους του και καθώς έψαχνε στο στήθος του για μια όμορφη μεταξωτή hakama που σκόπευε να φορέσει ως τιμή στη γιορτή, βρήκε το μικρό φλάουτο, που όλο αυτόν τον καιρό ήταν κρυμμένο στο μανίκι του ταξιδιωτικού του ρούχου. Το έβγαλε από το κοκκινόλευκο μαντήλι και, όπως τότε, αισθάνθηκε μια περίεργη παγωμάρα, ένα ψυχρό ρίγος αγκιστρώθηκε στην καρδιά του. Ένιωσε σαν σε όνειρο. Έβαλε το φλάουτο στα χείλη του, κι από εκεί ήρθε ένας μακρόσυρτος θρήνος.
Το πέταξε επάνω στο χαλί και χτύπησε τα χέρια του για τον υπηρέτη. Του είπε ότι δεν θα ’βγαινε εκείνο το βράδυ. Δεν ήταν καλά, και θα έμενε μόνος. Μετά από αρκετή ώρα άπλωσε το χέρι του για το φλάουτο. Και πάλι αυτή η μακρά, μελαγχολική κραυγή. Τραντάχτηκε από το κεφάλι ως τα πόδια, αλλά φύσηξε στη φλογέρα. «Γύρνα στο Yedo... Γύρνα στο Yedo... Πατέρα! Πατέρα!» Η τρεμουλιαστή παιδική φωνή έγινε κραυγή και στη συνέχεια έσπασε.
Ένα φριχτό προαίσθημα τον κατέλαβε και ένιωσε διαφορετικός από πριν. Έτρεξε μακριά από το σπίτι και από την πόλη και ταξίδευε μέρα και νύχτα, αρνούμενος τον ύπνο και το φαγητό. Ήταν τόσο χλωμός και αγριωπός, που ο κόσμος τον θεωρούσε τρελό και έφευγε μακριά του ή τον έβλεπε σαν βασανισμένο απ’ τους θεούς. Τελικά, έφτασε στο τέλος του ταξιδιού του, εξασθενημένος από την κορυφή ως τα νύχια, με πόδια ματωμένα και μισοπεθαμένος απ’ την κούραση.
Η σύζυγός του τον συνάντησε στην πύλη.
«Πού είναι το παιδί;» τη ρώτησε.
«Το παιδί;» απάντησε.
«Ναι, το παιδί… το παιδί μου... πού είναι;» φώναξε με αγωνία.
Η γυναίκα γέλασε: «Λοιπόν, κύριε μου, πώς πρέπει να το ξέρω; Είναι χωμένη μέσα στα βιβλία της ή είναι στον κήπο ή κοιμάται ή μπορεί να έχει πάει μαζί με τους φίλους της να παίξει ή…»
«Αρκετά!» φώναξε. «Τέρμα με όλα αυτά. Μίλα, πού είναι το παιδί μου;»
Τότε εκείνη τρόμαξε. «Στο χωράφι με τα μπαμπού» είπε, κοιτάζοντας τον με γουρλωμένα μάτια.
Ο άντρας έτρεξε εκεί ψάχνοντας την O'Yoné ανάμεσα στους πράσινους μίσχους των μπαμπού. Αλλά δεν τη βρήκε. Φώναξε, «Yoné! Yoné!» και πάλι, «Yoné! Yoné!» Αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Μόνο ο άνεμος αναστέναξε στα ξηρά φύλλα μπαμπού. Τότε ένιωσε στο μανίκι του τον μικρό αυλό και τον έφερε απαλά στα χείλη του. Ένας αχνός αναστεναγμός. Στη συνέχεια μια φωνή, λεπτή και θλιβερή:
«Πατέρα, αγαπημένε μου πατέρα, η κακή μητριά μου με σκότωσε. Τρία φεγγάρια πάνε από τότε που με σκότωσε. Με έθαψε στο ξέφωτο του χωραφιού με τα μπαμπού. Μπορεί να βρεις τα οστά μου. Όσο για μένα, δεν θα με ξαναδείς ποτέ πια, ποτέ...»
Με το ίδιο του το σπαθί ο άντρας απέδωσε δικαιοσύνη και σκότωσε την πονηρή σύζυγό του, παίρνοντας εκδίκηση για τον θάνατο του αθώου του παιδιού. Ύστερα, ντύθηκε με χοντρό άσπρο ένδυμα, κι ένα μεγάλο καπέλο από ρυζάχυρο που σκίαζε το πρόσωπό του. Πήρε κι ένα ραβδί και ένα ψάθινο παλτό, έδεσε τα σανδάλια στα πόδια του και ξεκίνησε για τα ιερά μέρη της Ιαπωνίας, ως προσκυνητής.
Και έφερε μαζί του τον μικρό αυλό, σε μια πτυχή του ρούχου του, πάνω στο στήθος του.
Fishsave
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα μικρό παιδί, που ο πατέρας του ήταν Ιάπωνας πρέσβης στην αυλή της Κίνας και η μητέρα του μια Κινέζα κυρά. Όταν το παιδί ήταν ακόμα βρέφος, ο πατέρας διατάχθηκε να επιστρέψει στη χώρα του. Οπότε είπε στη γυναίκα του: «Υπόσχομαι να σε θυμάμαι και να σου στέλνω γράμματα με τον πρέσβη που θα με διαδεχτεί. Όσο για το παιδί μας, θα στείλω κάποιον να το πάρει όταν σταματήσει πια να χρειάζεται το μητρικό σου γάλα». Λέγοντας αυτά, έφυγε…
Οι διπλωμάτες έρχονταν κι έφευγαν με έναν χρόνο τουλάχιστον διαφορά ανάμεσά τους, όμως κανένα γράμμα δεν ήρθε στην Κινέζα κυρά από τον σύζυγό της. Στο τέλος, εξαντλημένη πια από την αναμονή και τη θλίψη, πήρε το παιδί από το χέρι και με οδύνη το οδήγησε ως την ακροθαλασσιά, όπου πέρασε στον λαιμό του μια επιγραφή που έφερε τα παρακάτω λόγια: «Ο γιός του Ιάπωνα πρέσβη». Τότε το έριξε στη θάλασσα προς το Ιαπωνικό Αρχιπέλαγος, σίγουρη μέσα της πως ο πατρικός δεσμός θα ήταν άρρηκτος κι έτσι πατέρας και γιος θα ξανασυναντιόνταν.
Μια μέρα που ο πρώην πρέσβης ήταν με τ’ άλογό του στην ακτή της Naniwa, εκεί που πολύ αργότερα χτίστηκε η πόλη της Osaka, είδε να επιπλέει κάτι στ’ ανοιχτά, που έμοιαζε με μικρό νησάκι. Όλο και πλησίαζε και εκείνος το κοίταζε έντονα, γεμάτος περιέργεια. Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι επρόκειτο για ένα μικρό παιδί. Γεμάτος έκπληξη, σταμάτησε τ’ άλογό του για να το παρατηρήσει. Εκείνο, πλέοντας, ερχόταν όλο και πιο κοντά. Τελικά, όταν η ορατότητα ήταν πια τέλεια, εμφανίστηκε ξεκάθαρα η εικόνα ενός όμορφου μικρού αγοριού, που θα ‘ταν δε θα ‘ταν τεσσάρων χρονών, και που μετέφεραν πάνω τους τα κύματα.
Παρατηρώντας το από κοντά, φάνηκε πως το αγόρι καβαλούσε γενναία τη ράχη ενός γιγαντιαίου ψαριού. Όταν ο παράξενος αυτός καβαλάρης ξεπέζεψε, ο πρέσβης διέταξε τους ακολούθους του να τον περιμαζέψουν, όπου όμως ιδού! Η επιγραφή γύρω από τον λαιμό του που έλεγε «Ο γιος του Ιάπωνα πρέσβη».
«Φυσικά!» αναφώνησε. «Δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος μου ο γιος. Η μητέρα του, γεμάτη θυμό που δεν έλαβε γράμμα μου, θα πρέπει να τον έριξε στη θάλασσα. Και τώρα, χάρη στον αδιάλυτο δεσμό που δένει τους γονείς με τα παιδιά, έφτασε σε μένα ασφαλής, πάνω στην πλάτη ενός ψαριού». Το μικρό πλάσμα μπήκε αμέσως στην καρδιά του, το πήρε και το φρόντισε με περίσσεια στοργή.
Στον επόμενο πρέσβη που θα υπηρετούσε στην κινέζικη αυλή, εμπιστεύτηκε ένα γράμμα για τη γυναίκα του, όπου της διηγούνταν τα πάντα με λεπτομέρειες. Κι εκείνη, που πλέον θεωρούσε πως το παιδί είχε πεθάνει, αναθάρρησε όλο
χαρά με τη θαυμαστή του σωτηρία.
Το αγόρι μεγάλωσε κι έγινε άντρας, και η καλλιγραφία του θεωρήθηκε απ’ τις πιο όμορφες. Επειδή σώθηκε από ένα ψάρι, του δόθηκε το όνομα “Fishsave”.
Οι ιστορίες παραδίδονται σε ελεύθερη μετάφραση.
Πηγές:
http://www.worldoftales.com/Japanese_folktales.html
Πιο συγκεκριμένα:
Child-Life in Japan and Japanese Child Stories by Mrs. M. Chaplin Ayrton (1901)
(Fishsave and The two daughters)
Green willow and other Japanese fairy tales by Grace James (1912)
(The flute)