«Ο Θρήνος της Gwenevere»

Ο θρύλος μιλάει για το δαχτυλίδι που χάρισε ο Μέρλιν στην Γκουίνεβιρ ως γαμήλιο δώρο, πιστό αντίγραφο της Στρογγυλής Τράπεζας, με ένα διαμάντι στο κέντρο που συμβόλιζε τον Ήλιο, και χαραγμένα τα δώδεκα σύμβολα του ζωδιακού ολόγυρα.

Και ήταν η Στρογγυλή Τράπεζα ένα δώρο του πατέρα της, που το είχε φέρει από το Λόγκρες, την ευλογημένη γη πέρα από τα πέπλα του Εδώ Κόσμου, εκεί που ακμάζει η Βρετανία,  έναν τόπο ακέραιο, δίχως πληγές πολέμου και μίσους, με όλα της τα πλάσματα να συνυπάρχουν αρμονικά. Εκεί που το όνομά της Βασίλισσας παίρνει το αληθινό του νόημα. Γενγουίφαρ Γκαλαθύλ… Φως της Γης του Λόγκρες, δηλαδή της ενωμένης Βρετανίας. Η Τράπεζα ήταν τόσο μεγάλη που έλεγαν πως ήταν φτιαγμένη από δέκα κορμούς λεύκας. Μόνο που κανένας δεν θυμόταν αν ήταν ασημένιες λεύκες της χαράς, της Σελήνης, του ανέμου και της άνοιξης που τραγουδούν τα χαρούμενα τους τραγούδια, ή μαύρες λεύκες του θρήνου, της σκιάς, της θλίψης, του φόβου, που τραγουδούν ασταμάτητα πριν απογυμνώσουν τα κλαριά τους το φθινόπωρο.

Είχαν περάσει τα χρόνια, και η Βασίλισσα δεν είχε πια ολόξανθα μαλλιά, μα κάμποσες γκρίζες τούφες τα σκοτείνιαζαν. Όπως σκοτείνιαζαν και τα γαλανά και κάποτε λαμπερά μάτια της. Όπως έμοιαζε να σκοτεινιάζει και ο κόσμος γύρω της. Ο Άρθουρ έλειπε διαρκώς σε εκστρατείες, και μόνο οι δυο αγαπημένες της φίλες τη συντρόφευαν. Η Ελέιν, η ξαδέρφη της και σύζυγος του Λάνσελοτ, που η ίδια όταν ήταν νεώτερη τον είχε ποθήσει. Και η Μοργκέιν, η αδελφή του αγαπημένου της συζύγου, μια από τις Κυράδες της Άβαλον, του Ευλογημένου Νησιού πέρα από τις Ομίχλες του Κόσμου.

Art by N.C. Wyeth

Art by N.C. Wyeth

Οι δυο γυναίκες συχνά μιλούσαν για τους γιούς τους. Η Ελέιν για τον όμορφο αστραφτερό της Γκάλαχαντ, που είχε το πρώτο όνομα του πατέρα του, του Λάνσελοτ, και έλεγαν οι προφητείες πως θα έβρισκε κάποτε το Δισκοπότηρο. Και η ξανθή Ελέιν ήταν περήφανη για το γιό της και το πρόσωπό της έλαμπε όταν μιλούσε γι’ αυτόν. Η Μοργκέιν πάλι σπανιότερα μιλούσε για τον Μόρντρεντ, τον δικό της γιο που είχε μεγαλώσει στο βορρά μαζί με τη βασίλισσα Μοργκόζ, τη θετή του μητέρα και θεία της Μοργκέιν. Έλεγαν οι γλώσσες πως ήταν γιός ενός Ξωτικοβασιλιά. Άλλες πάλι κακές γλώσσες πως ήταν γιός ενός κανονικού βασιλιά. Και οι βρώμικες γλώσσες πως ήταν γιός της ανόσιας ένωσης του Άρθουρ και της Μοργκέιν που τυφλωμένοι από σκοτεινή μαγεία δεν αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον εκείνη τη νύχτα της άνοιξης πλάι στις φωτιές της γονιμότητας. Μα η Μοργκέιν δεν μιλούσε, και η Γκουίνεβιρ δεν ρωτούσε. Γιατί είχε τη δική της σκιά να παλέψει.

Κι όταν νόμιζε πως κανείς δεν την έβλεπε έστριβε το δαχτυλίδι κι εκείνο άνοιγε και μέσα ήταν μόνο μια ξανθή μπούκλα. Κι εκείνη την κρατούσε πάνω στην καρδιά της, και τραγουδούσε…

«Δέκα λεύκες πήρα προίκα,

Και τ’ ασήμι τους,

Έγινα το τρέμουλό τους

Και τα’ αγρίμι τους».

Μα ακόμα κι αν την άκουγε κάποιος δεν καταλάβαινε. Μόνο η Μοργκέιν καταλάβαινε. Η Ελέιν ήταν πολύ αθώα για να τη νιώσει. Άλλωστε δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για τον πόνο της απώλειας ενός παιδιού. Και η Γκουίνεβιρ θυμόταν το γιό της, τον ξανθό της Λόχολτ, που έμοιαζε τόσο πολύ στον Άρθουρ που όταν τον κοίταζε στο φως του ήλιου νόμιζε πως έβλεπε τον άντρα της ξανανιωμένο, όπως τότε που ήταν ακόμα νεαρό παλικάρι. Κι όταν στέκονταν ο ένας πλάι στον άλλον δεν τους ξεχώριζες. Μόνο που ο Λόχολτ ήταν ακόμα «άψητος» στη μάχη, και πιο λεπτόκορμος από τον ωριμότερο Άρθουρ. Αλλά μαθήτευε με ζήλο κοντά στους μεγάλους ιππότες, κοντά στον Σερ Κέι τον θείο του Άρθουρ, κοντά στον Πέρσιβαλ, τον Λάνσελοτ, ακόμα και στον Γκάγουειν που όποτε ερχόταν από το βασίλειο της Ξωτικιάς αγαπημένης του τον δίδασκε όσα ήξερε.

Και μια μέρα, φθινόπωρο ήταν, σκοτεινό το φεγγάρι, και ο άνεμος ούρλιαζε, ο έφηβος ακόμα Λόχολτ, απόκοτος όπως ήταν έφυγε για τα ανατολικά δάση του Κεντ. Εκεί που ένας γίγαντας των βουνών κατέστρεφε χωριά, άρπαζε παιδιά, ρήμαζε τον τόπο. Ο Λόχολτ είχε βάλει στην καρδιά του να αποδείξει την αξία του στον πατέρα του, να δείξει πως είναι άξιος πολεμιστής, και να τον αναγκάσει έτσι να του επιτρέψει να ακολουθήσει στις εκστρατείες ενάντια στους Σάξωνες. Μα η Γκουίνεβιρ φοβόταν. Και ζήτησε από τον Σερ Κέι να συνοδέψει το νεαρό και να τον προστατέψει αν χρειαζόταν. Έκοψε και μια μπούκλα από τα ξανθά μαλλιά του γιού της και την έκρυψε στο δαχτυλίδι της. Πέρασαν τρία γεμάτα φεγγάρια και κάποτε ο Σερ Κέι γύρισε. Ματωμένος, με τα ρούχα του ξεσκισμένα, και το πόδι του κουτσό από μια φρικτή πληγή.

Art by Donato Giancola

Art by Donato Giancola

«Ο γιος σου, βασίλισσα μου δεν θα ξανάρθει. Ενώθηκε με τους Σάξωνες. Τον δελέασαν με πλούτη και του έταξαν για γυναίκα την κόρη του βασιλιά τους. Του πρόσφεραν ένα μαγικό σπαθί σφυρηλατημένο στο Μαύρο Δάσος, στα μέρη που δεν έχει πατήσει πόδι θνητού, εκεί που οι μάγοι των Σαξώνων υφαίνουν μαύρα ξόρκια για την καταστροφή της Βρετανίας. Με χτύπησε με το σπαθί του. Μονομαχήσαμε. Μου έκανε αυτή την πληγή που βλέπεις, μα του το άρπαξα πριν το σκάσει ο δειλός και με αυτό έκοψα στο τέλος και το κεφάλι του γίγαντα».

Αυτά τα είπε ο Σερ Κέι μπροστά σε όλη τη Στρογγυλή Τράπεζα, μπροστά σε όλους τους Ιππότες. Και έριξε στα πόδια του Άρθουρ το κεφάλι του γίγαντα. Και το σπαθί του Λόχολτ με το ξεραμένο αίμα.  Ο Άρθουρ κατάχλωμος σηκώθηκε και έμπηξε το σπαθί του μπροστά στη βασίλισσα.

«Δεν έχεις γιό», είπε σκληρά. «Ποτέ δεν είχες γιό. Το όνομά του θα σβήσει από όλα τα κατάστιχα του βασιλείου, και κανείς πια δεν θα ξαναμιλήσει για αυτόν. Είμαστε άκληροι», και σκύβοντας το κεφάλι τράβηξε για το παρεκκλήσι.

Τα χρόνια πέρασαν και η Γκουίνεβιρ ήταν μια άκληρη βασίλισσα, και ο βασιλιάς είχε σκληρύνει την καρδιά του και είχε απομακρυνθεί από κοντά της. Τώρα τον ένοιαζαν μόνο οι εκστρατείες του, και η αναζήτηση του Δισκοπότηρου. Η Γκουίνεβιρ έμενε πίσω στο Κάμελοτ μακριά από την αγκαλιά του. Και μαράζωνε… και άρχισε κάποτε να γερνά. Το Δισκοπότηρο παρέμενε χαμένο στα σκοτεινά νερά των Πηγών. Η Γκουίνεβιρ περνούσε ώρες στο παρεκκλήσι, μόνη μέσα στη σιωπή και συχνά έβγαζε τη μπούκλα από το δαχτυλίδι και τραγουδούσε με σπασμένη φωνή.

«Βγάζω δάκρυ σαν εικόνα,

Η νερόχαρη,

Τον μονογενή το γιό μου,

Μεγαλόχαρη».

Μα μόνο η σιωπή της απαντούσε και το σκοτεινό μουρμουρητό της πηγής, που προσπαθούσε μάταια να σβήσει τη δίψα της καρδιάς της στα νερά της. Κι έβλεπε στο αντικαθρέφτισμα τη μορφή της όπως ήταν κάποτε, νέα και όμορφη και ζωντανή, όταν σε εκείνο το λόφο πάνω από τα κύματα που έσκαζαν στο κάστρο του Τίνταγκελ είχε δεχτεί να ενώσει τη ζωή της με τον άντρα που θα γινόταν βασιλιάς. Ή μήπως ήταν έξω από το άλσος των Δρυίδων στις όχθες της λίμνης που οδηγούσαν στην Άβαλον; Δεν θυμόταν πια.

Art by Ruth Sanderson

Art by Ruth Sanderson

Τα χρόνια περνούσαν και, αρχές καλοκαιριού ήταν, έφτασε μαντατοφόρος στη βασίλισσα πως ο Άρθουρ θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην κοιλάδα του Κάμλαν. Και λεγόταν πως αυτός που ηγούνταν της στρατιάς δεν ήταν άλλος από το διάδοχο του βασιλιά. Εκείνον που από γιος του Άρθουρ είχε γίνει γιος των Σαξώνων. Η Μοργκέιν όταν το άκουσε πήρε ένα άλογο και κάλπασε προς το πεδίο της μάχης. Η Ελέιν μάταια προσπάθησε να την συγκρατήσει. Όσο για την Γκουίνεβιρ εκείνη με παγωμένο βλέμμα κλείστηκε μέσα στην κάμαρά της για μέρες. Με το ζόρι την έβγαλε έξω η ξαδέρφη της, για τη γιορτή που σε πείσμα όλων θα γινόταν για το Ηλιοστάσιο. Και την έβαλε να καθίσει στο κέντρο της Στρογγυλής Τράπεζας που είχαν μεταφέρει στην ανοιχτωσιά της υπαίθρου, κάτω από μια δροσερή συστάδα λεύκες. Της έδωσε μια κούπα υδρομέλι, της έβαλε μπροστά της ζεστό ψωμί, μέλι, φρούτα κι ένα κομμάτι ψημένο κρέας από ελάφι, που η βασίλισσα το απομάκρυνε με μια έκφραση απέχθειας. Είχε να βάλει κρέας στο στόμα της από εκείνη τη νύχτα που ο ηλικιωμένος πια Σερ Κέι της είχε φέρει τα μαύρα μαντάτα.

Γύρω από την Τράπεζα οι γηραιότεροι ιππότες είχαν αρχίσει να πίνουν και να σιγοτραγουδούν τους σκοπούς που έπαιζαν οι μουσικοί με τα λαγούτα τους και τις άρπες τους. Η Ελέιν φλυαρούσε με τις άλλες κυράδες, και ο Σερ Κέι καθισμένος ακριβώς απέναντι στη βασίλισσα της έριχνε πού και πού ανήσυχες ματιές. Και τότε…

Ο Ήλιος στάθηκε ακριβώς στο κέντρο του ουρανού, και έλαμψε το χρυσάφι που έντυνε την Τράπεζα στην καρδιά της, εκεί ο Ήλιος με τις δώδεκα ακτίνες έδειχνε τις Δώδεκα θέσεις των Ιπποτών, τα σύμβολα του ζωδιακού, ένα για κάθε Ιππότη, έναν για κάθε αναζητητή του Δισκοπότηρου. Και φώτισε τα κάποτε κατάξανθα μαλλιά της Γκουίνεβιρ που στεκόταν στο κέντρο, στο θρόνο της, μεσόκοπη και κουρασμένη και κοιτούσε με παγωμένα μάτια προς την ανατολή.

Γιατί έβλεπε ένα θέαμα παράξενο που της έκοψε την ανάσα. Ένα γκρίζο σύννεφο ερχόταν με ταχύτητα προς το μέρος της, κι επάνω μια μαυροντυμένη μορφή, μια γυναίκα που κρατούσε ένα δίσκο, καλυμμένο με κατάμαυρο βελούδο. Και στάθηκε μπροστά στη βασίλισσα. Ανασήκωσε την κουκούλα της, και η Γκουίνεβιρ για μια στιγμή νόμισε πως είδε τη μορφή της Μοργκέιν, αλλά όταν η μορφή τράβηξε το μαύρο βελούδο από το δίσκο... Η κούπα με το υδρομέλι έφυγε από το χέρι της βασίλισσας και λέρωσε την άκρη του φουστανιού της πριν το ρουφήξει άπληστα η γη, καθώς αυτό που είδε ήταν το ματωμένο κεφάλι του Λόχολτ, του γιού της πάνω στο χρυσό δίσκο. Τα άλλοτε ξανθά του μαλλιά ήταν λερωμένα από το αίμα του, που ξεραμένο πια είχε το χρώμα της σκουριάς, σχεδόν μαύρο. Πάνω στο δίσκο υπήρχε κι ένα μενταγιόν και όταν η Γκουίνεβιρ το είδε χλόμιασε περισσότερο ακόμα. Ήταν το φυλαχτό που η ίδια με τα χέρια της είχε δώσει στον Σερ Κέι όταν έφυγε μαζί με το γιό της για τα δάση του Κεντ. Για να τον προστατέψει.

Μα η μαυροφορεμένη φιγούρα πετούσε πάνω στο γκρίζο σύννεφο, κι έκανε το γύρο της Στρογγυλής Τράπεζας. Ωστόσο κανένας δεν φαινόταν να την προσέχει. Οι ιππότες και οι κυράδες συνέχιζαν το φαγοπότι και τα τραγούδια τους. Μόνο ο Σερ Κέι είχε σηκωθεί στο κουτσό του πόδι και με γυάλινα μάτια κοίταζε την πορεία της φασματικής μορφής. Και όταν εκείνη στάθηκε μπροστά του ακίνητη, ο άντρας άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του και πήρε από το δίσκο το φυλαχτό και το πέρασε γύρω από το λαιμό του. Την ίδια στιγμή που η Γκουίνεβιρ σηκωνόταν όρθια δείχνοντας με το χέρι προς το μέρος του. Το ίδιο χέρι που φορούσε το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο Μέρλιν. Και με βραχνή φωνή τραγούδησε:

«Χάραξέ του στην παλάμη,

Τη λαχτάρα μου,

Διώξ’ το φόβο απ’ την ψυχή μου,

Την Κατάρα μου»

Art by Arthur Hughes

Art by Arthur Hughes

Κι ευθύς ο Σερ Κέι σωριάστηκε καταγής σαν να είχε δεχτεί βέλος στην καρδιά. Το φυλαχτό του είχε σπάσει σε χίλια κομμάτια. Το ίδιο και το πετράδι στο κέντρο του δαχτυλιδιού της βασίλισσας. Η οπτασία χάθηκε καθώς κι ο Ήλιος χανόταν πίσω από ένα μαύρο δίσκο που σκίασε όλη την ανοιχτωσιά. Ολοστρόγγυλος σαν μαύρη Σελήνη, έκρυψε τον Ήλιο, και όλοι αναστατωμένοι άρχισαν να φωνάζουν. Οι ιππότες και οι κυράδες είχαν γυρίσει προς το μέρος του Σερ Κέι, μόνο και μόνο για να φωνάξουν πως ήταν νεκρός. Μόνο η Ελέιν δεν κινήθηκε από το πλάι της βασίλισσας, παρά ξεροκατάπιε και πήρε το χέρι της στο δικό της. Κάτω από το σημείο που βρισκόταν το κατεστραμμένο πετράδι υπήρχαν τα αποκαΐδια μιας κάποτε κατάξανθης μπούκλας. Η Γκουίνεβιρ γύρισε στην ξαδέρφη της.

«Εγώ, αγαπημένη μου θα φύγω, πρέπει να ξαναβρώ πια τον Άρθουρ μου. Μείνε στη θέση μου, να κυβερνήσεις με την καλωσύνη σου το Κάμελοτ. Ο Λάνσελοτ θα επιστρέψει κάποτε. Και ο γιός σου, ο Γκάλαχαντ ο ενάρετος, θα βρει το Δισκοπότηρο», είπε η Γκουίνεβιρ και έμεινε να κοιτάζει αφηρημένη το πτώμα του Σερ Κέι και να μονολογεί σχεδόν ψιθυριστά. «Ποιος ξέρει τι γεύση θα έχει άραγε το όνομά μου στα χείλη των ανθρώπων που θα τραγουδήσουν κάποτε για αυτούς τους καιρούς; Είμαι η βασίλισσα που καταράστηκε αυτόν που κάποτε είχε ευλογήσει. Είμαι η άκληρη μητέρα που ο ίδιος της ο άντρας, της στέρησε το γιο τους, τον ακριβό μας Λόχολτ. Είμαι η στέρφα γη της Βρετανίας, και ο θρόνος μου θα στηθεί αλλού πια. Αντίο, Ελέιν, βασίλισσα του Κάμελοτ πριν το τέλος»

Και μέσα στην αναταραχή φόρεσε τον γκρίζο της μανδύα κι έφυγε προς το παρεκκλήσι, και κανείς δεν την ξαναείδε στο Κάμελοτ. Λένε πως πήρε κι εκείνη ένα άλογο και ακολούθησε το δρόμο που είχε πάρει η Μοργκέιν, μα η μάχη του Κάμλαν είχε τελειώσει. Ο ξανθός Άρθουρ και ο μελαχρινός Μόρντρεντ είχαν πέσει νεκροί ο ένας από το σπαθί του άλλου. Την ίδια στιγμή που μια σκιά ίδια με ολόγιομο μαύρο φεγγάρι κατάπινε τον Ήλιο. Οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Και κάποιοι θρύλοι λένε πως Τρεις Βασίλισσες συνόδεψαν τον Άρθουρ πίσω στην Άβαλον μέσα σε μια βάρκα.

Η μια ήταν ξανθή που έμοιαζε με την Ελέιν, μόνο που η Ελέιν είχε μείνει πίσω στο Κάμελοτ περιμένοντας το γυρισμό του Λάνσελοτ, και σοφά κυβέρνησε το βασίλειο για τα επόμενα χρόνια. Η δεύτερη ήταν μελαχρινή, η μαυρομάλλα Μοργκέιν που επέστρεφε στο βασίλειο της Άβαλον για να γιατρέψει τον αγαπημένο της αδελφό. Και η τρίτη μια κοκκινομάλλα, που κάποιοι έλεγαν πως ήταν η Κυρά της Χώρας των Ξωτικών, και άλλοι πως ήταν η Γκουίνεβιρ με τα κάποτε ξανθά της μαλλιά λεκιασμένα από το αίμα του Σερ Κέι, γιατί από την κατάρα της είχε πέσει αναίτια νεκρός. Για εκείνην λένε ακόμα πως τριγυρνά τις νύχτες στα σκοτεινά μονοπάτια και σηκώνει το λευκοντυμένο της χέρι για να δείξει προς το μέρος εκείνου που προορίζεται να βρει θάνατο από κατάρα δίκαιη.

Μα κάπου σε μια συστάδα από λεύκες που τραγουδούν χαρούμενες το σκοπό της ασημένιας Σελήνης Εκείνος Που Θα Είναι Πάντα Βασιλιάς, κοιμάται στην αγκαλιά των Τριών Γυναικών. Το Σπαθί του και μαζί και το Θηκάρι του είναι πάλι ενωμένα στο πλάι του. Ώσπου η ανάγκη να σημάνει, και οι Τρεις Βασίλισσες να τον φέρουν πίσω. Και θα βασιλέψει ξανά με την αγαπημένη του Γκουίνεβιρ σε ειρήνη και ευημερία. 

Οι στίχοι που διαβάζετε στην ιστορία είναι του Θοδωρή Γκόνη και το τραγούδι "Δέκα Λέυκες" περιλαμβάνεται στο δίσκο "Η Βουή του Μύθου", του Νίκου Ξυδάκη

 
 

Guest Post

Η Δήμητρα Μπενίση είναι συγγραφέας - αφηγήτρια και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

www.dimitrabenisi.com