The Power of Carbuncle - H Ιστορία του Σκοτεινού Μονόκερου
Οι φυλλωσιές των δέντρων σκορπούσαν παντού μέσα στο δάσος, όμορφες μελωδίες που τις συνόδευαν τιτιβίσματα πουλιών. Ξαφνικά ακούστηκαν καλπασμοί αλόγου, ενώ μια γυναίκα γεμάτη φόβο, έτρεχε λαχανιασμένη. Τα κεχριμπαρένια μαλλιά της ανέμιζαν ξοπίσω της και χάνονταν σαν φλόγα μέσα στο δάσος. Η Epona κρατούσε σφιχτά ένα μικρό κουτί. Το κρατούσε τόσο δυνατά που έλεγες πως τα χέρια της θα μάτωναν. Δάκρυα κυλούσαν γύρω από τα ροδαλά μάγουλά της σαν δροσοσταλίδες, ενώ οι χτύποι της καρδιάς της ακούγονταν σαν βουητό που έβγαινε από τα πιο βαθιά σημεία του δάσους. Ξαφνικά ακούστηκε το χλιμίντρισμα ενός αλόγου, ενώ μια κραυγή έσπασε σε χίλια κομμάτια μέσα στην ησυχία του δάσους. Ένα μικρό αεράκι φύσηξε και την σκόρπισε μακριά. Το δάσος έμοιαζε ‘παγωμένο’ κι ένα κύμα σιωπής υποδέχθηκε τον θάνατο.
Ο Bagwyn έφτασε αλαφιασμένος κοντά στην απόμακρη λίμνη, στο δάσος του Elvawood. Δίπλα στις όχθες είδε το σώμα της Epona να κείτεται ματωμένο. Μόλις την κράτησε στην αγκαλιά του κατάλαβε πως το τέλος ήταν κοντά.
“ Συγχωρέσε με’’ , ψιθύρισε ο Bagwyn καθώς τα δάκρυά του έσταζαν πάνω στο χλωμό πρόσωπό της.
“ Δεν κατάφερε να μου το πάρει Bagwyn, δεν τα κατάφερε!” είπε η Epona με φωνή που μόλις ακουγόταν.
Πριν προλάβει εκείνος να πει ο,τιδήποτε, η Epona τον κοίταξε στα μάτια και του είπε επιτακτικά, με όσες δυνάμεις της απέμεναν: ‘’Μην έρθει ποτέ η Cornelia εδώ, ούτε κι εσύ. Ποτέ! Με ακούς;” Ύστερα από λίγο οι κραυγές πόνου του Bagwyn αντήχησαν μέχρι τα μακρινά βουνά της Chrysaor.
10 Χρόνια Mετά
Η Cornelia εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει, ακόμα μια φορά, από έναν εφιάλτη. Πάλι είχε δει στο όνειρό της, πως την στιγμή που η μητέρα της, την προειδοποιεί να μην πάρει ποτέ στα χέρια της το μικρό κουτί, εμφανίζεται ένα ΄κτήνος’, το ίδιο κάθε φορά. Μια μορφή που ήταν ο ίδιος ο εφιάλτης. Άρπαζε το κουτί και γελώντας σαρκαστικά, το έμπηγε μέσα στην καρδιά της. Κάθε φορά νόμιζε πως της κοβόταν η αναπνοή. Δεν υπήρχε ποτέ γαλήνη στο πρόσωπό της και κάθε πρωινό έμοιαζε άρρωστο και ταλαιπωρημένο.
Εδώ και χρόνια δεν είχε πάρει ποτέ απαντήσεις από τον πατέρα της για τον τρόπο που πέθανε η μητέρα της, ήταν κάτι που στοίχειωνε την σχέση τους. Ο πατέρας της είχε γίνει απόμακρος και ιδιότροπος. Δεν συζητούσε πλέον μαζί της, ήταν σαν ξένοι. Η υπερπροστατευτικότητά του όμως ήταν για εκείνη μια θηλιά στο λαιμό της. Δεν άντεχε άλλο να ζει μαζί του. Ήθελε να είναι ελεύθερη όπως και οι άλλοι μονόκεροι του Chrysaor. Όμως ο πατέρας της δεν θύμιζε πλέον καθόλου εκείνον τον άνδρα που κάποτε αγαπούσε τόσο. Το χαμόγελο του, η ανεμελιά του, τα αστεία του, όλα αυτά που τον έκαναν να έχει καρδιά μικρού παιδιού, είχαν χαθεί μαζί με την τελευταία φορά που αντίκρισε την μητέρα της.
Το βράδυ που πέθανε εκείνη, ο Βασιλιάς επισκέφτηκε το φτωχικό τους μετά τα μεσάνυχτα. Ήταν μικρή και δεν καταλάβαινε πολύ καλά τι έλεγαν μεταξύ τους. Θυμάται μόνο τον πατέρα της να λέει πως εκείνος φταίει για όλα και τον Βασιλιά να υπόσχεται πως θα τον σκοτώσει αν δεν βρει λύση. Μετά από δυο μέρες επισκέφτηκε τον πατέρα της, η Einhorna, η προστάτιδα μονόκερως του Chrysaor. Φαινόταν πως ήθελε να βοηθήσει τον πατέρα της σε κάτι, όμως εκείνος αρνήθηκε και την έδιωξε βίαια από την μικρή τους καλύβα.
Όσες φορές η Einhorna βρίσκονταν στον δρόμο τους, ο Βagwyn απομάκρυνε την Cornelia μακριά από αυτή. Η Cornelia δεν είχε πολλούς φίλους, επειδή ο πατέρας της ήταν παράλογα, για εκείνη, αυστηρός. Η ζωή της ήταν μονότονη και μελαγχολική. Μέχρι την βραδιά που γνώρισε τον Osman, ο οποίος ήταν μέλος της βασιλικής φρουράς. Ήταν από τις λίγες φορές που ξετρύπωσε κρυφά μέσα από την καλύβα και παραβρέθηκε στην βασιλική αυλή. Ήταν τα γενέθλια της κόρης του βασιλιά. Οι δυο νέοι έδειχναν ερωτευμένοι. Συναντιόνταν κρυφά, αφού η ‘σκιά’ και η αυστηρότητα του Bagwyn πάντα τους ‘ακολουθούσε’.
Μετά τα μεσάνυχτα η Cornelia θα συναντούσε για ακόμη μια φορά τον Osman στα κρυφά, αυτή την φορά κοντά στην μικρή λίμνη, στο δάσος Elvawood. Πήγε εκεί, παρά τις απαγορεύσεις του πατέρα της. Την είχε κουράσει πλέον η μυστικοπάθειά του και η φυλακή που την είχε ‘κλείσει’ εδώ και πολλά χρόνια.
Φτάνοντας στην λίμνη χώθηκε στην αγκαλιά του αγαπημένου της, όμως στο βλέμμα του κάτι είχε αλλάξει. Δεν ήταν πλέον ο Osman που ήξερε. Η έκφραση του ήταν ψυχρή, θαρρείς σαν κάτι κακό να είχε μπει στην ψυχή και στο μυαλό του. Με ένα στραβό, ειρωνικό χαμόγελο της είπε πως λυπάται και την έσπρωξε βίαια μέσα στην λίμνη. Ύστερα παντού σκοτάδι.
1 μέρα μετά…
Η Cornelia άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Ένα αεράκι είχε χαϊδέψει το πρόσωπό της, σκορπώντας χρυσοπράσινα φύλλα γύρω από τα γυαλιστερά, μαύρα μαλλιά της. Ένιωθε σαν να είχε αποκοιμηθεί έναν ολόκληρο αιώνα κι είχε έναν κόμπο στο στομάχι της. Έξαφνα πρόσεξε τα χέρια της. Ήταν ματωμένα και κρατούσαν ένα μαχαίρι. Νωχελικά πλησίασε στην λίμνη και κοίταξε μέσα. Αιφνιδιασμένη είδε το είδωλό της, ενώ μια έκφραση τρόμου ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Στα αλήθεια, έβλεπε τον εαυτό της. Ήταν η ίδια μα και όχι. Κάτι ‘σκοτεινό΄ την είχε κυριεύσει. Τραύλισε, ένιωθε χαμένη και άρχισε να κλαίει. Ξαφνικά μια σκοτεινή φιγούρα, πάνω σε ένα μαύρο άλογο, εμφανίστηκε μπροστά της. Ήταν το ίδιο τέρας που έβλεπε στα όνειρά της. Με ταχείς κινήσεις την άρπαξε βίαια με τα τεράστια, σιχαμερά χέρια του. Τα νύχια του ήταν μαύρα, γαμψά και κοφτερά όπως και τα δόντια του. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό και τα μαλλιά του μαύρα και μακριά. Τα μάτια του ήταν σαν δυο μικρές φλόγες ενώ το βλέμμα του ήταν απειλητικό. Ήταν κι αυτός ένας μονόκερως.
Για ακόμη μια φορά η Cornelia βρισκόταν κλεισμένη σε μια ‘φυλακή’. Το ΄κτήνος’ την οδήγησε σε μια σπηλιά. Ήταν το πιο φριχτό και ανατριχιαστικό μέρος που είχε δει ποτέ στην ζωή της.
‘’ Ποιος είσαι; τι θέλεις από εμένα; γιατί με έφερες εδώ;’’ , ρώτησε ενώ η έκφρασή της ήταν γεμάτη απόγνωση.
‘’ Θέλω να μείνεις για πάντα κοντά μου, γιατί στην ψυχή σου βρίσκεται αυτό που θέλω, αυτό που με κάνει δυνατό. Βρίσκεται αυτό, που αναζητώ εδώ και πολλά χρόνια, αυτό που δεν κατάφερα να αρπάξω από την ‘γλυκιά σου μανούλα’ . Βρίσκεται το Carbuncle παγιδευμένο για πάντα!’’ , είπε με βαθιά φωνή το μαυροφορεμένο τέρας.
‘’ Δεν καταλαβαίνω. Τι είναι το Carbuncle;” , ρώτησε η Cornelia μπερδεμένη
‘’ Δεν σου εξήγησε ο αγαπημένος σου πατέρας;” ρώτησε σαρκαστικά το τέρας.
‘’ Ποιος είσαι; Τι θέλεις επιτέλους!”, φώναξε και έπεσε στο πάτωμα ψυχικά εξουθενωμένη. Τότε το τέρας άρχισε να διηγείται με την απόκοσμη φωνή του: "Το Carbuncle είναι ένα πολύτιμο πετράδι που ανήκε εδώ και χιλιάδες χρόνια στην Einhorna, την προστάτιδα του Chrysaor, τη γη των μονόκερων. Είχε όλη την μαγεία των πιο ισχυρών μονόκερων που πέρασαν από αυτή τη γη. Η Einhorna πάντοτε κρατούσε καλά φυλαγμένο το πολύτιμο πετράδι της, που είχε περάσει στα χέρια της από γενιά σε γενιά. Ο Βασιλάς όμως που γνώριζε για την ιστορία του πολύτιμου πετραδιού ήθελε απελπισμένα να το αποκτήσει. ‘Ήθελε να το κλέψει από την Einhorna. Διέταξε λοιπόν τους δυο καλύτερους από τους έμπιστους στρατιώτες του, να το κλέψουν για εκείνον. Οι στρατιώτες δεν ήταν άλλοι από τον Bagwyn - δηλαδή τον πατέρα σου - και τον Lotus, δηλαδή εμένα. Αφού κλέψαμε το πετράδι κάτω από την ‘μύτη’ της ανυποψίαστης Einhorna ξεκινήσαμε για το κάστρο του Βασιλιά. Όταν όμως κράτησα το πετράδι, άρχισα να ‘βλέπω’ τα πράγματα διαφορετικά και να μου αρέσει. Ήθελα το Carbuncle μόνο δικό μου! Άρχισα να ‘αλλάζω’ και παραδόθηκα στο σκότος. Χρειάστηκε να παλέψω σκληρά με τον αγαπημένο σου πατερούλη, ο οποίος προσπάθησε να μου πάρει το αγαπημένο μου πετράδι μακριά. Και τα κατάφερε, το ίδιο βράδυ επιστρέφοντας στην καλύβα του είπε όλη την αλήθεια για το πετράδι και την κλοπή στην ‘αγαπημένη σου μανούλα’. Εκείνη αρνήθηκε να κρύψουν το πετράδι στην καλύβα γιατί το θεωρούσε επικίνδυνο. Την επόμενη μέρα το έβαλε σε ένα κουτί, βγήκε από την καλύβα και άρχισε να κατευθύνεται προς το Elvawood για να το παραδώσει πίσω στην Einhorna. Τότε άρχισα να την κυνηγώ. Ήμουν σίγουρος πως είχε το Carbulance. Όταν της πήρα την ζωή, συνειδητοποίησα πως το Carbulance δεν βρισκόταν πουθενά. Ήμουν τόσο ηλίθιος, που ούτε που κατάλαβα πως είχε πέσει στην λίμνη και η δύναμη του είχε παραδοθεί στα νερά.
Από τότε ζω σαν παράσιτο, αναζητώντας το. Έψαχνα για αυτό παντού. Το ίδιο και ο Βασιλιάς…Όταν άκουσα τις νύμφες του Elvawood να μιλούν για μια μικρή στοιχειωμένη λίμνη στα πιο βαθιά μέρη του δάσους, τότε κατάλαβα…Ήξερα πως η δύναμή του βρισκόταν εκεί. Δεν έχασα λοιπόν ευκαιρία, βούτηξα μέσα στα νερά της λίμνης…και τίποτα. Τότε τα πνεύματα του Carbuncle μου ψιθύρισαν πως έπρεπε να βρω τον απόγονο του τελευταίου μονόκερου, που είχε κρατήσει το πετράδι και να τον πετάξω στην λίμνη. Το ‘σκοτάδι’ ήθελε μια αγνή και καλή καρδιά. Έτσι η σκοτεινή δύναμη θα περνούσε σε εσένα λατρεμένη μου, όπως κι έγινε, για αυτό θα μείνεις για πάντα κοντά μου. Μέσα από εσένα θα εκπληρώσω ό,τι ποθούσα μέχρι τώρα. Θα σπείρω τον θάνατο και θα γίνω κυρίαρχος των πάντων!
Ήσουν τόσο αθώα που πίστεψες πως σε ερωτεύτηκε ο Osman. Ένας χαζός στρατιώτης που τον απείλησα πως θα σκοτώσω όλη την οικογένειά του προκειμένου να σου παριστάνει τον ερωτοχτυπημένο και να σε πετάξει στην λίμνη!"
‘’Φτάνει δεν αντέχω άλλο! Μην συνεχίζεις! Πότε δεν θα με κυριεύσει τίποτα. Καμιά σκοτεινή δύναμη, ποτέ!” , φώναξε εξοργισμένη η Cornelia προσπαθώντας να πνίξει τον φόβο της.
“Kαημένη Cornelia. Ήδη έχεις προσπαθήσει να κάνεις άσχημα πράγματα. Δεν αναρωτιέσαι πώς βρέθηκες γεμάτη αίματα, κρατώντας ένα μαχαίρι; Προσπάθησες ήδη να σκοτώσεις κάποιους χωρικούς γλυκιά μου. Και την παραμικρή κακιά σκέψη να κάνεις, το μυαλό σου γίνεται ‘στάχτη’ πια….Ποτέ δεν θα είσαι η ίδια..’’ , είπε ο Lotus κι άρχισε να γελά δυνατά με ένα δαιμονισμένο γέλιο.
Τότε η Cornelia πήρε το μαχαίρι - που της είχε πέσει στο έδαφος - και με γοργές κινήσεις επιτέθηκε στον Lotus. Του έμπηξε το μαχαίρι στο στήθος κι άρχισε να τρέχει. Ακολουθώντας το φως, κατάφερε να βγει από το σπήλαιο. Έτρεχε μέσα στο δάσος όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πηγαίνοντας προς την λίμνη. Όταν έφτασε, βούτηξε μέσα της και προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Τότε ένιωσε κάποιος να την τραβά από το χέρι προς την επιφάνεια. Ο Bagwyn δεν θα άφηνε ποτέ την κόρη του να μπει σε κίνδυνο. Ήξερε πως το Elvawood ήταν επικίνδυνο για εκείνη και την αναζητούσε.
‘’ ‘Άφησέ με να πεθάνω πατέρα. Δεν θα είμαι ποτέ πια η Cornelia που θυμάσαι. Το κακό είναι μέσα μου. Η ψυχή μου αιχμαλωτίστηκε για πάντα”
“ Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω ποτέ κόρη μου, γιατί σ ’αγαπώ’’, απάντησε ο Bagwyn
‘’ Κι εγώ σ΄αγαπώ πατέρα, αλλά δεν πρόκειται να αγαπήσεις ποτέ το τέρας που πρόκειται να γίνω’’, είπε η Cornelia
‘’ Ό,τι και να γίνεις, εγώ θα είμαι πάντα εδώ για σένα καλή μου. Δεν θα επιτρέψω ποτέ να χαθεί η καλή σου ψυχή’’ είπε ο Bagwyn κι έσφιξε την Cornelia στην αγκαλιά του, τραβώντας την έξω από το νερό. Ένα δάκρυ της Cornelia κύλησε μέσα στην λίμνη κι αμέσως έγινε κόκκινη σαν αίμα, ενώ ένα δυνατό φως σκόρπισε παντού και κάλυψε τον χώρο. Τότε η λίμνη, για ακόμη μια φορά, άλλαξε κι έγινε σαν κρύσταλλο. Άρχισε να μικραίνει, ενώ το νερό σιγά-σιγά χανόταν, ώσπου στο τέλος έμεινε ένα κόκκινο πετράδι, στο κέντρο της.
Η Einhorna πλησίασε, πήρε στα χέρια της το πετράδι και το κλείδωσε μέσα σε ένα κουτί. "Εδώ βρίσκεται μια τεράστια δύναμη" είπε σηκώνοντας ψηλά το κουτί ιεροτελεστικά, "η αγάπη σας όμως είναι ισχυρότερη. Βλέπετε, το κακό βρίσκεται στο μυαλό μας. Μόνο αν πιστέψουμε στο κακό τότε μας κυριεύει. Αν όμως επιλέξουμε το καλό τότε μπορούμε να ζούμε γαλήνια. Είμαστε και το κακό και το καλό, το θέμα όμως είναι εμείς τι επιλέγουμε στο τέλος.
Όλα είναι δυνατά αν πιστέψουμε στην αγάπη….
O,τιδήποτε χωρίς αυτή μοιάζει τόσο μικρό και ασήμαντο….
Αν υπάρχει κάτι πολύτιμο γύρω μας αυτό είναι η αγάπη. Κρατήστε τη λοιπόν, για πάντα κλειδωμένη στην ψυχή σας…."
Cover Painting and Short Story by © Marilena Mexi
Η πρώτη δημοσίευση της ιστορίας μου έγινε πρώτα στο αγαπημένο "The Daily Owl"