Arthur Rackham: ο επίσημος εικονογράφος της Αυλής του Oberon και της Titania.
Επίσης γνωστός και ως “The Goblin Master” (Ο Άρχοντας Γκόμπλιν). Ο λόγος για τον Arthur Rackham, μια σχεδόν μυθική πλέον μορφή, ενός καλλιτέχνη απαράμιλλου κύρους, ταλέντου αλλά και επιρροής, σχεδόν από την πρώτη κιόλας εκτυπωμένη δουλειά του κάπου 120 χρόνια πριν, μέχρι και σήμερα. Κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του, δημιούργησε ένα πλούσιο και εντυπωσιακό portfolio έργων σε διάφορα στυλ και τεχνικές, από ασπρόμαυρα σκίτσα με μελάνι, ακουαρέλες και χαρακτικά, μέχρι καρικατούρες, τοπογραφίες, ελαιογραφίες, γραμμικά διακοσμητικά βιβλίων και σιλουέτες, ακόμα και σκηνικά και κοστούμια θεάτρου. Δούλεψε για εφημερίδες και περιοδικά, για διάφορους εκδοτικούς οίκους σε Αγγλία και Η.Π.Α., εικονογράφησε μεταξύ άλλων διαφημίσεις και οι εικονογραφήσεις του εκτέθηκαν πολλάκις ανά την Ευρώπη και την Αμερική, από το μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, μέχρι το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Το έργο του αποτίνει φόρο τιμής στην πολιτιστική κληρονομιά όχι μόνο της Βικτωριανής Αγγλίας, αλλά και του κόσμου ολόκληρου, μιας και οι εικόνες που έπλασε η φαντασία του παραμένουν ζωντανές ακόμα και σήμερα στις νεότερες γενιές δημιουργών, αλλά και αναγνωστών κάθε ηλικίας.
Ο Arthur Rackham γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1867 στο Lambeth του Λονδίνου σε μία μικροαστική, δεκατετραμελή οικογένεια (είχε έντεκα αδέρφια, εκ των οποίων τέσσερα απεβίωσαν σε νηπιακή ηλικία). Οι γονείς του ήταν ο Alfred Thomas Rackham (1829-1912), γραμματέας στο Ναυτικό Μητρώο του Λονδίνου (Admiralty Registry, Doctor's Commons) και η Anne Stevenson (1833-1920), κόρη υφασματέμπορου. Από πολύ νωρίς, ο Rackham έδειξε το ταλέντο του, αλλά και τον ζήλο του για τη ζωγραφική. Μικρός ακόμα, συχνά έφερνε μολύβια στα κλεφτά στο κρεβάτι του τα βράδια και σχεδίαζε μανιωδώς πάνω στα μαξιλάρια του. Είχε βραβευτεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων για την παρατηρητικότητά του και το ζωγραφικό του ταλέντο, ποιότητες που εξασκούσε καθημερινά και στα πλαίσια του εκτενούς οικογενειακού του περίγυρου στο προάστιο όπου έμενε, αλλά και λόγω της ευρείας και φιλελεύθερης αντιμετώπισης των γονιών του, όσον αφορά την πολιτιστική καλλιέργεια των ίδιων και των παιδιών τους. Περιοδικά εκείνης της περιόδου, όπως το Punch και το Graphic, αποτέλεσαν από τις πρώτες και πιο σημαντικές επιρροές του μικρού Arthur όσον αφορά τη σχέση του με την ασπρόμαυρη εικόνα.
Στην ηλικία των 16, ο Arthur χρειάστηκε να ταξιδέψει με συγγενείς στην Αυστραλία για ένα εξάμηνο, λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο, με την ελπίδα το ταξίδι να τον αναζωογονήσει. Στη διάρκεια του ταξιδιού αυτού αξιοποίησε τον χρόνο του παρατηρώντας, ζωγραφίζοντας τοπία και μελετώντας τεχνικές ακουαρέλας. Με την επιστροφή, ο πατέρας του, πάντα προνοητικός και γειωμένος χαρακτήρας, τον προέτρεψε να βρει δουλειά. Το 1885, ο Rackham προσλήφθηκε ως μαθητευόμενος γραμματέας στο Πυροσβεστικό Σώμα του Westminster (Westminster Fire Office), αλλά παράλληλα ξεκίνησε και απογευματινά μαθήματα στη σχολή Καλών Τεχνών Lambeth School of Art, υπό την καθοδήγηση του διακεκριμένου ζωγράφου τοπίων, William Llewellyn. Εκεί έκανε και μερικές αξιοσημείωτες φιλίες με μετέπειτα μεγάλα ονόματα της εγχώριας καλλιτεχνικής σκηνής, όπως ο Thomas Sturge Moore, ο Charles Shannon, και ο Charles Ricketts.
Η πρώτη του τυπωμένη δουλειά εμφανίστηκε στο περιοδικό Scraps το 1884. Επρόκειτο για ένα σατιρικό σχέδιο που απεικόνιζε παιδιά με κλωστές δεμένες γύρω τους, που τα απέτρεπε από το να τρώνε πολύ. Το 1892 παραιτήθηκε από το γραμματειακό του πόστο για να αφιερωθεί πλήρως στο κάλεσμά του ως εικονογράφου, συνεργαζόμενος με περιοδικά και εφημερίδες της εποχής όπως το Pall Mall Budget, το Westminster Budget και το Westminster Gazette, ζωγραφίζοντας παράλληλα και πολλά τοπία με ακουαρέλα. Η δουλειά του εμφανιζόταν πλέον συχνά και σε πιο “φτηνές” φυλλάδες και για την επόμενη δεκαετία συνεργαζόταν τακτικά και με διάφορα περιοδικά, όπως τα Little Folks, Cassell's Magazine, και το St. Nicholas. Μετά το 1893 αφιερώθηκε κατά κύριο λόγο στην εικονογράφηση βιβλίων, με το ντεμπούτο του να γίνεται στο βιβλίο To the Other Side, έναν οδηγό για τον Καναδά και τις Η.Π.Α.. Η μεγαλύτερη εκδοτική του επιτυχία στη δεκαετία του 1890 ήταν το βιβλίο The Ingoldsby Legends (1898), με 12 ολοσέλιδες έγχρωμες εικονογραφήσεις και 90 ασπρόμαυρα σχέδια, και το Tales from Shakespeare (1899), με 11 ασπρόμαυρες εικονογραφήσεις. Τα δύο αυτά βιβλία επανεκδόθηκαν αργότερα ως deluxe εκδόσεις με περισσότερες έγχρωμες εικονογραφήσεις, ασπρόμαυρα σχέδια, και γραμμικά σχέδια για επικεφαλίδες και κλεισίματα κεφαλαίων. Μέχρι τότε ο Rackham είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός ως επαγγελματίας εικονογράφος, αλλά το έργο που απογείωσε την καριέρα του και τον εδραίωσε στον χώρο, αποφέροντας παράλληλα αξιοσημείωτα κέρδη, ήταν το The Fairy Tales of the Brothers Grimm (1900).
Το 1903 παντρεύτηκε τη ζωγράφο πορτραίτων Edyth Starkie, και μετά τον γάμο τους διατήρησαν και οι δύο ξεχωριστά στούντιο στο σπιτικό τους και παράλληλα εξελισσόμενες καριέρες, ο καθένας στον τομέα του. Το 1908 γεννήθηκε η μοναχοκόρη τους Barbara, την οποία συχνά ο Arthur χρησιμοποιούσε ως μοντέλο, πέρα από τα πληρωμένα μοντέλα που προσλάμβανε συχνά-πυκνά για τις ανάγκες της δουλειάς του. Συνήθιζε, άλλωστε, να κάνει μελέτες σε εκφράσεις, κινησιολογία, κοστούμια, τοπία και σκηνικά που βρίσκονταν άπλετα γύρω του και να τα ενσωματώνει με μαεστρία στις εικονογραφήσεις του. Το ίδιο συνέβαινε όταν πήγαινε κάποιο ταξίδι, πράγμα που έκανε συχνά. Πάντα είχε μαζί του τις ακουαρέλες και τα μολύβια του, παρατηρώντας τη φύση και τους ανθρώπους γύρω του και εμπλουτίζοντας το οπτικό του ρεπερτόριο με θέματα, αναφορές και βιώματα που αργότερα αξιοποιούσε κατάλληλα στις δουλειές που αναλάμβανε.
Ο Rackham από νεαρή ηλικία είχε μια έφεση στα έργα του προς το γκροτέσκο και αρεσκόταν στο να αφηγείται με την πένα και τις ακουαρέλες του τις δικές του οπτικές εκδοχές των σκηνών που επέλεγε να εικονογραφήσει στις δουλειές που φιλοτεχνούσε. Έχοντας μεγαλώσει στην εξοχή, ουσιαστικά, είχε γαλουχηθεί σε ένα πολυπληθές, θεοσεβούμενο και μπολιασμένο στην ιδέα της ζωής και του θανάτου περιβάλλον, που από τη μία του επέτρεπε να είναι πολύ επιμελής, προνοητικός και τακτικός στο πώς αντιμετώπιζε τη δουλειά του και λιτός στις καθημερινές του υλικές ανάγκες και από την άλλη του προσέδιδε έντονες ευαισθησίες, πηγαίο κυνισμό και ιδιαίτερο χιούμορ –ήταν αυθεντία στην παρωδία– που πάντα έβρισκαν τρόπο να φανούν στις εικονογραφήσεις του. Δεν έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τεχνολογικές προόδους της εποχής του, όπως για παράδειγμα τα αυτοκίνητα, τα τηλέφωνα και τα ρολόγια χειρός, πιστεύοντας κάπως αναχρονιστικά και συντηρητικά πως τέτοιες ανέσεις απέτρεπαν τον άνθρωπο από το να βιώνει αισθαντικά το περιβάλλον του και τον ίδιο του τον εαυτό σε όλο τους το εύρος. Φαινόταν, δε, τόσο συγυρισμένος και ακριβής με την πάντα απέριττη και σχεδόν αγέραστη και λεπτεπίλεπτη θωριά του, που ενισχυόταν ακόμα πιο έντονα στους οικείους του η εικόνα ενός δουλευταρά γνώμου επί τω έργω, είτε επρόκειτο για δουλειά, είτε για παιχνίδι, μιας και αντιμετώπιζε και τα δύο εξίσου σοβαρά.
Αγαπημένα του φανταστικά θέματα ήταν οι γνώμοι, τα γκόμπλιν και τα ξωτικά κάθε λογής, και σήμα κατατεθέν του τα ροζιασμένα και οζώδη δέντρα με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά. Όπως αναφέρθηκε όμως, πάντα φρόντιζε όποιο φανταστικό πλάσμα επινοούσε να το εντάσσει σε ένα όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό περιτύλιγμα (προϊόν παρατήρησης και εκτενούς μελέτης), αξιοποιώντας τα δυνατά σημεία της ικανότητάς του ως καλλιτέχνης τοπίων και ως “αποτυπωτής” του φανταστικού στοιχείου, δημιουργώντας αρμονικά σύνολα που κάθε στοιχείο αντιστάθμιζε τα υπόλοιπα άψογα.
Ο Rackham πάντα πίστευε πως η ζωγραφική και η εικονογράφηση είναι δύο εντελώς ξεχωριστά πεδία: «Η ζωγραφική, ως θέμα και τεχνική πρέπει να θεωρείται έργο συνεχούς στοχασμού –ένας μόνιμος σύντροφος. Η εικονογράφηση, από την άλλη, είναι κάτι το εφήμερο, κάτι που το κοιτάζεις για κάποια δευτερόλεπτα, και μετά η σελίδα γυρίζει, πιθανώς σε ένα εντελώς διαφορετικό θέμα, με πιθανώς εντελώς διαφορετική τεχνική. Σε αυτόν τον τομέα, περίεργες και ασυνήθιστες συνθέσεις, σκηνές βιαιοπραγιών, υπερβολές και άλλα θέματα σπασμωδικού ενδιαφέροντος μπορούν να βρουν τη θέση τους, κάτι που είναι σχεδόν απαγορευτικό για τους τοίχους ενός δωματίου». Το ενδιαφέρον βέβαια, εδώ, είναι πως οι δικές του εικονογραφήσεις έβρισκαν απήχηση και ως εφήμερες εικονογραφήσεις στο πλαίσιο ενός βιβλίου, αλλά και ως ζωγραφική, αφού πολύς κόσμος αγόραζε και τα πρωτότυπα έργα του για να διακοσμήσει το σπίτι του. Αυτό μας αποδεικνύει το πόσο πολύπλευρες ικανότητες διέθετε ο δημιουργός. Πάντα απαθανάτιζε στις σκηνές του κάποια κλιμάκωση, χτίζοντάς τες με οπτική δράση και αφήγηση και εμπλουτίζοντάς τες με λεπτομέρειες, όπως ξωτικά να ασχολούνται με τα καθημερινά τους καθήκοντα, δέντρα να χλευάζουν το κοινό, και, φυσικά, καρικατούρες του ίδιου του τού εαυτού.
Είναι ευρέως γνωστός για τις εικονογραφήσεις του για παιδικά βιβλία, και αυτό είναι κάτι που τον απασχολούσε εκτενώς. Στο The Junior Book of Authors το 1934, σχολιάζει σε ένα δοκίμιό του: «Μπορώ μόνο να πω ότι πιστεύω ακράδαντα στη μεγάλη διεγερτική και εκπαιδευτική δύναμη των ευφάνταστων, φανταστικών και παιχνιδιάρικων εικόνων και γραπτών για παιδιά, στις ηλικίες που είναι πιο επιρρεπή σε τέτοια ερεθίσματα… Τα παιδιά δεν θα κάνουν λάθη στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το φανταστικό και συμβολικό σε σχέση με το με το χειροπιαστό. Ούτε είναι τυφλά μπροστά στα διακοσμητικά ή τα αυθαίρετα τοποθετημένα στοιχεία στην τέχνη, όχι περισσότερο απ’ όσο είναι τυφλά στις ποιητικές ή ρυθμικές λογοτεχνικές φόρμες. Πρέπει να επιμείνουμε στο ότι τίποτα λιγότερο από το καλύτερο, με οποιοδήποτε κόστος, δεν μπορεί να είναι αρκετά καλό για αυτά σε τέτοιες επιρρεπείς ηλικίες όπου δημιουργούνται τα πρότυπα για την ενήλικη ζωή τους. Οποιοσδήποτε επαναπαύεται σε χαμηλότερης ποιότητας υλικό, όσον αφορά την τέχνη και τη λογοτεχνία ως αρκετά καλό για παιδιά, διαπράττει ένα καταστροφικό λάθος που θα του κοστίσει αργότερα».
Μεταξύ 1905 και 1929 είχε σταθερές συνεργασίες με εκδοτικούς σε Αγγλία και αργότερα στη Βόρειο Αμερική, και εξέδιδε τουλάχιστον ένα βιβλίο ανά χρονιά. Πολλές φορές δε, δούλευε σε παράλληλους τίτλους πειραματιζόμενος με το στυλ του και ακονίζοντας τις τεχνικές του σε σημείο που η γραφή του έγινε κάποια στιγμή τόσο λεπτεπίλεπτη, γνωστή και αγαπητή στο κοινό, που πολύς κόσμος αγόραζε τα βιβλία που εικονογραφούσε μόνο και μόνο επειδή τα είχε εικονογραφήσει αυτός. Στα χρόνια λίγο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε σταθερά και αυξανόμενα κέρδη από τα βιβλία που εικονογραφούσε, πολλά εκ των οποίων έβγαιναν και σε deluxe εκδόσεις περιορισμένου αριθμού υπογεγραμμένων αντιτύπων, τυπωμένα σε ειδικό χαρτί και δεμένα σε περγαμηνή, με πρώτη του τέτοια έκδοση το Rip Van Winkle (1905). Παράλληλα, λάμβανε μέρος σε ετήσιες εκθέσεις σε γκαλερί (Leicester Galleries, Λονδίνο), όπου τα πρωτότυπα έργα του για το εκάστοτε βιβλίο της χρονιάς πωλούνταν σε αξιοπρεπείς τιμές που του απέφεραν έξτρα κέρδη. Αναφορικά, μερικές άλλες deluxe εκδόσεις τις οποίες φιλοτέχνησε είναι οι: Peter Pan in Kensington Gardens (1906), Alice's Adventures in Wonderland (1907), A Midsummer-Night's Dream (1908), Gulliver's Travels (1909), Cinderella (1919), The Sleeping Beauty (1920), Comus (1921), A Wonder Book (1922), The Tempest (1926), The Legend of Sleepy Hollow (1928), The Vicar of Wakefield (1929).
Κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αγορά στην Αγγλία άλλαξε ριζικά. Οι πληγές του πολέμου άφησαν ένα αγοραστικό κοινό που δεν μπορούσε να διαθέσει χρήματα για πολυτέλειες, και αυτό με τη σειρά του έκανε τους εκδοτικούς οίκους πολύ πιο φειδωλούς και διστακτικούς όσον αφορά τις εκδόσεις τους. Οι εκδόσεις Heinemann, σταθεροί συνεργάτες του Rackham στην Αγγλία, προσπάθησαν να ξαναπλασάρουν τον Arthur κατά τη διάρκεια του πολέμου ως εικονογράφο του βρεφικού δωματίου με εκδόσεις που ξέφευγαν από τα γερμανικής καταγωγής θέματα που είχε εικονογραφήσει τα προηγούμενα χρόνια (Undine –1909, Rhinegold –1910, Sigfried –1911) και να εστιάσουν σε πιο βατά θέματα, όπως τα: Aesop's Fables (1912), Mother Goose (1913), A Christmas Carol (1915), The Romance of King Arthur (1917), English Fairy Tales (1918), Cinderella (1919). Η φήμη του Rackham ως αγαθού και αλλόκοσμου γνώμου, και ως δημιουργού τέτοιων θεμάτων αξιοποιήθηκε από τους Heinemann για να προσελκύσει εκ νέου το κοινό. Αυτή η κίνηση είχε ως αποτέλεσμα να εγκαθιδρυθεί εκ νέου ως δημιουργός βρεφικών ιστοριών, με τις οποίες τον είχε γνωρίσει καταρχάς το κοινό στο ξεκίνημά του και έτσι να μπορέσουν τα βιβλία του να πωλούνται σε σχετικά βολικές ποσότητες. Σε αυτά του τα βιβλία, ο Rackham συνειδητά απέφυγε να αποδώσει θεματικές με γκροτέσκα ή βίαια σκηνικά που μπορεί να τρομοκρατούσαν τους αναγνώστες του -πράγμα που θα έκανε μετά χαράς δέκα χρόνια πριν σε αντίστοιχες δουλειές. Αντιθέτως, μαλάκωσε τη θεματολογία του και εικονογράφησε καθημερινές, βατές σκηνές, λαμπρές κορασίδες με εντυπωσιακά φορέματα, ευλαβείς ιππότες, λαμπερούς αγγέλους και άλλα θέματα που θα μπορούσαν να ηρεμήσουν, να ενθουσιάσουν ή να εμπνεύσουν τον αναγνώστη που ήταν ήδη τρομοκρατημένος από τις ακρότητες του πολέμου που μάστιζε την Ευρώπη και που αποζητούσε το βάλσαμό του με αυτόν τον τρόπο.
Ένα άλλο πράγμα που συνέβη μετά τον πόλεμο και συνεχίστηκε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920, είναι ότι παρόλο που οι πωλήσεις των βιβλίων του Rackham έπεσαν πολύ στη Βρετανία, ταυτόχρονα αυξήθηκαν κάθετα στις Η.Π.Α. Αυτή η μετάβαση κατέληξε στο να εκδίδονται σχεδόν ταυτόχρονα εκδόσεις των βιβλίων του σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Εκεί βρέθηκε επίσης να λαμβάνει σταθερά μέρος σε εκθέσεις των έργων του στην γκαλερί Scott and Fowles NY, ήδη από το 1919, που του απέφεραν αξιοσημείωτα κέρδη. Η μεγαλύτερη εισπρακτικά επιτυχία του της περιόδου 1922-25 ήταν μια συμφωνία που είχε κλείσει με την Colgate Co., για τη δημιουργία 30 έργων για τη διαφήμιση σαπουνιού. Η συγκεκριμένη καμπάνια τον μεταμόρφωσε επίσης στα μάτια του αμερικάνικου κοινού από “Goblin Master” σε δημιουργό φαντασιών Χολιγουντιανού στυλ με κομψότητα και κρινολίνα, αλλά και του απέφερε έξτρα κύρος αφού τα πρωτότυπα έργα που φιλοτέχνησε εκτέθηκαν με μεγάλη επιτυχία σε διάφορες γκαλερί στις Η.Π.Α., καθώς και στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης. Ταξίδεψε, άλλωστε, ως εκεί το 1927 για να κάνει γνωριμίες και να κλείσει όσες περισσότερες συνεργασίες μπορούσε, μιας και δεν διέθετε ατζέντη και όλες του οι συμφωνίες βασίζονταν στην προσωπική επαφή με τον εκάστοτε πελάτη και φυσικά, στην ήδη εδραιωμένη φήμη του. Τότε ήταν που κατάφερε να κλείσει μια από τις πιο σημαντικές καλλιτεχνικά δουλειές της καριέρας του, την εικονογράφηση του A Midsummer Night's Dream του Shakespeare για λογαριασμό της New York Public Library (Δημοτική Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης) αυτή τη φορά, έργο το οποίο ολοκλήρωσε το 1930, λόγω προβλημάτων υγείας που τον ταλαιπώρησαν για αρκετό καιρό εκείνα τα χρόνια.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι πέρα από καλλιτέχνης υψηλού βεληνεκούς, ο Arthur Rackham ήταν και πολύ οξυδερκής επιχειρηματίας. Από αρκετά νωρίς στην καριέρα του άρχισε να ζητάει προμήθεια από τους εκδοτικούς οίκους με τους οποίους συνεργαζόταν για τις πωλήσεις των αντιτύπων των βιβλίων του, πράγμα που επέτρεψε σε αυτόν και την οικογένειά του να απολαμβάνουν μια άνετη ζωή, ακόμα και τους πιο δύσκολους καιρούς. Κρατούσε πάντα λεπτομερή αρχεία εξόδων, από τα αυγά που χρησιμοποιούσε για τις τέμπερές του ενίοτε, μέχρι τα ποσά που πλήρωνε για τα γυαλιά οράσεώς του και τα μοντέλα που χρησιμοποιούσε αυτός και η γυναίκα του στη δουλειά τους. Είχε κάνει επίσης μερικές έξυπνες επενδύσεις σε μετοχές που του επέφεραν και αυτές ένα έξτρα κέρδος. Τα τελευταία, ειδικά, χρόνια της ζωής του, αυτή η προνοητικότητα αποδείχτηκε σωτήρια, μιας και ήταν πολύ άρρωστος (υπέφερε και τελικά πέθανε από καρκίνο) για να συνεχίσει να ζωγραφίζει με τους παλιούς ρυθμούς του, παρόλο που δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια μέχρι να ολοκληρωθεί το κύκνειο άσμα του, το The Wind in the Willows (1939).
Αναφορικά με τις τεχνικές εικονογράφησης που ανέπτυξε και τελειοποίησε κατά τη διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του, μπορούν να ειπωθούν πολλά. Οι πιο πρόσφατες ανακαλύψεις σε μεθόδους φωτογράφησης και εκτύπωσης της τότε εποχής επέτρεπαν τον φωτογραφικό διαχωρισμό των πρωτότυπων έγχρωμων έργων σε τρία “αρνητικά”, ένα μπλε, ένα κόκκινο και ένα κίτρινο. Έπειτα, με την επίστρωση του κάθε αρνητικού με μελάνι, το ένα πάνω στο άλλο, μπορούσε να αναπαραχθεί σχεδόν τέλεια η αρχική εικόνα (περίπου όπως γίνεται στις μέρες μας με την τετραχρωμία όφσετ, αλλά τότε με τρία χρώματα). Η διαδικασία αυτή απαιτούσε την εκτύπωση σε ειδικά επιχρισμένο χαρτί, και χρησιμοποιούνταν κυρίως στις deluxe εκδόσεις περιορισμένων αντιτύπων ενώ στις πιο απλές εκδόσεις κειμένου χρησιμοποιούσαν φτηνότερο χαρτί χαμηλότερης ποιότητας, πάνω στο οποίο κολλούσαν με το χέρι τις εκτυπωμένες εικονογραφήσεις εκ των υστέρων.
Με βάση αυτό το πλαίσιο, ο Rackham είχε αναπτύξει μια τεχνική που ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της συγκεκριμένης μεθόδου εκτύπωσης με βέλτιστα αποτελέσματα. Σκιτσάριζε πρώτα τον σκελετό του κάθε του σχεδίου με ένα μαλακό μολύβι, σκιαγραφούσε τα διάφορα βαριά σχήματα του σκελετού του και πρόσθετε μερικές καίριες λεπτομέρειες. Μετά την ολοκλήρωση του σκαριφήματος με μολύβι, πρόσθετε τα γραμμικά στοιχεία με πένα και μελάνι, αφαιρώντας το μολύβι στο τέλος της διαδικασίας. Αν η εικόνα που έφτιαχνε είχε χρώμα, ακολουθούσε την ίδια διαδικασία αφού τοποθετούσε πριν τα μελάνια ένα ελαφρύ επίστρωμα χρώματος στο χαρτί, ακολουθούμενο από διαδοχικά επιστρώματα διαφανών αποχρώσεων και χτίζοντας τις χρωματικές τονικότητες σιγά-σιγά σε επίπεδα. Δούλευε συνήθως με απαλές μπλε, πράσινες και κόκκινες επιστρωμένες αποχρώσεις σε βάση που είχε περάσει με ένα τόνο κιτρινωπό, δίνοντας στο χαρτί του την αίσθηση του πεπαλαιωμένου παπύρου. Σταδιακά, η γραφή του εξελίχθηκε σε πιο αιχμηρή, πιο έντονη σε νόημα και λεπτομέρεια, πιο σίγουρη, αλλά μετά τη δεκαετία του 1920, παρατηρούμε ότι άλλαξε ρότα, χρησιμοποιώντας πιο απαλή γραφή. Στο τελευταίο του έργο (The Wind in the Willows – 1939), η γραφή του φαίνεται πλέον να αναδεικνύει γλυκιά χάρη, σοφία και στοργικό χιούμορ, αποτελώντας τον τέλειο αποχαιρετισμό προς τα εγκόσμια.
Μια άλλη τεχνική που ανέπτυξε ήταν η χρήση της σιλουέτας. Γενικά, η τεχνική αυτή ήταν διαδεδομένη τον δέκατο ένατο αιώνα, κυρίως στη δημιουργία πορτραίτων, αλλά λόγω της φύσεώς της, θεωρούνταν περιοριστική για τη χρήση της σε εικονογραφήσεις βιβλίων. Η μοναδική ματιά του Rackham όμως, ανέτρεψε και αυτόν τον κανόνα. Χρησιμοποιούσε, άλλωστε, τις σιλουέτες ως στοιχεία από πολύ νωρίς στην καριέρα του, και καθ’ όλη τη διάρκειά της, αλλά τα δυο βιβλία στα οποία διέπρεψε ήταν το Cinderella (1919) και το The Sleeping Beauty (1920). Αυτά τα δυο βιβλία απέφεραν και μεγάλα κέρδη, μιας και η παραγωγή τους ήταν πιο φτηνή απ’ ό,τι τα αντίστοιχα εικονογραφημένα με τη μέθοδο των τριών πλακών.
Ήταν δοκιμιογράφος σε κάποια καλλιτεχνικά περιοδικά, καθώς και ενεργό μέλος -και ενίοτε λέκτορας- σε διάφορες καλλιτεχνικές κοινότητες ανά περιόδους, όπως η Royal Watercolor Society και το Langham Sketching Club (από το 1902) -στο οποίο επιτέλεσε και ως Πρόεδρος για ένα διάστημα δύο χρόνων, το Art Worker's Guild (από το 1909) -όπου εκλέχθηκε Master το 1919-, στη Société Nationale des Beaux Arts, Paris (από το 1912), και άλλες. Κέρδισε χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση του Μιλάνου το 1906, στη Βενετία το 1909, και στη Διεθνή Έκθεση της Βαρκελώνης το 1911. Η Société Nationale des Beaux Arts διοργάνωσε ειδική έκθεση προβολής των έργων του για το Sigfried και το Rhinegold το 1911 στο Παρίσι, όπου και του απονεμήθηκε ακόμα ένα τιμητικό χρυσό μετάλλιο.
Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε να αναλύουμε έστω τα πιο καίρια έργα του για ώρες ολόκληρες, όσον αφορά τεχνική, ποιότητα, καλαισθησία και φαντασία, αλλά το θεωρώ πλέον άσκοπο μετά από όσα έχουν ήδη αναφερθεί. Το μόνο σίγουρο που μένει στη σκέψη είναι πως επρόκειτο για έναν σπάνιο καλλιτέχνη, πρωτοπόρο στο πώς αντιλαμβανόταν και απέδιδε τον κόσμο γύρω του, τόσο δε, που κατάφερε να περάσει αυτήν την “ξωτική” ματιά του στις επόμενες γενιές με τρόπο τόσο καθηλωτικό, που πραγματικά θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε πώς θα είχε εξελιχθεί ο κόσμος χωρίς την παρουσία του. Η τέχνη του αποτέλεσε και αποτελεί ακόμη και σήμερα αξεπέραστο πρότυπο και πηγή έμπνευσης για πολλούς δημιουργούς, από συγγραφείς όπως ο C. S. Lewis και ο J. R. R. Tolkien, ο Jan Pienkowski (συγγραφέας παιδικών βιβλίων), o Jerry Pinkney (συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων), μέχρι καλλιτέχνες όπως οι Αδερφοί Hildebrandt και o Brian Froud (εικονογράφοι του φανταστικού) και η Trina Schart Hyman (εικονογράφος παιδικών βιβλίων), αλλά και σκηνογράφους, μουσικούς και κινηματογραφιστές, όπως ο Walt Disney.
Πηγές:
https://en.wikipedia.org/wiki/Arthur_Rackham
http://www.bpib.com/illustrat/rackham.htm
http://www.artpassions.net/rackham/
Βιβλιογραφία:
James Hamilton - Arthur Rackham, A Life with Illustration, Pavilion Books, an imprint of Anova Books Company Ltd, London 2010.
(Πρώτη έκδοση με χοντρό εξώφυλλο, Arcade Publishing NY 1990)
Σπάνιες εκδόσεις κάποιων από τα πιο κλασσικά βιβλία του μπορείτε να βρείτε σε ηλεκτρονική μορφή μέσω του Project Gutenber, Australia στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.gutenberg.org/ebooks/author/6335
Η Γιώτα Τσιμπαλίδη σπούδασε Εφαρμοσμένες Τέχνες στο ΤΕΙ Αθηνών και Κόμιξ στη σχολή Ορνεράκη. Ασχολείται με την γραφιστική και το design, την εικονογράφηση, τα κόμικς, τη φωτογραφία, τα παιχνίδια ρόλων και την οπτική τέχνη γενικά όπου τη βρίσκει εύκαιρη. 'Εχει συνεργαστεί με διάφορους εκδοτικούς οίκους όσον αφορά την εικονογράφηση και σχεδιασμό βιβλίων και μικρά κομιξάκια της θα βρείτε στα fanzines “Zine of Synergy 1-3”, και στην συλλογή “Εν Αιθρία,” 2016.
Τελευταία, το έχει ρίξει στην μελέτη και πρακτική εφαρμογή της φιλοσοφίας του ευ ζην, στις εναλλακτικές θεραπείες κ στην διεύρυνση του νου και κυρίως της καρδιάς. Αρέσκεται στο να διαβάζει πολύ, να χαϊδεύει (και να σχεδιάζει) γατιά, να geek-ιάζει με Netflix και RPGs και να σκέφτεται συχνά-πυκνά ότι «και πολύ το άργησαν το VR, ρε παιδιά”.
Ευελπιστεί να αλλάξει τον κόσμο με την δύναμη της αγάπης, του κάλλους και της επικοινωνίας σε ό,τι επίπεδο αυτό είναι εφικτό.
Δουλειά της θα βρείτε στους παρακάτω συνδέσμους:
Website: animafelis.deviantart.com
Website: www.facebook.com/ANIMAfelis