"Mirror, Mirror on the Wall...", Χιονάτη: Η Αληθινή Ιστορία και το Παραμύθι
-Mirror, mirror, on the wall, who's the fairest of them all?-
Πόσοι δεν αποκοιμηθήκαμε όντας παιδιά, ακούγοντας από τη μαμά ή τη γιαγιά, την ιστορία της όμορφης πριγκίπισσας με το κατάλευκο δέρμα και τα εβένινα μαλλιά; Κάτω από θεόβαρες κουβέρτες, σκεπασμένοι ως τη μύτη, για να νιώθουμε προστατευμένοι από την κακιά βασίλισσα, που ενώ η σκέψη της και μόνο μας έφερνε ανατριχίλα θέλαμε να ακούσουμε ξανά και ξανά με κάθε λεπτομέρεια όλο το παραμύθι από την αρχή ως το τέλος. Παραμύθι; Ήταν όντως; Και θα θέλαμε να το ξανακούσουμε αν γνωρίζαμε πως δεν είχε το ευχάριστο τέλος που όλοι ξέρουμε;
Ας τα πιάσουμε όμως από την αρχή. Με το που ακούμε τη λέξη Χιονάτη ποια άλλη λέξη μας έρχεται απευθείας στο μυαλό; Οι Νάνοι φυσικά. Αν όπως πολλοί πλέον ισχυρίζονται πρόκειται για αληθινή ιστορία, τότε αυτοί δεν ήταν παρά μια ‘παραμυθένια προσθήκη’ των αδερφών Grimm που πρώτοι συνέθεσαν πιο οργανωμένα το παραδοσιακό γερμανικό παραμύθι της Χιονάτης, περί των αρχών του 19ου αι. Σαν εικόνα φυσικά, δεν μπορεί παρά να μας έρθει η πανέμορφη κοριτσίστικη φιγούρα του αγαπημένου μας κινουμένου σχεδίου της Disney που άκουσον άκουσον κυκλοφόρησε το 1937!
H Γερμανική παραδοσιακή ιστορία λοιπόν. Πως ξεκίνησε όμως; Γιατί από κάπου ξεκινάνε όλες..
Κατά την εκδοχή του ιστορικού Eckhard Sander, η Χιονάτη δεν είναι παρά η κόμισσα Margaretha von Waldeck, που γεννήθηκε το 1533 και πέθανε μόλις 21 χρόνια αργότερα. Αφού ο πατέρας της χήρεψε και ξαναπαντρεύτηκε, η Margaretha σε ηλικία περίπου 17 ετών έφυγε για τις Βρυξέλλες καθώς δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τη μητριά της. Εκεί γνώρισε κι ερωτεύτηκε έναν ισπανό πρίγκιπα, που έμελλε να γίνει ο βασιλιάς Philip II της Ισπανίας. Οι δυο ερωτευμένοι σκόπευαν να παντρευτούν, παρά την εναντίωση του πατέρα του τελευταίου και της μητριάς της Μαργκαρίτας. Σύμφωνα με τον παραπάνω ιστορικό, η νεαρή κόμισσα πέθανε μυστηριωδώς στα 21 της χρόνια, πιθανότατα από δηλητήριο, καθώς ο γραφικός της χαρακτήρας στην τελευταία της διαθήκη ήταν αρκετά ‘ασταθής’ , πράγμα που δηλώνει τρεμούλιασμα των χεριών (σύμπτωμα της δράσης ενός δηλητηρίου). Όλη η ευθύνη παρόλα αυτά φαίνεται να πέφτει στον πατέρα του Φίλιππου και τις μυστικές υπηρεσίες της Ισπανίας καθώς η μητριά της Μαργκαρίτας είχε ήδη πεθάνει.
Μια δεύτερη εκδοχή, θέλει τη Χιονάτη να είναι η βαρόνη Μaria Sophia Margaretha Catharina Von Erthal, γεννηθείσα το 1725. Σύμφωνα με τον βαυαρό Karlheinz Bartel που υποστηρίζει αυτή τη θεωρία, ο πατέρας της νεαρής βαρόνης χήρεψε όταν εκείνη ήταν περίπου 4 ετών και ξαναπαντρεύτηκε. Η νέα του γυναίκα φρόντισε με κάθε τρόπο να υπονομεύσει τη θέση της Μαρίας Σοφίας προς όφελος των παιδιών της από τον προηγούμενο γάμο της. Ο Μαγικός Καθρέφτης , εκτίθεται αυτή τη στιγμή στο μουσείο Spessart , στο Lohr Castle, όπου έζησε η μητριά της Χιονάτης. Εικάζεται πως ήταν δώρο του βαρόνου προς τη νέα του γυναίκα, και κατασκευάστηκε από τους τεχνίτες του, στο ίδιο το κάστρο του Lohr.
Η εκδοχή των μαμάδων μας..
Αν κλείσουμε λίγο τα μάτια και αναπολήσουμε την οικεία φωνή που μας πρωτοείπε αυτό το παραμύθι, ίσως να θυμηθούμε κάπως και πως πήγαινε η τραγουδιστή εκείνη στιχομυθία της βασίλισσας με τον μαγικό της καθρέφτη: ‘ Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…Έλα για πες μου τώρα….’
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν μια βασίλισσα που είχε μεγάλο καημό να κάνει ένα κοριτσάκι. Καθώς καθόταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό και κεντούσε δίπλα στο παράθυρο του δωματίου της, τρύπησε κατά λάθος το δάχτυλό της με τη βελόνα και μια σταγόνα αίμα κύλησε στο χιόνι που είχε μαζευτεί στο πρεβάζι. Κοίταξε με θλίψη το όμορφο θέαμα του έντονου κόκκινου που απλωνόταν πάνω στο εκθαμβωτικό λευκό του χιονιού, και μονολόγησε:
"Πως θα ‘θελα να είχα ένα κοριτσάκι, με δέρμα λευκό σαν το χιόνι, χείλη κόκκινα σαν το αίμα και μαλλιά μαύρα σαν τη νύχτα…"
Η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα μόλις μερικούς μήνες αργότερα! Όταν την πρωτοαντίκρισε και είδε πως η κόρη της ήταν ακριβώς όπως την ονειρευόταν, την ονόμασε Χιονάτη. Η βασίλισσα όμως δεν πρόλαβε να χαρεί το πανέμορφο κοριτσάκι της. Σύντομα , αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε, μια πολύ νέα και όμορφη γυναίκα, η οποία έδειχνε να είναι επίσης πολύ καλή, και να αγαπάει τη μικρή πριγκίπισσα. Όμως η νέα βασίλισσα έκρυβε μυστικά που κανείς δεν φανταζόταν. Κάθε μέρα κλεινόταν για ώρα στην κάμαρή της χωρίς να λέει σε κανέναν τίποτα. Εκεί κρατούσε κρυμμένο έναν μαγικό καθρέφτη. Στεκόταν λοιπόν μπροστά του και θαυμάζοντας τον εαυτό της, τον ρωτούσε κάθε φορά:
"Καθρέφτη καθρεφτάκι μου έλα για πες μου τώρα.. Ποιά είν’ η ομορφότερη σε τούτη δω τη χώρα;"
"Μα και το ρωτάς βασίλισσά μου; Εσύ είσαι η καλύτερη και άλλη δε σε φτάνει!"
Έτσι έφευγε ευχαριστημένη, και κλείδωνε πίσω της καλά το δωμάτιό της μαζί με τη μαγεία που κρυβόταν σ’ αυτό.
Τα χρόνια περνούσαν κι η Χιονάτη μεγάλωνε κι όσο πήγαινε κι ομόρφαινε. Ήταν πάντα η χαρά της αυλής και του πατέρα της. Το δέρμα της ήταν αλαβάστρινο, τα χείλη της πάντα κόκκινα σαν το τριαντάφυλλο και τα μαλλιά της μαύρα, σαν τα γυαλιστερά φτερά του κορακιού. Η μητριά της παρότι της φερόταν καλά, δεν υπήρξε ποτέ τρυφερή μαζί της, και όταν κανείς δεν την έβλεπε, κοίταζε όλο μοχθηρία και λύσσα την όμορφη θετή της κόρη. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες ήρθε η ώρα να επισκεφτεί τον μαγικό της καθρέφτη.
"Καθρέφτη καθρεφτάκι μου έλα για πες μου τώρα.. Ποια είν’ η ομορφότερη σε τούτη δω τη χώρα;"
Ο καθρέφτης έδειξε να διστάζει για λίγο αλλά στο τέλος απάντησε.
"Βασίλισσα μου όμορφη και σ’ όλα προικισμένη, ακόμα είσαι ωραία, μα ακόμα κι από σε πιο ωραία είν’ η Χιονάτη"
"Η βασίλισσα δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά της. Πρασίνισε από το κακό της κι άρχισε να σπάει ότι έβρισκε μπροστά της"
"Αυτή η καταραμένη! Θα το πληρώσει πολύ ακριβά".
Το ίδιο βράδυ, διέταξε κρυφά έναν κυνηγό να πάρει τη Χιονάτη στο δάσος και να τη σκοτώσει. Ως απόδειξη έπρεπε να της φέρει την καρδιά της. Ο κυνηγός με δόλο κατάφερε να παρασύρει τη Χιονάτη ως τα βάθη του δάσους, αλλά όταν έφτασε η στιγμή λυπήθηκε το άμοιρο κορίτσι και δεν μπόρεσε να της κάνει κακό. Της αποκάλυψε τους αληθινούς σκοπούς της μητριάς της και την προειδοποίησε να τρέξει όσο πιο μακριά μπορούσε για να γλιτώσει. Η Χιονάτη άρχισε να τρέχει φοβισμένη μέσα στο σκοτεινό δάσος χωρίς να ξέρει που να πάει. Ο κυνηγός, επέστρεψε στο παλάτι, και παρέδωσε στην τρισευτυχισμένη πια βασίλισσα την καρδιά της πριγκίπισσας που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά η καρδιά ενός άγριου ζώου.
Η Χιονάτη όταν πια είχε πια εξαντληθεί κι άρχισε να απελπίζεται, είδε κάπου στο βάθος ένα αχνό φως. Πλησίασε, κι είδε ένα μικρό σπιτάκι. Η πόρτα του σπιτιού ήταν τόσο μικρή που χρειάστηκε να σκύψει προκειμένου να μπει μέσα. Όταν όμως πέρασε το κατώφλι, έμεινε με το στόμα ανοιχτό με αυτό που αντίκρισε. Ένα ζεστό καθαρό δωμάτιο γεμάτο θαλπωρή, που στο βάθος του σιγόκαιγε μια φωτιά. Το τραπέζι στο κέντρο ήταν στρωμένο έτοιμο να υποδεχτεί κόσμο, και πάνω του έφερε ένα σωρό καλούδια! Στις άκρες υπήρχαν στρωμένα εφτά μικρά κρεβατάκια. Η Χιονάτη δίχως να το πολυσκεφτεί, έφαγε σχεδόν ότι βρήκε μπροστά της, τα μάγουλά της κοκκίνισαν από τη ζέστη της φωτιάς και σε λίγο η κούραση την οδήγησε στο πιο κοντινό κρεβατάκι όπου αποκοιμήθηκε αμέσως.
Δεν άργησαν όμως να φανούν και οι ιδιοκτήτες του όμορφου αυτού σπιτικού, οι οποίοι δεν ήταν παρά εφτά νάνοι. Όταν μπήκαν μέσα, κατάλαβαν αμέσως πως κάτι δεν πάει καλά. Τίποτα δεν ήταν στη θέση του και το χειρότερο, πολλά από τα πιάτα ήταν άδεια! Άρχισαν να προσπαθούν να καταλάβουν τι είχε συμβεί, μέχρι που ανακάλυψαν τη Χιονάτη να κοιμάται βαθιά σε ένα από τα κρεβάτια τους. Άρχισαν να τη χαζεύουν παραξενεμένοι. Όταν εκείνη ξύπνησε και τους είδε στην αρχή τρόμαξε αλλά γρήγορα τους τα εξήγησε όλα, και τους ζήτησε να τη λυπηθούν και να την αφήσουν να μείνει μαζί τους. Σε αντάλλαγμα εκείνη θα έκανε όλες τις δουλειές όσο έλειπαν και θα φρόντιζε για το σπίτι και το φαγητό. Οι νάνοι τη λυπήθηκαν και δέχτηκαν. Την προειδοποίησαν όμως να είναι πολύ προσεχτική και να μην ανοίγει σε κανέναν την πόρτα όσο εκείνοι έλειπαν.
Όλα πήγαιναν πολύ ωραία. Το κορίτσι φώτισε το σπιτικό των νάνων κι εκείνοι την αγάπησαν και την πρόσεχαν. Όμως η κακιά βασίλισσα δεν άργησε να ανακαλύψει πως η μισητή της ‘αντίπαλος’ ζει. Όταν ξαναρώτησε τον καθρέφτη της, κι έμαθε πως είναι ζωντανή μάνιασε απ’ το κακό της. Μεταμφιέστηκε σε χωριάτισσα και πήγε έξω από το σπίτι των νάνων το πρωί που εκείνοι έλειπαν δήθεν μου πουλώντας χτένια.
"Κοπέλα μου όμορφη, πάρε ένα χτενάκι να στολίσεις τα όμορφα μαλλιά σου, να βοηθήσεις κι εμένα τη φτωχή".
Η Χιονάτη που λυπήθηκε την ταλαίπωρη γυναίκα διάλεξε ένα χτενάκι, που η χωριάτισσα αμέσως προσφέρθηκε να της το φορέσει. Αμέσως με το που ακούμπησε τα κατάμαυρα μαλλιά της, η κοπέλα έκλεισε τα μάτια και σωριάστηκε στη γη. Η μητριά της έφυγε γελώντας χαιρέκακα.
Όταν οι νάνοι γύρισαν και είδαν τη Χιονάτη πεσμένη έτσι στην αυλή έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί. Κάποιοι άρχισαν ήδη να κλαίνε όταν κάποιος από αυτούς ανακάλυψε το χτενάκι στα μαλλιά της που δεν το φορούσε πρώτα και το έβγαλε. Αμέσως το κορίτσι συνήλθε, κι όλοι ανακουφίστηκαν.
"Χιονάτη μου είσαι καλόψυχη και το μυαλό σου δεν τρέχει στο κακό, της είπε ο σοφότερος των νάνων που είχε βρει και το μαγεμένο χτένι. Σε παρακαλώ, όταν λείπουμε να μην ξανανοίξεις σε κανέναν!"
Η Χιονάτη συμφώνησε και υποσχέθηκε πως έτσι θα έκανε από εδώ κι εμπρός.
Όμως δεν μπορούσε να προβλέψει τα σχέδια της κακιάς μητριάς της, σα μάθαινε εκείνη πως για άλλη μια φορά γλίτωσε.
"Καθρέφτη καθρεφτάκι μου έλα για πες μου τώρα.. Ποια είν’ η ομορφότερη σε τούτη δω τη χώρα; ρώτησε η βασίλισσα όλο χαρά την επόμενη μέρα τον μαγικό της καθρέφτη".
"Βασίλισσά μου όμορφη και σ’ όλα προικισμένη, ακόμα είσαι ωραία, μα ακόμα ωραιότερη είναι από σε η Χιονάτη".
Η βασίλισσα εξαγριώθηκε.
"Πως είναι δυνατόν; Πως τα κατάφερε!"
Η οργή της ήταν τόση που έκανε και τον καθρέφτη ακόμα να τρομάξει.
"Αυτή τη φορά δε θα μου ξεφύγει!" και συγκεντρώνοντας όλη της τη μαγεία έφτιαξε ένα πανίσχυρο δηλητήριο. Πότισε με αυτό ένα μήλο, πήρε ένα καλάθι γεμάτο κόκκινα λαχταριστά μήλα, έβαλε το δηλητηριασμένο πάνω πάνω, και μεταμφιέστηκε σε μια κακάσχημη γριά.
Πήγε πάλι στο δάσος στο σπίτι των νάνων, αλλά αυτή τη φορά η Χιονάτη ήταν μέσα. Πλησίασε στο παράθυρο και της φώναξε.
"Μήλα πουλάω καλό μου κορίτσι. Φρέσκα μήλα! Έλα να δοκιμάσεις να δεις τι νόστιμα που είναι".
Η Χιονάτη άφησε τις δουλειές του σπιτιού κι έτρεξε προς την πόρτς θυμήθηκε όμως τη συμβουλή των νάνων και δεν άνοιξε.
"Συγνώμη καλή μου γιαγιούλα αλλά δεν μπορώ να πάρω. Μια άλλη φορά!"
"Φοβάσαι μια ανήμπορη γριούλα κορίτσι μου; Να εδώ από το παραθύρι σου θα σου τα δώκω, δε χρειάζεται ν’ ανοίξεις".
Η κοπέλα αναθάρρησε που έτσι δε θα χρειαζόταν να παραβεί την υπόσχεσή της στους νάνους και πήρε το πιο γυαλιστερό και όμορφο μήλο πάνω πάνω απ’ το καλάθι. Όταν όμως πήγε να το δαγκώσει, δίστασε.
"Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι δεν είναι καλά;" της είπε η γριά δήθεν αθώα. Να για να δεις, εγώ θα το δαγκώσω από τη μια πλευρά για να ‘σαι σίγουρη! και γυρνώντας το με τρόπο το δάγκωσε από την πλευρά που δεν είχε δηλητήριο.
Το κορίτσι έτσι παρασύρθηκε και το πήρε στο χέρι του δοκιμάζοντας όλο χαρά. Η πρώτη της όμως δαγκωνιά ήταν κι οι τελευταία της.. Το χρώμα έσβησε από το πρόσωπό της κι η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Η μοχθηρή βασίλισσα είχε πετύχει πλέον το στόχο της.
Όταν επέστρεψαν οι νάνοι, και βρήκαν τη Χιονάτη σε αυτήν την κατάσταση έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να τη συνεφέρουν, όμως κατάλαβαν πως ήταν μάταιος κόπος. Αφού έκλαψαν για την αγαπημένη τους Χιονάτη, έφτιαξαν για κείνη ένα γυάλινο φέρετρο, και την ξάπλωσαν εκεί, ώστε να μπορέσει η ομορφιά της να ζήσει για πάντα.
Μια μέρα βρέθηκε στο δάσος για κυνήγι ένας πρίγκιπας. Κάτι ανάμεσα στα δέντρα τον τύφλωνε κι έτσι δεν μπορούσε να σημαδέψει. Ακολουθώντας το να δει τι είναι έφτασε στο γυάλινο φέρετρο της Χιονάτης που αντανακλούσε τις αχτίνες του ήλιου. Κατέβηκε απ’ το άλογό του και πλησίασε. Όταν αντίκρισε το κορίτσι μαγεύτηκε από την ομορφιά του και αποφάσισε να την πάρει μαζί του. Εκείνη τη στιγμή επέστρεψαν οι νάνοι, και προσπάθησαν να τον σταματήσουν όταν όμως ο πρίγκιπας τους είπε πως θα έφερνε τους καλύτερους γιατρούς για να την ξυπνήσουν από αυτήν τη νάρκη αποφάσισαν για χάρη της, να του επιτρέψουν να την πάρει μαζί του. Έτσι όμως όπως μετακινούσαν το φέρετρο, αυτό ταρακουνήθηκε, το σώμα της κοπέλας τραντάχτηκε και το κομμάτι του δηλητηριασμένου μήλου, έφυγε από το στόμα της. Τότε η Χιονάτη συνήλθε, το χρώμα επανήλθε στα χείλη και τα μάγουλά της κι οι νάνοι άρχισαν να κλαίνε από χαρά.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αντικρίζοντας τον πρίγκιπα κι εκείνη με τη σειρά της τον ερωτεύτηκε, και φύγαν μαζί για το βασίλειό του. Γρήγορα κανονίστηκαν οι γάμοι τους, και στάλθηκαν προσκλήσεις σε όλα τα γειτονικά βασίλεια. Η μητριά της Χιονάτης μη γνωρίζοντας πως πρόκειται για τη θετή της κόρη, στολίστηκε με τα ωραιότερα κοσμήματά της, φόρεσε το πιο ωραίο της φόρεμα, και αποφασισμένη να εντυπωσιάσει τους πάντες κοντοστάθηκε στο μαγικό της καθρέφτη, προτού ξεκινήσει το ταξίδι για το γάμο. Με περίσσεια αυτοπεποίθηση τον ρώτησε:
"Καθρέφτη καθρεφτάκι μου έλα για πες μου τώρα.. Ποια είν’ η ομορφότερη σε τούτη δω τη χώρα;"
"Βασιλισσά μου όμορφη και πενταστολισμένη. Ψέματα δεν μπορώ να σου ειπώ κι εσύ αυτό το ξέρεις. Τρανή η ομορφιά σου έρχεται δεύτερη απ’ της Χιονάτης".
Λυσσασμένη από το κακό της άρπαξε ένα κύπελλο που βρήκε μπροστά της και το πέταξε με δύναμη επάνω στον καθρέφτη, ραγίζοντας τον.
"Θα ασχοληθώ μαζί της όταν γυρίσω από το γάμο!" μονολόγησε και έφυγε βιαστικά από το παλάτι χωρίς να ξανακοιταχτεί σε κάποιον καθρέφτη.
Έτσι δε συνειδητοποίησε το κακό που είχε κάνει στον ίδιο της τον εαυτό. Όσο το ράγισμα του καθρέφτη μεγάλωνε, τόσο έχανε κι εκείνη όλη της τη μαγεία που την κρατούσε νέα και όμορφη. Μέχρι να φτάσει στο παλάτι του πρίγκιπα είχε γίνει αγνώριστη. Μπαίνοντας στην αίθουσα της τελετής όλοι γύρισαν και την κοίταζαν και κρυφογελούσαν. Το ζευγάρι γύρισε να δει τι συμβαίνει και τότε η κακιά βασίλισσα αντίκρισε δίπλα στον πρίγκιπα τη Χιονάτη πιο όμορφη από ποτέ. Βγάζοντας μια κραυγή οργής και μίσους, έφυγε τρέχοντας για το παλάτι της. Όμως ο καθρέφτης όλο και θρυμματιζόταν, κι όταν πια μπήκε στο δωμάτιο της αναζητώντας τον για παρηγοριά εκείνος έπεσε σε χίλια κομμάτια κι εκείνη αυτομάτως μετατράπηκε σε σκόνη.
‘Κρυφές’ σημειώσεις!
-Στην αρχική εκδοχή των αδερφών Grimm έτσι όπως λεγόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή από στόμα σε στόμα η ίδια η μητέρα της Χιονάτης την παράτησε στο δάσος, επειδή τη ζήλευε για την ομορφιά της! Όταν οι αδερφοί παραμυθάδες πολλά χρόνια αργότερα ξανάγραψαν την ιστορία, αντικατέστησαν την κακή μητέρα με μητριά, προκειμένου να την κάνουν λιγότερο τρομαχτική για τα παιδιά.
-Στις σλαβικές εκδοχές της ιστορίας, η μητριά της Χιονάτης τρώει (!) την καρδιά που της φέρνει ο κυνηγός, κάτι που συνάδει με τη μυθολογία τους για τις κακές μάγισσες.
-Ακολούθησαν και άλλες εκδοχές, οι πιο γνωστές είναι οι μεταφορές στη μεγάλη οθόνη: Snow White - A tale of Terror (1997), Snow White - The Fairest of Them All (2001), Snow White and the Huntsman (2012), Mirror Mirror (2012). Και οι σειρές The Legend of Snow White (anime series 1994) και πρόσφατα η επιτυχημένη σειρά Once Upon a Time όπου έχει ως βάση το ομώνυμο παραμύθι, από τους δημιουργούς Adam Horowitz και Edward Kitsis.
Πηγές: Imdb - Wikipedia