Bernie Wrightson, ο αριστοτέχνης της πένας, του μελανιού και του τρόμου
Ήταν μια ιδιοφυία, όχι απλά άλλος ένας τύπος που έφτιαχνε τέρατα.
Ό,τι κι αν έκανε, είχε ψυχή.
Mike Mignola για τον Bernie Wrightson
Ο θρυλικός Bernie Wrightson γεννήθηκε στο Maryland των ΗΠΑ στις 27 Οκτωβρίου 1948 και πέθανε σαν σήμερα, το 2017. Ήταν κατά βάση αυτοδίδακτος καλλιτέχνης και έγινε γνωστός κυρίως για τις εικονογραφήσεις του με θέμα τον τρόμο και την πολύ ιδιαίτερη και καινοτόμα γραφή του στον χώρο των αμερικάνικων κόμιξ. Έμαθε να σχεδιάζει μελετώντας κόμιξ, κυρίως της εταιρίας EC, καθώς και με μαθήματα σχεδίου δι’ αλληλογραφίας στη σχολή Famous Artists School. Το 1966 άρχισε να δουλεύει ως εικονογράφος για την εφημερίδα «The Baltimore Sun». Το 1967, μετά από μια συνάντηση σε ένα φεστιβάλ κόμιξ στη Νέα Υόρκη με τον Frank Frazetta για τον οποίο έχουμε μιλήσει σε προηγούμενο άρθρο, αποφάσισε να αρχίσει να παράγει τις δικές του ιστορίες. Το 1968 έστειλε δείγματα δουλειάς του στον τότε επιμελητή της DC Comics Dick Giordano, και άρχισε να δουλεύει για την εταιρία ως εξωτερικός συνεργάτης.
Η πρώτη του επαγγελματική δουλειά στον χώρο των αμερικάνικων κόμιξ εμφανίστηκε στον τίτλο «House of Mystery» #179, το 1968 και συνέχισε να παράγει δουλειές για μια πληθώρα τίτλων και ανθολογιών με θέμα το μυστήριο, τόσο για την DC, όσο και για τον τότε κύριο ανταγωνιστή της, τη Marvel Comics. To 1970 συνδημιούργησε μαζί με τον σεναριογράφο Len Wein το Swamp Thing για το οποίο έχουμε μιλήσει επίσης σε παλαιότερο άρθρο: για λογαριασμό της DC, χαρακτήρας ο οποίος έμελε να γίνει από τους πιο καταξιωμένους τίτλους της εταιρείας. Δημιούργησε, επίσης, μαζί με τον σεναριογράφο Marv Wolfman έναν άλλο μετέπειτα διάσημο χαρακτήρα, τον Destiny (Weird Mystery Tales #1, 1972), που έγινε ουσιωδώς γνωστός στο ευρύ κοινό από το αριστούργημα του Neil Gaiman The Sandman, ως ένας από τους Endless, αδερφός του πρωταγωνιστή, Dream.
Το 1974 έφυγε από την DC και άρχισε να δουλεύει στη Warren Publishing, εταιρεία που εξέδιδε εικονογραφημένα περιοδικά με θέμα τον τρόμο, για την οποία έκανε μια σειρά από πρωτότυπες ασπρόμαυρες εικονογραφήσεις καθώς και εικονογραφημένες διασκευές έργων των H. P. Lovecraft και Edgar Allan Poe, μεταξύ άλλων. Το 1975 συν-δημιούργησε μαζί με τους καλλιτέχνες Jeff Jones, Michael Kaluta και Barry Windsor-Smith την κολεκτίβα The Studio, με έδρα το Manhattan της Νέας Υόρκης, όπου αναλάμβαναν πρότζεκτ πιο ελεύθερα καλλιτεχνικά απ’ ότι προσέφερε η τότε εμπορευματοποιημένη αγορά της βιομηχανίας των κόμιξ. Παρόλο, βέβαια, που συνέχισε να συνεργάζεται με διάφορες εταιρίες ως κομίστας και δημιουργός εξωφύλλων, άρχισε να παράγει και δουλειές για αφίσες ταινιών, prints, εικονογραφημένα ημερολόγια, ακόμα και coloring books.
Ο Wrightson επένδυσε επτά χρόνια από τη ζωή του στη δημιουργία του πιο γνωστού του, ίσως, ολοκληρωμένου και προσωπικού έργου, τις 50 ασπρόμαυρες εικονογραφήσεις με πενάκι και μελάνι που θα συνόδευαν το 1983 μια νέα έκδοση του μυθιστορήματος της Mary Shelley, Frankenstein, γνωστό από τότε και έπειτα με τον τίτλο Bernie Wrightson’s Frankenstein. Φιλοτέχνησε επίσης την αφίσα για την ταινία τρόμου του Stephen King, το Creepshow, και αργότερα ήταν ο καλλιτέχνης που εικονογράφησε τη διασκευή του έργου και σε κόμιξ. Συνέχισε με περαιτέρω συνεργασίες με τον King, όπως για την εικονογράφηση της νουβέλας του Cycle of the Werewolf, την αποκατεστημένη έκδοση του The Stand, καθώς και εξώφυλλα για τα From a Buick 8 και Dark Tower V. Φιλοτέχνησε επίσης εξώφυλλα για τον Conan σε συλλογές του L. Sprague de Camp (The Conan Grimoire, 1972 και The Conan Reader, 1968), καθώς και εξώφυλλα δίσκων για διάφορα μουσικά σχήματα, όπως οι Meat Loaf και οι Obituary. Το 1980 έκανε την εμφάνισή του στο περιοδικό Heavy Metal μια ιστορία του Wrightson με τον ήρωα Captain Sternn, η οποία βραβεύτηκε αργότερα, και ο ήρωας εμφανίστηκε και στην ταινία animation Heavy Metal του 1981. To 1985, o Wrightson μαζί με τον Jim Starlin έκαναν το αυτοτελές κόμικ Heroes for Hope, για λογαριασμό της Marvel, με τον σκοπό να μαζέψουν χρήματα για θύματα λιμού στην Αφρική. Σε αυτό το πόνημα συμμετείχαν πολλοί “αστέρες” της βιομηχανίας των κόμιξ, καθώς και διακεκριμένοι συγγραφείς όπως οι Stephen King, George R. R. Martin, Harlan Ellison, και Edward Bryant. Την επόμενη χρονιά, έκαναν ένα δεύτερο φιλανθρωπικό κόμικ για τον ίδιο σκοπό, με τίτλο Heroes Against Hunger, αυτή τη φορά για λογαριασμό της DC, πάλι με τη συμμετοχή πολλών καταξιωμένων καλλιτεχνών και συγγραφέων. Ο Wrightson δούλεψε κατά τη διάρκεια της καριέρας του σε τίτλους όπως, αναφορικά, τα Spiderman, Batman και The Punisher, φιλοτέχνησε εξώφυλλα για τα κόμιξ της DC Nevermore και Toe Tags μεταξύ άλλων, δούλεψε πάνω στη συνέχεια του πρότερου αριστουργήματός του, Bernie Wrightson’s Frankenstein, με όνομα Frankenstein Alive Alive, Dead She Said, καθώς και στα the Ghoul και Doc Macabre, μαζί με τον επιφανή συγγραφέα τρόμου Steve Niles για λογαριασμό της IDW Publishing. Έκανε επίσης concept art για διάφορες ταινίες κυρίως τρόμου, όπως τα: Ghostbusters, The Faculty, Galaxy Quest, Spiderman, το Land of the Dead του George Romero, και το The Mist του Stephen King από τον σκηνοθέτη Frank Darabont.
Όσον αφορά την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του θεώρηση, είναι πραγματικά πρωτοπόρα. Συνδύαζε στα έργα του μια μοντέρνα ματιά σε σχέση με τα καθιερωμένα καλλιτεχνικά στάνταρ της εποχής του που ήδη είχαν αρχίσει να βαλτώνουν, με μια πολύ διεισδυτική προσέγγιση των θεματικών του, με αποτέλεσμα το έργο του να γίνει ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους που γεφύρωσαν το χάσμα μεταξύ του αφελούς οπτιμισμού που ήταν έκδηλος στα αμερικάνικα κόμιξ της δεκαετίας του 1960 και των πιο εξεζητημένων θεματικών που άρχισαν να ανθίζουν στην δεκαετία του 1970 και έπειτα.
Ήταν ένας καλλιτέχνης-ιδιοφυία. Μπορούσε να σχεδιάσει σχεδόν τα πάντα, χωρίς τη χρήση αναφορών ή συχνά και μοντέλων. Φαινομενικά, είχε την ικανότητα να αφομοιώνει στοιχεία από το περιβάλλον γύρω του, αλλά και μέσα από τη μελέτη του πάνω στο έργο άλλων καλλιτεχνών που θαύμαζε και να τα μετουσιώνει σε κάτι τελείως δικό του, πηγαίο, ευρηματικό, αυθεντικό, που δεν μπορούσες να το μπερδέψεις με κάτι άλλο. Του άρεσε να πειραματίζεται με πολλαπλές τεχνικές από δουλειά σε δουλειά, να προκαλεί τον εαυτό του ψάχνοντας και “παίζοντας” με διαφορετικά υλικά και τεχνοτροπίες κάθε φορά, και είχε μια τεράστια αυτοπεποίθηση, αλλά και χρυσή καρδιά, που του επέτρεπε να συνεχίζει να κάνει αυτό που αγαπά σε καιρούς δύσκολους για ανθρώπους του κλάδου του, μιας και η χρυσή εποχή των κόμιξ είχε ήδη παρέλθει στα τέλη του 1960. Κατάφερνε έτσι, δε, να στηρίζει αλλά και να εμπνέει και άλλους καλλιτέχνες του κύκλου του, αφού ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει σε κάποιο πρότζεκτ, συχνά αφιλοκερδώς.
Στην ιστορία «Τhe Black Cat» του Edgar Allan Poe, για παράδειγμα, δουλεύει με πολύπλοκες και λεπτεπίλεπτες φόρμες με πενάκι και μελάνι, για το Swamp Thing χρησιμοποιούσε κυρίως έντονες και κοφτές φόρμες με πινέλο και μελάνι, κάνοντας άφοβη χρήση του μαύρου, ενώ στην ιστορία «Jenifer», του Bruce Jones -που αργότερα έγινε και ταινία-, χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά γκρι μαρκαδόρους για να δώσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα σταδιακής απόγνωσης που πηγάζει στον ψυχισμό του κεντρικού ήρωα. Στην ιστορία «The Pepper Lake Monster» χρησιμοποιεί μια μίξη πινέλου και πένας με μελάνι, η ιστορία «Cool Air» του H.P. Lovecraft είναι μια σπουδή στη χρήση διτονικότητας με έντονες φόρμες σε σημεία, αλλά και γκρίζες ατμοσφαιρικές επιφάνειες. Πειραματιζόταν επίσης πολύ με τη γραφή του, κάνοντας δουλειές φαινομενικά πιο ανάλαφρες, πιο ελεύθερες, πιο λιτές, ακόμα και καρτουνίστικες κατά καιρούς, αλλά που είχαν γερές σχεδιαστικές βάσεις. Καμία γραμμή δεν γινόταν τυχαία και όλες του οι φόρμες τοποθετούνταν στα έργα του καίρια και με ακρίβεια, χωρίς περιττές πληροφορίες. Για το μεγάλο του αριστούργημα, το Frankenstein, ο ίδιος είχε πει πως ήθελε να κάνει τις εικονογραφήσεις για το βιβλίο να δίνουν την αίσθηση στον αναγνώστη ότι είχαν γίνει για την αρχική έκδοση του βιβλίου το 1818. Η Shelley, έλεγε, δεν διηγούνταν μια ιστορία τρόμου· χρησιμοποιούσε τη φόρμα μιας ιστορίας τρόμου, του ρομαντικού fantasy, για να εδραιώσει ένα ηθογράφημα. Σε ανταπόκριση αυτής της “πρόσκλησης”, ο ίδιος δημιούργησε μια δικιά του ιστορία, το επωνομαζόμενο The Muck Monster -την αρχική έμπνευση για το μετέπειτα Swamp Thing-, που ήταν η δική του εκδοχή της ατμόσφαιρας που εκτυλίσσεται στο Frankenstein της Shelley. Σύμφωνα με τον Walter Simonson, καλλιτέχνη, σεναριογράφου και φίλου του Bernie, τα έργα του Wrightson προκαλούσαν δέος στους ομότεχνούς του, ακόμα και όταν ήταν ακόμα νέος. Πέρα από την ικανότητα που είχε να ζωγραφίζει το οτιδήποτε, είχε μια πολύ ορθή και αυθεντική αντίληψη της τονικότητας, απόλυτη ακρίβεια στο πού θα τοποθετήσει το φως και τη σκιά στα έργα του, σε πόση ποσότητα και με ποια ένταση. Ακόμα και όταν έφτιαχνε υπερβολικά πολύπλοκες σκηνές, όπως τη διάσημη σκηνή με το εργαστήριο του δρ. Frankenstein την ώρα που ετοιμάζεται να φέρει το δημιούργημά του στη ζωή, πάντα μπορούσε να κατευθύνει το μάτι του αναγνώστη ακριβώς εκεί που χρειαζόταν.
Για τους ειδήμονες του είδους, ο Wrightson είχε μερικές σταθερές, οι οποίες αναφαίνονται σχεδόν σε όλα του τα έργα: Χρησιμοποιούσε σχεδόν πάντα μια διπλή πηγή φωτός, η πλαστικότητα των μορφών του ήταν έκδηλη και απίστευτα αληθοφανής, χρησιμοποιούσε πολύ το “body horror” στοιχείο για να προσδώσει ατμόσφαιρα, να εξάψει το συναίσθημα, τη φαντασία, αλλά και τον αρχέγονο τρόμο και δεν φοβόταν να επανεφεύρει τους ήρωες που ζωγράφιζε χρησιμοποιώντας φαινομενικά “αθώα” σχεδιαστικά τρυκ, που όμως προσέδιδαν νέο, διευρυμένο νόημα και δυναμική στον εκάστοτε χαρακτήρα. Τέλος, στις ιστορίες που έγραφε ο ίδιος, πάντα υπήρχε έκδηλη η αίσθηση της Θείας Δίκης, ενώ τα τέρατα που έφτιαχνε συχνά είχαν τη χροιά του σημερινού αντι-ήρωα, θέτοντας πρωτοπόρα ηθικά διλήμματα σε μια εποχή ριζικών αλλαγών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι ήταν και πολυβραβευμένος για τη δουλειά του με κάθε λογής βραβείο, όπως τα: Shazam Award, 1972 και 1973 για το Swamp Thing, το Comic Fan Art Award, 1974, το Bob Clampett Humanitarian Award, 1986, για το Heroes for Hope, το Inkpot Award, 1987, το H.P. Lovecraft Award, 2007, το National Cartoonists Society's award, 2012, για το Frankenstein Alive, Alive! και το Inkwell Special Recognition Award, 2015 για το σύνολο της 45ετούς πορείας της δουλειάς του.
Όπως και ο Frazetta, ο Wrightson αποτελεί μια κατηγορία από μόνος του. Αναφορικά, στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται οι Joss Whedon, Neil Gaiman, Guillermo Del Toro, ο προαναφερθέντας Walter Simonson και, φυσικά, ο Mike Mignola, δημιουργός του Hellboy. Το σύνολο του έργου του ήταν και παραμένει τόσο εμβληματικό και ποιοτικό, που πολλοί ακόμα σημερινοί καλλιτέχνες -και όχι μόνο- το θεωρούν ως σημείο αναφοράς, σύγκρισης, επιτεύγματος αλλά και θαυμασμού για τη λεπτομέρεια, τη δύναμη της γραφής και το πολύπλευρο βάθος το οποίο υπαινίσσεται πάντα, αβίαστα μεν αλλά τόσο πηγαία, που είναι αδύνατον να αγνοήσεις το μήνυμά που έντεχνα κρύβεται από πίσω.
Πηγές:
http://berniewrightson.com/biography/
https://en.wikipedia.org/wiki/Bernie_Wrightson
https://en.wikipedia.org/wiki/Bernie_Wrightson%27s_Frankenstein
http://www.latimes.com/entertainment/herocomplex/la-et-hc-bernie-wrightson-20170320-htmlstory.html
http://www.comicbookdb.com/creator.php?ID=687
https://en.wikipedia.org/wiki/Famous_Artists_School
http://www.steveniles.net/2012/05/frankenstein-alive-alive-a-conversation-with-bernie-wrightson.html
https://archive.org/details/BernieWrightsonInterview
https://www.facebook.com/pages/Bernie-Wrightson/157503094275422
https://www.youtube.com/watch?v=btJ6CI5SiUM
https://www.youtube.com/watch?v=oIaPFcF_RYs
Στους παρακάτω συνδέσμους, μπορείτε να βρείτε δουλειές του Wrightson:
Η Γιώτα Τσιμπαλίδη σπούδασε Εφαρμοσμένες Τέχνες στο ΤΕΙ Αθηνών και Κόμιξ στη σχολή Ορνεράκη. Ασχολείται με την γραφιστική και το design, την εικονογράφηση, τα κόμικς, τη φωτογραφία, τα παιχνίδια ρόλων και την οπτική τέχνη γενικά όπου τη βρίσκει εύκαιρη. 'Εχει συνεργαστεί με διάφορους εκδοτικούς οίκους όσον αφορά την εικονογράφηση και σχεδιασμό βιβλίων και μικρά κομιξάκια της θα βρείτε στα fanzines “Zine of Synergy 1-3”, και στην συλλογή “Εν Αιθρία,” 2016.
Τελευταία, το έχει ρίξει στην μελέτη και πρακτική εφαρμογή της φιλοσοφίας του ευ ζην, στις εναλλακτικές θεραπείες κ στην διεύρυνση του νου και κυρίως της καρδιάς. Αρέσκεται στο να διαβάζει πολύ, να χαϊδεύει (και να σχεδιάζει) γατιά, να geek-ιάζει με Netflix και RPGs και να σκέφτεται συχνά-πυκνά ότι «και πολύ το άργησαν το VR, ρε παιδιά”.
Ευελπιστεί να αλλάξει τον κόσμο με την δύναμη της αγάπης, του κάλλους και της επικοινωνίας σε ό,τι επίπεδο αυτό είναι εφικτό.
Δουλειά της θα βρείτε στους παρακάτω συνδέσμους:
Website: animafelis.deviantart.com
Website: www.facebook.com/ANIMAfelis