Η μαγεία του θεάτρου: συνέντευξη με τους συντελεστές της παράστασης «Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία»
Κωνσταντίνα Νικολαΐδη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και παρόλο που από μικρή ένιωθε μια κλίση προς την τέχνη του θεάτρου, σπούδασε ναυτιλιακά. Μετά τον αναπροσανατολισμό της, σπούδασε ηθοποιός στο Νέο Ελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη. Έχει παρακολουθήσει διαφόρων ειδών σεμινάρια και πηγαίνει συχνά στο Λονδίνο για να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις. Το 2011 δημιούργησε τη μη-κερδοσκοπική εταιρία A PRIORI (www.a-priori.gr) μέσω της οποίας σκηνοθετεί και κάνει παραγωγή σε θεατρικές παραστάσεις, μέρος των εσόδων των οποίων δίνεται πάντα σε φιλανθρωπικές δράσεις. Σκοπός της είναι να παρουσιάσει έργα τα οποία, ως επί το πλείστον, δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό ή έργα που έχουν παρουσιαστεί στο παρελθόν αλλά η δυναμική τους απαιτεί τη συνέχειά τους ή μια βαθύτερη ματιά. Πιστεύει στον διδακτικό χαρακτήρα της τέχνης του θεάτρου και στην ψυχαγωγική του διάσταση (λέγοντας ψυχαγωγική εννοεί αυτό που πραγματικά λέει η λέξη) και γι’ αυτό προσπαθεί να είναι πολύ επιλεκτική στην επιλογή των έργων και των μηνυμάτων που δίνουν στους θεατές. Παράλληλα με το θέατρο ασχολείται με την ποίηση (έχει εκδώσει μέσω της A PRIORI την ποιητική συλλογή «Αιώνια Αντίβαρα»). Για εκείνη η Συνεργασία, ο Σεβασμός και η Πίστη είναι τρεις μαγικές έννοιες οι οποίες οδηγούν στην ΑΓΑΠΗ και απαιτεί από τον εαυτό της αλλά και από τους συνεργάτες της, να την προσφέρουν απλόχερα σε όλες τις δημιουργίες τους.
Μαρία Μπλάνα
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βόλο. Σπούδασε Νομική καθώς και Αγγλική Γλώσσα & Λογοτεχνία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά (Νέο Πλανόδιον, Bibliotheque.gr, Scene&Heard Journal, poeticanet.gr, poiein.gr, κλπ), ενώ έχει λάβει βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Τον τελευταίο χρόνο ζει στη Γαλλία.
Πώς προέκυψε η απόφασή σας να ανεβάσετε το κλασικό κι αγαπημένο μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς, «Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία»; (προς Κ. Νικολαΐδη)
Κ.Ν. Είναι από τις αγαπημένες μου ιστορίες. Τη θεωρώ ικανή να ταρακουνήσει, να συνταράξει, να αλλάξει έναν άνθρωπο. Οπότε ήταν πάντα στο μυαλό μου, είτε σαν μία αγαπημένη ιστορία (όπως και για κάθε λάτρη των Χριστουγέννων), είτε -καθώς μεγάλωνα- σαν μία πιθανότητα μιας όμορφης παράστασης. Την απόφαση την πήρα τα περσινά Χριστούγεννα. Ξαναείδα την ταινία της Disney με τον Τζιμ Κάρεϊ και αποφάσισα ότι θέλω να το κάνω θέατρο. Πήρα τον Θανάση Κουρλαμπά τηλέφωνο και του είπα «Θέλω να κάνεις τον Σκρουτζ!». Χαίρομαι γι’ αυτή μου την παρόρμηση. Όλοι οι συντελεστές έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, γνώρισα νέους υπέροχους καλλιτέχνες και ανθρώπους και το αποτέλεσμα δικαίωσε τόσο εμένα, καλλιτεχνικά αλλά και προσωπικά, όσο και τους θεατές που φεύγουν συγκινημένοι, χαρούμενοι, αισιόδοξοι, φωτεινοί… άκρως γιορτινοί!
Πώς προέκυψε η απόφασή σας να μεταφράσετε το κλασικό κι αγαπημένο μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς, «Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία»; (προς Μ. Μπλάνα)
Μ.Μ. Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία ήταν η πρώτη «ανάθεση» που για μένα αποτέλεσε μια εξαιρετικά ελκυστική προοπτική, από μεταφραστικής άποψης. Πριν από αυτό, η σχέση μου με τη λογοτεχνική μετάφραση ήταν κυρίως... προσωπική, επιλέγοντας συνήθως η ίδια τα κείμενα που ήθελα να μεταφράσω, και στέλνοντας έπειτα προτάσεις σε εκδότες και λογοτεχνικά περιοδικά. Όταν η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, για την οποία είχα μεταφράσει δύο θεατρικά έργα το 2017, μου είπε την ιδέα της να ανεβάσει τη νουβέλα στο σανίδι, είπα «εδώ είμαστε». Το ανέλαβα και μπορώ να πω εκ των υστέρων πως ήταν ό,τι πιο απολαυστικό έχω μεταφράσει ως τώρα, και χαίρομαι πολύ που στάθηκε αφορμή για τη συνεργασία μου με τον καλαίσθητο εκδοτικό οικίσκο «Κουκούτσι».
Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η αναμέτρησή σας με ένα τόσο γνωστό και πολυδιαβασμένο κείμενο όσον αφορά τη θεατρική διασκευή και τη σκηνοθεσία του σε μια παράσταση για παιδιά;
Κ.Ν. Για αρχή, δεν είναι μία παράσταση για παιδιά. Είναι μία παράσταση ΚΑΙ για παιδιά. Αυτό το τονίζουμε συνεχώς και οι θεατές βγαίνοντας από την αίθουσα καταλαβαίνουν γιατί το κάνουμε αυτό. Είναι μία παράσταση που την παρακολουθούν με το ίδιο ενδιαφέρον παιδιά τεσσάρων ετών και θεατές τρίτης ηλικίας. Επειδή η ιστορία από μόνη της έχει κάποια, θα λέγαμε, τρομαχτικά στοιχεία, αναφέρεται στα δελτία τύπου ότι η παράσταση είναι από 8 ετών και πάνω. Εμείς οφείλουμε να ενημερώσουμε τον γονέα ή τον εκπαιδευτικό. Πάραυτα, μας έρχονται και πολύ μικρότερα παιδιά και δεν τρομάζουν. Είναι θηρία τα παιδιά σήμερα με την καλή έννοια, φυσικά! Όλα αυτά τα λέω για να τονίσω ότι δεν είχε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία λόγω παιδικού κοινού, γιατί δεν κάνω παιδικό θέατρο θεωρώντας ότι τα παιδιά είναι ανίκανα να καταλάβουν. Τα παιδιά αισθάνονται πιο άμεσα και ίσως πιο ουσιαστικά αρκετά πράγματα συγκριτικά με τους μεγάλους που έχουν δημιουργήσει στεγανά λόγω φόβων και όταν μία ιστορία και μία παράσταση είναι δυνατή, θα τα καθηλώσει χωρίς παλιμπαιδισμούς και «βλακείες» που συχνά βλέπουμε σε παραστάσεις για παιδιά και με εξοργίζουν. Οπότε, δεν μπορώ να καταλάβω αν ήταν εύκολη ή δύσκολη η αναμέτρηση. Δεν αντιλαμβάνομαι την επαφή μου με τα έργα (όσον αφορά τη θεατρική διασκευή και τη σκηνοθεσία) σαν αναμετρήσεις, δεν υπάρχει μάχη μέσα μου όταν γίνεται αυτό, ούτε άγχος. Υπάρχει μόνο αγάπη και προσευχή. Λέω «Θεέ μου, φώτισέ με να προσεγγίσω αυτό το έργο με καθαρή καρδιά. Πάτα τον εγωισμό μου, την ανασφάλειά μου, τους φόβους μου, τα στεγανά μου κι άνοιξε τον Νου μου και την Ψυχή μου, ώστε να αγκαλιάσει κάθε λέξη και να τη χειριστεί με Αγάπη και Σεβασμό». Γι’αυτό κι έχω ευαισθησία στην πιστότητα όσον αφορά το ανέβασμα, ειδικά κλασικών έργων. Όχι μόνο στο να μην αλλαχτεί κάτι από το κείμενο (αυτό αναγκαστικά θα συμβεί έστω και λίγο), αλλά στο να υπηρετηθεί η ιδέα και το υψηλό φρόνημα του εκάστοτε συγγραφέα. Δεν πρέπει να φεύγει το στίγμα του συγγραφέα από τις διασκευές. Πρέπει να είναι εκεί, παρών. Το έργο συνεχίζει να είναι δικό του. Σεβασμός.
Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η αναμέτρησή σας με ένα τόσο γνωστό και πολυδιαβασμένο κείμενο όσον αφορά τη μετάφρασή του;
Μ.Μ. Κάθε κείμενο έχει τις ιδιαιτερότητές του. Το πόσο πολυδιαβασμένο είναι δεν το έλαβα υπόψη ως παράγοντα που θα επιδρούσε στη μεταφραστική διαδικασία – ούτε αποτελεί κάτι τέτοιο εγγύηση ότι και η εκάστοτε μετάφραση θα είναι εξίσου πολυδιαβασμένη. Μετάφραση για μένα είναι το να δημιουργεί κανείς ένα κείμενο-καθρέφτη του πρωτοτύπου: έναν καθρέφτη που ο μεταφραστής προσπαθεί να λειάνει και να σμιλέψει με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος, το κείμενο πηγή και το μετάφρασμα να μπορούν να σταθούν παράλληλα, σαν να τα χωρίζει ένα αόρατο φύλλο χαρτιού. Να ισορροπούν, μαγνητίζοντας το ένα το άλλο σαν από ένα σταθερό φορτίο. Οι μεταφραστικές δυσκολίες της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας ήταν το ιδιάζον χιούμορ και οι ιδιωματισμοί του Ντίκενς, καθώς και η ανάγκη ενδελεχούς έρευνας του κοινωνικο-ιστορικού πλαισίου της εποχής, ώστε να υπάρξουν όσο το δυνατόν λιγότερες… απώλειες. Πάντα κάτι χάνεται στη μετάφραση. Υποθέτω πως η ευκολία, ή μάλλον η πολυτέλεια, ήταν η απόλαυση του να δουλεύεις πάνω σε ένα κείμενο αριστοτεχνικό λογοτεχνικά.
Μεταφράσατε το βιβλίο λαμβάνοντας υπόψη τη μελλοντική θεατρική του μεταφορά;
Μ.Μ. Όσο γι’ αυτό, είχε ήδη προνοήσει ο Ντίκενς! Πριν ξεκινήσω το κείμενο είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι θα εστίαζα ίσως στους διαλόγους προκειμένου να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη φυσικότητα και «θεατρικότητα» στην ελληνική γλώσσα, μένοντας πάντα πιστή στο ύφος του πρωτοτύπου. Όταν όμως ξεκίνησα να δουλεύω, είδα πως δεν χρειαζόταν να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια γι’ αυτό. Ο Ντίκενς ήταν φανατικός θεατρόφιλος, ερασιτέχνης ηθοποιός και ο ίδιος –δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι διάβαζε ο ίδιος τα έργα του, σχεδόν τα δραματοποιούσε, σε δημόσιες αναγνώσεις οι οποίες ήταν πολύ δημοφιλείς. Επίσης, είχε το χάρισμα του μίμου και μπορούσε να υποδυθεί πρόσωπα από το περιβάλλον του. Γράφοντας, διάβαζε φωναχτά τις ατάκες των χαρακτήρων του μπροστά στον καθρέφτη του.
Πώς προέκυψε η απόφαση να συνοδεύσετε το «ανέβασμα» της παράστασης με παράλληλη κυκλοφορία του εκ νέου μεταφρασμένου από τη Μαρία Μπλάνα μυθιστορήματος του Ντίκενς αλλά και CD με την πρωτότυπη μουσική της παράστασης από την Αρετή και την Ιωάννα Σπανομάρκου;
Κ.Ν. Όσον αφορά την υπέροχη μετάφραση, είχα ξανασυνεργαστεί με τη Μαρία Μπλάνα σε δύο ακόμα θεατρικά έργα και είχε αποδείξει την αξία της, αλλά και τη δοτικότητά της. Χαίρομαι πολύ που ξανασυνεργαστήκαμε. Η μετάφραση είναι τόσο ζωντανή! Τόσα χρόνια μετά και η Μαρία έχει καταφέρει να κρατήσει ζωντανό τον λόγο του Ντίκενς, αλλά και να παραμείνει πιστή στο ύφος του. Όταν ήρθε και η πρόταση από τις εκδόσεις Κουκούτσι για έκδοση του βιβλίου, ε, αυτό ήταν ανέλπιστο! Και για τις δυο μας! Όχι μόνο γιατί βρίσκει ανταπόκριση η κούρασή σου, αλλά γιατί αυτό που δημιούργησες με αγάπη είναι διαθέσιμο εκεί έξω, έτοιμο να αγκαλιαστεί από τους συνανθρώπους μας. Υπάρχει σύνδεση, ένωση, σχέση μεταξύ δημιουργού και αναγνώστη στην προκειμένη. Ή δημιουργού και θεατή όσον αφορά μια παράσταση. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο φάρμακο από τη δημιουργία Σχέσεων. Η Σχέση που απαιτεί σμίκρυνση του Εγώ μας οδηγεί στη Θέωση και στην Αθανασία. Αναφέρομαι, φυσικά, στις ουσιαστικές σχέσεις και όχι σ’ αυτές που δυστυχώς τείνουν να γίνουν ο κανόνας. Σχέση, παράδοση του εαυτού σου. Αν δεν τον παραδώσεις, δεν μπορείς και να τον κατακτήσεις. Να βρεις ποιος είσαι. Όσον αφορά την πρωτότυπη μουσική της παράστασης, η οποία πήρε πρόσφατα χρυσό μετάλλιο στο GLOBALMUSICAWARDS (μία από τις σημαντικότερες μουσικές διοργανώσεις του κόσμου) ότι και να πω είναι λίγο. Η Αρετή και η Ιωάννα Σπανομάρκου τα έδωσαν κυριολεκτικά όλα! Τα λόγια είναι περιττά. Πρέπει να ακούσετε τη μουσική αλλά και τους στίχους που έγραψαν για την παράστασή μας. Σε συνεπαίρνουν, σε ταξιδεύουν και σε κάνουν να θες να τους αγκαλιάσεις όλους και να φωνάξεις «Καλά Χριστούγεννα κόσμε!»
Πού μπορεί να προμηθευτεί ο κόσμος το μυθιστόρημα αλλά και το CD, πέρα από την παράσταση;
Κ.Ν. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκούτσι και διατίθεται στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων (Διδότου 18), στην Πολιτεία, στον Ιανό, στην Πρωτοπορία και σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο στην Ελλαδα κατόπιν παραγγελίας, καθώς επίσης και στο ίντερνετ. Το cd κυκλοφορεί από την FMrecords και μπορεί να το προμηθευτεί κάποιος ιντερνετικά, αλλά και σε επιλεγμένα μαγαζιά.
Η ίδια θεατρική σαιζόν σας βρίσκει να διασκευάζετε θεατρικά και να σκηνοθετείτε, πέρα από τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, και τη φιλοσοφική νουβέλα του Λέοντος Τολστόι «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ» ενώ οι «12 Ένορκοι» επέστρεψαν για Πέμπτο Χρόνο στη θεατρική σκηνή της Αθήνας. Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η ακροβασία ανάμεσα σε τόσο διαφορετικά έργα;
Κ.Ν. Υπέροχη! Θα ξαναπώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι σαν δύσκολα ή εύκολα τα πράγματα γενικότερα. Ούτε τη ζωή. Κάτι που σου φαίνεται δύσκολο, μετά από κάποιο χρόνο όταν κοιτάξεις πίσω θα σου φανεί εύκολο. Είναι σχετικά όλα αυτά και είναι προσεγγίσεις της γήινης φύσης μας. Εγώ προσωπικά δεν έχω ανάγκη τέτοιους διαχωρισμούς. Και οι τρεις φετινές μου παραστάσεις είναι υπέροχα ταξίδια και είμαι πανευτυχής. Δεν μπορώ να μεταφέρω γραπτώς πόσο όμορφα είναι αυτά τα ταξίδια, ειδικά όταν σου δίνεται η δυνατότητα να είσαι ο πρώτος επιβάτης του αεροπλάνου. Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει ποτέ, να είστε ο πρώτος επιβάτης του αεροπλάνου και να στέκεστε μπαίνοντας στην αρχή του διαδρόμου κοιτάζοντάς το αδειανό μέχρι πίσω. Και μετά αρχίζει η οχλαγωγία, τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι άνθρωποι. Έτσι είναι και η δημιουργία μίας παράστασης και χαίρομαι γιατί είμαι ο πρώτος επιβάτης. Ο δεύτερος για την ακρίβεια, μετά τον συγγραφέα. Και ο τρίτος, μετά τον μεταφραστή όταν δεν κάνω εγώ τη μετάφραση. Αλλά και πάλι, είμαι από τους πρώτους. Βλέπω το αεροπλάνο σχεδόν άδειο και ξεκινάω να το συγυρίζω, να το στολίζω. Βάζω μέσα τους επιβάτες να καθίσουν, ελέγχω ότι όλα είναι έτοιμα και κάνω νόημα να ξεκινήσει η απογείωση. Υπέροχο συναίσθημα! Όπου κι αν πάει το κάθε αεροπλάνο, εγώ παραμένω μέσα μέχρι το τέλος!
Αν έπρεπε να διαλέξετε ένα από τα δυο, θα διαλέγατε τη συγγραφή ή τη μετάφραση;
Μ.Μ. Τη μετάφραση τη βλέπω ως επάγγελμα. Τη συγγραφή όχι. Στη μετάφραση δεν υποφέρει κανείς από το αδυσώπητο writer’s block, την άπνοια της έμπνευσης. Λένε πως στη μετάφραση πρέπει κανείς να παραμερίσει εντελώς το εγώ του, να εξαφανίσει τη φωνή του, να φορέσει (οι fellow potterheads θα καταλάβουν τη μεταφορά!), αν θέλεις, έναν αόρατο μανδύα. Και συμφωνώ απόλυτα σε αυτό. Πιστεύω, όμως, πως το ίδιο πρέπει να κάνει κανείς σε ένα βαθμό και στη συγγραφή, ειδικά στην ποίηση. Πάντως και τα δύο μου είναι πολύ ευπρόσδεκτα, ως γρίφοι.
Πώς προέκυψε η ενασχόληση σας με την ιδιαίτερη ιαπωνική ποιητική φόρμα «Χάι- κου»;
Μ.Μ. Μου άρεσε πάντα να διαλέγω τα μικρά βιβλία –σε μέγεθος τσέπης– από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Τα βιβλία χάι-κου είχαν αυτό το σχήμα κι έτσι με τράβηξαν. Το περιεχόμενο με αιχμαλώτισε. Τα χάι-κου μου δίνουν την αίσθηση του τώρα, του εδώ, είναι σαν ένα τσίμπημα μέλισσας. Τουλάχιστον τα παραδοσιακά ιαπωνικά χάι-κου, γιατί στον δυτικό κόσμο υπάρχουν πολλές αποκλίσεις από την παραδοσιακή φόρμα. Στην Ελλάδα αγαπιέται το χάι-κου. Μοιάζει με επίγραμμα. Η απόλυτη αφαίρεση που όμως, σε ένα καλό χάι-κου, έχει ένα ηχηρό, διαχρονικό νόημα που μπορεί και να μην το ξεχάσει κανείς ποτέ.
Πώς αντιλαμβάνεστε την άποψη πως η συγγραφή είναι μια πνευματική διαδικασία; Ισχύει το ίδιο και με τη μετάφραση;
Μ.Μ. Πολύ καλή ερώτηση. Είναι η ζωή μία πνευματική διαδικασία; Ναι, αλλά όχι μόνο αυτό. Το ίδιο και η συγγραφή, το ίδιο και η μετάφραση. Δεν είναι κάτι που σταματά για παράδειγμα όταν κοιμάται κανείς –μου έχει τύχει να έχω αφήσει μία πρόταση αμετάφραστη σε κείμενο για να ξαναγυρίσω αργότερα, και να σκεφτώ ή να ακούσω ή να ενεργοποιήσω τη μετάφρασή της στον ύπνο μου και ξυπνώντας να πω «αυτό είναι!». Ή να είμαι στη δουλειά ή στον δρόμο και να ακούσω ή να δω κάτι που μου δίνει το κλειδί για μια λέξη ή φράση. Ειδικά στην παιδική λογοτεχνία, θυμάμαι είχα κάνει πριν λίγα χρόνια ένα σεμινάριο μετάφρασης παιδικής λογοτεχνίας με τη Χαρά Γιαννακοπούλου, και συζητούσαμε πως πρέπει κανείς να μαθαίνει από τις λέξεις που χρησιμοποιούν τα παιδιά, το πώς ονομάζουν το καθετί. Δεν είναι κάτι που περιορίζεται στο μυαλό, εμπλέκει και τις αισθήσεις. Πώς μπορείς να μεταφράσεις τις λουκούλλειες περιγραφές φαγητών στο έργο του Ντίκενς αν δεν έχεις μυρίσει ή γευτεί κάτι αντίστοιχο; Αν δεν ενεργοποιήσεις τις αρχετυπικές αναφορές που δεν είναι μόνο ατομικές, αλλά και συλλογικές, στη γλώσσα-στόχο; Αν δεν ακούσεις τη μουσικότητα της κάθε λέξης, και τη ροή της κάθε φράσης;
Ποια η άποψη σας για τη θέση του είδους του φανταστικού στην Ελλάδα, σε όλες του τις πολιτιστικές εκφάνσεις;
Κ.Ν. Η τεχνολογία έχει βοηθήσει πολύ σ’ αυτόν τον τομέα. Ιδιαίτεροι φωτισμοί, 3d προβολές, ειδικά εφέ όσον αφορά το θέατρο. Τον κινηματογράφο δεν τον αγγίζω καν. Έχει ξεφύγει! Επειδή μ’ αρέσουν πολύ οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας, θα με βρείτε να στέκομαι υπέρ όλου αυτού. Σε ταξιδεύει, σε πάει σ’ άλλους κόσμους κι όλοι οι κόσμοι είναι υπαρκτοί εφόσον υπάρχουν στη φαντασία μας. Η μόνη μου ένσταση είναι τα κείμενα. Βλέπουμε δηλαδή, ειδικά σε ταινίες, να έχουν επενδυθεί υπέρογκα ποσά και να έχει ελλείψεις το κείμενο. Αυτό με στεναχωρεί. Λέω εκείνη την ώρα «Έλα ρε φίλε, γραψ’ το, το ρημάδι! Τόσα λεφτά, τόσα εφέ, τόσα, τόσα, τόσα… και να μη βγάζει νόημα το σενάριο ή να μην αφορά;! Απαράδεκτο!» Εύχομαι στο μέλλον να μην παραμεληθεί κι άλλο η σπουδαιότητα της συγγραφής, είτε βιβλίων, είτε θεατρικών και ταινιών.
Μ.Μ. Πιστεύω πως είναι ένα είδος που αγαπιέται πολύ. Στη δημοτική μας παράδοση και στα παραμύθια συναντάμε εξαιρετικά δείγματα φανταστικών αναφορών, στοιχείων και στοιχειών, στη σύγχρονη εποχή όμως δεν νομίζω ότι η εγχώρια λογοτεχνική και γενικότερη καλλιτεχνική παραγωγή το έχει ενσωματώσει ή το εκφράζει ως είδος δυναμικά. Οι «εισαγόμενες» επιρροές πάντως είναι πολύ έντονες και αφομοιώνονται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως να δούμε σύντομα νέα ερεθίσματα και δημιουργίες. Τα φεστιβάλ και τα κάθε είδους events που διοργανώνονται γύρω από το φανταστικό πάντως δείχνουν πως το ενδιαφέρον ολοένα και αυξάνεται.
Θεωρείτε ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει το θέατρο γενικά και την παιδική σκηνή συγκεκριμένα και πώς;
Κ.Ν. Φυσικά και την έχει πλήξει οικονομικά. Καλλιτεχνικά πιστεύω πως όχι. Το χρήμα επηρεάζει ελάχιστα το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Μπορείς να κάνεις υπέροχα πράγματα με λίγα χρήματα και το αντίστροφο. Δεν λέω ότι δεν χρειαζόμαστε χρήματα για να κάνουμε παραγωγές ή οτιδήποτε. Είμαστε μέρος ενός συστήματος με κεντρικό άξονα το χρήμα. Αλλά, το πως χρησιμοποιείς αυτό που έχεις, είναι τελικά σημαντικότερο απ’ το τι έχεις.
Θεωρείτε ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει το βιβλίο και πώς;
Μ.Μ. Σίγουρα. Εστία, Κάουφμαν, Παπασωτηρίου, Ελευθερουδάκης, Ελληνικά Γράμματα, όπως και εκατοντάδες άλλα βιβλιοπωλεία και εκδόσεις σε όλη την Ελλάδα που δοκιμάστηκαν ή και έκλεισαν μέσα στην κρίση. Σίγουρα ο τζίρος των εκδόσεων έχει πέσει και σίγουρα δεν αναλαμβάνουν πλέον εύκολα οι εκδοτικοί οίκοι το επιχειρηματικό ρίσκο που προσιδιάζει στη φύση μιας εκδοτικής εταιρείας. Παρ’ όλα αυτά δεν θεωρώ ότι είναι η κρίση η μεγαλύτερη «μάστιγα» που πλήττει το βιβλίο στην Ελλάδα –και ίσως όχι μόνο την Ελλάδα– αυτή την εποχή. Αν πάρουμε ως παράδειγμα την ποίηση, παρατηρούμε πως ενώ το αναγνωστικό της κοινό συρρικνώνεται, οι ποιητικές συλλογές που κυκλοφορούν κάθε χρόνο αυξάνονται σε βαθμό που πλέον μπορεί κανείς να πει πως 9 ¾ στους δέκα έχουν εκδώσει το λιγότερο μία ποιητική συλλογή. Πρόκειται για αυτοεκδόσεις, που τις χρηματοδοτούν οι ίδιοι οι εκδιδόμενοι, και που αποτελούν ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των κερδών των εκδοτικών οίκων. Τα βιβλία αυτά καταλήγουν συνήθως στις αποθήκες των εκδοτικών ή των συγγραφέων τους, ή σε εορταστικά bazaar σε τιμή ευκαιρίας 1 ευρώ, ενώ το γεγονός πως εκδόθηκαν δεν αποτελεί δείκτη της λογοτεχνικής τους αξίας. Αν πάλι πάρουμε την πεζογραφία, συνήθως προτιμούνται «κλασικά» έργα, δηλαδή έργα συγγραφέων που μας έχουν αφήσει χρόνους εδώ και πολύ καιρό, ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων. Υπάρχουν 2-3 γνωστά ονόματα που κινούνται εκδοτικά και στηρίζονται από την εκάστοτε εκδοτική στέγη και στην πλειοψηφία τους οι εκδόσεις παίζουν με ασφαλείς επιλογές και ελάχιστο παράγοντα επιχειρηματικού κινδύνου. Οι online εκδόσεις, οι ακαδημαϊκές εκδόσεις, είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα.
Μια “παραδοσιακή” ερώτηση: Τι νέο ετοιμάζετε αυτή την περίοδο ή τι σχέδια έχετε για το μέλλον;
Κ.Ν. Δεν ξέρω ακόμη. Έχω αρκετά έργα στο μυαλό μου και θέλω να ‘ρθουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να μπορέσω να τα παρουσιάσω στο κοινό. Έχω όμως υπομονή, δεν βιάζομαι, ούτε κυνηγάω κάτι. Αυτή τη στιγμή είμαι πανευτυχής. Κι όχι μόνο αυτή τη στιγμή, γενικότερα. Κάνω αυτό που με γεμίζει με ανθρώπους γύρω μου που με στηρίζουν και με αγαπάνε. Γελάμε πολύ! Δεν ζητάω τίποτε άλλο. Ό,τι είναι να έρθει θα έρθει κι ό,τι είναι να φύγει θα φύγει. Εγώ όπως και να ‘χει, τα ζω!
Μ.Μ. Παραδοσιακά λοιπόν, πάντα υπάρχουν ένα-δύο πρότζεκτ στο συρτάρι που δουλεύονται ανάλογα με τη διαθεσιμότητα χρόνου και ανάλογα με το πώς εξελίσσονται. Η κάθε ιδέα ωριμάζει και επιλέγει ανύποπτες στιγμές για να δουλευτεί. Μετά τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, ξεκίνησα να δουλεύω τη μετάφραση μερικών σύγχρονων διηγημάτων, καθώς και ένα ακόμα κλασικό έργο του 19ου αιώνα. Κι όσον αφορά τη συγγραφή, υπάρχουν αρκετές ιδέες που επίσης δουλεύονται λίγο-λίγο. Με τη συνεργάτιδά μου Ευθυμία Ζάχου, που είναι ζωγράφος και εικονογράφος και με την οποία συνεργαστήκαμε στα λεγόμενα «αστικά» χάι-κου μου, ανταλλάσσουμε συνεχώς ιδέες και σχέδια. Προς το παρόν η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, που είναι η πρώτη μεταφραστική δουλειά μου που έγινε και εκδοτική δουλειά, με κρατά σε εγρήγορση καθώς διαχειρίζομαι τη σελίδα του βιβλίου, στην οποία μοιράζομαι, δύο φορές την εβδομάδα, μέσω της στήλης #Christmas_Carol_Trivia μικρά μυστικά γύρω από τη νουβέλα, την εποχή της και τον συγγραφέα. Στις δεκαοκτώ του Δεκέμβρη έχουμε και την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου, σε κεντρικό χώρο των Αθηνών που θα ανακοινωθεί σύντομα.
Κλείστε με μία ευχή για το Will o’ Wisps.
Κ.Ν. Να συνεχίσετε να μας ανοίγετε ορίζοντες και να μας ταξιδεύετε! Δεν υπάρχουν όρια! Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά!
Μ.Μ. Εύχομαι να είναι πάντα το ίδιο… φανταστικό!
Συνέντευξη: Γιώργος Αγγελίδης
Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία στο facebook: https://www.facebook.com/christmasswithkoukoutsipubs/
Photo: Alexandra Masmanidi