«Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού» επιστρέφει, και το πρώτο κεφάλαιο είναι ήδη εδώ!

26814477_752902068244067_4309776259182472893_n.jpg

Το βιβλίο Η Φυλακή των Χαμένων Ψυχών αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας φαντασίας του Γιώργου Αγγελίδη, «Η Αυτοκρατορία του Φεγγαριού» και αναμένεται να κυκλοφορήσει εντός των επόμενων ημερών από τις Εκδόσεις Πηγή.

Στο Will o’ Wisps, έχουμε την τιμή να προδημοσιεύσουμε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.

 

***

 

Η Φυλακή των Χαμένων Ψυχών

Κεφάλαιο Πρώτο

 

Ατλαντίδα

Πόσες χιλιάδες θρύλοι μπορούν να πλεχτούν γύρω από ένα μονάχα όνομα; Ο πιο λαμπρός πολιτισμός που γνώρισε ποτέ η Γη ή απλώς ένα ψήγμα της ανθρώπινης φαντασίας, καταδικασμένης να αναζητά πάντοτε μια ανύπαρκτη ουτοπία; Άλλωστε, χιλιάδες χρόνια μετά την πρώτη αναφορά στο όνομά της από τον Πλάτωνα και ύστερα από δεκάδες έρευνες, κανείς δεν έχει καταφέρει να την εντοπίσει.

Σύμφωνα με το θρύλο, «στη νήσο αυτή υπήρχε μεγάλη και θαυμαστή βασιλική δύναμη, που επικρατούσε σε όλο το νησί, καθώς και σε πολλά άλλα νησιά και μέρη της ηπείρου... Όταν έγιναν φοβεροί σεισμοί και κατακλυσμοί, μέσα σε μία ημέρα και μία νύχτα τρομερή, όλοι οι μαχητές της χάθηκαν αθρόοι μέσα στη γη και η νήσος αφανίστηκε, παρομοίως βυθισμένη στη θάλασσα».

Ένας θρύλος. Κι όμως είναι γνωστό πως κάθε μύθος έχει τις ρίζες του στην πραγματικότητα. Και ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αλήθεια είναι ακόμη πιο τρομερή από την ιστορία.

Η Ατλαντίδα πράγματι υπήρξε. Κι ο λόγος που τόσο λίγοι άνθρωποι μίλησαν γι’ αυτή, ο λόγος που τόσα λίγα είναι γνωστά για εκείνη, για την εμφάνιση και τους κατοίκους της, είναι ότι ελάχιστοι εκλεκτοί είχαν ποτέ την ευκαιρία να την επισκεφτούν. Να βαδίσουν στους δρόμους της. Να θαυμάσουν το κάστρο που στόλιζε το κέντρο της. Κι αυτό γιατί η Ατλαντίδα δεν ήταν μια ακόμη πόλη ανθρώπων. Όχι. Η Ατλαντίδα ήταν η πόλη των θεών.

Ένα νησί. Ένα νησί περικυκλωμένο από ένα πανύψηλο ημικυκλικό βουνό που χάρη στην παντοδύναμη πηγή ενέργειάς του, κρυμμένη από την αρχή του χρόνου στα έγκατά του, είχε τη δυνατότητα να μεταφέρεται σε οποιοδήποτε σημείο των επτά θαλασσών. Στο κέντρο της Μεσόγειου... Πέρα από τις στήλες του Ηρακλή στον Ατλαντικό... Στην Ανταρκτική... Έτσι οι Θεοί, οι Άτλαντες όπως ονομάζονταν, είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν κάθε άκρο του βασιλείου τους. Να επιτηρούν, να προστατεύουν και να ελέγχουν. Να χαρίζουν λύτρωση ή να καταδικάζουν σε αιώνια τιμωρία.

 

Κανείς δε γνωρίζει πόσους αιώνες ακριβώς διήρκεσε η χρυσή εποχή της βασιλείας των θεών, καθώς η αυγή της χάνεται στο βάθος του χρόνου. Η αντίστροφη μέτρηση του τέλους της όμως άρχισε, καθώς οι πλανήτες του ηλιακού συστήματος εισήλθαν για πρώτη φορά στην τροχιά της ευθυγράμμισης. Τότε, καθώς η σκιά της Σελήνης άρχισε να καλύπτει το γαλάζιο πλανήτη, μια πύλη άνοιξε στην άβυσσο και ξεχύθηκε στη Γη το ίδιο το σκοτάδι. Από μία άγνωστη μέχρι τότε παράλληλη διάσταση εισήλθαν στη δική μας εκατοντάδες ορδές δαιμόνων ηγούμενες από τον παντοδύναμο στρατηγό Δαίμονα Παλαμνέρσους. Μια διάσταση που ονομάστηκε Φυλακή των Χαμένων Ψυχών.

Όσο η ευθυγράμμιση πλησίαζε στο αποκορύφωμά της τόσο μεγάλωνε ο δεσμός μεταξύ των δύο διαστάσεων. Οι Θεοί προσπάθησαν τα πάντα κι όμως απέτυχαν να διακόψουν το σύνδεσμο. Τότε στράφηκαν εναντίον των δαιμόνων κι ενώ ανακάλυψαν πως είχαν τη δύναμη να τους εξοντώσουν, ήταν τρομερά πολλοί για να τους αντιμετωπίσουν όλους. Τρομερά περισσότεροι από εκείνους. Και συνεχώς νέοι κατέφθαναν από το σχίσμα στον πυθμένα του βαθύτερου σημείου της θάλασσας, ακριβώς κάτω από το βασίλειο των Ατλάντων.

Μέχρι τότε οι Θεοί πίστευαν ότι ήταν αθάνατοι. Πράγματι κανείς και τίποτε δεν μπορούσε να τους φθείρει. Ούτε καν ο ίδιος ο χρόνος. Κανείς - μέχρι τότε. Μια ακόμη σύγκρουση άλλαξε τα πάντα. Ένας θεός που ηττήθηκε κι έχασε τη ζωή του στα χέρια του στρατηγού Παλαμνέρσους ανέτρεψε όλα όσα μέχρι τότε πίστευαν, σπέρνοντας τον πανικό στα στρατεύματα των Ατλάντων.

 Πανικόβλητοι οι Θεοί αποφάσισαν πως έπρεπε να κρυφτούν. Ήταν αρκετά απερίσκεπτοι για να ελπίσουν πως, με το τέλος της ευθυγράμμισης των πλανητών, η σκοτεινότερη ώρα θα περνούσε κι ύστερα θα μπορούσαν να διασώσουν ό,τι είχε απομείνει. Ήταν πεπεισμένοι πως νεκροί δε θα μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερη βοήθεια στους ανθρώπους. Τους εγκατέλειψαν, λοιπόν, στο έλεος της οργής των δαιμόνων. Ενεργοποιώντας το μηχανισμό στο κέντρο της Ατλαντίδος και καθώς ένας ενεργειακός θόλος υψωνόταν γύρω από το νησί, αυτό βυθίστηκε μέσα στα φουρτουνιασμένα κύματα.

Για μια στιγμή όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο. Τα πάντα, όμως, ανατράπηκαν καθώς οι Δαίμονες ανακάλυψαν την κρυφή τοποθεσία του νησιού, επιτέθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις και, διαλύοντας τις αντιστάσεις του, κατέλαβαν την Ατλαντίδα.

Από πού έρχονταν; Τι ήθελαν; Ήταν σκοπός τους να κατακτήσουν την Ατλαντίδα, να εκθρονίσουν τους Άτλαντες και να επιβάλουν την εξουσία τους σε ολόκληρη την πλάση; Κανείς δεν γνώριζε. Κανείς - ούτε καν οι παντοδύναμοι και παντογνώστες Θεοί.

Παρατηρώντας τους Δαίμονες, σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι ήξεραν ακριβώς τι έκαναν. Δεν ήταν απλώς ζώα διψασμένα για αίμα όπως αρχικά είχαν υποθέσει. Δεν είχαν καταλάβει την Ατλαντίδα για να κυριέψουν τον κόσμο. Όχι. Στόχος τους ήταν η πηγή ενέργειας που βρισκόταν στα έγκατά της. Η ισχυρότερη πηγή ενέργειας σε ολόκληρη τη Γη. Το Εστελάριον.

Ο Δαίμονες άρχισαν να χτίζουν γύρω από το κάστρο της Ατλαντίδος έναν πανύψηλο κυκλικό λαβύρινθο. Γκρεμίζοντας ό,τι υπήρχε γύρω του. Κι αυτή ήταν μονάχα η αρχή. Γιατί τότε άρχισαν να χτίζουν ένα πέτρινο τείχος που σύντομα περικύκλωσε ολόκληρη τη Γη. Χτισμένο κάθετα στον Ισημερινό, θύμιζε γιγάντιο δαχτυλίδι που είχε το νησί της Ατλαντίδος και τον κυκλικό λαβύρινθο για Σφραγίδα του. Κι όπως θα αποδεικνυόταν σύντομα, αυτό ακριβώς ήταν. Η Σφραγίδα που οι Δαίμονες αποκαλούσαν Σφραγίδα του Χαμού, μαρτυρώντας τη φύση του κρυφού ακόμη και τότε σκοπού της.

Καθώς το δαχτυλίδι ολοκληρώθηκε, με τα οστά των υποδουλωμένων ανθρώπων που το έχτισαν να κρατάνε τα θεμέλιά του, τα πετρώματα του κάστρου της Ατλαντίδος ξεκίνησαν να μαυρίζουν. Σταδιακά, η πίσσα εξαπλώθηκε σε όλο το νησί καλύπτοντας κάθε του σπιθαμή και μετατρέποντάς το στο φρούριο που οι Δαίμονες ονόμασαν Ράντσλα.

Η Σφραγίδα του Χαμού ήταν έτοιμη. Το μόνο που χρειάζονταν πια οι Δαίμονες ήταν ένα κλειδί για να την ενεργοποιήσουν. Και οι Θεοί ήξεραν πως δεν μπορούσαν να τους επιτρέψουν να το αποκτήσουν. Πόσω μάλλον όταν δε γνώριζαν τι θα συνέβαινε μόλις η Σφραγίδα ενεργοποιούταν.

Αποφασισμένοι να τα δώσουν όλα, άρχισαν την έφοδό τους. Διαλύοντας τα φράγματα των εχθρών έφτασαν στο κέντρο του Ράντσλα, εκεί όπου βρισκόταν το Εστελάριον, αντιστεκόμενο ακόμη και τότε στη σκοτεινή ενέργεια που το περιτριγύριζε. Στο δαχτυλίδι μαύρης ενέργειας που ο Παλαμνέρσους είχε υφάνει γύρω του.

Ο στρατηγός Δαίμονας ήταν έτοιμος να βαδίσει στο εσωτερικό του νεφελώματος. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να μετατραπεί στο ένα και μοναδικό κλειδί κι αυτόματα να ενεργοποιήσει τη Σφραγίδα, εξαπολύοντας το χαμό που το όνομά της υποσχόταν. Τότε, όμως, οι Θεοί κατέφθασαν κι ένας τους πρόλαβε και εισήλθε στο Εστελάριον, σε μια προσπάθεια να απομακρύνει τον Δαίμονα από το κέντρο του.

Για ένα δευτερόλεπτο βρέθηκαν κι οι δύο μέσα στο νεφέλωμα. Ένα μονάχα δευτερόλεπτο. Κι όμως αυτό αποδείχτηκε αρκετό. Μεμιάς εκσφενδονίστηκαν κι οι δυο έξω. Η δημιουργία ενός κλειδιού είχε αυστηρούς κανόνες. Το κλειδί μπορούσε να είναι μονάχα ένα.

Οι Άτλαντες δεν άργησαν να κατανοήσουν τι σήμαινε η πράξη τους εκείνη. Ήταν βέβαιοι πως το κλειδί που θα ενεργοποιούσε τη Σφραγίδα, θα ήταν ο πρώτος κοινός απόγονος Δαίμονα και Θεού. Ο πρώτος, και μόνο. Έπρεπε, λοιπόν, να φροντίσουν να μη δημιουργηθεί ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, πιο αδύναμοι απ’ ό,τι είχαν υπάρξει ποτέ στο παρελθόν, ξεθώριαζαν στο άπειρο. Ήταν, λοιπόν, ελάχιστα αυτά που μπορούσαν πια να κάνουν ενώ αντίθετα το προσωπικό τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν ανείπωτο.

Με το τέλος της ευθυγράμμισης, όταν το χάσμα στον πυθμένα του Αιγαίου έκλεισε, οι Θεοί έπιασαν αμέσως δουλειά. Πρώτη τους μέριμνα ήταν η Ατλαντίδα. Εκείνη, άλλωστε, ήταν η Σφραγίδα. Χωρίς αυτή δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί το σχέδιο των δαιμόνων, όποιο κι αν ήταν αυτό. Έπρεπε, λοιπόν, να βεβαιωθούν πως κανείς δε θα την έβρισκε.

 Μεμιάς, μετέφεραν το πλωτό νησί στην πρωταρχική του θέση και με μια έκρηξη, που όμοιά της δεν είχε λάβει ξανά χώρα, μια έκρηξη που έπληξε ολόκληρη τη Μεσόγειο, το έσπασαν σε τρία κομμάτια. Τρία. Ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα. Άλλωστε από τότε ακόμη ο αριθμός αυτός ήταν συσχετισμένος με τη φωτεινή ενέργεια. Ικανός να ξορκίσει το κακό.

Το πρώτο κομμάτι της κλειδαριάς βυθίστηκε στον πυθμένα της θάλασσας. Έτσι γεννήθηκαν οι θρύλοι που ήθελαν σεισμούς και κύματα να έχουν καταβροχθίσει την Ατλαντίδα. Κι όμως, ένα κομμάτι της δεν πλημμύρισε ποτέ. Γιατί είχε ήδη εξαφανιστεί. Κρυμμένο σε μια διαφορετική, ακόμη πιο απρόσιτη κρυψώνα. Τέλος, το τρίτο κομμάτι έμεινε πίσω. Ένα πετρώδες ημικυκλικό βουνό κι ένας απύθμενος κρατήρας, που αργότερα οι άνθρωποι ονόμασαν καλντέρα. Έτσι, λοιπόν, με το θάνατο της Ατλαντίδος γεννήθηκε η Θήρα των αρχαίων Ελλήνων. Ένα ηφαιστειογενές νησί που θα συνέχιζε να αλλάζει μορφή και μέγεθος, όπως άλλωστε ήταν και αναμενόμενο, ώστε κανείς να μην υποπτευθεί την, ίσως αφύσικη, πραγματική του ταυτότητα.

Ακόμη πιο σημαντικό βέβαια για τους Θεούς ήταν να αντιμετωπίσουν τον Παλαμνέρσους, που είχε στο μεταξύ τραπεί σε φυγή. Κι όμως, από την πρώτη στιγμή ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να τον εξοντώσουν. Δεν τα κατάφεραν όταν η δύναμή τους βρισκόταν στο απόγειό της, πόσω μάλλον τότε που τα αποθέματά της είχαν σχεδόν στερέψει.

Αυτό που ύστερα από τρομερή προσπάθεια πέτυχαν ήταν να τον φυλακίσουν μακριά. Όσο πιο μακριά μπορούσαν. Τόσο μακριά, ώστε ακόμη κι αν κάποτε κατάφερνε να δραπετεύσει από τη φυλακή του, να μην είχε αρκετή ενέργεια για να έρθει πίσω στη Γη. Μακριά ˗ στον πυθμένα της θάλασσας του πιο απομακρυσμένου πλανήτη του ηλιακού συστήματος.

Οι Θεοί είχαν αποδεχτεί τη μοίρα τους. Έτσι, με την Ατλαντίδα κρυμμένη και τον Παλαμνέρσους φυλακισμένο, ήταν έτοιμοι να παραδοθούν στη λήθη. Έμενε μονάχα ένα πράγμα. Να σβήσουν κάθε ανάμνηση όσων συνέβησαν από τη μνήμη των ανθρώπων που επιβίωσαν. Έτσι, η γνώση δε θα σκίαζε την ύπαρξή τους για γενιές και γενιές, ενώ σε περίπτωση που ο Παλαμνέρσους δραπέτευε, δε θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει για να μάθει πού είχαν κρύψει την Ατλαντίδα.

Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορούσαν να αφήσουν το ανθρώπινο γένος απροστάτευτο. Πριν από το οτιδήποτε άλλο, λοιπόν, αποφάσισαν και χάραξαν στη σκοτεινή πλευρά του Φεγγαριού ένα μήνυμα. Μια κληρονομιά της γνώσης τους. Μια προειδοποίηση, που θα τους γινόταν φανερή αν μονάχα η μοίρα το ήθελε και κάποτε οι πλανήτες ευθυγραμμίζονταν ξανά. Γιατί ήξεραν, ακόμη από τότε, δεκάδες αιώνες πριν ο ανθρώπινος νους το εκφράσει με λέξεις, πως η γνώση είναι δύναμη ενώ η άγνοια αδυναμία. Ήξεραν πως όποιος αγνοεί το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το επαναλάβει.

Πολλά χρόνια αργότερα πέντε γυναίκες από τη Γη προικίστηκαν με μοναδικές δυνάμεις, χρίστηκαν Μεγάλες και κλήθηκαν να αναλάβουν την εξουσία σε μια πόλη για την οποία κανείς δεν γνώριζε. Για την οποία δεν υπήρχε καμία καταγραφή. Μια πόλη στο εσωτερικό της Σελήνης. Την Αυτοκρατορία του Φεγγαριού, όπως ήταν γνωστή στους κατοίκους της.

Ως τότε δεν υπήρχε κάποιος να την κυβερνά και συνεπώς ήταν ιδιαίτερα παράξενο πως ύστερα από τόσα χρόνια είχαν κληθεί αυτές οι ασήμαντες πέντε γυναίκες να αναλάβουν τα ηνία. Αν και κανείς δε γνώριζε τι, ήταν φανερό πως κάτι είχε αλλάξει. Ένας νέος, τουλάχιστον φαινομενικά, κίνδυνος βρισκόταν στο κατώφλι της Αυτοκρατορίας.

Παλαμνέρσους. Έτσι ονομαζόταν ο σκοτεινός Δαίμονας που αναδυόμενος από τις φλόγες άρχισε να σπέρνει το χάος σε ολόκληρη την υφήλιο. Οι Μεγάλες Πέντε πολέμησαν μαζί του κι ύστερα από μια σφοδρή μετωπική σύγκρουση κατάφεραν να τον νικήσουν και να τον πετρώσουν, μεταφέροντας στη συνέχεια το μαρμαρωμένο κουφάρι του στην Αυτοκρατορία. Πίστευαν ότι εκεί θα ήταν ασφαλές.

Τότε ήταν που οι Μάγια αποκρυπτογράφησαν ένα μήνυμα, κρυμμένο ως τότε στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, η οποία είχε γίνει για πρώτη φορά ορατή από το γαλάζιο πλανήτη. Μια προειδοποίηση που, ενώ κανείς δεν γνώριζε ποιος είχε αφήσει, σύντομα κατάλαβαν το λόγο.

Αμέσως κάλεσαν την αρχηγό των θεοτήτων που έσωσαν τον κόσμο από το σκοτεινό Δαίμονα. Την Κέριντγουεν. Έπρεπε να μοιραστούν μαζί της τι είχαν ανακαλύψει. Ήξεραν πως η προειδοποίηση αυτή άλλαζε τα πάντα. Και της το είπαν. Έτσι, η Κέριντγουεν, παρόλο που ήξερε πόσο επικίνδυνο ήταν, ξεκίνησε αμέσως για να τους συναντήσει.

Είχε μόλις επιστρέψει όταν ο Παλαμνέρσους κατάφερε να πάρει υπό την επήρειά του την ημίθεα κόρη της, ονόματι Κρίαργουαϊ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο την καθοδήγησε να σκοτώσει την μητέρα της, να πάρει τη μορφή της και να τον αναστήσει. Όταν όμως, εξαιτίας του δίδυμου αδερφού της, του Μόρφραν, απέτυχε, οι Τέσσερις εναπομείνασες αφέντρες του Φεγγαριού θυσίασαν τις ζωές τους για να διασπάσουν την καρδιά του Παλαμνέρσους σε τρία κομμάτια και κατόπιν την έκρυψαν στη Γη.

Το τι έγινε στη συνέχεια είναι γνωστό. Εκατοντάδες χρόνια αργότερα η Κρίαργουαϊ ανέκτησε ένα αντίγραφο της Προφητείας που οι Μάγια είχαν αποτύχει να καταστρέψουν και ακολουθώντας τις οδηγίες της εντόπισε ένα αγόρι και το χρησιμοποίησε για να ανακτήσει τα κομμάτια της καρδιάς του Δαίμονα. Τον χρησιμοποίησε για να αναστήσει τον Παλαμνέρσους.

Και για μια στιγμή πράγματι τα κατάφερε. Και πλήρωσε την επιτυχία της αυτή με την ίδια της τη ζωή. Ωστόσο, κάτι πήγε λάθος στο σχέδιο του στρατηγού Δαίμονα κι αυτό το φαινομενικά ασήμαντο αγόρι, ο Άλφρεντ, θυσιάζοντάς τον εαυτό του κατάφερε την τελευταία στιγμή να τον αποτρέψει.

Όλοι πίστεψαν πως τα πάντα είχαν τελειώσει. Πως ο Παλαμνέρσους ήταν για πάντα νεκρός. Αυτό που δεν σκέφτηκε κανείς, αυτό που δεν ήθελαν καν να συλλογιστούν, είναι ότι όποιος μπορεί να δραπετεύσει από το θάνατο μία φορά δεν είχε κάτι να τον εμποδίσει από το να το ξανακάνει.

 

Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο θα βρείτε εδώ.