"Τριστάνος και Ιζόλδη αλλιώτικα τραγουδισμένοι"
Η ιστορία τους αρχαία όσο και ο κόσμος. Η θλίψη της μοίρας τους τραγουδήθηκε με λαγούτα τροβαδούρων, ειπώθηκε από χείλη Βάρδων, ξανά και ξανά σε τόσες εποχές και σε τόσους τόπους, που άλλαξαν τα ονόματά τους, άλλαξε το χρώμα των μαλλιών τους, άλλαξε κι αυτή η ίδια η τραγική τους μοίρα.
Γιατί όποια ιστορία λένε οι Βάρδοι μεταμορφώνεται, και μαζί μεταμορφώνει τους ήρωες και τη μοίρα τους. Και κάποιες φορές, όταν οι Βάρδοι έχουν μυηθεί στη μαγεία της Ιερής Αλχημείας, ίσως και να καταφέρουν να αλλάξουν και αυτή την ίδια την ανθρώπινη συνειδητότητα.
Στην σμαραγδένια Ιρλανδία εκείνη ήταν η Deirdre of the Great Sorrows, κι εκείνος ο Naoise, στην ομιχλιασμένη Ουαλία εκείνη ήταν η Grainne κι εκείνος ο Diarmuid, κι όταν οι ειπώθηκε στην χαρούμενη Κορνουάλη εκείνη ήταν η Yseult κι εκείνος ο Tristram. Ας τους πούμε Τρύσταν και Ισόλτα για απόψε.
*********************************
«Όμορφη Ισόλτα, μακρύ θα είναι το ταξίδι μας από την πράσινη Έιρε ως το βασίλειο του Μαρκ, του αγαπημένου μου θείου. Κι αυτό παλιό σκαρί που θα αφήσει τώρα τις ακτές, ίσως δεν σε ξαναφέρει ποτέ πίσω», είπε ο ιππότης Τρύσταν στην ωραία κοπέλα που συνόδευε, έτσι για να σπάσει την αμηχανία.
Η Ισόλτα θα παντρευόταν το θείο του, τον καλό του θείο Μαρκ, το βασιλιά της Κορνουάλης, τον κάπως ηλικιωμένο Μαρκ. Αυτή η νεαρή ξωθιά θα ξάπλωνε στο βασιλικό κρεβάτι με τον κάπως γερασμένο άντρα και θα του έκανε γιούς. Έτσι ήθελε ο Μαρκ, έτσι έλεγε ο Μαρκ, έτσι έλεγαν και οι συμβουλάτορές του. Μια νεαρή, όμορφη γυναίκα, αυτή θα του ξανάδινε ζωή και αντοχές.
Ένα σιδερένιο χέρι, έσφιξε την καρδιά του Τρύσταν, καθώς η Ισόλτα σήκωνε το πέπλο της και του χαμογελούσε. Τα μάτια της σαν την λαμπερή θάλασσα του καλοκαιριού, τα μαλλιά της σαν τα στάχυα που τα γέρνει ο αέρας του μεσημεριού, τα χέρια της λευκά και απαλά, κι ο Τρύσταν ένιωσε πως όλος ο κόσμος ήταν μπροστά του. Για χατίρι της θα κυνηγούσε στα πέρατα της Γης όλο το άδικο. Χωρίς να το καταλάβει έπεσε στο ένα γόνατο μπροστά της, κι έβγαλε το κράνος του. Κι εκείνη είδε τα μάτια του, σκοτεινοί καθρέφτες της νύχτας, τα εβένινα μαλλιά του που έλαμπαν, τις πρώτες ρυτίδες που χαράκωναν το μέτωπό του, τα χείλη του που έμοιαζαν να έχουν πιει όλο το φαρμάκι του κόσμου. Και ούρλιαξε η καρδιά της: «Ισόλτα, που πας; Να παντρευτείς ένα γέρο βασιλιά; Εδώ μπροστά σου είναι η ζωή ολάκερη».
«Κυρά μου, στις προσταγές σου θέτω τον εαυτό μου», είπε ο Τρύσταν και χαμήλωσε το βλέμμα.
Λέξη δεν αντάλλαξαν ώσπου να σαλπάρει το πλοίο, κι όταν πια έπλεαν προς την ακτή της Κορνουάλης, στέκονταν αντίκρυ ο ένας στον άλλον με χείλη σφιχτοκλεισμένα, και χέρια κλειδωμένα. Μα εκείνη, η Γυναίκα με τα Γκρίζα τους είχε δει, ακόμα όταν στέκονταν στην γη της Έιρε. Και χαμογέλασε ευχαριστημένη, γιατί έβλεπε πως για άλλη μια φορά θα κατάφερνε το σκοπό της.
«Κόρη μου, σε βλέπω και στενάζεις, καθώς αυτόν τον γενναίο ιππότη θωρείς. Μα κι εκείνος ανασαίνει γοργά σαν τα μάτια του πέφτουν επάνω σου. Τι σας εμποδίζει από το να πέσετε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;»
Και η Ισόλτα απάντησε χωρίς να γυρίσει να δει τη Γυναίκα με τα Γκρίζα.
«Με έχουν τάξει από πριν γεννηθώ στο θείο του, το βασιλιά Μαρκ της Κορνουάλης. Μα σαν είδα τα μάτια του, με άντρα άλλον δεν μπορώ να πλαγιάσω. Μα δεν μπορώ και να αθετήσω το λόγο που έδωσα πριν φύγω από τους δικούς μου. Πως θα παντρευτώ το βασιλιά…»
«Έτσι σαν έπαθλο, σαν σύμβολο της νίκης του Τρύσταν απέναντι στον ιππότη Μόρχολτ, σαν αμοιβή, σε πάει ο ίδιος ο αγαπημένος σου σε έναν άντρα που δεν ξέρεις και δεν αγαπάς. Μα είναι τόσο άδικο. Κι όμως, κόρη μου, εγώ ξέρω έναν τρόπο που και το λόγο σου να μην αθετήσεις, και τον Τρύσταν να έχεις για πάντα δικό σου, και με το βασιλιά Μαρκ να μην πλαγιάσεις σαν γυναίκα του»
Τώρα το έκπληκτο βλέμμα της Ισόλτα γύρισε στη Γυναίκα με τα Γκρίζα. Και για πρώτη φορά πρόσεξε πως δεν φαινόταν το πρόσωπό της πίσω από τη βαθιά της κουκούλα.
«Δεν σε καταλαβαίνω… τι τρόπο;»
Τρία φιαλίδια τόσο δα μικρά σαν το μικρό δάχτυλο της Ισόλτα φάνηκαν στο άσπρο χέρι της Γυναίκας. Τρία διαφορετικά υγρά, τρία διαφορετικά χρώματα, λευκό, κόκκινο και μαύρο. Η Ισόλτα ταράχτηκε.
«Μα αυτά είναι…»
«Ναι, είναι», τη διέκοψε η Γυναίκα. «Λευκό για σένα, κόκκινο για τον Τρύσταν, μαύρο για το Μαρκ»
«Ο βασιλιάς θα…»
«Όχι… κανένας δεν θέλει να πεθάνει ο Μαρκ. Πήγαινε τώρα»
«Και εσύ τι θέλεις για αντάλλαγμα;», ρώτησε η Ισόλτα, μα η Γυναίκα με τα Γκρίζα είχε κιόλας στρέψει να φύγει.
«Να τα πιείτε πριν το επόμενο φεγγάρι», είπε πίσω από την κουκούλα της.
*********************************
«Πώς να αφήσω την αγκαλιά σου;», ψιθύρισε η Ισόλτα με τα χείλη της κολλημένα σε αυτά του Τρύσταν.
«Πώς να αφήσω εσένα στην αγκαλιά του;», απάντησε αυτός.
Μα ήταν εκείνα τα λόγια που λένε οι εραστές όταν το πάθος τους ξεχειλίζει. Γιατί ούτε την αγκαλιά του Τρύσταν άφησε η Ισόλτα, ούτε στην αγκαλιά του Μαρκ βρέθηκε. Είχαν περάσει κιόλας τρία φεγγάρια από τότε που ο είχε γίνει ο μεγαλόπρεπος γάμος του Μαρκ με την Ισόλτα. Όλη η Αυλή είχε πιεί, τραγουδήσει, χορέψει, και μέσα στην ασημένια κούπα του βασιλιά, το μαύρο φίλτρο στάλαξε η νύφη. Κι ο Μαρκ την πήγε ευγενικά στην κάμαρά του, μα άντρας της δεν έγινε. Γιατί αυτό που η Ισόλτα και ο Τρύσταν χαίρονταν κάθε νυχτιά, ο Μαρκ δεν το χάρηκε. Ούτε την επόμενη νύχτα, ούτε καμιά. Χάιδευε τα μαλλιά της νύφης, έφευγε από το βασιλικό κρεβάτι και τριγύριζε ως τα χαράματα με το άλογό του, ολομόναχος. Και η Ισόλτα έβρισκε τον Τρύσταν και ζούσαν τον έρωτά τους, σαν να μην υπήρχε αύριο.
Κι έτσι πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια.
«Βασιλιά μου, όλοι πια ξέρουν πως η γυναίκα σου και ο ανιψιός σου είναι εραστές. Κι εσύ τίποτα δεν κάνεις για αυτό. Αντίθετα χάνεσαι τις νύχτες μέσα στα δάση με το άλογό σου, και εκείνοι οργιάζουν πλέον ακόμα και στο βασιλικό κρεβάτι. Η προσβολή είναι μεγάλη. Πρέπει να δικαστούν», έλεγαν και ξανάλεγαν οι συμβουλάτορες του βασιλιά.
«Σωπάστε, ανόητοι. Κανένας να μην πειράξει τη βασίλισσα και τον ανιψιό μου. Θέλετε να ανοίξουμε πόλεμο με την Έιρε;»
Μα κάποτε ο πιο πιστός του συμβουλάτορας, ένας άντρας που μισούσε την Ισόλτα τόσο πολύ όσο και την ποθούσε, και ζήλευε θανάσιμα τον Τρύσταν, κατάφερε να ακολουθήσει το ζευγάρι και να τους δει ενόσω έσμιγαν κάτω από το φεγγάρι. Είχε μαζί και δυο φρουρούς που άρπαξαν τον Τρύσταν, ενώ εκείνος αγκάλιαζε τη μισόγυμνη Ισόλτα, επιτέλους. Όχι για να την κάνει δική του, αλλά για να τη δει να πεθαίνει.
«Το δίκαιο και το σωστό είναι να πεθάνουν», είπε στο Μαρκ.
Ο βασιλιάς έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. Τα γκρίζα του μαλλιά ήταν μπερδεμένα, με κλαδάκια και φύλλα ανάμεσά τους, όπως κάθε φορά που γύριζε από το δάσος. Τα σκούρα του μάτια καρφώθηκαν στο πάτωμα. Πώς μπορούσε να πάει την απόφαση; Πώς μπορούσε να καταδικάσει την Κορνουάλη σε έναν ακόμα αιματηρό πόλεμο; Και η τιμή του; Πώς θα τα εξηγούσε όλα αυτά στο λαό του;
«Δεν ξέρω…, άφησε με μόνο»
Ο βασιλιάς πήρε ξανά το άλογό του και χάθηκε στο δάσος, ενώ η Ισόλτα και ο Τρύσταν αγωνιούσαν κλειδωμένοι σε ξέχωρα κελιά. Όταν ο Μαρκ επέστρεψε, βρήκε ένα πλήθος συγκεντρωμένο στο προαύλιο του παλατιού του. Μια κρεμάλα είχε στηθεί και μια πυρά. Ο όχλος ούρλιαζε.
«Κρεμάστε τον προδότη»
«Κάψτε την πόρνη»
«Στη φωτιά»
«Όχι, έχω κάτι καλύτερο για δαύτην», φώναξε δυνατά για να ακουστεί ο συμβουλάτορας του βασιλιά, κι έδειξε στην άκρη του πλήθους μια φιγούρα που έστεκε ακίνητη.
Ήταν μια μορφή τυλιγμένη σε γκρίζο μανδύα και με κουκούλα κατεβασμένη. Όταν ο κόσμος την αντιλήφθηκε σώπασε μονομιάς, κι όπως η μορφή περπάτησε αργά ανάμεσα τους, εκείνοι έκαναν τόπο να περάσει, για να φτάσει μπροστά στην κρεμάλα που είχε στηθεί για τον Τρύσταν. Ανασήκωσε λίγο την κουκούλα και όλοι είδαν τα χέρια δεμένα με λευκά υφάσματα. Μια κραυγή βγήκε από το πλήθος. Ο συμβουλάτορας χαμογέλασε.
«Θα την πάρεις μαζί σου, αυτήν την πόρνη. Θα την πάρεις εκεί στο χωριό των λεπρών. Εξόριστη. Να βασανιστεί, να υποφέρει, να πονέσει, να πεθαίνει κάθε στιγμή το κορμί της, γιατί σήμερα θα πεθάνει η ψυχή της. ΚΡΕΜΑΣΤΕ ΤΟΝ!»
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!», ακούστηκε σαν βροντή η φωνή του βασιλιά Μαρκ, και η Γυναίκα με τα Γκρίζα κατέβασε ξανά την κουκούλα της, όχι όμως πριν ο Τρύσταν δει σε μια αχτίδα ήλιου τα μάτια της τα θαλασσένια και μια χρυσή μπούκλα από τα μαλλιά της.
Και ξετρελαμένος από αγωνία ρίχτηκε μέσα στο πλήθος, ξεφεύγοντας από την αγχόνη που τον περίμενε. Πήδηξε πάνω από κεφάλια, τσαλαπάτησε όσους έβρισκε μπροστά του και άρπαξε την Ισόλτα από το χέρι. Έτρεξαν όσο πιο μακριά μπόρεσαν. Μπήκαν στο δάσος, εκεί που χανόταν ο Μαρκ τις νύχτες. Και μέσα στα πυκνά δέντρα κρύφτηκαν από το πλήθος που τους κυνήγησε. Ο γαλάζιος μανδύας της Ισόλτα πιάστηκε σε έναν αγκαθωτό θάμνο, δίπλα σε ένα γκρεμό και κάποιοι πίστεψαν πως έπεσε και σκοτώθηκε. Μα όχι ο συμβουλάτορας. Ούτε ο βασιλιάς.
Ο Μαρκ είχε απλά καθίσει στη σκαλιστή του πολυθρόνα και περίμενε με τα χέρια του κρυμμένα στις παλάμες του. Ερημιά παντού. Το πλήθος, οι φρουροί, οι συμβουλάτορες, όλη η Αυλή του, ακόμα και οι υπηρέτες είχαν φύγει ψάχνοντας στο δάσος. Μέσα στη σιωπή άκουσε ελαφρά βήματα πίσω του. Ένα απαλό χέρι άγγιξε τον ώμο του. Γύρισε και την κοίταξε.
«Έλα, αγαπημένε μου, ήρθε η ώρα να φύγουμε κι εμείς»
«Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια;», ρώτησε ο βασιλιάς γυρίζοντας προς τη Γυναίκα με τα Γκρίζα.
«Τρία χρόνια για εκείνους, τον Τρύσταν και την Ισόλτα. Το φίλτρο ήδη από το περασμένο φεγγάρι έχει πάψει να επιδρά»
Ο βασιλιάς σηκώθηκε. Κατέβασε την κουκούλα της γυναίκας. Το πρόσωπό της είχε μερικά σημάδια από το χρόνο, μα κανένα σημάδι αρρώστιας. Τα λευκά της χέρια τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του. Τη φίλησε παθιασμένα.
«Είναι αληθινός έρωτας, λοιπόν», είπε ο άντρας μετά από κάμποσες στιγμές.
«Εσύ, αγαπημένε μου, ξέρεις καλύτερα από όλους τη φύση του τριπλού φίλτρου. Αν μετά από τα τρία χρόνια που περνάει η επίδρασή του ακόμα θέλουν ο ένας τον άλλον, τότε είναι έρωτας αληθινός. Αν στην ηλικία πριν τη φθορά δεν ζητήσουν άλλον για ταίρι, είναι έρωτας αιώνιος»
«Σαν το δικό μας, αγαπημένη μου… Ισόλτα, Οέλα, Ντήρντρε, Γκρόνυα, Γκουίνεβιρ, Ελέιν, Μόργκαν… κι όποιο όνομα διαλέξεις…»
Η Γυναίκα με τα Γκρίζα και ο βασιλιάς ανέβηκαν στο άλογο και αργά κατευθύνθηκαν δυτικά. Και κανένας δεν τους ξαναείδε.
Χρόνια αργότερα, ο Τρύσταν και η Ισόλτα, στο μυστικό τους σπιτάκι στο δάσος χαίρονταν ακόμα τον ολοζώντανο έρωτά τους, όταν ακούστηκε πως πόλεμος κηρύχτηκε ανάμεσα στην Κορνουάλη και την Έιρε. Και η θέση του βασιλιά χήρευε και πάλι. Ο λαός ζητούσε έναν γενναίο πολέμαρχο για να ηγηθεί.
Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον και αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Ο Τρύσταν φόρεσε τον δερμάτινο θώρακα και το παλιό του κράνος. Η Ισόλτα τον μακρύ της γκρίζο μανδύα με τη βαθιά κουκούλα. Έξω από τα τείχη του κάστρου φιλήθηκαν με πάθος.
«Καλή αντάμωση, αγαπημένη μου», είπε εκείνος συγκινημένος.
Πέρασε ανάμεσα από τους φρουρούς ενώ η Ισόλτα περπάτησε αργά προς το λιμάνι. Όλο και κάποιο παλιό σκαρί θα έφευγε για την Έιρε.
Της Δήμητρας Μπενίση
Τριστάνος και Ιζόλδη
Ίσως η πιο δραματική ερωτική ιστορία πολύ πριν τον «Ρωμαίο και την Ιουλιέτα» από την οποία μάλιστα ο William Shakespeare πήρε αρκετά στοιχεία. Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη είναι κέλτικος μύθος και αποτελεί προϊόν επεξεργασίας της φαντασίας των τροβαδούρων.
Μεταγενέστερα ο Γερμανός ποιητής Gottfried von Straίburg συνέθεσε μια διασκευή του μύθου. Αποτελεί έναν από τους ποιητικότερους θρύλους του Μεσαίωνα από την υπόθεση του οποίου ο Richard Wagner εμπνεύσθηκε το ομώνυμο λυρικό δράμα του.
Αρκετοί είναι αυτοί βέβαια που θεωρούν πως η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Είναι ένα έργο που κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Όπερας ενώ πρόσφατα παρουσιάστηκε και στον κινηματογράφο με μεγάλη επιτυχία. To 2006 η ταινία Tristan and Isolde όπου είναι βασισμένη στον ομώνυμο ρομαντικό μεσαιωνικό μύθο, έκανε πρεμιέρα. Γράφτηκε από τον Dean Georgaris και η σκηνοθεσία είναι του Kevin Reynolds ενώ η παραγωγή είναι του Ridley Scott, πρωταγωνιστούν James Franco και Sophia Myles. Το έργο επίσης έχει μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα από τον Νίκο Βεντήρη.
Η ιστορία, η οποία έχει ως θέμα της τον έρωτα του ιππότη Τριστάνου για την Ιρλανδή πριγκίπισσα Ιζόλδη, έχει πολλές παραλλαγές.
Η πιο γνωστή είναι η εξής: ο Τριστάνος ντε Λεονουά, που μικρός έμεινε ορφανός και απήχθη από πειρατές, ελευθερώνεται και ανατρέφεται από τον θείο του Μάρκο, Βασιλιά της Κορνουάλης. Μετά από ένα περιπετειώδη και γεμάτο ανδραγαθήματα βίο, μεταξύ των οποίων και το φόνο ενός τέρατος της Ιρλανδίας, του Μορχούτ, στο οποίο οι Κορνουάλιοι πρόσφεραν ετησίως ως θυσία 400 νεανίδες, ο Τριστάνος επιφορτίζεται με το καθήκον να μεταβεί στην Ιρλανδία και να ζητήσει για λογαριασμό του θείου του το χέρι της Ιρλανδής πριγκίπισσας Ιζόλδης της Ξανθής.
Επιστρέφοντας με την Ιζόλδη στην Κορνουάλη από μοιραίο λάθος πίνουν και οι δύο κάποιο μαγικό φίλτρο, που ήταν προορισμένο να προκαλεί ακατανίκητο και αιώνιο έρωτα σε όποιους το γεύονταν. Έτσι αμφότεροι, έρμαια του πάθους τους, απατούν τον Βασιλιά.
Αργότερα ο Τριστάνος, προκειμένου να απαλλαγεί απ’ αυτόν τον έρωτα, παντρεύεται την Ιζόλδη τη Λευκώλενο. Σε μια μάχη όμως τραυματίζεται από δηλητηριασμένο βέλος και γνωρίζοντας πως το αντίδοτο το έχει μόνο η Ιζόλδη η Ξανθή την ειδοποιεί να σπεύσει άμεσα. Πράγματι εκείνη ανταποκρίνεται στο κάλεσμά του και με ένα πλοίο με λευκά πανιά, όπως της είχε υποδείξει ο Τριστάνος, φεύγει ώστε να του πάει το αντίδοτο. Η σύζυγός του όμως η Ιζόλδη η Λευκώλενος από ζηλοφθονία αναγγέλλει στον κατάκοιτο Τριστάνο ότι το πλοίο που έφθασε έχει μαύρα πανιά. Εκείνος απελπισμένος πεθαίνει την ώρα που φτάνει κοντά του η Ιζόλδη η Ξανθή.
Έρευνα Μαριλένα Μέξη
Πηγές: Wikipedia
Guest Post
Η Δήμητρα Μπενίση είναι συγγραφέας - αφηγήτρια και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.