«Αεβάλ, η θαλασσοκυρά»
Λίγοι πια θυμούνται την ιστορία της Αεβάλ, μιας από τις πιο αρχαίες Κυράδες της Θάλασσας, που ταξίδεψε με τις οκτώ αδελφές της από τον τόπο πέρα από το Ένατο Κύμα, και βρήκε φιλόξενη κατοικία στα βράχια της νοτιοδυτικής ακτής της Έιρε. Οι Εννέα έφερναν μαζί τους την Αρχαία Άρπα κι γνώριζαν τις Μαγικές Μελωδίες, και λένε πως όποιος άκουγε το τραγούδι τους μαγευόταν και έμενε άλαλος για ένα ολάκερο κύκλο του Φεγγαριού. Και εκεί στις ακτές κατοικούσαν κάτω από τη σκιά του βραχόλοφου του Κράιχ Λιθ, και του κάστρου των Ο’ Μπράιεν, της πιο σπουδαίας και αρχοντικής οικογένειας του Μάνστερ. Και όταν είχε πανσέληνο έβγαιναν στην ακρογιαλιά, κολυμπούσαν, τραγουδούσαν και γελούσαν, έφταναν μέχρι τις εκβολές του ποταμού Σάννον και χόρευαν στην ακτή παίζοντας τη Μαγική Μελωδία της Χαράς.
Κάποτε ο νεαρός γιός του άρχοντα Ο’ Μπράιεν, ο Μπρον είχε βγει να αγναντέψει τα καράβια που τόσο αγαπούσε κάτω από το φεγγαρόφωτο, και άκουσε τη φωνή της Αεβάλ που τραγουδούσε. Χωρίς να μπορεί να ελέγξει τα πόδια του, αφέθηκε να οδηγηθεί πίσω από τα βράχια που έκρυβαν την ακρογιαλιά… και εκεί την είδε. Τραγουδούσε όρθια δίπλα σε έναν βράχο που πάνω του έσκαζαν τα μικρά κύματα, και το αλμυρό νερό έβρεχε τα γυμνά της πόδια. Τα λευκά της φορέματα ανέμιζαν στο απαλό αεράκι, και τα κόκκινα μαλλιά της που έφταναν ως κάτω από τη μέση της, στροβιλίζονταν γύρω της σαν φλόγες. Και όταν τα θαλασσένια της μάτια αντάμωσαν τα δικά του, εκείνος έμεινε σαν μαρμαρωμένος, κι άκουγε το τραγούδι της και οι αδελφές της στο νεύμα της άρχισαν να χορεύουν γύρω τους καθώς έστεκαν αντικριστά. Κι όταν το τραγούδι απόσωσε οι οκτώ γυναίκες έπεσαν στο νερό και κολύμπησαν ώσπου χάθηκαν εκεί που τα άστρα καθρεφτίζονταν.
Μα η Αεβάλ και ο Μπρον έμειναν κάτω από το βράχο, κάτω από το φεγγάρι, στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα σε νερό και στεριά. Εννέα δελφίνια φάνηκαν από μακριά να κολυμπούν με φόντο την πανσέληνο. Ο νεαρός άντρας την πλησίασε διστακτικά και άγγιξε τα μαλλιά της και το αλαβάστρινο δέρμα του προσώπου της χωρίς να αφήσει το βλέμμα της. Κι εκείνη νιώθοντας μια παράξενη ταραχή, αφέθηκε για λίγο στο χάδι του, μα ύστερα βούτηξε μέσα στο νερό και χάθηκε από τα μάτια του.
Ο Μπρον συνήλθε όταν τα δελφίνια χάθηκαν πέρα στον ορίζοντα. Περπάτησε σαν υπνωτισμένος, ανέβηκε στη ράχη του αλόγου του και γύρισε στο κάστρο. Κλείστηκε στην κάμαρά του και όλη τη νύχτα σκεφτόταν την όμορφη Κυρά, την Ξωτικιά που του είχε πάρει τη λαλιά η ομορφιά της και το τραγούδι της. Και μόλις ξημέρωσε πήγε στο εργαστήρι του κάστρου, πήρε τα εργαλεία του κι άρχισε να σφυρηλατεί το καθαρό ασήμι για να φτιάξει κάτι που θα ήταν αντάξιο της όμορφης Κυράς. Πήρε πετράδια πολύτιμα και δούλεψε έναν ολάκερο κύκλο του φεγγαριού. Δεν μιλούσε σε κανέναν, κι όσο κι αν ο πατέρας του βρόνταγε την πόρτα ο νεαρός άντρας δεν ανταποκρινόταν. Μόνο στην αδελφή του άνοιγε, την χλωμή και αδύνατη Εβλύν, που έλεγαν ψιθυριστά όλοι στο κάστρο πως ήταν αλαφροΐσκιωτη. Η νεαρή του έφερνε φαγητό εκλεκτό, μα εκείνος έτρωγε και έπινε μόνο όσο χρειαζόταν, και ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στο έργο του. Η κοπέλα καθόταν σιωπηλή και παρατηρούσε τον αδελφό της χαμογελώντας, κι εκείνος της χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά. Ώσπου μια μέρα πριν την πανσέληνο τελείωσε κι εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε αποκαμωμένος αλλά χαρούμενος.
Το επόμενο δειλινό πήρε το άλογό του και πήγε ξανά στην ακρογιαλιά. Και είδε την Αεβάλ και μαζί της τις οκτώ αδελφές της, ενώ μέσα στο νερό τα εννέα δελφίνια πηδούσαν χαρούμενα ψηλά. Και το φεγγάρι έντυνε την Αεβάλ στα λευκά, και η σκοτεινή θάλασσα τις αδερφές της στα μαβιά. Και είχαν αρχίσει πάλι τη μουσική, το χορό, και το τραγούδι της απλώθηκε ανάμεσα στα βράχια, σήκωσε άνεμο και κύματα παιχνιδιάρικα, και τρύπωσε σε κάθε μικρό λαγούμι και δεντράκι της ακτής, και τα πλάσματα βγήκαν να την ακούσουν. Ο Μπρον στεκόταν μαγεμένος πάλι, μόνο που αυτή τη φορά πήρε θάρρος και βάδισε προς το μέρος της, τείνοντας την παλάμη του στη γυναίκα. Εκείνη είδε με έκπληξη το αντικείμενο που κρατούσε ο άντρας με τα μαύρα μαλλιά και του χαμογέλασε. Σταμάτησε τη μουσική και το τραγούδι και του είπε:
«Βασιλικό το δώρο σου, άρχοντά μου».
«Μόνο ένα χτένι από καθαρό ασήμι πρέπει να αγγίζει τα μαλλιά της πιο ωραίας Ξωτικοκυράς», απάντησε αυτός με βραχνή από την ταραχή φωνή.
Οι αδελφές της, που είχαν για μια στιγμή σταθεί ακίνητες και σιωπηλές αποσύρθηκαν στα νερά σαν απαλά φύλλα που τα παρασέρνει το αεράκι της νύχτας.
«Σε ευχαριστώ», απάντησε ευγενικά η Αεβάλ και πήρε το χτένι.
Ήταν στολισμένο με πανέμορφα πετράδια στα χρώματα της θάλασσας και του δάσους, κοχύλια λαμπερά, κοράλλια και λουλούδια φτιαγμένα από αρωματισμένο ύφασμα. Το ασήμι ήταν τόσο λεπτοδουλεμένο που έμοιαζε να είχε γίνει από τον καλύτερο Ξωτικοτεχνίτη. Η Αεβάλ άγγιξε με αυτό τα μαλλιά της και χαμογελώντας ακόμα μουρμούρισε απαλά έναν σκοπό. Ύστερα στερέωσε το χτένι στα μαλλιά της και πρόσφερε το χέρι της στον Μπρον.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ήταν αχώριστοι. Εκείνη συχνά άφηνε τον αγαπημένο της τόπο στη θάλασσα και μαζί έκαναν μακρινούς περιπάτους με το άλογο. Ο Μπρον της έδειχνε τα δάση που αγαπούσε, τα πλάσματα και τους τρόπους της στεριάς, κι εκείνη τον πήγαινε στις μισοσκότεινες μυστηριώδεις θαλασσοσπηλιές, μαθαίνοντας του τα μυστικά του νερού. Τις νύχτες τον κρατούσε στην αγκαλιά της και του τραγουδούσε τις Μαγικές Μελωδίες του τόπου πέρα από το Ένατο Κύμα και έφερνε ειρήνη στην καρδιά του.
Ώσπου μετά από ένα χρόνο και μια μέρα η Αεβάλ του ψιθύρισε πως θα έφερνε στον κόσμο τον καρπό του έρωτά τους. Εκείνος χαρούμενος της ζήτησε να την παρουσιάσει στον πατέρα του και να ζήσουν μαζί στο κάστρο.
«Αγαπημένε μου, δεν μπορώ να ζήσω για πολύ στη στεριά, και το ξέρεις. Η φύση μου είναι να είμαι κοντά στη θάλασσα, κοντά στις αδελφές μου, για να προστατεύουμε τις ακτές σας από τους εισβολείς. Η μουσική μας έχει πολύ μεγάλη δύναμη, και το καθήκον μας είναι σοβαρό»
«Έχεις δίκιο, Αεβάλ της καρδιάς μου. Γι’ αυτό αν το θέλεις κι εσύ μπορούμε να κατοικήσουμε στο μικρό εκείνο σπίτι πάνω στο Κράιχ Λιθ, ψηλά στο βράχο. Από εκεί θα μπορείς να βλέπεις τον ποταμό και τη θάλασσα μαζί»
Η Αεβάλ δέχτηκε με χαρά και πήγαν μαζί με τον Μπρον ως το κάστρο για να γνωρίσει την οικογένειά του. Μα τα μάτια του Ο’ Μπράιεν όταν έμαθε πως ο γιος του θα έδενε τη ζωή του με μια Κυρά της Θάλασσας, πήραν μια παράξενη λάμψη, αλλά συγκαταβατικά αποδέχτηκε το γεγονός πως θα έμεναν στο μικρό σπιτάκι πάνω στο Κράιχ Λιθ. Όσο για την Εβλύν, αυτή δέχτηκε την Αεβάλ και οι δυο τους περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί.
Πέρασαν τρία ακόμα φεγγάρια, όταν στο σπιτάκι μια μέρα έφτασε ένας αγγελιοφόρος του Ο’ Μπράιεν με ένα μήνυμα για τον Μπρον. Ο άντρας έφυγε αναστατωμένος, και όταν επέστρεψε μετά από ώρα ανακοίνωσε στην αγαπημένη του πως έπρεπε να σαλπάρει με ένα από τα καράβια για να αντιμετωπίσει στη θάλασσα τους επερχόμενους εισβολείς. Η Αεβάλ αμέσως κατέβηκε στην ακρογιαλιά, βρήκε τις αδελφές της και τους ζήτησε να συνοδέψουν το καράβι του Μπρον και να τον προστατεύουν. Κι έτσι σε μερικές ημέρες ένα καράβι συνοδευόμενο από οκτώ Κυράδες της Θάλασσας και οκτώ δελφίνια, σάλπαρε για να ενωθεί με το στόλο του Υψηλού Βασιλιά που θα πήγαινε να πολεμήσει τα καράβια των εισβολέων.
Η Αεβάλ έμεινε στην κορυφή του Κράιχ Λιθ, να αγναντεύει τα κύματα που τον πήραν στο βορρά, και παίζοντας την άρπα της, είπε το τραγούδι της που θα τον προστάτευε από κάθε κακό, και θα του έδινε θάρρος στη μάχη. Κι από εκείνη την ημέρα μόνη της συντροφιά ήταν η Εβλύν, που της χτένιζε τα μαλλιά και στερέωνε το χτένι που είχε φτιάξει ο Μπρον στις μακριές κόκκινες μπούκλες της Αεβάλ. Η Ξωτικιά της ιστορούσε ένα σωρό πράγματα για τον τόπο πέρα από το Ένατο Κύμα, για τα μυστικά της θάλασσας, για την Ευλογία της Αφθαρσίας που χάρισε στον Μπρον, τον αιώνιο αγαπημένο της, και τα όνειρα που έκανε για να ζήσουν μαζί για πάντα. Και η Κυρά της Θάλασσας περίμενε καρτερικά στη στεριά τον ερχομό του άντρα της.
Μα ένα βράδυ με καταιγίδα ένιωσε τα πρώτα σημάδια του τοκετού. Η Εβλύν τη βοήθησε κι έτσι ήρθαν στον κόσμο τα δίδυμα. Η Κλιέθνα, με τα φλογάτα μαλλιά, που πήρε το όνομα της μητέρας της Αεβάλ. Και ο Μπρόνυαν, με τα μαύρα μαλλάκια, που έμοιαζε ίδιος ο πατέρας του ο Μπρον. Την αυγή η Αεβάλ στήριξε την άρπα της στη ράχη της, και πήγε ως την ακρογιαλιά να ευλογήσει τα παιδιά της στη θάλασσα. Πρώτα την Κλιέθνα που μέσα στη θάλασσα κολύμπησε σαν να ήταν φτιαγμένη με την ουσία του Νερού και των Άστρων. Και το ένατο δελφίνι έπαιζε μαζί της χαρούμενο.
Όμως πριν προλάβει να ευλογήσει τον Μπρόνυαν, κατέβηκαν από την κορυφή του Κράιχ Λιθ, καβαλαραίοι οι στρατιώτες του Ο’ Μπράιεν και έσπρωξαν με τη βία την Αεβάλ πάνω σε ένα βράχο, ρίχνοντας την αναίσθητη. Όταν συνήλθε είδε μόνο την Κλιέθνα ξαπλωμένη πάνω στην άμμο και το δελφίνι να φωνάζει στη γλώσσα του αναστατωμένο. Τότε η Αεβάλ έπεσε στη θάλασσα, στήριξε χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι ύφασμα που έσκισε από το λευκό της φόρεμα, το μωρό στη ράχη του δελφινιού, και ψιθύρισε μια ευλογία στα δυο πλάσματα. Ύστερα γύρισε στην ακτή και ανέβηκε τρέχοντας το βράχο του Κράιχ Λιθ. Έφτασε στο κάστρο των Ο’ Μπράιεν κι άρχισε να χτυπάει λυσσαλέα την πύλη. Μα κανένας δεν της άνοιξε. Η γυναίκα ούρλιαζε για ώρες μέχρι που σε μια πολεμίστρα φάνηκε ο πατέρας Ο’ Μπράιεν και κρατούσε τον Μπρόνυαν στα χέρια του. Το πρόσωπό του ήταν σαν σκαλισμένο σε βράχο.
«Ο Μπρον σου είναι νεκρός. Πνίγηκε στη θάλασσα κοντά στα βράχια του Ίννισμορ. Οι εισβολείς κατάστρεψαν τα καράβια μου. Δεν θα ξαναδώ το γιό μου, αλλά ούτε κι εσύ το δικό σου. Μου χρειάζεται ένας διάδοχος. Εξαφανίσου από τη γη μου κι εσύ και η κόρη σου. Μίλησα».
Η βαριά πύλη του κάστρου παρέμενε ερμητικά κλειστή, και η Αεβάλ μάταια ούρλιαζε με απόγνωση. Κανένας δεν της άνοιξε. Ούτε καν η Εβλύν, που είχε εξαφανιστεί. Η Κυρά της Θάλασσας χτύπαγε το σιδερόδετο ξύλο, ώσπου τα χέρια της μάτωσαν, και τα σκούπιζε διαρκώς στο λευκό της φόρεμα. Φώναζε το όνομα του Μπρον και ύστερα του Μπρόνυαν και τέλος το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα στριγκό ουρλιαχτό στον άνεμο «Ο’ ΜΠΡΑΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΝ».
Και ο άνεμος έπαιρνε το ουρλιαχτό της και το περνούσε μέσα από τα μαλλιά της, που άρχισαν ξέπλεκα να κυνηγάνε τις αστραπές που ξεκίνησαν να πέφτουν στο κάστρο, και πάνω στο Κράιχ Λιθ. Ο άνεμος πήρε τη φωνή της και πέρασε σφυρίζοντας άγρια μέσα από τα κλαδιά των δέντρων, μέσα από τα βράχια, κι έφτασε στις σπηλιές κοντά στη θάλασσα. Μα οι αδελφές της δεν ήταν εκεί για να ακούσουν το θρήνο της, τον πόνο της, την προδοσία που είχε μπηχτεί σαν μαχαιριά στην καρδιά της. Νύχτωσε κι ακόμα εκείνη ούρλιαζε απελπισμένη στην ακτή.
Μα μόλις το φεγγάρι φάνηκε στον ορίζοντα η γυναίκα σώπασε απότομα. Και σωριάστηκε στη γη. Και η Εβλύν βγήκε κρυφά από το κάστρο και την τράβηξε από τα μπράτσα και την έσυρε ως μια πηγή μέσα σε ένα άλσος. Εκεί την άφησε παίρνοντας το χτένι από τα μαλλιά της Θαλασσοκυράς.
«Άντρα αγάπησες, Αεβάλ της Θάλασσας, κι άντρα δεν θα γνωρίσω. Παιδιά έκανες δυο, μα παιδί δεν θα αγκαλιάσεις. Ο Μπρόνυαν θα είναι το παιδί μου», είπε ψιθυριστά και στα χλωμά της μάτια άστραψαν δυο κίτρινα άστρα.
Και βύθισε το πρόσωπο της Αεβάλ μέσα στο νερό, ώσπου να πιστέψει πως η ζωή της γυναίκας του αδελφού της είχε κυλήσει γυρίσει στη θάλασσα. Ύστερα χάθηκε στη νύχτα. Το επόμενο βράδυ είδε από το παραθύρι της, πάνω στο βράχο του Κράιχ Λιθ μια λευκή μορφή με φλόγες για μαλλιά, να ουρλιάζει «Ο’ ΜΠΡΑΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΝ». Και με το πρώτο φως της αυγής η μορφή χάθηκε. Και η Εβλύν νανούρισε τον Μπρόνυαν ησυχασμένη. Γιατί είχε δει το χέρι της Αεβάλ να λύνει την άρπα από τη ράχη της και να την πετάει από ψηλά προς τη θάλασσα. Αλλά δεν είχε δει το δελφίνι που πήδηξε ψηλά στον αέρα και την άρπαξε στα δόντια του.
Και πέρασαν χρόνια…
Ο Μπρόνυαν μεγάλωνε και νόμιζε μητέρα του την Εβλύν και πατέρα του τον γέρο-Ο Μπράιεν, και γινόταν ένα παλικάρι δυνατό και όμορφο, όπως ήταν κάποτε ο Μπρον. Και η Εβλύν κάλεσε έναν μαυροφορεμένο ιερέα για να δέσει το αγόρι με το κάστρο και τη γη του Μάνστερ, και να μην επιθυμήσει τη θάλασσα. Και η Αεβάλ που η άρπα της είχε γυρίσει στη θάλασσα, και η φωνή της είχε χαθεί στον άνεμο, δεν άκουγε πια τα καλέσματα των κυμάτων. Τριγυρνούσε στη σμαραγδένια γη της Έιρε βουβή και λευκοντυμένη, και εμφανιζόταν μόνο κοντά στα κοιμητήρια. Απαρνήθηκε τη θάλασσα που της πήρε τον αγαπημένο της. Και η θάλασσα ήταν η φυλακή που την κλείδωσε στο νησί της Έιρε για μια αιωνιότητα. Από Κυρά της Θάλασσας έγινε η Κομίστρια του Θανάτου, του πένθους, της λησμοσύνης, του θρήνου, η Λευκή Κυρά των Τάφων.
Μα λίγο πριν ο γερο-Ο’ Μπράιεν πεθάνει, ένα παλιό ξεχασμένο κομμάτι της ψυχής της άκουσε πίσω από τα πέπλα του κόσμου, και γύρισε στο βράχο του Κράιχ Λιθ, όπου ούρλιαζε όλη τη νύχτα θριαμβευτικά. Λευκοντυμένη, με ξέπλεκα μαλλιά, και φωνή που έσκιζε τις καρδιές με το ατσάλι του φόβου.
Κι όταν ο γιος της ο Μπρόνυαν πέθαινε χτυπημένος από βέλος, εκείνη πάλι στην ίδια θέση να ουρλιάζει σπαρακτικά, γιατί το τραγούδι της είχε σωπάσει, και τώρα μόνο πόνος και οργή ήταν η φωνή της. Και μόνο άγρια κύματα σήκωνε και η θάλασσα ήταν πάντα ταραγμένη εκεί στο Κράιχ Λιθ.
Ήταν όταν πέθαινε η Εβλύν, γερόντισσα πια, μισότρελη, και από αρρώστια που την κατάτρωγε, που εμφανίστηκε για στερνή φορά η Αεβάλ πάνω από το Κράιχ Λιθ, ουρλιάζοντας και πάλι. Και όταν ο μαυροντυμένος ιερέας πήγε μετά από μέρες στον τάφο της Εβλύν Ο’ Μπράιεν είδε ένα φρικτό θέαμα. Ο τάφος είχε συληθεί. Σαν ένα αγριεμένο πλάσμα να είχε σκάψει με τα νύχια του το χώμα. Μα έλειπε μόνο το ασημένιο χτένι που στόλιζε τα μαλλιά της νεκρής.
Κανένας δεν είδε ξανά την Αεβάλ. Οι ανεψιοί του Ο’ Μπράιεν κατοίκησαν το κάστρο και η λευκοντυμένη Κυρά των Τάφων δεν φάνηκε στους αιώνες που πέρασαν. Κάποιοι λένε πως πέρασε τη θάλασσα που χωρίζει την Έιρε από τη Βρετανία και στοιχειώνει τα ερημικά μέρη, λευκοντυμένη και σιωπηλή. Άλλοι λένε πως χάθηκε στον άνεμο, διαλύθηκε για πάντα, όταν οι μαυροντυμένοι ιερείς κατάστρεψαν τους τόπους που οι Κυράδες των Πηγών, των Λιμνών και της Θάλασσας χόρευαν κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι.
Μα κάποιοι Βάρδοι άκουσαν ένα άλλο τραγούδι. Πως όταν η Αεβάλ πήρε το χτένι της, μπόρεσε να γυρίσει στη θάλασσα. Ένα δελφίνι λένε πως την περίμενε εκεί, με μια νεαρή κοκκινομάλλα στη ράχη του. Η Κλιέθνα είπαν, πως ήταν εκείνη που έμεινε στη γη της Έιρε στη θέση της μάνας της, για να προστατεύει τις Πηγές των Ξωτικών, ενώ η Αεβάλ μαζί με το δελφίνι και την άρπα της, πήραν την Ευθεία Οδό, εκείνην που βγάζει στον Ευλογημένο Τόπο πέρα από το Ένατο Κύμα. Γιατί εκεί, σε μιαν ακρογιαλιά ένας πολεμιστής, ευλογημένος κάποτε με Αφθαρσία από την αγαπημένη του, καρτερούσε κάθε πανσέληνο να την ξαναδεί να έρχεται μέσα από τη θάλασσα. Κι όταν εκείνη αφέθηκε ν’ ακούσει το τραγούδι της των υδάτων, άνοιξε ξανά η καρδιά της και ήξερε πια πως ο καλός της δεν είχε πεθάνει, μόνο την περίμενε πάντα στην ακρογιαλιά που του θύμιζε τον τόπο που είχε πρωτοαντικρίσει εκείνη που είχε αγαπήσει τόσο πολύ, ώστε να απαρνηθεί τη γη της Έιρε και να κατοικήσει μόνος εκεί στην Τιρ’ Ναν’ Ογκ για χρόνια, ώσπου να δει από μακριά το δελφίνι του γυρισμού της.
© Δήμητρα Μπενίση, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Guest Post
Η Δήμητρα Μπενίση είναι συγγραφέας - αφηγήτρια και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.