Άνυα: Το Τοτέμ του Ορφέα (Μέρος 9ο)
Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι διακοπές του Ορφέα στην Άνυα, εκείνη τη Δευτέρα του πρώιμου Ιούλη. Για δύο ολόκληρες εβδομάδες, οι οποίες ποτέ δεν κατάλαβε πότε πέρασαν, έζησε μέσα στο όνειρο. Όνειρο θαλασσί και ξανθό, από τα χρώματα της ακτής. Οι μέρες έφευγαν ξέγνοιαστα, με καλή παρέα προπαντώς, ευχάριστη διάθεση, καλαμπούρι, ποτό, ξενύχτι, τραγούδι, αραλίκι και φυσικά, μπάνιο στη θάλασσα. Όλα όσα είχε στερηθεί ως έφηβος τα προηγούμενα καλοκαίρια βράζοντας στην Αθήνα με συντροφιά τη βαβούρα της γειτονιάς και την γκρίνια της μητέρας του, τα κέρδισε με το παραπάνω σε εκείνο το μικρό κομμάτι γης, την παραδεισένια Άνυα.
Κάθε πρωί ξυπνούσε στο δεντρόσπιτο γύρω στις δέκα και μισή, όπου το γλυκό φως του πρωινού τρύπωνε από το παράθυρο κάνοντας τα φύλλα του σφενδάμου να λάμπουν χρυσοπράσινα. Φορούσε το μαγιό του και κατέβαινε στο καλύβι του πατέρα του για να περάσει λίγα λεπτά μαζί του, μέχρι να έρθει ο Ορέστης. Στη συνέχεια, τα δύο φιλαράκια πήγαιναν να πάρουν τους υπόλοιπους της παρέας, τις Τρίδυμες, τον Αργύρη και τον Βύρωνα, που είχε αρχίσει να του αρέσει το νερό. Κατέβαιναν στην παραλία όπου συναντούσαν και τους άλλους, τις Γερμανίδες και τους Γκέλλιν και τότε άρχιζε το μεγάλο τζέρτζελο. Η θάλασσα, πάντα δροσερή τα πρωινά και τα μεσημέρια του Ιούλη, γέμιζε με παιδιά, φουσκωτά στρώματα και τρανταχτά γέλια.
Τις πρώτες μέρες, μέχρι να γνωριστεί καλύτερα με τα παιδιά, ο Ορφέας κολυμπούσε ήρεμα χωρίς να ενοχλεί κανέναν, σύντομα όμως ξεθάρρεψε, ταράζοντας τους υπόλοιπους και κυρίως τα κορίτσια στις βουτιές και τις πατητές. Ο χαβαλές γινόταν ακόμα μεγαλύτερος όταν καμιά φορά κατέβαιναν για μπάνιο οι μεγάλοι, ο Οδυσσέας με τον Αστέρη, τον Κάγκελο και τον Κλώτσο, ο οποίος ξεσήκωνε όλη την παραλία με τα αστεία του. Πού και πού ερχόταν και ο Άντι, ίσα για να ρίξει μια βουτιά, μα τότε όλοι έπεφταν πάνω του παλεύοντας να τον κρατήσουν μέσα.
Τα παιχνίδια στη θάλασσα έδιναν και έπαιρναν με το πιο αγαπητό από αυτά να είναι οι κοκορομαχίες. Τα κορίτσια και οι ελαφρότεροι της παρέας καβαλούσαν τους ώμους των πιο γεροδεμένων και πάλευαν μέχρι να μείνει μόνο ένα (ή και κανένα) ζευγάρι όρθιο. Με την άφιξη του Ορφέα στην Άνυα επανήλθε ένα παλιό παιχνίδι, εκείνο του αμμοπόλεμου. Δεν κράτησε όμως για πολύ καιρό, αφού αναγκάστηκαν να το σταματήσουν όταν μια μέρα μπήκε άμμος στα μάτια του Βύρωνα, με αποτέλεσμα να μη θέλει να ξαναμπεί για μπάνιο. Έπειτα από πολλά παρακάλια, οι φίλοι του τον έπεισαν να αλλάξει γνώμη, μα ο αμμοπόλεμος είχε γίνει πια παρελθόν.
Το βόλεϊ και οι ρακέτες δεν έλειπαν από το πρωινό μπάνιο. Κανένα από αυτά τα παιχνίδια, όμως, δεν μπορούσε να συγκριθεί με το “παλαβόσφαιρο”, το άθλημα της Άνυας.
Το πώς ακριβώς παιζόταν το παιχνίδι αυτό κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά, αφού δεν υπήρχαν σχετικοί κανόνες. Κι ενώ τα παιδιά έλεγαν πως κάποια στιγμή θα του έθεταν μερικούς για να γίνει πιο οργανωμένο, εντούτοις δεν το έκαναν ποτέ. Στην πραγματικότητα, έπρεπε απλώς να χτυπάς την μπάλα με όποιον τρόπο μπορούσες (χέρι, πόδι, κεφάλι, ακομα και ρακέτα) αρκεί να μην έπεφτε στο νερό ή να έβγαινε στη στεριά. Και παρόλο που ακουγόταν εντελώς χαζό σαν ιδέα, ήταν μεγάλο κόλλημα τόσο για τους παλαίμαχους όσο και για αυτούς που δοκίμαζαν για πρώτη φορά.
Το παράξενο αυτό παιχνίδι γεννήθηκε δύο χρόνια πριν, όταν η Αερίνα με την Εύη παίζοντας ρακέτες, ξέμειναν από μπαλάκι και χρησιμοποίησαν μια μεγαλύτερη μπάλα. Όταν η μπάλα ξέφυγε από ένα δυνατό χτύπημα της Αερίνας, βρέθηκε στα πόδια του Ορέστη, ο οποίος την κλώτσησε πίσω όπου και ξαναχτύπησε στη ρακέτα, για να εξοστρακιστεί στο κεφάλι της Εύης. Έπειτα από τα γέλια που έκαναν από εκείνη την αστεία φάση, τα παιδιά προσπάθησαν να το επαναλάβουν, χωρίς φυσικά να το καταφέρουν. Μα τότε ανακάλυψαν πως είχαν μόλις φτιάξει ένα καινούργιο παιχνίδι που συνδύαζε τις ρακέτες με το ποδόσφαιρο και το βόλεϊ με το μπάσκετ. Κι επειδή μια μέρα κάποιος, βλέποντας τους να τρέχουν κουνώντας χέρια πόδια για να σώσουν την μπάλα, τους είπε παλαβούς, βάφτισαν το νέο τους παιχνίδι παλαβόσφαιρο.
Το μεσημέρι, μουλιασμένοι από το μπάνιο και εξουθενωμένοι από το παλαβόσφαιρο και τις κοκορομαχίες, ο Ορφέας και η παρέα του πήγαιναν για καφέ στον Αγκαλίτσα, το μπιτς μπαρ της Άνυας. Εκεί περνούσαν ατελείωτες ώρες χαλάρωσης και τεμπελιάς παίζοντας τάβλι, σκάκι, χαρτιά και παντομίμα, με τα τα τραπέζια τους γεμάτα από ποτήρια με φραπέ και παγωμένο νερό. Όσοι ήταν κουρασμένοι ή δεν είχαν καλοκοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, έφευγαν για να πάρουν έναν μεσημεριανό υπνάκο ενώ οι υπόλοιποι παρέμεναν στον Αγκαλίτσα παίζοντας, κουβεντιάζοντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Άλλοι, ξαπλωτοί και με τα πόδια αραγμένα στην καρέκλα, διάβαζαν το βιβλίο που είχαν δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του Λόρι Ντάνσεν.
Γύρω στις εφτά, όπου ο ήλιος παρόλο που έγερνε προς τη δύση έκαιγε ακόμη, σκορπίζοντας παντού τη λάμψη του, η παρέα άφηνε τον Αγκαλίτσα. Η συνέχεια εξαρτιώταν από το τι είχαν πιει πριν φύγουν. Τις μέρες που μετά τον καφέ το έριχναν στα ούζα κι έκαναν κεφάλι, βουτούσαν στη θάλασσα για να ξεζαλιστούν και έπειτα το απογευματινό μπανάκι κατέληγε σε -τι άλλο;- παλαβόσφαιρο. Αυτό βέβαια δεν συνέβαινε κάθε μέρα. Τα πιο πολλά απογεύματα τα παιδιά πήγαιναν σπίτια τους, όπου ξεβγάζονταν και άλλαζαν ρούχα κι έπειτα ασχολούνταν ο καθένας με την ειδικότητα του. Ο Ορφέας δανειζόταν την κιθάρα του πατέρα του και έπαιζε μουσική με τον Ορέστη, οι Τρίδυμες χρωμάτιζαν βότσαλα ή έκαναν κατασκευές με κοχύλια και κλαδιά, η Λάουρα και η Γιούλια έκαναν ποδήλατο, η Κλαούντια πήγαινε για τζόκινγκ με τον Κεν, ενώ ο Ρούντι γυρνούσε στο τροχόσπιτο με τη Γιάρα για να βοηθήσουν τον πατέρα τους σε κάποια καινούργια εφεύρεση. Ο Βύρωνας δανειζόταν βιβλία από τον Λόρι Ντάνσεν και καθόταν στην παραλία να διαβάσει ή βοηθούσε τον Αργύρη να μαζέψουν τον Αγκαλίτσα. Το μπιτς μπαρ έκλεινε πριν από τις οχτώ και ο Αγκαλίτσας έφευγε για την Καραβούπολη, όπου διέμενε με τη μητέρα του. Άφηνε πάντα τα κλειδιά του μπαρ στον ανηψιό του, τον Αργύρη και του έδινε το ελεύθερο να κερνάει ποτά ή παγωτά τους Ανυανούς.
Άλλες φορές, πάλι, δεν έκαναν τίποτα από όλα αυτά ή τα άφηναν στη μέση για να κάνουν κάτι παρείστικο για το υπόλοιπο της μέρας. Επιλογές είχαν πολλές, ειδικά αν ακολουθούσαν όλοι. Είτε πήγαιναν για βόλεϊ μέχρι να πέσει το σκοτάδι, είτε έκαναν περίπατο από την ακτή ως το σπίτι του Άντι και το Δάσος του Μεσημεριού, είτε άραζαν σε κάποια από τις δύο άκρες του κόλπου. Όποτε επέλεγαν το τελευταίο, συνήθως πήγαιναν να κάτσουν στο καστράκι της Άνυας, όπου το έδαφος ήταν πιο μαλακό. Ο Ορφέας προτιμούσε τον φάρο, γιατί από εκεί φαινόταν καλύτερα το ηλιοβασίλεμα και παρακινούσε τους φίλους του να πήγαιναν κατά εκεί για να το δουν. Όμως, τις περισσότερες φορές τους έβρισκε ο Κλώτσος και άρχιζε να τους λέει από την αρχή την ιστορία του με το γιγάντιο χταπόδι.
Κάθε που νύχτωνε, η παρέα συναντιώταν και πάλι στην παραλία. Κατέβαζαν κιθάρες και τραγουδούσαν γύρω από τη φωτιά ή κάθονταν στα σκοτάδια και έλεγαν τρομαχτικές ιστορίες. Καμιά φορά έπαιρναν απόχες και πήγαιναν να πιάσουν πυγολαμπίδες, τις οποίες έβαζαν σε βαζάκια για να φτιάχνουν αυτοσχέδιες λάμπες. Συνήθως κάθε δύο μέρες ο Όντι και η παρέα του έκαναν πάρτι, οπότε μικροί και μεγάλοι διασκέδαζαν παρέα. Καμιά φορά συγκεντρώνονταν έξω από το λεωφορείο των Γερμανών για μπάρμπεκιου ή στο τροχόσπιτο των Μάγων για χορό, μιας και το όχημα-σπίτι των Γκέλλιν είχε ρεύμα, οπότε το στερεοφωνικό και τα ηχεία έμπαιναν σε λειτουργία. Πού και πού έκαναν και προβολή ταινιών, καθώς οι Γκέλλιν διέθεταν dvd player και προτζέκτορα, ενώ ο Αστέρης και ο Κάγκελος νοίκιαζαν ταινίες από ένα βίντεοκλαμπ της Καραβούπολης.
Αλλά τίποτα, μα τίποτα δεν συγκρινόταν σαν το μέτρημα των αστεριών. Τα παιδιά άραζαν στην παραλία μέχρι αργά και ξαπλωμένα κοιτούσαν τα φώτα του ουρανού. Ήταν εκείνη η ώρα της απόλυτης ηρεμίας, με τη βραδινή δροσούλα να τους νανουρίζει. Η ώρα που θύμιζε το τέλος ή μάλλον, το ότι το τέλος θα αργούσε πολύ να έρθει, γιατί το καλοκαίρι ήταν μεγάλο και οι διακοπές ακόμα στην αρχή τους.
Ήταν Ιούλιος. Ήταν ακόμη Ιούλιος!
***
Εκτός από την παρέα του, ο Ορφέας περνούσε χρόνο και με τους μεγάλους. Μία με δύο φορές πήγε για ψάρεμα με τον Λαρς. Ο Γερμανός λάτρευε το ψάρεμα όσο τίποτα, άλλα και χανόταν για ώρες ατέλειωτες με τη βάρκα του μεσοπέλαγα. Πολλές φορές έπαιρνε και τον Κλώτσο για παρέα, αλλά συνήθως πήγαινε μόνος και επέστρεφε το βράδυ με την ψαριά του. Έλεγε πως όσο η θάλασσα εκείνη έβγαζε ψάρια, δεν θα έφευγε από την Άνυα ούτε αυτός ούτε η οικογένεια του.
Με τον Κάγκελο, τον εγκέφαλο των Ναυαγών, περνούσε αρκετές ώρες. Του μάθαινε νέες τεχνικές στην κιθάρα και τον έβαζε να παίζει ντραμς. Με τον Αστέρη πήγαινε βόλτες στην Καραβούπολη κάθε που έπαιρνε τον Χάρο για να πετάξει τα σκουπίδια ή να φέρει νερό γεμίζοντας μπουκάλες από μια στέρνα λίγο πιο έξω από την πόλη. Κάποια από εκείνες τις φορές γνώρισε και τον Βαλεντίνο, έναν φίλο του Αστέρη, του οποίου η οικογένεια διατηρούσε φούρνο στην Καραβούπολη. Ο Βαλεντίνος κατέβαινε στην Άνυα τα πρωινά με ένα βανάκι φορτωμένο με ψωμί, λουκουμάδες, ζαμπονοτυρόπιτες και γάλα. Πότε-πότε έριχνε καμιά βουτιά στα γρήγορα, πριν να συνεχίσει το δρομολόγιο του σε άλλους απομακρισμένους οικισμούς. Τότε ο Κλώτσος, ο νάνος, έβρισκε την ευκαιρία να κλέψει καμιά τυρόπιτα ή να αμολύσει κανένα καβούρι στα μπροστινά καθίσματα.
Ο Λόρι Ντάνσεν χαιρόταν ιδιαίτερα όταν έβλεπε τον Ορφέα να έρχεται στο σπίτι του. Παρατούσε τότε το μυθιστόρημα που έγραφε και μοιραζόταν τις γνώσεις του για τη λογοτεχνία με τον νεαρό. Κοντά του ο Ορφέας άρχισε να συμπαθεί το διάβασμα και τα βιβλία, ειδικά τις περιπέτειες και τις ιστορίες μυστηρίου και μεταφυσικού τρόμου. Ο Ντάνσεν υποστήριζε πως οι έφηβοι έπρεπε να διαβάζουν Τόλκιν, Μούρκοκ, Στήβεν Κινγκ και Λάβκραφτ και αργότερα να προχωρούσαν στους κλασικούς συγγραφείς. Ο ίδιος, πάντως, έγραφε φανταστικές ιστορίες επηρεασμένες από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και από τις παραδόσεις της Αρκαδίας.
Στην ίδια φάση με τον Λόρι Ντάνσεν βρισκόταν και ο Χαρκ Γκέλλιν, ο Μάγος. Αυτός ήταν ο εφευρέτης της Άνυα και από τότε που έφτιαξε το περίφημο αντικουνουπικό, αφοσιώθηκε στην κατασκευή καινούργιων εφευρέσων. Σπάνια έβγαινε έξω από το εργαστήρι του, ενώ στην καλύτερη θα τον έβρισκες να δουλεύει έξω από το τροχόσπιτο συντροφιά με τη μικρούλα Γιάρα. Κάθε που ο Ορφέας πήγαινε από τους Γκέλλιν, ο κύριος Χαρκ τον έπαιρνε να του δείξει ό,τι καινούργιο ετοίμαζε, καθώς και παλιότερα πράγματα που είχε φτιάξει. Από αυτά ούτε τα μισά δεν δούλευαν, αλλά αυτό δεν πτοούσε καθόλου τον Χαρκ Γκέλλιν. Ήταν πεπεισμένος πως κάποια στιγμή όλες εκείνες οι εφευρέσεις του θα λειτουργούσαν, ειδικά ο κουβάς-πυροσβεστήρας.
Το ίδιο δημιουργική με τον σύζυγό της ήταν η Μπέρθα Γκέλλιν, όχι βέβαια στις εφευρέσεις, αλλά στη μαγειρική. Κάθε μέρα πειραματιζόταν με νέες γεύσεις, εκ των οποίων ο πρώτος δοκιμαστής ήταν ο Ρούντι. Ο μεγάλος της καημός ήταν να πετύχει όσες περισσότερες συνταγές από την ελληνική κουζίνα, ειδικά το σπετζοφάι και το σκορδοστούμπι, τα οποία της έβγαζαν κάθε φορά την πίστη για να ετοιμαστούν και τελικά πετιώνταν στα σκουπίδια, αφού κανείς δεν μπορούσε να τα φάει. Και παρόλο που η Μπέρθα ήταν άριστη στις πίτες και τα γλυκά, κατά έναν περίεργο τρόπο, με τις σαλάτες τα έκανε σαλάτα. Η χωριάτικη ήταν για την Μπέρθα ό,τι πιο πολύπλοκο είχε συναντήσει ποτέ, κι όσες φορές κι αν δοκίμασε να τη φτιάξει, πάντα της έβγαινε κάτι άλλο.
Με τον Δημήτρη, τον πατέρα του Ορέστη, δεν πρόλαβε να πει πολλά. Δύο μέρες αφότου ήρθε ο Ορφέας στην Άνυα, του έκατσε μια δουλειά στα βόρεια και έφυγε. Είπε και στον Ορέστη να έρθει μαζί του, εκείνος όμως ζήτησε να μείνει στην Άνυα με τους φίλους του και τον Ορφέα, τον οποίο αποκαλούσε μονίμως κολλητό. Ο Όντι υποσχέθηκε στον Δημήτρη ότι θα προσέχει τον Ορέστη κι έτσι ο γερο-Βίκινγκ έφυγε με το κεφάλι του ήσυχο.
Ο Άντι ο Ιρλανδός περνούσε τις περισσότερες ώρες της μέρας του στο σπιτάκι του πλάι στο Δάσος του Μεσημεριού, ενώ συχνά την κοπανούσε με τον Ρόβερ και έκανε βόλτες στον Κάβο και στην Καραβούπολη, όπου τα έπινε σε ένα μπαράκι που το έλεγαν «Μεθυσμένος Ναύτης». Εκεί έπαιρνε μέρος σε διαγωνισμό ποτού με τα πιο γερά “ποτήρια” της πόλης και κάθε τόσο επέστρεφε με δώρα για τους φίλους του. Ο Ορφέας πεθύμησε το ταξίδι με το τρελό του αμάξι και έτσι μια μέρα του ζήτησε να τον πάει βόλτα για να δει τον Αλατόπυργο και το Νεραιδοχώρι, μα στα μισά της διαδρομής τον γύρισε πίσω, αφού τον έπιασε και πάλι ναυτία. Ίσα που πρόλαβε να δει τη λίμνη που την έλεγαν Τσιμπλού, καθώς και το μεσαιωνικό κάστρο, αλλά από μακριά, μιας και ο δρόμος είχε αρκετές στροφές και ο Άντι οδηγούσε χειρότερα κι από τη μέρα που τον έφερε στην Άνυα.
Από όλους, όμως, τους μεγάλους, τον περισσότερο του χρόνο ο Ορφέας τον περνούσε με τον πατέρα του. Ο Όντι ήταν εκεί όποτε τον χρειαζόταν και σπάνια του χαλούσε χατήρι. Έπαιζε μαζί του κιθάρα, πήγαιναν για κολύμπι στα βαθιά, μάζευαν πεταλίδες από τους βράχους κάτω από τον φάρο και τα βράδια, όταν οι φίλοι τους πήγαιναν να ξαπλώσουν, άραζαν στο δεντρόσπιτο του Ορφέα ή στο καλυβάκι του Όντι και κουβέντιαζαν μέχρι να τους πάρει ο ύπνος.
Κάθε τι που ενθουσίαζε τον Ορφέα το κρατούσε για να το πει στον πατέρα του. Πολλές φορές ξεχνούσε την ηλικία του και έκανε σαν παιδάκι που ήθελε να μοιραστεί το κάθε πράγμα που του έκανε εντύπωση. Μα και ο Όντι ήταν όλος αυτιά και του άρεσε να απαντάει στις ερωτήσεις του Ορφέα. Και αν κάποιος τους έβλεπε χωρίς να τους γνωρίζει, θα έλεγε πως αυτοί οι δύο ήταν αχώριστα φιλαράκια και όχι πατέρας και γιος.
Κάποιο βράδυ αργά, κι ενώ χάζευαν το φεγγάρι που έφεγγε μισό πάνω από τη θάλασσα, ο Ορφέας ρώτησε τον πατέρα του:
«Αλήθεια μπαμπά, πότε έχει πανσέληνο;»
«Γιατί ρωτάς φιλαράκο;»
«Η Μπέρθα μου είπε ότι θα φτιάξει φεγγαρόπιτες. Είπε, επίσης, ότι σου αρέσουν πολύ και ότι τσακώνεσαι με τον Αστέρη για τον ποιος θα φάει την τελευταία».
«Τι να κάνουμε, είναι ωραίες οι άτιμες! Και η Μπέρθα είναι φοβερή μαγείρισσα. Θα της ζητήσω να ξαναφτιάξει εκείνη την πεπονόσουπα για να τη δοκιμάσεις. Όλο λέει πως θα την κάνει, μα τελευταία έχει σκαλώσει με τους μουσακάδες και τα παπουτσάκια».
«Είχα πάει από το σπίτι τους σήμερα. Καλά ε, καμία σχέση με αυτό που φαίνεται απ’ έξω! Νομίζεις πως θα μπεις σε ένα τόσο δα σπιτάκι και μόλις περάσεις την πόρτα, ξαφνικά βρίσκεσαι μέσα σε έπαυλη! Το έχεις δει πώς είναι μέσα; Μα ναι, τι ρωτάω, φυσικά και το έχεις δει. Έχουνε τρία μπάνια, τέσσερα υπνοδωμάτια, τρεις σκάλες, δύο αποθήκες και μια σοφίτα! Πώς στο καλό χωράνε όλα αυτά μέσα σε ένα τροχόσπιτο, μου λες;»
«Πολύ απλό. Είναι μαγικό! Στη χώρα τους υποθέτω θα υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια τροχόσπιτα, σαν τα τροχοκινούμενα που βλέπαμε παλιά να καταφθάνουν από την Ευρώπη».
«Πολύ θα ήθελα να ταξιδέψω κάποτε στη χώρα των Γκέλλιν», είπε ο Ορφέας.
«Εγώ πάλι όχι. Δεν σου έχουνε πει για τα σπίτια που έμεναν; Κάθε κτίριο, λένε, στην πόλη τους, την Ντιάνα, είναι ζωντανό. Εκείνοι έμεναν σε μια γέρικη πολυκατοικία που όλο έβηχε και τρανταζόταν. Τα ενοίκια στις νεαρές κατοικίες ήταν πολύ ακριβά, οπότε οι φίλοι μας δεν μπορούσαν να μετακομίσουν. Και επειδή στην Ντιάνα έπεσε φτώχεια και ανεργία, την κοπάνησαν μια και καλή και ήρθαν εδώ. Βέβαια, δεν ξεκίνησαν για να βρουν την Άνυα. Αυτοί στην Αθήνα ήθελαν να πάνε. Άκουσαν πως η Ελλάδα είναι μια χώρα φιλόξενη και γεμάτη από μυθικά πλάσματα...»
«Καμία σχέση», είπε ο Ορφέας. «Τώρα που το λες, ο Ρούντι μου είπε πως ο αδελφός του δούλευε σε ένα πετ σοπ με μαγικά ζώα και πως τον έδιωξαν γιατί μια μέρα έβρεξε κατά λάθος έναν μικρό φοίνικα! Μου είπε και ότι η Γιάρα είχε έναν μικρούλη δράκο, αλλά τον έχασαν στον δρόμο όταν ερχόντουσαν εδώ. Είχανε και μια γάτα που ένα βράδυ έβγαλε φτερά και πέταξε από το παράθυρο. Την είχαν πάρει από το μαγαζί που δούλευε ο Κεν. Τώρα τους έχει μείνει εκείνο το παπαγαλάκι που αλλάζει χρώματα».
«Α ναι, αυτό που γκαρίζει σαν γαιδούρι! Ευτυχώς, πάντως που οι Γκέλλιν βρήκαν την Αρκαδία αντί για την Ελλάδα. Δεν νομίζω να είχαν και πολλή τύχη εκεί. Άσε που θα τους πήγαιναν όλους στο τρελάδικο».
«Αλήθεια, μπαμπά, εσύ πώς βρήκες την Άνυα;»
«Είναι μεγάλη ιστορία», είπε ο Όντι και χασμουρήθηκε. «Θα σου την πω κάποια άλλη φορά. Ας πούμε ότι ήρθα κι εγώ τυχαία εδώ, όπως όλοι. Οι Γκέλλιν, οι Γερμανοί, ο Δημήτρης και ο Ορέστης, ο Βύρωνας... Τυχαία».
«Τυχαία ή μοιραία;» ρώτησε ο Ορφέας.
«Μπα. Δεν πιστεύω στο πεπρωμένο. Προτιμώ εκείνο το αρχαίο ρητό των Ρωμαίων που λέει ότι η Τύχη ευνοεί τους τολμηρούς. Φόρτουνα Φάβετ Φόρτιμπους».
«Γιατί μου το είπες τώρα αυτό; Θα κάνουμε Λατινικά φέτος στη Δευτέρα Λυκείου...»
«Κουράγιο. Δύο τάξεις έμειναν για να τελειώσεις το σχολείο. Θα περάσουν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι νομίζεις. Και μετά θα είσαι ελεύθερος να διαλέξεις τον δρόμο σου».
«Μπαμπά, θες να γυρίσεις μαζί μου στην Αθήνα;»
«Θα το ήθελα μόνο και μόνο για να είμαι κοντά σου. Αλλά στην Αθήνα δεν έχω μέλλον. Γι’ αυτό έφυγα. Κανείς δεν εκτιμούσε τη μουσική μου. Έπρεπε να δουλεύω, αλλά σε καμία δουλειά δεν μπορούσα να στεριώσω. Κάπου είχα αρχίσει να νιώθω εντελώς άχρηστος, ειδικά τότε που δεν είχα ψωμί να φέρω στο σπίτι. Η μαμά σου δεν μπορούσε να καταλάβει. Ούτε και οι συγγενείς της, οι θείες σου και η γιαγιά σου. Τις θυμάσαι;»
«Γιατί, ξεχνιούνται; Πρόπερσι κάναμε μαζί τους διακοπές για λίγο. Τι εφιάλτης! Ήταν σαν να με είχαν ρίξει μέσα σε κοτέτσι με κότες και γαλοπούλες που έβγαζαν η μία το μάτι της άλλης».
«Καταλαβαίνω. Το εχω ζήσει και εγώ. Εκεί ήταν που μου ήρθε η φράση “Έι, κότες. Είδατε κανέναν γλάρο να φεύγει στο ηλιοβασίλεμα;” Σαν να τις βλέπω τώρα να με κοιτάζουν σαν χάνοι, όπως τότε».
Για λίγο δεν μίλησαν. Θυμήθηκαν κάτι από τα παλιά. Εκείνα τα χρόνια των τσακωμών, της διαμάχης, της αποτυχίας που διαδεχόταν η μία την άλλη, του χωρισμού και του αποχωρισμού.
Ο Όντι στέριωσε το βλέμμα του στα αστέρια πάνω από τη θάλασσα και είπε στον γιο του:
«Όχι φιλαράκο. Δεν ξαναγυρίζω στην Αθήνα. Βρήκα ένα μέρος να αγαπώ και να παίρνω πίσω την αγάπη που του δίνω. Να τραγουδώ χωρίς κανείς να μου λέει να σωπάσω. Να πετάω χωρίς κανείς να θέλει να μου κόψει τα φτερά. Να δίνω λογαριασμό μονάχα στον ήλιο και στη θάλασσα. Αυτό είναι το σπίτι μου πια. Η Άνυα».
«Και το δικό μου!», είπε ο Ορφέας και σηκώθηκε όρθιος. «Είμαι κι εγώ κομμάτι της Άνυα, έτσι δεν είναι; Όμως... πότε θα αποκτήσω το δικό μου τοτέμ; Έχετε όλοι τατουάζ εκτός από εμένα...»
«Μπα; Μπορείς να τα βλέπεις;»
«Ναι. Είναι κάμποσες μέρες που τα βλέπω. Βγήκα ένα απόγευμα από τη θάλασσα και όλοι σας είχατε τατουάζ. Στην αρχή νόμιζα πως με είχε πειράξει το ούζο, αλλά μετά θυμήθηκα αυτό που μου είπαν οι Τρίδυμες, ότι όποιος έχει κάνει μπάνιο στη Θάλασσα του Βασιλιά Ψαρά μπορεί να τα βλέπει».
«Πρέπει να περιμένουμε να σε επιλέξει το δικό σου πνευματικό ζώο», είπε ο πατέρας του.
«Αναρωτιέμαι ποιο θα είναι αυτό...», είπε ο Ορφέας.
Μα τελικά, δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Το ζώο-τομέμ πετούσε ήδη πάνω από το κεφάλι του.
«Για κοίτα!», είπε ο Όντι και έδειξε ψηλά το φτερωτό ζωάκι που έκανε άτσαλους κύκλους σαν μεθυσμένο. «Νομίζω πως το βρήκαμε!»
«Ποιο; Αυτό το νυχτοπούλι; Θα έχω τατουάζ μια κουκουβάγια;»
«Δεν είναι νυχτοπούλι. Για δες το. Είναι νυχτερίδα!»
«Νυχτερίδα;», απογοητεύτηκε ο Ορφέας. «Έλα τώρα, δεν μπορεί να είναι αυτό το δικό μου τοτέμ!»
«Είναι σίγουρα το δικό σου τοτέμ», είπε ο Όντι. «Ξέρεις πόσες νύχτες την έχω δει αυτήν τη νυχτερίδα να πετάει έξω από το δεντρόσπιτο σου;»
«Ε και; Μπορεί να έχει τη φωλιά της κοντά μου. Τι σχέση έχω εγώ με τις νυχτερίδες;»
«Να σου θυμίσω τη μέρα που ήρθες στην Άνυα; Έφτασες νύχτα, χλωμός και ζαλισμένος έπειτα από μια πραγματική πτήση με τον Άγριο Ρόβερ. Όταν κατέβηκες από το αμάξι τρέκλιζες και έκανες οχτάρια. Φιλαράκο, αυτό δεν ήταν ένας απλός ερχομός! Ήταν οιωνός, ξεκάθαρο σημάδι ότι το ζώο-προστάτης σου είναι η νυχτερίδα».
«Δηλαδή αν ερχόμουν κρυωμένος, ποιο θα ήταν το τοτέμ μου; Ο πιγκουίνος;»
Ο μπαμπάς γέλασε.
«Φιλαράκο, δεν τα επιλέγουμε εμείς τα ζώα-φύλακες. Η Άνυα μας τα στέλνει. Για σένα διάλεξε τη νυχτερίδα, για κάποιον λόγο που ίσως μόνο εκείνη γνωρίζει. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το δεχτείς σαν δώρο, κι ας μη σ’ αρέσει. Πες πως σου το έστειλε η νονά σου».
Ο Ορφέας κατσούφιασε. Κοίταξε τη νυχτερίδα που πετούσε πάνω από τα κεφάλια τους μέχρι που χάθηκε στα δέντρα.
«Επίσης, ξέχασα να σου πω ότι μέχρι να έρθεις εσύ, δεν είχαμε νυχτερίδες στην Άνυα», είπε ο πατέρας του. Έπειτα αναδεύτηκε στην ψάθα και ατενίζοντας το κενό, είπε:
«Για φαντάσου... Γλάρος εγώ, νυχτερίδα εσύ... Φτερωτοί και οι δύο. Τυχαίο ή πρέπει να αρχίσω να πιστεύω στη μοίρα;»
***
Την επόμενη κιόλας μέρα, μετά το πρωινό μπάνιο, οι φίλοι του Ορφέα έπιασαν δουλειά για να του φτάξουν το τατουάζ. Ο Βύρωνας το σχεδίασε στο χαρτί και η Αερίνα του το σκάλισε στο μπράτσο. Έπειτα η Μαριλένα το χρωμάτισε και η Εύη πέρασε από πάνω του τη χένα από το Νεραϊδοχώρι. Όσο για τον Ορέστη, καθόταν παραδίπλα και τους πείραζε όλους με τη σειρά: τα κορίτσια που τσακώνονταν κάθε λίγο και λιγάκι για το ποια θα κάνει τι, τον Ορφέα που ρωτούσε για τις δυνάμεις του τατουάζ και τον Βύρωνα που γκρίνιαζε για το δικό του τοτέμ.
«Γιατί έπρεπε να επιλέξει εμένα το Βουβάλι;» έλεγε ζηλεύοντας τα άλλα τοτέμ. «Δεν θα μου πήγαινε καλύτερα ο Σκορπιός; Ας ήταν και η Αλεπού ή ο Ιππόκαμπος, μια χαρά ζωάκια είναι κι αυτά. Ή το Άλογο του Άντι. Τι να το κάνω εγώ το Βουβάλι;»
«Βουβαλάκι μου εσύ!» τον πείραξε ο Ορέστης μουγκρίζοντας για να τον τσαντίσει περισσότερο. «Δυνατό μου και όμορφο βουβαλάκι!»
«Εγώ τι να πω με αυτήν τη νυχτερίδα;» είπε ο Ορφέας καθώς η Αερίνα ζωγράφιζε το χέρι του. «Ούτε μου ταιριάζει ούτε και μου αρέσει».
«Μα τι λες;» είπε ο Βύρωνας. «Η νυχτερίδα είναι τέλεια! Κοίταξε τα φτερά της. Έχεις δει ομορφότερα από αυτά; Σαν τα φτερά του δράκου είναι. Μακάρι να με είχε επιλέξει εμένα το Τοτέμ της Νυχτερίδας».
«Ποιος δράκος;» πετάχτηκε ο Ορέστης. «Αυτό μοιάζει με τη νυχτερίδα που έχει πάνω του το Μπακάρντι!»
«Τι πρόβλημα έχεις;» θύμωσε ο Βύρωνας. «Έτσι μου βγήκε!»
Η αλήθεια είναι πως ο Βύρωνας είχε κάνει πάνω από δεκαπέντε προσχέδια μέχρι να πετύχει την κατάλληλη νυχτερίδα. Η μεγαλύτερη δυσκολία του ήταν τα φτερά. Τη μια τα έκανε κλειστά, την άλλη ανοιχτά, την άλλη ακόμα πιο ανοιχτά –τόσο που δεν θα χωρούσε στο χέρι– μετά πάνω, κάτω, διπλωμένα, κομμένα, τοξωτά μέχρι και στραβά. Τελικά ο Ορφέας διάλεξε το σχέδιο που του φαινόταν πιο “άγριο” και “ροκάδικο”, το οποίο πράγματι έμοιαζε με το λόγκο από το γνωστό ρούμι.
Ο Ορέστης συνέχισε να πειράζει τους φίλους του, με πρώτο και καλύτερο τον Βύρωνα:
«Πάλι καλά που δεν του έκανες το σύμβολο του Μπάτμαν!»
«Το σκέφτηκα πριν από εσένα, εξυπνάκια», του απάντησε ο Βύρωνας.
«Πλάκα στην πλάκα...», είπε ο Ορέστης σουφρώνοντας τα χείλη. «Έι, αυτό είσαι πια Ορφέα! Ο Μπάτμαν της Άνυας!»
Έπειτα σηκώθηκε από την καρέκλα και μίλησε δυνατά για να τον ακούσουν όλοι οι θαμώνες του μπιτς μπαρ:
«Ε! Ακούτε; Η Άνυα απέκτησε τον δικό της σουπερήρωα! Ο Ορφέας θα είναι ο προστάτης της ακτής μας, ο δικός μας Μπάτμαν. Θα του φτιάξουμε στολή και προβολέα για να τον καλούμε όποτε απουσιάζει. Και θα του φτιάξουμε κι ένα μπάτμομπιλ για να μας πηγαίνει βόλτες στην Καραβούπολη!»
«Ορέστη σταμάτα», του είπε η Αερίνα. «Προσπαθώ να συγκεντρωθώ!»
«Καλά σου λέει!” είπε η Εύη. «Μας πήρες το κεφάλι με τις βλακείες σου».
«Μπάτμαν ε;» είπε ο Ορφέας. «Καλό ακούγεται!»
«Ο Σκοτεινός Ιππότης της Άνυα-Σίτυ», είπε ο Βύρωνας ζηλεύοντας τον Ορφέα πιο πολύ. «Να πάρει! Γιατί να μην έχω εγώ τη Νυχτερίδα για προστάτη; Είσαι πολύ τυχεράκιας...»
«Και τώρα τι θα αλλάξει;» ρώτησε ο Ορφέας. «Το τατουάζ θα με κάνει... διαφορετικό;»
«Λιγάκι», είπε η Μαριλένα.
«Πόσο λιγάκι;»
«Κοίτα», άρχισε και πάλι ο Ορέστης. «Σε λίγες μέρες θα δεις τη διαφορά. Από μεθαύριο θα μπορείς κρέμεσαι από το ταβάνι και να κοιμάσαι ανάποδα. Μετά θα αρχίσεις να πετάς. Λίγο στην αρχή, πολύ στη συνέχεια. Δύο βδομάδες αργότερα θα βγάλεις φτερά και...»
«Ω κάντε τον να σταματήσει...», ξεφύσηξε η Εύη.
«...και τα δόντια σου θα μακρύνουν», συνέχισε ο Ορέστης γελώντας. «Και θα διψάς για αίμα. Από τον Αύγουστο και μετά μόνο με αίμα θα τρέφεσαι. Και θα βγαίνεις μόνο τις νύχτες ψάχνοντας για τροφή. Θα γίνεις βαμπίρ και θα...»
«Ω πάψε πια!» είπε ο Βύρωνας και έχυσε πάνω το όλο το ποτήρι με το νερό. Τα κορίτσια τον χειροκρότησαν, ενώ από εδώ και από εκεί ακούστηκαν κάτι “καλά σου έκανε!”.
«Α έτσι ε;» είπε ο Ορέστης χωρίς να χάνει τη διάθεσή του. «Ώρα για μπουγέλο, λοιπόν!»
Και αντεπιτέθηκε λούζοντας τον Βύρωνα με τον καφέ του. Και όπως ήταν λογικό, έγινε το έλα να δεις. Νερά, παγάκια και καφέδες εκτοξεύτηκαν, καρέκλες και τραπέζια αναποδογύρισαν, αγόρια και κορίτσια κυνηγήθηκαν φωνάζοντας και γελώντας. Και ο Ορφέας παρέμεινε στη θέση του, με το μισοτελειωμένο τατουάζ στο μπράτσο, να βλέπει τους φίλους του να κυνηγιούνται στην παραλία σαν τα παιδάκια του Δημοτικού.
«Έι!» φώναξε. «Έι! Τι θα γίνει με τη νυχτερίδα μου;»
Το βράδυ το τατουάζ ήταν έτοιμο. Στην αρχή ο Ορφέας το ένιωσε παράξενο πάνω του, μα γρήγορα το συνήθισε. Τελικά η νυχτερίδα δεν ήταν και τόσο άσχημο ζωάκι για σύμβολο. Πράγματι έμοιαζε με δράκο, όπως είχε πει ο Βύρωνας. Και όντως έμοιαζε και με το σήμα του Μπακάρντι.
«Ωραίο είναι», είπε στον εαυτό του, χαζεύοντας τη νυχτερίδα στο μπράτσο του. Στην τελική, είχε αποκτήσει ένα τατουάζ. Πόσοι στην ηλικία του είχαν τατουάζ; Τώρα πια ένιωθε κι αυτός κομμάτι της Άνυας και όχι ένας απλώς τουρίστας που έκανε τις διακοπές του.
Όσο για τις δυνάμεις που υποτίθεται πως θα κέρδιζε έχοντας τη νυχτερίδα για τοτέμ-προστάτη, στην αρχή δεν ένιωσε τίποτα. Μα όσο οι μέρες περνούσαν, η ακοή του γινόταν όλο και δυνατότερη ενώ τα βράδια τους ξεχώριζε όλους, ακόμα και μες στο πιο βαθύ σκοτάδι. Κάποια στιγμή δοκίμασε να κρεμαστεί ανάποδα, μα απέτυχε παταγωδώς. Όσο για το πέταγμα... ε, δεν το προσπάθησε καν. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν μεταλλαγμένος. Ούτε βρικόλακας. Ούτε και ο Μπάτμαν. Παρέμενε ένας συνηθισμένος δεκαπεντάχρονος που απολάμβανε την ελευθερία του.
© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Άνυα: Όταν ήρθε ο Ιούνης (Μέρος 1ο)
Άνυα: Το χειρότερο καλοκαίρι (Μέρος 2ο)
Άνυα: Ταξίδι με τον Τρελό Ιρλανδό (Mέρος 3ο)
Άνυα: Ξημέρωμα στην Άνυα (Mέρος 5ο)
Άνυα: Έχει τουαλέτες στον Παράδεισο (Μέρος 6ο)
Άνυα: Η Καραβούπολη (Μέρος 7ο)
Άνυα: Το Μεγάλο Μπλουμ και η Φυλή των Άνυ-Άνυ (Μέρος 8ο)
Μια καλοκαιρινή περιπέτεια ξεκινάει στο Will o' Wisps, διαβάστε περισσότερα εδώ: Το Πνεύμα των Περασμένων Καλοκαιριών