Εύη Γεροκώστα, μια μαγευτική παραμυθού
Κόκκινη κλωστή, δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη.
Κόκκινη κλωστή, δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινίσει.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα πλάσμα μαγικό που βγήκε μέσα από ένα όνειρο, είναι μια νεράιδα, ένα ξωτικό, ένα αερικό με λυρική φωνή, μια βελούδινη φωνή που σαγηνεύει μικρούς και μεγάλους και με την αφήγηση της μας ταξιδεύει σε κόσμους μαγικούς, είναι μια εκπληκτική παραμυθού, η Εύη Γεροκώστα.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Γλώσσα και Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και λογοτεχνική μετάφραση στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Εργάστηκε σε οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος (Αρχέλων-Σύλλογος για την Προστασία της Θαλάσσιας Χελώνας, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία), στο ΕΚΕΜΕΛ-Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου, από το 2004 έως το 2014 ήταν υπεύθυνη του τμήματος εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), ενώ από το 2014 συνεργάζεται με το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού.
Έχει μεταφράσει περισσότερα από 70 βιβλία για παιδιά και ενήλικες από τα γαλλικά και τα αγγλικά.
Έχουν εκδοθεί έξι εικονογραφημένα βιβλία της για μικρούς και μεγάλους: «Πώς γεννήθηκαν τα όνειρα», εκδ. Μεταίχμιο 2010, «Αστέρια στον πάτο της λίμνης», εκδ. Μεταίχμιο 2011-βραβείο Πηνελόπη Μαξίμου του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, «Ο βάτραχος και το φιλί», εκδ. Μεταίχμιο, 2013, «Μια μέρα που έγινε νύχτα», εκδ. Χριστάκης 2013, «Μια καρδιά στα δεξιά», εκδ. Παρρησία 2014, «Μικρά ξυπνήματα», εκδ. Παρρησία 2016.
Το 2002 μια κόκκινη κλωστή την έφερε στο δρόμο της αφήγησης. Αφηγείται επαγγελματικά σε μικρούς και μεγάλους από το 2003 και παραστάσεις της φιλοξενούνται σε σχολεία, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, μουσικές σκηνές, θέατρα, φεστιβάλ κ.α., στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει ιστορίες προφορικής παράδοσης από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου που άκουσε, διάβασε, ή μετέφρασε, κυρίως όμως ιστορίες που τη «διάλεξαν».
Έχει πειραματιστεί συνδυάζοντας την αφήγηση με άλλες τέχνες: μουσική, ζωγραφική, χορός, θέατρο.
Τα τελευταία χρόνια έχει αφοσιωθεί στην αφήγηση παραμυθογραμμένων ιστοριών της λογοτεχνίας. Άλλες απευθύνονται σε μικρούς, άλλες σε ενήλικες. Μια άλλη προσέγγιση της λογοτεχνίας, ιστορίες που σαγηνεύουν όσους τις ακούν, κυρίως όμως εκείνη.
Συνέντευξη
Τι σημαίνει για εσάς «παραμύθι;» Και με ποια αφορμή ασχοληθήκατε με αυτό;
Το παραμύθι για μένα σημαίνει μοίρασμα, επικοινωνία, συντροφιά, γαλήνη, απάντηση σε δύσκολα ερωτήματα της ζωής.
Ως παιδί είχα την ατυχία να μην ακούσω παραμύθια. Η στιγμή που τα συνάντησα ήταν πολλά χρόνια πριν, όταν παρακολούθησα ένα φεστιβάλ αφήγησης στο Παρίσι όπου παραμυθάδες απ’ όλο τον κόσμο αφηγούνταν στη μητρική τους γλώσσα και χωρίς διερμηνεία. Δεν καταλάβαινα λέξη από τη γλώσσα τους, κατάλαβα όμως τις ιστορίες! Ήταν μαγικό αυτό που συνέβαινε κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη δύναμη του λόγου. Σκέφτηκα αυθόρμητα πως ίσως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να το δοκιμάσω κι εγώ, πως ίσως ήταν ο τρόπος έκφρασης που έψαχνα για καιρό. Από εκεί και πέρα πήραν όλα το δρόμο τους: σεμινάρια, συμμετοχή σε φεστιβάλ και συνέδρια, μελέτη θεωρητικών βιβλίων για την αφήγηση, και, πάνω απ’ όλα, μοίρασμα ιστοριών και συνεργασία με άλλους αφηγητές. Έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι δεκαεπτά χρόνων που ακόμα συνεχίζει…
Yπάρχει κάποιο αγαπημένο σας παραμύθι που θα θέλατε να είστε ηρωίδα σε αυτό;
Δεν πίστευα ποτέ ότι θα γράψω. Συνέβη όμως. Μέχρι τότε έλυνα κόμπους με την αφήγηση, και ξαφνικά άρχισα να δένω καινούριους με τη συγγραφή. Κι ο πιο μεγάλος λύθηκε από μια ιστορία που έγραψα, όχι για να γίνει βιβλίο αλλά για να τη μοιράζομαι με το στόμα και την καρδιά. Ένας κίτρινος λαστιχένιος δράκος βρέθηκε στα χέρια μου. Για μέρες τον είχα απέναντί μου. Με κοίταζε και τον κοίταζα. Του μιλούσα κι εκείνος σώπαινε. Μια μέρα που έγινε νύχτα, τον κοίταξα και με κοίταξε αλλιώτικα. Πήρα χαρτί, πήρα μολύβι. Κι όλα ξεκίνησαν με μια λέξη. Η μια λέξη έγινε δύο, τρεις, κι όλο μεγάλωνε… Κάτι παράξενο συνέβη, κάτι που δεν κατάλαβα αμέσως. Δεν το κατάλαβα γιατί δεν το είχα νιώσει μέχρι τότε. Αυτόματη γραφή. Όταν άφησα το μολύβι, σχεδόν τρόμαξα. Μπροστά μου είχα μια ιστορία. Μια ιστορία που γράφτηκε χωρίς διακοπή, μια ιστορία που δεν διορθώθηκε ποτέ. Έμεινε ακριβώς έτσι όπως πρωτογράφτηκε. Η ιστορία αυτή είναι το «Μια μέρα που έγινε νύχτα», που έγινε βιβλίο, αρκετό καιρό μετά, και που τελικά απάντησε, τουλάχιστον σε μένα, για το ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποφασίσει κανείς τι είναι. Αποφασίζει πάντα κάποιος άλλος για μας. Είμαι ήσυχη τώρα. Γιατί εγώ είμαι ο λαστιχένιος κίτρινος δράκος.
Γιατί ακολουθήσατε το μονοπάτι της αφήγησης, τι είναι αυτό που σας γοητεύει;
Η αφήγηση είναι μοίρασμα ψυχής, επικοινωνία, διέξοδος από την ισοπεδωτική καθημερινότητα, επιστροφή στις ρίζες. Η αφήγηση μου έμαθε ν’ ακούω περισσότερο –τα λόγια και τις σιωπές. Οι αφηγητές είναι οι πομποί που με τις ιστορίες τους ταξιδεύουν πρόσωπα αγαπημένα και άλλα, υποψήφια ν’ αγαπηθούν. Έτσι γλυκαίνει λίγο περισσότερο η ζωή. Αυτό το δρόμο επέλεξα εγώ για να βγω από το καβούκι μου. Και οι ιστορίες με βοήθησαν να μιλήσω για όσα δεν είχα μπορέσει ποτέ να εκφράσω με λόγια.
Περιγράψτε μας λίγο τον τρόπο παρουσίασης – αφήγησης ενός παραμυθιού.
Συνταγή δεν υπάρχει. Είναι μάλλον ανέφικτο ο αφηγητής να ικανοποιήσει ένα ολόκληρο κοινό με μια ιστορία ή με μια παράσταση. Το σίγουρο είναι ότι το κοινό αγαπά τις ιστορίες που πρώτος έχει αγαπήσει ο αφηγητής. Και για να αγαπήσει μια ιστορία ο αφηγητής πρέπει να ζήσει καιρό μαζί της πριν την ξεστομίσει. Πρέπει να τη σκέφτεται, να την ονειρεύεται, να συζητάει μαζί της (και να καβγαδίζει, αν χρειαστεί). Κι αυτή ακριβώς η ιστορία θα του πει ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να βγει στο φως.
Περιγράψτε μας τις αντιδράσεις των παιδιών. Επίσης ποια ήταν η πιο ξεχωριστή παράσταση για εσάς μέχρι τώρα;
Τα παιδιά δεν έχουν αντιστάσεις απέναντι στο παραμύθι. Κι αυτό τα σώζει. Είναι πάντοτε έτοιμα να δεχτούν ό,τι ακούσουν, να μπουν σε καινούριους, άγνωστους κόσμους. Οι αντιδράσεις καθρεφτίζονται στα μάτια τους, που ποτέ δεν ξεγελούν. Για λίγο ξεχνούν όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Και τότε μάλλον ο αφηγητής έκανε σωστά τη δουλειά του…
Κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή και μοναδική. Σε κάθε παράσταση ο αφηγητής έχει διαφορετική διάθεση, κι αυτή η διάθεση είναι αδύνατον να μην επηρεάσει την αφήγησή του, καθώς ο αφηγητής δεν υποδύεται κάποιον άλλο όταν λέει μια ιστορία. Είναι ο ίδιος, με τα δυνατά του σημεία και τα «κουσούρια» του. Δύσκολο λοιπόν να ξεχωρίσω κάποια παράσταση. Θα αναφέρω όμως μία από τις πιο μαγικές στιγμές που έχω ζήσει ως αφηγήτρια.
Τελευταίο βράδυ ενός φεστιβάλ αφήγησης κάπου στο νομό Αρκαδίας. Οι επισκέπτες του Φεστιβάλ έχουν αναχωρήσει. Εγώ πρόκειται να αφηγηθώ σ’ ένα μικρό χωριό, δίπλα σε μια νερομάνα. Μόλις φτάνω συνειδητοποιώ ότι η πλειοψηφία του κοινού είναι ντόπιοι παππούδες και γιαγιάδες. Σημειωτέον ότι έχω επιλέξει να αφηγηθώ πολύ ιδιαίτερες ιστορίες από τη λογοτεχνία. Ομολογώ ότι με πιάνει πανικός! Πώς θα δεχτούν οι γλυκύτατοι κατά τα άλλα ηλικιωμένοι τέτοιου είδους ιστορίες; Και καταφτάνουν. Με τα καρεκλάκια τους. Και η παράσταση ξεκινά –δεν είχα άλλωστε επιλογή! Και ακούνε. Και με κοιτάζουν στα μάτια. Και κουνάνε τα κεφάλια σαν να συμφωνούν. Κάποια στιγμή ένας παππούς με σταματάει: «Περίμενε λίγο», λέει. Περνάει ένα λεπτό –αιώνας μου φάνηκε. Και ο παππούς επιστρέφει με μερικά κλαδιά στο χέρι. Τα βάζει στη νερομάνα, εκεί που έτρεχε το νερό, και λέει: «Έτσι όπως το νερό θα πέφτει πάνω στα κλαδιά, η φωνή σου θα είναι ακόμα πιο όμορφη». Και οι ιστορίες συνέχισαν…
Πιστεύετε η «έννοια» του κακού είναι παρεξηγημένη μέσα στα παραμύθια; Υπάρχει «άσπρο ή μαύρο»;
Στα παραμύθια υπάρχει και άσπρο, υπάρχει και μαύρο. Όπως υπάρχει και μέσα μας, επειδή είμαστε άνθρωποι. Γιατί λοιπόν να φοβόμαστε να μιλάμε γι’ αυτό; Λένε πως οι ήρωες κάθε παραμυθιού είναι στην ουσία ένας, και το πιστεύω απόλυτα. Όλοι μπορούμε να γίνουμε καλοί και κακοί, σκοτεινοί και ολόφωτοι στην πορεία της ζωής μας. Για τα παιδιά τα σύμβολα των παραμυθιών είναι απόλυτα κατανοητά, ακόμα κι αν δεν μπορούν να τα εξηγήσουν με λόγια. Άρα δεν υπάρχει κανένας λόγος να «αποφεύγουμε» να τους μιλάμε γι’ αυτά.
Ποιες είναι οι διαφορές που διακρίνετε όταν αφηγείστε σε ενήλικες;
Κάθε φορά που αφηγούμαι σε παιδιά, βλέπω πως νιώθουν ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει, κάτι ωστόσο που, ακόμα κι αν το ζουν για πρώτη φορά, δεν τους φαίνεται ξένο. Μιλάμε για δέντρα και τα βλέπουμε δίπλα μας. Μιλάμε για νεράιδες και ξέρουμε πως κάπου εκεί γύρω κρύβονται. Μιλάμε για πουλιά και τ' ακούμε να φτερουγίζουν. Μιλάμε για φωτιά και σχεδόν καιγόμαστε. Η μαγεία υπάρχει στα παιδιά, έτσι δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια.
Με τους ενήλικες, τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά, αλλά αποδεικνύονται ίδια. Τα παραμύθια είναι μόνο για παιδιά, λένε πολλοί. Κι όμως, παλιά, τα παραμύθια ήταν μόνο για τους μεγάλους και τα παιδιά κρυφάκουγαν.
Όλα τα παραμύθια είναι για όλους, απλώς κάποια παραμύθια είναι ιδανικότερα για συγκεκριμένες περιόδους της ζωής.
Πολλές είναι οι στιγμές που θυμάμαι από τις αντιδράσεις του κοινού. Αυτό όμως που με εντυπωσιάζει πάντα είναι εκείνες οι στιγμές που νιώθω ένα απόλυτο δέσιμο με το κοινό, ένα μοίρασμα αισθήσεων, αναμνήσεων, κρυφών και φανερών επιθυμιών. Κι όλα αυτά, απλά και μόνο λέγοντας μια ιστορία…
Αναφέρετε μας ένα μέρος που θα ήταν ιδανικό για εσάς για να αφηγηθείτε ένα παραμύθι ή διαφορετικά ποιο μέρος είναι αυτό που θα επιθυμούσατε με όλη σαν την καρδιά να δώσετε μια παράσταση;
Είχα και έχω την τύχη να αφηγούμαι σε μέρη μαγικά και ονειρεμένα. Ομολογώ ότι έχω ιδιαίτερη προτίμηση στους εξωτερικούς χώρους: βουνά και θάλασσες, κρυφές και κρυμμένες γειτονιές, ξωκλήσια, αρχαιολογικούς χώρους, κατώφλια έρημων σπιτιών, μικροσκοπικά χωριά, αλώνια, μονοπάτια… Κάτι που ονειρεύομαι πάντα (και νομίζω πως σύντομα θα πραγματοποιηθεί) είναι να αφηγηθώ κάπου στις Μικρές Κυκλάδες (δεν σας λέω ακόμα πού …!), δίπλα σε τιρκουάζ νερά, λίγο πριν την ανατολή του ήλιου…
Πιστεύετε πως τα παραμύθια είναι το «γιατρικό» για να ξεπεραστούν μεγάλα προβλήματα;
Τα παραμύθια μιλούν για τα σπουδαιότερα πράγματα της ζωής με τον πιο απλό και ανώδυνο τρόπο. Μιλούν συμβολικά. Τα παραμύθια μιλούν για την ίδια τη ζωή: το φόβο, τη χαρά, τη λύπη, τον έρωτα, την απώλεια. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να βρούμε το δικό μας αγαπημένο παραμύθι, αυτό που θα μιλήσει στην καρδιά μας, να γνωρίσουμε έναν ήρωα που θα ξυπνήσει όσα κοιμούνται μέσα μας και θα τα ζωντανέψει. Έναν ήρωα που θα δει βαθιά μέσα μας και που ίσως καθορίσει την πορεία μας στη ζωή. Γιατί αυτός ο ήρωας ο «διαλεχτός», δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό μας.
Ποιος τρόπος θα ήταν ιδανικός για να βοηθήσουν οι γονείς τα παιδιά τους να αγαπήσουν το βιβλίο;
Είτε από έλλειψη ποιοτικού χρόνου, είτε από έλλειψη αυτοπεποίθησης, οι ενήλικες δύσκολα παίρνουν την πρωτοβουλία ν’ αφηγηθούν ή να διαβάσουν παραμύθια στα παιδιά, ακόμα και να ξεφυλλίσουν βιβλία μαζί τους. Κι όμως, όσοι το κάνουν, ζουν μοναδικές στιγμές μαζί τους. Ας σκεφτούν οι γονείς ιστορίες που σημάδεψαν τους ίδιους, που τους βοήθησαν να δουν τη ζωή με άλλη ματιά. Ας προσπαθήσουν να θυμηθούν τι ένιωσαν τη στιγμή που άκουσαν ή διάβασαν μια ιστορία. Ας τη μοιραστούν με τα παιδιά τους κι ας το χαρούν. Ας πούνε ιστορίες, ας ξεφυλλίσουν βιβλία παντού: στη θάλασσα, στη βόλτα, σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού. Ας αφήσουν τα παιδιά να πουν τις ιστορίες των βιβλίων με το δικό τους τρόπο. Yπάρχουν εξαιρετικά βιβλία, βιβλία-διαμαντάκια, που μπορούν να συντροφεύουν μικρούς και μεγάλους σε όλη την πορεία της ζωής τους. Το μόνο που έχει να κάνει ο ενήλικας είναι να τολμήσει να τα αναζητήσει και να τα μοιραστεί με τα παιδιά. Και ξαφνικά δεν χρειάζεται καμία οθόνη. Ξαφνικά όλα γίνονται μαγικά, έστω και για λίγες στιγμές. Η φαντασία των παιδιών υπάρχει και δεν σταματά να ταξιδεύει. Το ζήτημα είναι το ταξίδι να μην τελειώσει ούτε με την παιδική ηλικία, ούτε με την εφηβεία, ούτε με την ενηλικίωση. Τα βιβλία είναι γενναιόδωρα, μπορούν να μας συντροφεύουν όσο εμείς τους το επιτρέπουμε.
Τι πιστεύετε είναι αυτό που λείπει από την ελληνική σκηνή όσον αναφορά το παραμύθι;
Είναι υπέροχο που, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι ανακαλύπτουν την τέχνη (και τη χαρά) της αφήγησης. Κάθε αφηγητής είναι ξεχωριστός και έχει την ικανότητα να δημιουργεί γύρω του έναν ολόκληρο κόσμο. Πλέον οι αφηγητές τολμούν να καταπιαστούν με πολλά και διαφορετικά είδη ιστοριών, με πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις της αφήγησης. Πριν από εννιά χρόνια περίπου, όταν άρχισα να ασχολούμαι αφηγηματικά με κείμενα της λογοτεχνίας, θεωρήθηκε σχεδόν σκανδαλώδες για το χώρο της αφήγησης. Υπερασπίστηκα όμως την επιλογή μου, καθώς για μένα ήταν εξαρχής σαφές ότι αφήγηση δεν είναι μόνο τα παραμύθια της προφορικής παράδοσης. Αυτή η επιλογή με οδήγησε σε ένα δρόμο μοναχικό, ταυτόχρονα όμως αυτή η μοναχική πορεία με βοήθησε να ανοίξω περισσότερο τα φτερά μου και να εξελίσσω την τέχνη μου. Ας διαφωνούσαν όλοι, συμφωνούσα εγώ και το κοινό μου, κι αυτό μου αρκούσε. Αυτό λοιπόν θα ήθελα να υπάρξει πιο έντονα στο χώρο της αφήγησης: εμπιστοσύνη στις επιλογές κάθε αφηγητή και λιγότερος ανταγωνισμός.
Μπορείτε να αφιερώσετε στο Will o’ Wisps ένα παραμύθι;
Μια μικρή ιστορία από την Ανατολή θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Μια αγαπημένη ιστορία που αγαπούν ιδιαίτερα οι ενήλικες, απ’ αυτές που εξηγούν τα ανεξήγητα της ζωής. Πριν τη διαβάσετε όμως, αγγίξτε για λίγο το λακάκι που βρίσκεται ανάμεσα στη μύτη και την άκρη των χειλιών σας…
Προτού γεννηθείς, ζούσες σ’ έναν ουράνιο τόπο όπου υπήρχε μονάχα γαλήνη και γνώση. Έπρεπε όμως να έρθεις στον κόσμο.
Όταν λοιπόν ήρθε εκείνη η μέρα, η δική σου μέρα, σε πλησίασε ένας σοφός και σου είπε «Πήγαινε.»
Άνοιξε μια πόρτα. Είδες μπροστά σου πόλεις και χωριά, βουνά, λίμνες, ποτάμια, και δρόμους χωρίς γυρισμό. Τρόμαξες.
«Μα πώς θα ζήσω μέσα σ’ αυτό το χάος;», είπες.
«Πρέπει να φύγεις», απάντησε ο σοφός. «Εκεί θα βρεις αυτό που εδώ σου λείπει.»
Σ’ έσφιξε στην αγκαλιά του. Άκουσες την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Σκέφτηκες πως δεν ήταν δυνατό να σε διώχνει τόσο σκληρά.
«Εδώ όλα είναι φως, σαν από χρυσάφι. Τι μπορεί να μου λείπει;», ρώτησες.
Ο σοφός ψιθύρισε: «Σου λείπει η φωτιά, το σκοτάδι κι η αβεβαιότητα.»
Δεν μπορούσες να τον καταλάβεις. Τρέμοντας, του είπες:
«Μα τι μπορεί να μου δώσει το σκοτάδι, σε τι χρειάζομαι την αμφιβολία;»
Εκείνος απάντησε: «Θα σου δώσουν την πίστη ότι τίποτα δεν αποδεικνύεται, και την αγνή επιθυμία. Για να τ’ αποκτήσεις όμως όλα αυτά, πρέπει να ξεχάσεις τη γνώση που πήρες εδώ.»
Πήγες να φέρεις αντίρρηση.
Τότε ο σοφός σου έκανε: «Σσσττ!»
Κι έβαλε το δάχτυλό του πάνω στο στόμα σου για να ξεχάσεις μια για πάντα και να μη μιλήσεις ποτέ ξανά για όλα όσα είδες κι έμαθες εκεί πάνω.
Το λακάκι που υπάρχει ανάμεσα στην άκρη της μύτης και στο μέσο των χειλιών σου, είναι το αποτύπωμα που άφησε το δάχτυλό του..
Eυχαριστούμε θερμά την Εύη Γεροκώστα για την συνέντευξη που μας παραχώρησε, ελπίζουμε κάποια στιγμή να απολαύσουμε από κοντά μια αφήγηση της και να ταξιδέψουμε στους φανταστικούς κόσμους που θα μας οδηγήσει.
http://www.evigerokosta.gr