Cuckoo, το «μαγικό» ρολόι της άνοιξης
Ένα αχνό «κου κου» κάπου ανάμεσα στα δέντρα, βαθιά στο δάσος, κρυφοπαίζει με την άνοιξη, στήνει χορό στα λεπτά κλωνάρια και χαϊδεύει στοργικά τα μπουμπούκια. Ναι, καλά καταλάβατε. Ο κούκος μας καλεί με το χαρακτηριστικό του κάλεσμα να ετοιμαστούμε για το γιορτινό μεθύσι της ομορφότερης εποχής του χρόνου. Σίγουρα «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη» αλλά είναι ένα πολύ καλό σημάδι ώστε να αφήσουμε το κατσούφικο ύφος μας και να γευτούμε τη θέρμη και τις μυρωδιές της πολύχρωμης νεραϊδίσιας φύσης. Κάποτε διακοσμούσε τα μεγάλα ξύλινα ρολόγια που βλέπαμε στα σαλόνια παλιών εποχών· δικαιολογημένα, μιας και αυτό το «μαγικό ρολογάκι» χτυπάει πάντοτε όταν πλησιάζει ο Μάης με σκοπό να ξυπνήσει όλα τα πλάσματα της γης.
Ο κούκος είναι ένα πουλί στο μέγεθος του περιστεριού, με γκρίζα πλάτη και λευκή κοιλιά με σκουρόχρωμες ραβδώσεις. Το θηλυκό γεννά αυγά που μοιάζουν με τα αυγά άλλων πουλιών γιατί δεν χτίζει δική του φωλιά αλλά τοποθετεί ένα αυγό κάθε φορά σε διαφορετική φωλιά με σκοπό το «υιοθετήσουν». Οι «θετοί γονείς» δεν το καταλαβαίνουν, και έτσι ταΐζουν τον νεοσσό νομίζοντας πως είναι δικός τους ακόμα κι αν τους ξεπερνάει σε μέγεθος. Το κακόμοιρο πουλί βιώνει στο πετσί του την αδικία, αφού καμία μητρική αγκαλιά δεν το σκέπασε στοργικά. Αυτή η έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής και εστίας καθιστά τον κούκο ένα ακοινώνητο πουλί που ζει ολομόναχο ανάμεσα σε διάφορα δέντρα. Από εδώ προκύπτει και η φράση «έμεινε σαν τον κούκο».
Αν και αδικημένος από τη φύση, ο κούκος έχει τιμηθεί και με το παραπάνω από τον άνθρωπο. Πλήθος ιστοριών, παροιμιών, μύθων και τραγουδιών υπάρχουν να «στολίζουν» την ύπαρξή του . Η πατρίδα μας βρίθει δημοτικών τραγουδιών που πρωταγωνιστής είναι αυτό το μικρό πουλάκι. Άλλοτε αναφέρεται σαν προάγγελος της άνοιξης και άλλοτε σαν αφηγητής ηρωικών πολεμικών κατορθωμάτων.
«Το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια.
Το λέει κι ο πετροκότσυφας στα κλέφτικα λημέρια».
Στη λαογραφία μας βλέπουμε όμορφες παραδόσεις καθώς και παραμύθια. Ένα χαρακτηριστικό παραμύθι για τον κούκο συναντάμε στη Μακεδονία. Όπως λένε οι ιστορίες των παλιών, υπήρχε σε ένα χωριό ένας παπάς κι ένας χότζας που ήταν αγαπημένοι και αχώριστοι φίλοι. Μια μέρα όμως, αφού τέλειωσαν ο καθένας τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, κάθισαν να φάνε, ο παπάς λειτουργιά και ο χότζας μαύρο ψωμί. Όμως θες από περιέργεια, θες από λάθος, ο χότζας έφαγε λειτουργιά και του άρεσε. Συντετριμμένοι και οι δυο για το λάθος έπεσαν σε μεγάλη λύπη. Ο Θεός, βλέποντας την πικρία στην καρδιά τους, τούς μεταμόρφωσε σε πουλιά, κάνοντας τον παπά κούκο και τον χότζα τσαλαπετεινό.
Ο μεγάλος μας λαογράφος, Νικόλαος Πολίτης, αναφέρει και μια παράδοση σχετικά με τον κούκο, σύμφωνα με την οποία το πουλί ήταν κάποτε άνθρωπος και είχε μια σύζυγο. Η σύζυγος του ήταν η πούπα (ο τσαλαπετεινός), όμως η άμοιρη κακοπερνούσε με τον κούκο γιατί ήταν κακός. Για να γλιτώσει από τα δεινά της, παρακάλεσε τη μοίρα της και αυτή τη μεταμόρφωσε σε πουλί. Όμως και ο κούκος μεταμορφώθηκε σε πουλί που γυρίζει και ψάχνει τη γυναίκα του ανάμεσα στα δάση με το χαρακτηριστικό του κάλεσμα.
Έχοντας υιοθετήσει και κάποιες προλήψεις, την άνοιξη οι άνθρωποι, πριν βγουν από τα σπίτια τους, φρόντιζαν να φάνε λίγο ψωμί, για να μη τους «κο(υ)μπώσει» ο κούκος. Αν τύχαινε και τον άκουγαν, πριν το πρωινό τους, τότε λέγανε ότι τους «κο(ύ)μπωσε» και ότι πολλές στενοχώριες τους περίμεναν μέσα στο χρόνο: θα πάθαιναν κάτι στη υγεία τους ή θα έχαναν τη φωνή τους. Επίσης πίστευαν πως οταν ένας κούκος καθόταν σε ξερόκλαδο, κάποιος θα πέθαινε.
Σε πολλές περιοχές θεωρούσαν πως ο κούκος είχε και μαντικές ικανότητες. Έλεγαν ότι ο κούκος μπορούσε να προβλέψει πόσα χρόνια θα ζούσε κανείς, μετρώντας τα λαλήματα του αμέσως μετά από τα λόγια:
«Κούκο μου κουκάκι μου
κι αργυρό κουμπάκι μου
ήθελα να σε ρωτήσω
πόσα χρόνια θε να ζήσω;»
Μια ακόμα συνήθεια που υπήρχε σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας ήταν τα παιδιά να βγαίνουν για να πουν τα κάλαντα το Σάββατο του Λαζάρου, με ένα ραβδί στο οποίο είχαν στερεώσει έναν ξύλινο πελεκητό κούκο. Και μετά το πέρας του τραγουδιού φώναζαν δυνατά μιμούμενοι το λάλημα του πουλιού.
Όπως παρατηρούμε, ο κούκος, ήταν παρών σ’ όλες τις πτυχές της ζωής των ανθρώπων, χαρούμενες και στενάχωρες. Ο λόγος που αυτό το πουλάκι μπήκε τόσο βαθιά μέσα στη ζωή τους μας είναι άγνωστος και χάνεται στα βάθη του παρελθόντος.
Ο κούκος ήταν γνωστός στους μύθους των ανθρώπων από τα αρχαία χρόνια. Στην ελληνική μυθολογία λέγεται πως ο Δίας θέλησε να σμίξει με την αδερφή του την Ήρα, όμως αυτή δεν τον ήθελε. Ο Δίας, που δεν κατέθετε εύκολα τα όπλα, την εξαπάτησε μεταμορφωμένος σε έναν κούκο που είχε βραχεί από τη βροχή και κρύωνε. Η Ήρα, λυπημένη για το πουλί, το κράτησε στο στήθος της για να το ζεστάνει. Ο Δίας τότε ξαναγύρισε στην φυσιολογική του μορφή και εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να πλαγιάσει μαζί της. Η Ήρα για να καλύψει την ντροπή της τον παντρεύτηκε.
Ο ποιητής Ησίοδος ανέφερε τον κούκο στα κείμενά του και δήλωσε πως φέρνει χαρά στους θνητούς με την άφιξη του ενώ ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο κούκος έπρεπε να επαινεθεί για την επινοητικότητα του ως πτηνό. Ο κούκος, είπε, είναι από τη φύση του πτηνό που δεν έχει ζεστό σώμα και φτέρωμα. Αυτό σημαίνει ότι είναι λιγότερο γόνιμο και δειλό. Στη φυσιολογία του Αριστοτέλη, η θερμότητα σχετίζονταν με την επιθετικότητα και τη γονιμότητα. Έτσι, ο κούκος δεν μπορεί να επωάσει ή να υπερασπιστεί τα αυγά του, οπότε καταφεύγει να τα γλιστρήσει στη φωλιά μιας «θετής» μητέρας.
Η συνήθεια του κούκου να γεννά αυγά σε φωλιές άλλων πουλιών τον έχει κάνει σύμβολο της απιστίας. Στο έργο του Shakespeare Love's Labour's Lost, το κάλεσμα του κούκου περιγράφεται ως «δυσάρεστο για το αυτί ενός παντρεμένου άντρα», αφού το λάλημα του είναι σαν να κοροϊδεύει τους συζύγους.
Ο κούκος μέσα από αυτές του τις συνήθειες επηρέασε τους λαούς αυτής της Γης που μοιράζεται με πολλά πλάσματα. Από άκρη σε άκρη, προλήψεις, μύθοι και έθιμα σχετίζονται με τον κούκο, στα οποία δεν παρουσιάζεται πάντα ως προάγγελος της άνοιξης αλλά, ορισμένες φορές, και ως κακός οιωνός.
Στη Βρετανία, λέγεται ότι αποτελεί ένδειξη πλούτου όταν κάποιος ακούσει για πρώτη φορά το λάλημα του στις 28 Απριλίου. Εκείνη την ημέρα, γνωστή ευρέως ως «ημέρα του κούκου», οι άνθρωποι στην Κορνουάλη κάποτε διοργάνωναν ένα φεστιβάλ για να θυμούνται το εξής γεγονός: Ένας άνθρωπος, πιστεύοντας ότι ο χειμώνας δεν θα τελείωνε ποτέ, άναψε μια φωτιά στην οποία ένας ανυποψίαστος κούκος που πετούσε εκεί γύρω κάηκε.
Ένα ακόμα φεστιβάλ λαμβάνει χώρα προς τιμήν του κούκου στη περιοχή του Yorkshire. Φημολογείται πως κάποτε οι κάτοικοι εκείνης της περιοχής, θέλοντας να παρατείνουν τον καλό καιρό, ύψωσαν ένα τείχος γύρω από το μέρος που φώλιαζαν οι κούκοι. Όμως το τείχος δεν ήταν πολύ ψηλό και τα πουλιά πέταξαν και έφυγαν μακριά. Στην ανοιξιάτικη αυτή γιορτή, άνθρωποι από όλες τις γωνιές της περιοχής συγκεντρώνονται και χορεύουν, πλέκοντας γαϊτανάκια τα οποία τα συνδέουν συμβολικά με τη γονιμότητα της άνοιξης και τον ήλιο. Όπως η Γη κινείται κυκλικά γύρω από τον ήλιο, έτσι κι εκείνοι χορεύουν κυκλικά και ξέφρενα στη «γιορτή του κούκου».
Σύμφωνα με τη σκωτσέζικη παράδοση, το συχνό λάλημα του κούκου είναι ένδειξη άγριων καταιγίδων.
Σε όλη την Ευρώπη, η έλευση του κούκου έχει χαρακτηριστεί με διαφορετικούς τρόπους. Στη Γαλλία και τη Γερμανία πιστεύουν πως είναι κακή τύχη να ακούσεις έναν κούκο πριν το πρωινό, προκατάληψη που όπως είδαμε ίσχυε και στην Ελλάδα. Στη Γερμάνια όμως οι προλήψεις γύρω από τον κούκο δεν σταματούσαν εκεί, καθώς το λάλημά του κατά την διάρκεια ενός γεύματος θεωρούταν κακός οιωνός που προμήνυε ένα έτος πείνας και δυστυχίας. Στη βόρεια Δανία, όταν άκουγαν τον πρώτο κούκο της άνοιξης, οι γυναίκες ρωτούσαν το πουλί ποτέ θα παντρεύονταν. Κάθε λάλημά του αντιπροσώπευε ένα έτος. Στη παγωμένη Νορβηγία, εάν ένας κούκος λαλούσε από τη Δύση ήταν καλός οιωνός αφού θα εκπληρώνονταν οι επιθυμίες τους, αλλά εάν ακουγόταν από τα βόρεια θεωρούταν «κούκος θανάτου».
Ταξιδεύοντας νότια, οι σλαβικοί λαοί πάντα αντιμετώπιζαν τον κούκο σαν ένα ιδιαίτερο και μυστήριο πουλί. Ακόμα και αν είναι το αρσενικό αυτό που με το λάλημα του καλεί το θηλυκό, στη λαϊκή σλαβική σοφία ο κούκος προσωποποιείται σαν μια χήρα γυναίκα που είναι και η αγγελιοφόρος της θέας Shiva, της θεάς της ζωής. Αυτό προέκυψε από τον μύθο, στον οποίο ο κούκος κρατούσε τα κλειδιά για το Irium, ένα μαγικό μέρος όπου πήγαιναν οι ψυχές των νεκρών. Τα πουλιά και τα φίδια χάνονται το χειμώνα, είτε με την μετανάστευση είτε με τη χειμέρια νάρκη. Ωστόσο, οι πρόγονοί των Σλάβων πίστευαν ότι τα πουλιά πήγαιναν στο Irium, όπως ακριβώς και τα φίδια. Έτσι οι τρύπες που έκαναν τα φίδια στο έδαφος θεωρούνταν είσοδοι σε αυτόν τον μαγικό κόσμο.
Σύμφωνα με τον μύθο, αυτά τα κλειδιά αρχικά ανατέθηκαν στο κοράκι, το οποίο προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη θέση του προς όφελός του και ως εκ τούτου αντικαταστάθηκε από τον κούκο, μια φτωχή χήρα που έχασε τον σύζυγό της στον πόλεμο. Λένε ότι ο κοράκι πρέπει να έχει κρατήσει ένα ή δύο κλειδιά και μόνο αυτό ξέρει το δρόμο για τις μαγικές πηγές της Ζωής και του Θανάτου. Ωστόσο τώρα ο κούκος είναι ο κλειδοκράτορας του Irium, κλειδώνοντάς το το καλοκαίρι όταν όλα τα πουλιά φεύγουν και ξεκλειδώνοντάς το το φθινόπωρο με την επιστροφή των πουλιών.
Πριν ο Χριστιανισμός γίνει επίσημη θρησκεία, ο κούκος αντιπροσώπευε το πένθος. Σε πολλά παλιά τραγούδια, ο κούκος θρηνεί τις ψυχές αυτών που χάθηκαν. Μερικοί σλαβικοί λαοί μάλιστα είχαν έθιμο να απεικονίζουν μερικούς σκαλισμένους κούκους στους τάφους. Όσοι κούκοι απεικονίζονταν πάνω στη πέτρα, τόσοι ήταν και οι ζωντανοί που έμεναν πίσω στην οικογένεια θρηνώντας την απώλεια του αγαπημένου τους.
Καθώς ο κούκος, όπως προαναφέρθηκε, απεικονιζόταν ως γυναίκα, οι διάφορες εικόνες του κεντημένες σε ρούχα και αντικείμενα οικιακής χρήσης προορίζονταν για μικρά και νεαρά άγαμα κορίτσια ενώ σε παρόμοια αντικείμενα που προορίζονταν για αγόρια ήταν κεντημένο ένα αηδόνι. Ο κούκος συμβόλιζε τη ζωή και τη νεότητα.
Στην Ουκρανία, συχνά απεικονίζονταν να κάθεται σε έναν θάμνο του λουλουδιού καλίνα με ώριμους κόκκινους καρπούς που συμβολικά σήμαινε ευλογία και προστασία. Ένας κούκος κι ένα αηδόνι κεντημένα μαζί στα μαντήλια των νεαρών θεωρούνταν ως γητεία για να προσελκύσει την αγάπη με σκοπό την δημιουργία μιας νέας οικογένειας.
Τα έθιμα των Σλάβων δεν σταματούν εδώ αλλά περιέχουν και τελετουργικές δράσεις. Κάθε τέλη Μάιου, τα νεαρά κορίτσια συνήθιζαν να πραγματοποιούν ένα τελετουργικό βάπτισμα και την ταφή μιας κούκλας, που συμβόλιζε τον κούκο, στολισμένη με υφάσματα και διάφορα φυτά. Το ομοίωμα αυτό ήταν η «επισφράγιση» της έναρξης της εφηβείας τους και ο όρκος τους πως θα παντρευτούν και δεν θα μείνουν μονές τους, δηλαδή «κούκοι». Στη Ρωσία, η τελετή αυτή λεγόταν «kumleniye». Αυτή η κούκλα παρέμενε θαμμένη σε μυστικό μέρος για λίγες μέρες, και στη συνέχεια την ξέθαβαν και κάθε κορίτσι έπαιρνε πίσω τα αντικείμενα που είχε βάλει μαζί με τον «κούκο». Η κατάσταση των αντικειμένων αυτών έδειχνε την τύχη του κοριτσιού σε σχέση το γάμο και τη γενική ευημερία του έτους.
Στα ιδιαίτερα αυτά τελετουργικά πρέπει να επισημανθεί η απουσία των ανδρών. Αν τύχαινε να πιαστούν κάποια νεαρά αγόρια που παρακολουθούσαν κρυφά, τότε διώχνονταν από τον χώρο με δυνατές φωνές. Αν όμως ήταν τυχερά και έβρισκαν τον τόπο ταφής της κούκλας, τα κορίτσια ένιωθαν μεγάλη απογοήτευση καθώς ο τόπος έπρεπε να μείνει κρυφός. Όμως επειδή τα αγόρια πάντα προσπαθούσαν να βρουν το μέρος όπου θάφτηκε ο «κούκος» (ήταν φυσική περιέργεια ή μέρος κάποιου ανδρικού τελετουργικού;) τα κορίτσια έφτιαχναν ακόμη και ψεύτικους τάφους για τους αναζητούντες και τους γέμιζαν με σκουπίδια.
Όμως και οι μεγαλύτερες γυναίκες έκαναν επίσης τελετές με το «κούκο». Έφτιαχναν ένα μικρό ομοίωμα ενός γκρίζου πουλιού με ραβδιά και ύφασμα. Το μετέφεραν στο δάσος και το αφήναν εκεί λέγοντας: «Αφαίρεσε τις θλίψεις μου». Οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο κούκος θα μπορούσε να μεταφέρει τα προβλήματα και τις θλίψεις τους στο Irium, τη Γη των Νεκρών, και να τις κλειδώσει εκεί, ώστε να μην επιστρέψουν ποτέ.
Ακόμα και σήμερα η τελετουργία αυτή της «κηδείας του κούκου» έχει επιβιώσει, ως ένα παιδικό παιχνίδι πλέον, που εξακολουθεί να είναι δημοφιλές σε ρωσικές και ουκρανικές πόλεις. Τα κορίτσια θάβουν το «μυστικό» τους, ίσως έναν μικρό φάκελο ή ένα κουτί με κάποιο είδος «θησαυρού», έτσι ώστε μόνο ο κοντινότερος φίλος τους να μπορεί να το βρει.
Το ταξίδι του κούκου συνεχίζεται προς την Ασία. Εκεί ο κούκος είναι γνωστός ως «Chataka». Στην ινδουιστική μυθολογία, αυτό το πουλί είναι απρόθυμο να πιει νερό που βρίσκεται στη γη και αντ’ αυτού επιλέγει να πίνει μόνο φρέσκο νερό βροχής καθώς πέφτει από τον ουρανό. Ο θρύλος λέει ότι όσο διψασμένο κι αν είναι, κάνει υπομονή και περιμένει με λαχτάρα τις σταγόνες της βροχής για να ξεδιψάσει την δίψα του. Για το λόγο αυτό συμβολίζει τον αληθινά πνευματικό άνθρωπο που υπομονετικά στοχάζεται και δρα.
Στη μογγολική μυθολογία, υπάρχει ένας μύθος για τον κούκο, από τον οποίο μπορούμε να διαμορφώσουμε μια ικανοποιητική εικόνα για το λόγο για τον οποίο ο κούκος συνδέεται με την καύση των νεκρών εκεί. Από την ώρα που ο κούκος τραγουδήσει για πρώτη φορά μέσα στο χρόνο ως τον Αύγουστο, σε όλο αυτό το διάστημα κανένας νεκρός δεν καίγεται. Οι Μογγόλοι δεν ξέρουν για ποιον λόγο γίνεται αυτό. Οι ηλικιωμένοι της περιοχής των Buriat απαντάνε στα σχετικά ερωτήματα με τον ίδιο πάντα τρόπο: «Ο Μindiu Qubun (ο ιδρυτής της θρησκείας των Buriat) μας λέει πότε και πώς καίμε τους νεκρούς».
Ο κούκος εμφανίζεται σε πολλούς σχετικούς μύθους και συνδέεται με την ανάσταση των νεκρών και την επαναφορά τους στη ζωή. Όταν ο Iron Hero (μυθικός ήρωας των Buriat) σκοτώνεται και ρίχνεται στην Μαύρη Θάλασσα, εμφανίζεται έγκαιρα ένας κούκος. Και όταν ο σκελετός βγαίνει από το φέρετρο, ο κούκος τραγουδάει πετώντας ολόγυρά του. Όταν ακουμπήσει το κεφάλι του Iron Hero για τρίτη φορά, αυτός σηκώνεται. Έτσι κανένα μέλος της φυλής των Buriat δεν πρέπει να σκοτώνει ή να πυροβολεί έναν κούκο.
Το ταξίδι του κούκου μας τελειώνει κάπου πολύ μακριά από δω μέσα από τους μύθους και τις ιστορίες. Στη περιοχή των Μαορί, παρόλο που απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από τη πατρίδα μας, ο κούκος είναι πάντα καλοδεχούμενος καθώς σηματοδοτεί κι εκεί την έναρξη της άνοιξης. Τα παιδιά καλωσορίζουν τον ανοιξιάτικο επισκέπτη με τα λόγια ενός τραγουδιού:
«Ω πουλί, σε χαιρετάω. Η ζεστή εποχή εμφανίζεται και όλα τα δέντρα έχουν ανθίσει».
Με αυτά τα λόγια και με άλλα ακόμα ανείπωτα ας χαιρετήσουμε κι ας ακούσουμε, όσοι είμαστε τυχεροί, απόψε το κούκο, το πουλί που έχει τη φωνή της άνοιξης.
“The cuckoo cu-cooes – a lad is looking for a lass;
He looks and chooses and holds his nose up high.
Ku-ku – ku-ku, ahaha – ahaha, Odiridi, odiridi dyna, odiridi dyna uha!”
(Πολωνικό παραδοσιακό τραγούδι)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Νικόλαος Πολίτης , Παραδόσεις, εκδ.Γράμματα,2014
Ζωή Θ. Σπυροπούλου , Μύθοι περί πτηνών, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998
Lars Svensson, Τα πουλιά της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρώπης, εκδ. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 2015
Εγκυκλοπαίδεια νυχτόβιων ζώων, εκδ. Susaeta, 2020
Curtin Jeremian, A Journey in Southern Siberia: The Mongols, Their Religion and Their Myths, pub. University Press of the Pacific, 2003
"Cuckoo", Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Cuckoo
"The curious cuckoo", Animalfolklore, https://animalfolklore.wordpress.com/2014/04/26/the-curious-cuckoo/
"Legendary Birds in Hinduism", Arunachalagrace, http://arunachalagrace.blogspot.com/2012/05/legendary-birds-in-hinduism.html
"ΚΟΥΚΟΣ", springalive, http://www.springalive.net/el-cy/springalive/cuckoo