Άνυα: Το Μεγάλο Μπλουμ και η Φυλή των Άνυ-Άνυ (Μέρος 8ο)
Φεύγοντας από το δεντρόσπιτο, ο Ορφέας πήγε με τον πατέρα του στον περίφημο Αγκαλίτσα, το μπιτς μπαρ που βρισκόταν στα δεξιά της ακτής, λίγο πριν από τον φάρο. Εκεί περνούσαν τις πιο πολλές ώρες τους οι Ανυανοί κάτω από τη σκιά των δέντρων, όπου ήταν απλωμένα τα τραπεζάκια του μαγαζιού, χαζεύοντας τη θάλασσα και παίζοντας παιχνίδια. Ό,τι τραβούσε η όρεξή σου, από καφέ μέχρι ούζο, κι από μεζεδάκια μέχρι μαγειρευτά, όλα τα έβρισκες στον Αγκαλίτσα, το μοναδικό κατάστημα εστίασης στην Άνυα.
Ο ιδιοκτήτης του Αγκαλίτσα ήταν ο Κώστας, ένας λιγνός πενηντάρης από την Καραβούπολη που έμοιαζε περισσότερο με καουμπόι, παρά με κάτοχο μπιτς μπαρ. Το επώνυμό του ήταν Αραπίτσας (ή Πίτσας για τον Άντι) και αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ονομασία του μαγαζιού. Το δέρμα του ήταν κόκκινο, το πρόσωπό του ρουφηγμένο και τα μαλλιά του καστανά και φουντωτά. Σχεδόν πάντα φορούσε ένα καουμπόικο καπέλο και μαύρα γυαλιά και κάπνιζε μανιωδώς. Μιλούσε λίγο αλλά γελούσε πολύ και του άρεσε να κερνάει κόσμο αβέρτα, γι’ αυτό και χώρισε με τη γυναίκα του και ήρθε στην Άνυα να φτιάξει τον Αγκαλίτσα.
Το μαγαζί στην αρχή λεγόταν Αγκάλη. Επειδή όμως τη μια ο κόσμος έλεγε “πάμε στην Αγκάλη” ενώ την άλλη έλεγε “πάμε στον Αραπίτσα”, τελικά ονομάστηκε Αγκαλίτσας κι έτσι τέλειωσε το μπέρδεμα.
Βοηθός του Κώστα ήταν ο ανιψιός του, ο Αργύρης, που ήταν κολλητός με τον Βύρωνα. Ήταν κι αυτός αδύνατος όπως ο θειος του και δεν μιλούσε πολύ, αλλά το δέρμα του ήταν πιο ανοιχτό και τα μαλλιά του όχι και τόσο πλούσια. Παρόλο που ήταν ήσυχος διέθετε μεγάλες δόσεις χιούμορ, χωρίς να καταφεύγει σε χοντράδες όπως ο Κλώτσος, ο οποίος δεν χόρταινε να κάνει πλάκες στον Αργύρη. Απ’ ό,τι έλεγαν οι φήμες, ο Αργύρης ήταν ερωτευμένος με την Εύη, την μία από τις Τρίδυμες. Ο ίδιος πάντως, ίσως επειδή ήταν πολύ ντροπαλός, δεν άφηνε να φανεί τίποτα τέτοιο.
Αυτούς τους δύο, τον Κώστα και τον Αργύρη, γνώρισε ο Ορφέας μόλις πήγε με τον πατέρα του στον Αγκαλίτσα. Εκεί, κάτω από τη συνοδεία της ρέγγε που έπαιζαν τα ηχεία του μαγαζιού, βρήκαν τον Αστέρη και τον Κάγκελο, που τελικά είχε σηκωθεί και χυμένος στην καρέκλα έπινε καφέ για να ανοίξει το μάτι του. Βρήκαν επίσης τον Κλώτσο να κάνει μπραντ ντε φερ με τον Λαρς τον Γερμανό και να χαχανίζουν δυνατά κάθε που ο ένας νικούσε τον άλλον σε εκείνο το ατέλειωτο παιχνίδι. Ο Ορφέας συνάντησε τον φίλο του τον Ορέστη, που καθόταν στο ίδιο τραπέζι με τη Μαριλένα και την Εύη που έπαιζαν τάβλι. Πιο δίπλα η Αερίνα προσπαθούσε να μάθει σκάκι στον Ρούντι, ο οποίος έδειχνε να μαθαίνει το παιχνίδι πιο γρήγορα απ’ ότι τα ελληνικά.
Τώρα που ο Ορφέας έβλεπε και πάλι τις Τρίδυμες, εκτός θάλασσας αυτή τη φορά, μπορούσε να ξεχωρίσει ποια ήταν ποια, παρόλο που είχαν όλες τους ίσια καστανά μαλλιά και ίδιο σουλούπι. Η Εύη ήταν η πιο μελαψή και τα μαλλιά της ήταν πιο σκούρα από της Μαριλένας. Της Αερίνας ήταν ανοιχτόχρωμα, καστανόξανθα σχεδόν και είχε το πιο λευκό δέρμα από όλες και καθώς την κοιτούσε ο Ορφέας συμφωνούσε με αυτό που του είχε πει νωρίτερα ο Ορέστης, πως ήταν το πιο όμορφο κορίτσι της Άνυα. Σχετικά πάντως με τις γοργόνες, τις οποίες οι τρεις κοπέλες προσπάθησαν να βρουν με τη βάρκα τους, δεν βρήκαν τίποτα, όσο κι αν η Μαριλένα χτυπιόταν πως δεν είχαν πάει αρκετά μέσα για να τις εντοπίσουν.
Εκτός από τις Τρίδυμες και τον Ορέστη, ο Ορφέας βρήκε και τον Βύρωνα που τον είχε γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ. Ο Βύρωνας τώρα έπινε τον δεύτερο φραπέ και διάβαζε ένα βιβλίο, αφού είχε βαρεθεί πια να σκιτσάρει. Υποδέχτηκε τον Ορφέα με χαρά και τον ρώτησε αν ήταν καλά έπειτα από τη χθεσινή ζαλάδα που του προκάλεσε το ταξίδι με τον Ρόβερ. Στη συνέχεια του προσέφερε μια θέση στο τραπέζι κι ο Ορφέας κάθισε.
«Δείχνεις να είσαι καλύτερα από χθες το βράδυ», είπε ο Βύρωνας.
«Ναι, έχω συνέλθει κάπως», είπε ο Ορφέας. «Όχι ολότελα όμως. Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι μου γίνεται!»
«Γιατί;»
«Μέχρι χθες ζούσα με τη μητέρα μου σε ένα μικρό διαμέρισμα στα Πετράλωνα, μες στη βαβούρα της πόλης. Σήμερα ξύπνησα σε τούτη την παραλία, είδα τον πατέρα μου που είχα να τον δω χρόνια, μια πόλη που αντί για σπίτια είχε καράβια, κάτι παράξενους τύπους με μαγικά καπέλα κι έναν νάνο που με “ψάρωσε” για τα καλά! Φίλε, νομίζω πως ονειρεύομαι».
Ο Βύρωνας έφερε το καλαμάκι στα χείλη και τράβηξε μια ρουφηξιά καφέ.
«Χαλαρά, όπως λέμε κι εμείς στη Θεσσαλονίκη. Τώρα ξεκινά το καλοκαίρι μας. Θα μείνεις για καιρό;»
«Μέχρι το δεκαπενταύγουστο», είπε ο Ορφέας και έπιασε το μπλοκάκι. «Δικό σου;»
«Ναι. Τέλειωσα φέτος το σχολείο, λέω να δώσω εξετάσεις τον Σεπτέμβρη για την Καλών Τεχνών».
«Είναι πολύ ωραία», είπε ο Ορφέας ξεφυλλίζοντας τις σελίδες. Τα σχέδια του Βύρωνα είχαν να κάνουν κυρίως με μορφές και πορτραίτα. Η προσοχή του Ορφέα έπεσε στο σκίτσο μιας γοργόνας.
«Αυτό το έκανες σήμερα;»
«Ναι, πριν λίγο», είπε ο Βύρωνας και πήρε το μολύβι για να σημειώσει την ημερομηνία κάτω από τη γοργόνα. «Λες να της αρέσει;»
«Ποιας;» ρώτησε ο Ορφέας και τότε ο Βύρωνας, με τρόπο ώστε να μη γίνει αντιληπτός, έδειξε το τραπέζι όπου κάθονταν οι Τρίδυμες. «Της Μαριλένας;»
«Δεν είναι θεά;» τα μάτια του Βύρωνα μετατράπηκαν σε καρδούλες. «Αυτό το μαλλί της με πεθαίνει... τόσο μακρύ... τόσο...»
«Είναι ελεύθερη;» ρώτησε ο Ορφέας.
Ο Βύρωνας κατένευσε.
«Άντε λοιπόν, κάνε κάτι».
Ο Βύρωνας μαζεύτηκε στην καρέκλα του και τα μάγουλά του κοκκίνισαν.
«Δεν ξέρω... Ντρέπομαι», είπε. «Εσύ φαντάζομαι θα έχεις κοπέλα, ε; Ίσως θα μπορούσες να μου δώσεις μια συμβουλή».
«Ναι, τώρα σώθηκες!» ο Ορφέας ειρωνεύτηκε τον εαυτό του. «Έχω να κάνω σχέση από το Δημοτικό».
«Κατάλαβα. Μπακούρι σαν εμένα».
«Ναι», είπε ο Ορφέας και κοίταξε την Αερίνα. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του, του χάρισε ένα σύντομο χαμόγελο και συνέχισε να παίζει σκάκι με τον Ρούντι. «Μπακούρι...»
«Έι αγόρια!» τους φώναξε η Εύη. «Γιατί κάθεστε μόνοι;»
«Καλά σας λέει!» είπε ο Ορέστης και τους έκανε νόημα. «Πάρτε καρέκλες και ελάτε».
«Καλή ιδέα», μουρμούρισε ο Ορφέας κι έκλεισε το μάτι στον Βύρωνα. «Σήκω, πάμε».
«Μόνο μην πεις τίποτα σε εκείνην, εντάξει;» ο Βύρωνας τον κοίταξε παρακλητικά. «Ούτε στη Μαριλένα ούτε σε κανέναν».
«Μην ανησυχείς, θα μείνει μεταξύ μας», τον διαβεβαίωσε και έδειξε το τραπέζι. «Το μπλοκάκι σου δεν θα το πάρεις;»
«Α το μπλοκάκι», είπε ο Βύρωνας και χάρισε ένα χαμόγελο στον καινούργιο του φίλο. «Είναι δικό σου τώρα».
«Μου το χαρίζεις;»
«Ναι, παρ’ το για να με θυμάσαι».
«Μα... έχει τα έργα σου μέσα».
«Ακόμα καλύτερα! Έχει μερικές λευκές σελίδες. Μπορείς να κρατάς σημειώσεις από τη διαμονή σου στην Άνυα».
«Ευχαριστώ», είπε ο Ορφέας κάνοντας μια απορημένη γκριμάτσα. «Είσαστε πολύ γενναιόδωροι σ’ αυτό το μέρος».
«Είναι μια από τις βασικές αρχές του πατέρα σου», εξήγησε ο Βύρωνας. «Όποιος μένει στην Άνυα πρέπει να μάθει να μοιράζεται ό,τι έχει, εκτός από ένα και μόνο πράγμα».
«Και ποιο είναι αυτό;»
«Το ταίρι του», είπε και προχώρησε προς την υπόλοιπη παρέα.
«Χμ, δίκαιο ακούγεται». Έβαλε το μπλοκάκι στην τσέπη του και κοντοστάθηκε παρατηρώντας τον χώρο και τα πρόσωπα που βρίσκονταν εκείνη την ώρα κάτω από την ίδια στέγη απολαμβάνοντας τη γαλήνη του μεσημεριού. Σκέφτηκε πως όλοι αυτοί, μικροί και μεγάλοι θα ήταν οι νέοι του γείτονες για τον επόμενο μήνα και χάρηκε. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο πατέρας του, εύθυμος και ξέγνοιαστος όπως παλιά. Έπειτα το βλέμμα του χάθηκε στη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά από το μικρό στέκι και ταξίδεψε στο απέραντο γαλάζιο. Κι έτσι όπως κοιτούσε το μακρινό σημείο του ορίζοντα όπου ο ωκεανός συναντούσε τον ουρανό, ένα αεράκι φύσηξε χτυπώντας τον στην πλάτη, παρασέρνοντας τα μαλλιά του. Ο Ορφέας γύρισε και τότε τα μάτια του αντίκρισαν και πάλι εκείνο το βουνό πάνω από τον κάμπο, το βουνό που του είχε κινήσει την περιέργεια από τη στιγμή που βούτηξε στη θάλασσα. Αισθανόμενος μια ξαφνική ευεξία χαμογέλασε και ψιθύρισε μια λέξη:
«Άνυα...»
Ο ερχομός του Ορφέα στην Άνυα δεν μπορούσε παρά να τιμηθεί με ένα νυχτερινό μπιτς πάρτι. Ήταν κανονισμός κάθε φορά που ερχόταν ένας καινούργιος κάτοικος να διοργανώνεται γιορτή προς τιμήν του, αφού πρώτα περνούσε την καθιερωμένη τελετή μύησης, μια απλή κι ευχάριστη διαδικασία στην οποία ο μυημένος έπρεπε να δώσει κάποιους συγκεκριμένους όρκους σχετικά με τη διαμονή του. Τη διαδικασία αυτή την είχαν περάσει όλοι όσοι κατοικούσαν μόνιμα στην Άνυα καθώς κι εκείνοι που παραθέριζαν για παραπάνω από μια εβδομάδα. Οι μόνοι που δεν ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν από όλο αυτό ήταν οι ψαράδες (αυτοί είχαν κάποιους διαφορετικούς κανονισμούς που έπρεπε να τηρούν) και όσοι έρχονταν για μπάνιο από την Καραβούπολη και τα γύρω χωριά. Η μύηση, όπως εξήγησε στον Ορφέα ο πατέρας του, εκτός από ένα παραπάνω “τζέρτζελο” και αφορμή για πάρτι, είχε συμβολικό χαρακτήρα, ειδικά για όσους δεν ήταν Αρκάδες στην καταγωγή. Συμβόλιζε το πέρασμα από τη ζωή της πόλης και του σύγχρονου κόσμου, στην άγρια κι ελεύθερη φύση και στον επίγειο παράδεισο.
Στο άκουσμα όλων αυτών ο Ορφέας όχι απλώς παραξενεύτηκε, αλλά φοβήθηκε μιας και δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, ενώ όποτε άκουγε λέξεις τελετή και μύηση ο νους του πήγαινε σε μασονικές στοές και αφρικάνικες τελετουργίες. Όταν όμως η διαδικασία εκείνη ολοκληρώθηκε, κατάλαβε πως τελικά επρόκειτο για ένα ακόμα καψόνι, όπως αυτό που του είχε κάνει το πρωί ο νάνος που λεγόταν Κλώτσος.
Ήδη από το απόγευμα, κι ενώ ακόμα είχε πολύ φως, η Έυη, η Μαριλένα και η Αερίνα, πήραν τον Ορφέα στην παραλία και τον έβαλαν να καθίσει κάτω από μια ψάθινη ομπρέλα. Οι Τρίδυμες είχαν φέρει μαζί τους χρώματα και πινέλα και αφού του έβγαλαν το μπλουζάκι, άρχισαν να τον ζωγραφίζουν. Πιο ντροπαλός από ποτέ, αλλά κατά βάθος χαρούμενος και ευτυχισμένος, παραδόθηκε στην τέχνη των κοριτσιών που διασκέδαζαν τόσο με την αμηχανία του όσο και με τα απανωτά γαργαλητά που του προκαλούσαν.
«Μη!», έκανε κάθε λίγο και λιγάκι. «Είναι αναγκαίο αυτό;»
«Χαλάρωσε βρε παιδί μου!» του είπε η Εύη, τσαχπίνικα όπως πάντα. «Έχουμε δουλειά να κάνουμε».
«Πρέπει να σε ετοιμάσουμε για τη μύηση», είπε η Μαριλένα.
«Δεν είναι τίποτα», συμπλήρωσε η Αερίνα. «Μείνε όσο γίνεται ακίνητος κι εμείς θα τελειώσουμε γρήγορα».
«Μα τι θα μου κάνετε; Τατουάζ;»
«Όχι ακόμη», είπε η Εύη.
«Θα περάσουν μερικές μέρες και μετά», είπε η Αερίνα.
«Τι; Αλήθεια θα μου κάνετε τατούαζ;»
«Αφού πρόκειται να μείνεις στην Άνυα, φυσικά και θα σου κάνουμε», είπε η Μαριλένα.
«Όλοι όσοι μένουμε εδώ έχουμε τατουάζ», είπε η Αερίνα.
«Να, βλέπεις το δικό μου;», είπε η Εύη και του έδειξε το μπράτσο της. Ο Ορφέας γούρλωσε τα μάτια, μα δεν είδε τίποτα εκτός από το δέρμα της.
«Και το δικό μου», είπε η Αερίνα δείχνοντας κι εκείνη στο δικό της μπράτσο. Και πάλι όμως ο Ορφέας δεν είδε κανένα τατουάζ.
«Κορίτσια με δουλεύετε;» είπε ο Ορφέας κοιτώντας μία-μία τις Τρίδυμες. «Καμία σας δεν έχει τατουάζ».
Οι κοπέλες αντάλλαξαν βλέμματα απορίας κι ύστερα κοίταξαν τα χέρια τους για να σιγουρευτούν ότι τα σχέδια πάνω στο δέρμα τους ήταν εκεί.
Φυσικά και ήταν εκεί. Ο Ορφέας δεν τα έβλεπε γιατί πολύ απλά...
«Βρε παιδιά, είναι η πρώτη του μέρα στην Άνυα», είπε η Μαριλένα. «Δεν μπορεί να τα δει ακόμη».
«Σωστά», είπε η Εύη. «Τι χαζές που είμαστε...»
«Αόρατα τατουάζ;» ρώτησε ο Ορφέας. «Καινούργιο κόλπο;»
«Τα φτιάχνουμε με χένα από το Νεραϊδοχώρι», εξήγησε η Αερίνα. «Μόνο όσοι έχουν πάει εκεί ή έχουν κάνει μπάνιο στην ακτή μας μπορούν να τα δουν».
«Ναι ε; Φοβερό!» έκανε ο Ορφέας. «Αυτό σημαίνει ότι μπορώ να χτυπήσω ό,τι θέλω χωρίς να το πάει κανείς χαμπάρι στο σχολείο και χωρίς να φάω αποβολή!»
«Ω ναι», έκανε η Εύη συνεχίζοντας να του ζωγραφίζει το χέρι.
«Τέλεια! Θέλω να μου κάνετε το σήμα των Motorhead».
«Λυπάμαι Ορφέα», είπε η Εύη. «Δεν το επιλέγεις εσύ το τατού σου. Εκείνο σε επιλέγει».
«Ω, έλα τώρα...», είπε ο Ορφέας.
«Αυτά τα τατού δεν είναι για ομορφιά», είπε η Μαριλένα. «Είναι πραγματικά σημάδια. Σε ακολουθούν και σε προστατεύουν σαν φύλακες άγγελοι».
«Σαν προστάτες», συμπλήρωσε η Αερίνα.
«Ή σαν κατοικίδια», είπε η Εύη. «Σκυλάκια, γατάκια κτλ.».
«Δεν σας καταλαβαίνω», ομολόγησε ο Ορφέας. «Είσαστε μάγισσες;»
«Όχι βέβαια», είπε η Μαριλένα. «Απλά ζωγράφοι και χειροτέχνες».
«Είναι μια παράδοση πολύ παλιά», είπε η Εύη.
«Αρχαία σχεδόν», συμπλήρωσε η Αερίνα.
«Οι πρόγονοι μας, οι Αρκάδες, λάτρευαν τα ζώα, όπως οι Ινδιάνοι», άρχισε να εξηγεί η Μαριλένα.
«Τα πιο ιερά από τα θηλαστικά ήταν η Αρκούδα, το Ελάφι και ο Λύκος. Πιστεύεται πως δημιουργήθηκαν δεσμοί ανάμεσα στους ανθρώπους και στα ζώα, δεσμοί μαγείας και προστασίας. Αν είσαι κοντά στη φύση, επιβάλλεται να σέβεσαι τα ζωντανά και να τα προστατεύεις. Το ίδιο αισθάνονται κι εκείνα για σένα.
Ο Ορφέας σκέφτηκε για λίγο τα όσα άκουσε από τις Τρίδυμες και είπε:
«Άρα θα μου κάνετε τατουάζ ένα ζώο. Ωραία λοιπόν. Ποιο ζώο θα είναι αυτό;»
«Δεν το ξέρουμε εμείς», είπε η Αερίνα.
«Μάλλον εκείνο που σου ταιριάζει», είπε η Μαριλένα. «Ακόμη όμως δεν ξέρουμε ποιο. Οι μέρες θα δείξουν και ο μπαμπάς σου θα αποφασίσει και θα μας πει να σου το ζωγραφίσουμε».
«Ο μπαμπάς μου; Κι αυτό δική του ιδέα ήταν; Εννοώ, τα τατουάζ».
«Περίπου», είπε η Αερίνα. «Είναι δώρα από την Άνυα την ίδια».
Ο Ορφέας άνοιξε το στόμα του να πει “κουλό μου φαίνεται”, μα σταμάτησε καθώς θυμήθηκε όλα τα παράξενα που είχε δει και ακούσει μέσα σε εκείνο το εικοσιτετράωρο.
«Θα μου πάρει μέρες να συνηθίσω», είπε τελικά, του ζωγράφιζαν έναν ήλιο στο δεξί μάγουλο.
«Λοιπόν, εσείς τι τατουάζ έχετε;»
«Εγώ έχω ένα δελφίνι», είπε η Μαριλένα.
«Εγώ έχω ένα καβούρι», είπε η Αερίνα.
«Κι εγώ ένα χέλι», είπε η Εύη. «Πιάνει όλο μου το χέρι».
«Μάλιστα», είπε ο Ορφέας προσπαθώντας να φανταστεί τα τατουάζ των κοριτσιών. «Οι υπόλοιποι τι έχουν;»
«Ο Άντι έχει ένα άλογο, ο Κάγκελος μια αρκούδα και ο Αστέρης έναν αστερία».
«Δεν του πάει καθόλου!» σχολίασε ο Ορφέας. «Η αρκούδα θα ταίριαζε καλύτερα στον Αστέρη, αφού είναι τεράστιος σαν παλαιστής».
«Ναι, αλλά ο Κάγκελος είναι ο υπναράς, ενώ ο Αστέρης δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι. Επίσης, όταν ήταν μικρός, του είχε κολλήσει ένας αστερίας στην πλάτη, για αυτό και τον ονόμασαν Αστέρη».
«Ωραία. Οι άλλοι;»
«Για να θυμηθώ... Α, ναι. Ο κύριος Γκέλλιν, ο Μάγος, έχει έναν βάτραχο και η γυναίκα του, η Μπέρθα, ένα χελιδόνι. Ο Κεν έχει έναν λαγό, ο Ρούντι ένα σαμιαμίδι ή μια σαύρα τέλος πάντων και η Γιάρα έναν σκαντζόχοιρο. Ο κύριος Λαρς έχει ένα αγριογούρουνο, η σύζυγος του, η Χάνα, ένα φίδι, η Λάουρα μια γάτα και η Γιούλια ένα αηδόνι. Ο κύριος Ντάνσεν έχει μια χελώνα και ο Κλώτσος έναν παπαγάλο. Ο Αργύρης έχει έναν σκύλο και ο θείος του, ο Αραπίτσας, ένα μυρμήγκι. Ο Βύρωνας έχει έναν βίσωνα, αλλά μονίμως γκρινιάζει ότι δεν του δώσαμε τον σκορπιό, τον οποίο επιθυμούσε».
«Και γιατί τόση αγάπη με τους σκορπιούς;» ρώτησε ο Ορφέας.
«Είναι το ζώδιο του», εξήγησε η Αερίνα. «Και καμαρώνει για αυτό».
«Μάλιστα. Και ο Ορέστης τι τατουάζ έχει;»
«Μια αλεπού. Αν και θα έπρεπε να έχει μπούφο ή γουρούνι», είπε η Εύη και τα κορίτσια γέλασαν μαζί με τον Ορφέα. «Αυτά τα δύο του ταιριάζουν. Ο μπαμπάς του πάντως έχει έναν τρυποκάρυδο».
«Δρυοκολάπτη», διόρθωσε η Μαριλένα.
«Το ίδιο είναι», είπε η Αερίνα.
«Κι ο δικός μου ο μπαμπάς τι έχει;» ρώτησε ο Ορφέας.
«Έναν γλάρο», είπε η Εύη.
«Έπρεπε να το περιμένω», είπε ο Ορφέας. «Ο μπαμπάς μου πάντα αγαπούσε τους γλάρους».
«Έχει και δεύτερο», είπε η Μαριλένα. «Έναν λύκο».
«Λύκο;»
«Ναι», είπε η Αερίνα. «Είναι ο μόνος που έχει δύο τοτέμ».
«Γιατί αυτό;» ρώτησε ο Ορφέας.
Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαν να επρόκειτο να αποκαλύψουν κάποιο μυστικό που είχαν υποσχεθεί να κρατήσουν.
«Βασικά, ο μπαμπάς σου δεν θέλει να πολυμιλάμε για αυτό», είπε η Εύη. «Πριν μερικά χρόνια, στην αυγουστιάτικη πανσέληνο, ένα κοπάδι λύκων κατέβηκε από τα βουνά και επιτέθηκε στην Άνυα. Ο μπαμπάς σου τους έδιωξε αφού πρώτα πάλεψε με τον αρχηγό της αγέλης. Κάποιοι λένε ότι τον σκότωσε, κάποιοι ότι τον τραυμάτισε τόσο πολύ, που γύρισε πίσω στη φωλιά του και δεν ξαναβγήκε ποτέ. Πάντως οι λύκοι δεν ενόχλησαν ποτέ ξανά την ακτή μας από εκείνο το βράδυ».
«Τώρα που το λες...», είπε ο Ορφέας, «κάτι μου έλεγε εχθές ο Άντι στο ταξίδι, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. Δεν μπορώ να φανταστώ τον πατέρα μου να κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν πάντα τόσο κουλ τύπος, που σκυλί να έπεφτε πάνω του θα καθόταν να τον φάει».
«Τότε μάλλον δεν τον ξέρεις καλά τον μπαμπά σου», είπε η Εύη.
«Μπορεί», είπε ο Ορφέας. «Ίσως να άλλαξε όταν ήρθε εδώ. Ζούμε πολλά χρόνια χωριστά και δεν ξέρω τι έκανε όλο αυτό το διάστημα».
Και μέχρι να τελειώσουν να τον βάφουν τα κορίτσια, ο Ορφέας έπλαθε με τον νου του εικόνες από τη μονομαχία του πατέρα του με τον λύκο κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι του Αυγούστου. Παράλληλα, αναρωτιόταν ποιο ζωάκι-τοτέμ θα γινόταν το δικό του και πώς θα έδειχνε με ένα τατουάζ στο μπράτσο. Το σίγουρο είναι πως όταν τελείωσαν οι Τρίδυμες τα καλλιτεχνικά τους, ο Ορφέας έμοιαζε με πολεμιστή των Ίνκας. Το σώμα του ήταν γεμάτο με ήλιους, αστέρια και φεγγάρια, κύματα, ψαροπούλια, βάρκες, κουπιά, ηλιοτρόπια, κιθάρες, γοργόνες και σανίδες του σερφ.
«Έργο τέχνης!» καμάρωσαν οι Τρίδυμες τη δουλειά τους πάνω στο αγόρι. «Είσαι ό,τι πρέπει για το Μουσείο μας».
«Εγώ γιατί νομίζω ότι θα με πάτε για θυσία;» ρώτησε ο Ορφέας χαζεύοντας τα σχέδια στο κορμί του.
«Κάθε πράγμα στην ώρα του», είπε η Εύη. «Άντε τώρα να κάνεις τη βόλτα σου. Και πρόσεξε να μην ξεβγαλθείς ε; Α, και να θυμάσαι ότι μόλις νυχτώσει πρέπει να είσαι στον φάρο, για να αρχίσει η τελετή».
Για το υπόλοιπο εκείνης της μέρας, ο Ορφέας γνώριζε καινούργια άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων θα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του. Γνώρισε τις αδελφές της Λάουρας, τη Γιούλια και την Κλαούντια, καθώς και τους γονείς του Ρούντι και του Κεν, τον Χαρκ και την Μπέρθα Γκέλλιν, μαζί με τη Γιάρα, που ήταν η μικρότερη κάτοικος της Άνυα. Με όλους αυτούς δεν είπε και πολλά πράγματα, μιας και η επικοινωνία μαζί τους ήταν δύσκολη λόγω των γερμανικών και της γλώσσας των Μάγων. Γνώρισε τον πατέρα του Ορέστη, τον Δημήτρη, έναν γερο-Βίκινγκ που έτσι και άρχιζε να μιλά δεν έβαζε γλώσσα μέσα του, ο οποίος τον ρώτησε ίσαμε δεκαπέντε φορές εάν του άρεσε το δεντρόσπιτο που του είχε φτιάξει. Τέλος, γνώρισε και τον περιβόητο συγγραφέα, τον Λόρι Ντάνσεν, του οποίου βεβαίως το ονοματεπώνυμο ήταν στην πραγματικότητα ψευδώνυμο που παρέπεμπε στον Λόρδο Ντάνσανι, έναν από τους πατέρες της φανταστικής λογοτεχνίας. Ο Λόρι είχε μια μόνιμη αφηρημάδα στο ύφος και μιλούσε πάντα σιγανά. Έκανε μπάνιο στη θάλασσα μόνο τα απογεύματα και πήγαινε στα βαθιά για να χαζεύει την ακτή και το βουνό, ώστε να παίρνει έμπνευση για τα γραπτά του. Ο Λόρι ήταν κι αυτός Αθηναίος που είχε εγκαταλείψει την πόλη για να βρει έναν τόπο όπου θα ζούσε αρμονικά ασκώντας ως επάγγελμα τη συγγραφή και δεν άλλαζε την Άνυα για κανέναν λόγο.
Έπειτα ο Ορφέας πήγε και κάθισε στα βραχάκια του φάρου, όπως του είχαν πει να κάνει. Ο ήλιος έδυε πέρα από τη θάλασσα στολίζοντας την ακτή με μια χρυσοκόκκινη λάμψη. Το ηλιοβασίλεμα ήταν ένα πραγματικό υπερθέαμα, όπως το είχε περιγράψει ο πατέρας του στα πρώτα του γράμματα. Για τουλάχιστον μισή ώρα ο ήλιος παρέμενε κόκκινος και ο ορίζοντας γύρω του έπιανε φωτιά.
Στον φάρο ο Ορφέας συνάντησε και τον Κλώτσο, τον πλακατζή νάνο που γνώρισε το πρωί. Του ζήτησε συγγνώμη για τη φάρσα που του έκανε και κάθισε μαζί του για να μοιραστεί την ιστορία του. Ο Κλώτσος καταγόταν από ένα μακρινό νησί στο οποίο όλα ήταν μικρά, ακόμα και οι κάτοικοί του. Το έλεγαν Γουργουρονήσι και φημιζόταν για τα χταπόδια και τα σφουγγάρια που έβγαζαν οι βουτηχτές του. Ο Κλώτσος ήταν χταποδάς, όπως και σχεδόν όλοι οι συγγενείς του. Κάποτε όμως συνέβη το εξής ανάποδο. Βρέθηκε σε μια γαλέρα που ταξίδευε με προορισμό τα Καρονήσια, όπου οι Νάνοι έκαναν εμπόριο με μια άλλη φυλή κοντών ανθρώπων με πόδια κατσίκας, τους Μπέληδες. Στην πορεία τους επιτέθηκε ένα τεράστιο χταπόδι το οποίο έφαγε το πλήρωμα και βούλιαζε το πλοίο. Ο Κλώτσος ήταν ο μόνος που σώθηκε, αλλά για μήνες πάλευε με τα κύματα μέχρι που η θάλασσα τον ξέβρασε στον Κόλπο του Βασιλιά Ψαρά. Από τότε έγινε μόνιμος κάτοικος της Άνυας, αλλά το ατυχές συμβάν με το θαλάσσιο τέρας τον σημάδεψε τόσο πολύ, που μισούσε τα χταπόδια και τα τάραζε στα κλωτσίδια όποτε τύχαινε να ψαρέψει κάποιο.
Αυτά του είπε ο Κλώτσος κι ύστερα έφυγε για να ετοιμαστεί για την επερχόμενη τελετή. Ο Ορφέας βέβαια δεν πίστεψε ούτε λέξη από όλα αυτά που άκουσε, καθώς τα βρήκε ανόητα. Ακόμα κι έτσι όμως, η ιδέα ενός νάνου που πήγαινε ένα χταπόδι κλωτσοπατινάδα στην παραλία, του φάνηκε πολύ γουστόζικη και αστεία.
Όταν νύχτωσε, λοιπόν, οι λιγοστοί παραθεριστές της Άνυα, συγκεντρώθηκαν έξω από το κάστρο που ήταν φτιαγμένο από άμμο στα αριστερά του κόλπου, για να ξεκινήσει η τελετή. Ο Ορφέας βρισκόταν ακόμη στον φάρο όταν έστειλαν τη Γιούλια, τη μικρότερη κόρη του Λαρς και της Χάνα, να πάει και να τον φέρει.
Η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Πάντα έστελναν ένα μικρό κορίτσι να συνοδέψει τον νεοφερμένο. Το ονόμαζαν “κορίτσι-ηλιαχτίδα”. Η Γιούλια ήταν η κατάλληλη για αυτόν τον ρόλο, μιας και ήταν η πιο άσπρη από όλους τους Ανυανούς με κατάξανθα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Υποτίθεται πως συμβόλιζε τη λιακάδα της Άνυας και το φως της Αρκαδίας που παρέσερνε τον “δραπέτη” μακριά από τη μεγαλούπολη, κάτι που με τη σειρά του συμβόλιζε ο ψηλός φάρος που ήταν για χρόνια σβησμένος.
Όταν η Γιούλια συνάντησε τον Ορφέα στον φάρο, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στην άλλη μεριά του κόλπου, περπατώντας αργά και ήρεμα στην αμμουδιά. Πέρασαν από δεκαπέντε αναμμένες δάδες που είχαν καρφωθεί στην άμμο, τόσες όσα και τα χρόνια του Ορφέα. Φτάνοντας στο κάστρο, συνάντησαν τους υπόλοιπους Ανυανούς που περίμεναν υπομονετικά να ολοκληρωθεί η μύηση.
Ήταν όλοι τους εκεί. Όλα τα άτομα που γνώρισε ο Ορφέας εκείνη τη μέρα, καθώς και το προηγούμενο βράδυ. Ήταν οι Τρίδυμες, η Αερίνα, η Εύη και η Μαριλένα, φορώντας καφτάνια και λουλούδια στα μαλλιά. Ήταν ο Αστέρης και ο Κάγκελος, οι αδελφικοί φίλοι του πατέρα του, βαμμένοι με γαλάζια μπογιά στο πρόσωπο, το στήθος και τα χέρια. Ήταν ο Βύρωνας με τον Λόρι Ντάνσεν, τον συγγραφέα και τους Γερμανούς, τον Λαρς, τη Χάνα, τη Λάουρα και την Κλαούντια. Ήταν η οικογένεια Γκέλλιν, ο Χαρκ, η Μπέρθα και τα παιδιά τους, ο Ρούντι, ο Κεν και η Γιάρα, πάντα με τα καπέλα των Μάγων στα κεφάλια τους, παρόλο που ήταν ντυμένοι σαν ιθαγενείς του Ειρηνικού Ωκεανού. Ήταν ο Ορέστης με τον πατέρα του, τον Δημήτρη και ο Αργύρης, με τον θείο του τον Αραπίτσα. Και φυσικά δεν έλειπαν οι μορφές του Κλώτσου του Νάνου και του Άντι, του Ιρλανδού, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει να πίνει, γιατί βαριόταν να περιμένει να τελειώσει η τελετή.
Ανάμεσα σε όλα εκείνα τα χαρούμενα πρόσωπα, βαμμένα που ήταν με γαλάζια μπογιά και σχέδια που θύμιζαν τοιχογραφίες από τα χρόνια των σπηλαίων, ο Ορφέας αναζήτησε τον πατέρα του. Τον είδε να βγαίνει μέσα από το καστράκι, ντυμένο σαν ινδιάνο με ένα κουπί στο χέρι. Φορούσε ένα σαμανικό καπέλο φτιαγμένο από φτερά γλάρων που του κάλυπτε όλη τη ράστα, πασαλειμμένος και αυτός με χρώματα όπως οι υπόλοιποι. Του Ορφέα του φάνηκε τόσο αστείος που δεν κρατήθηκε και έβαλε τα γέλια.
«Μπαμπά; Τι είναι όλο αυτό;»
Ο Οδυσσέας ή Όντι, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, τον κοίταξε με μια χαζή γκριμάτσα.
«Τι περίμενες;» του είπε. «Μπαλόνια, σημαιάκια και πανό που να γράφει καλωσόρισες Ορφέα; Ή μήπως αγιασμό με παπάδες, επισήμους και μπουφέ;»
«Το τελευταίο δεν θα ήταν και άσχημη ιδέα!» σχολίασε ο Αστέρης.
«Μα γιατί είστε όλοι σας ντυμένοι έτσι;» ρώτησε ο Ορφέας.
«Γιατί έτσι όρισαν οι πρόγονοι μας, η φοβερή και τρομερή φυλή των Άνυ-Άνυ», είπε στα ψέματα ο πατέρας του. «Οι Άνυ-Άνυ, ως γνωστόν, ήταν κανίβαλοι και τα καλοκαίρια έκαναν ανθρωποθυσίες στους θεούς των διακοπών. Για τον λόγο αυτό και επειδή τιμούμε τις παραδόσεις, σε φέραμε εδώ για να σε μαγειρέψουμε και να σε φάμε».
«Άντε, τελειώνετε γιατί πεινάω», είπε ο Κάγκελος, που πράγματι πεινούσε. Μερικά ακόμα “κι εγώ” ακούστηκαν από το πλήθος καθώς οι περισσότεροι δεν έβλεπαν την ώρα να ξεκινήσει το υποσχόμενο τσιμπούσι.
«Σωστά, ας τελειώνουμε», είπε ο Όντι και κάρφωσε το κουπί στο έδαφος. «Κύριοι και κυρίες, παρακαλώ την ησυχία σας μιας και η στιγμή αυτή είναι ιερή και όλοι μας πολύ πεινασμένοι», είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Απορημένος ο Ορφέας στράφηκε στην Εύη που στεκόταν κοντά του και τη ρώτησε ψιθυριστά.
«Στ’ αλήθεια θα με φάτε;»
«Όχι χαζέ», του απάντησε. «Συγκεντρώσου και θα τελειώσουμε γρήγορα για να ξεκινήσει το πάρτι».
Ανακουφισμένος ο Ορφέας έμεινε σιωπηλός όπως όλοι οι άλλοι γύρω του και επικεντρώθηκε στον πατέρα του, που σήκωσε τα χέρια και άρχισε να λέει:
«Φίλοι μου και αδέλφια μου, συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ ενώπιων της θάλασσας, της αμμουδιάς, των αστεριών και της νυχτερινής δροσιάς, ενώπιων των πλασμάτων που κατοικούν σε τούτη εδώ την ιερή γη και που την προστατεύουν, ενώπιων των πνευμάτων της Άνυας και του Βασιλιά Ψαρά που μας δώρισαν αυτήν την κατοικία, για να δεχτούμε ένα ακόμα μέλος στην κοινότητα και οικογένειά μας. Ζητούμε την αποδοχή του Ορφέα και το καλωσόρισμά του στην Άνυα. Σας τον παραδίδουμε από το σκοτάδι στο φως και από τα εξώτερα στα ενδότερα».
Εκείνη τη στιγμή τέσσερις άντρες, ο Αστέρης, ο Κάγκελος, ο Λόρι και και ο Λαρς, ξετύλιξαν ένα δίχτυ και το έριξαν πάνω στον νεαρό Ορφέα. Έπειτα τον έβαλαν να προχωρήσει στο κάστρο με τον Ρούντι και τον Κεν να τον καθοδηγούν. Ο Ορφέας, τυλιγμένος στο δίχτυ, μπουρδουκλώθηκε μια-δυο φορές μα κατάφερε να περάσει τη μικρή είσοδο και να μείνει στο καστράκι περιμένοντας να του πουν να βγει. Κάτι μέσα σε εκείνον τον στενό χώρο τον έκανε να νιώθει πως βρισκόταν μέσα σε κάποιο απόμακρο εκκλησάκι. Για την ακρίβεια, ένιωθε σαν σαλάμι ή ρολό κοτόπουλο πιασμένο σε διχτάκι που το έκαναν τάμα σε κάποιον θαυματουργό άγιο του οποίου η εκκλησία είχε πάθει διακοπή ρεύματος. Ακόμα κι έτσι, τούτη η πρωτόγνωρη εμπειρία του φάνηκε διασκεδαστική.
Μέχρι ο Ορφέας να βγει από το κάστρο της άμμου, οι Ανυανοί μάζεψαν τις δεκαπέντε δάδες από την παραλία και τις συγκέντρωσαν για να ανάψουν μια μεγάλη φωτιά. Μόλις οι φλόγες ανέβηκαν στον ουρανό, ο Όντι κάλεσε τον Ορφέα να βγει ενώ ο Αστέρης άρχισε να παίζει καστανιέτες στον ρυθμό που ο Κάγκελος χτυπούσε τα μπόνγκος του. Ο Άντι, γνωρίζοντας πως το σόου έφτανε σιγά-σιγά στο τέλος του, άνοιξε μια μπύρα στα κρυφά και τη μοιράστηκε με τον Κλώτσο.
Μπορεί να ήταν ιδέα του, μπορεί και όχι. Πάντως ο Ορφέας, τα λίγα λεπτά που έμεινε μέσα στο καστράκι, τυλιγμένος στο δίχτυ, άκουσε μια γυναίκα να προφέρει το όνομα του. Έτσι όπως έσκαγε το κυματάκι στην ακτή και η θάλασσα τραβιόταν πίσω, μια απαλή φωνή ψιθύριζε “Ορφέα-Ορφέα”. Μα πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε, ο πατέρας του τον κάλεσε να βγει έξω.
Πάλι καλά, γιατί είχε αρχίσει να φοβάται.
Βγαίνοντας από το κάστρο, ο Ορέστης και ο Βύρωνας τον βοήθησαν να βγάλει από πάνω του το δίχτυ. Τώρα μπορούσε να δει ολονών τα πρόσωπα στη φωτιά, ενώ για μια στιγμή νόμισε πως είδε ανάμεσα τους τον Ξενία, τον λυράρη που είχε δει το μεσημέρι. Όταν όμως τον αναζήτησε αργότερα με το βλέμμα του, ο γέρος δεν ήταν εκεί.
Απαλλαγμένος πια από το δίχτυ ο Ορφέας είδε τις Τρίδυμες να τον πλησιάζουν και να στέκονται μπροστά του. Η Μαριλένα του έδωσε να κρατήσει ένα βότσαλο και η Εύη το κλαδί ενός δέντρου. Η Αερίνα έχωσε τα χέρια της στην άμμο και ύστερα χάιδεψε με τα χέρια της το πρόσωπο του. Ύστερα ο πατέρας του τον έλουσε με θαλασσινό νερό που είχε συγκεντρώσει σε ένα μικρό δοχείο. Ο Ορφέας πάγωσε από το ξαφνικό μπουγέλωμα, ενώ η καρδιά του βαρούσε κι αυτή στον ρυθμό των μπόνγκος που σταμάτησαν να παίζουν όταν έφτασε η στιγμή των όρκων.
«Τελειώνουμε φιλαράκο», του ψιθύρισε κλείνοντας του το μάτι. «Τα πήγες μια χαρά ως τώρα».
Τον έφερε κοντά στη φωτιά, εκεί όπου οι Ανυανοί σχημάτισαν ένα ημικύκλιο πιασμένοι χέρι με χέρι και τον έβαλε να ορκιστεί μπροστά στις φλόγες.
«Και τώρα επανέλαβε μετά από μένα...»
Οι όρκοι ήταν απλοί σαν κανόνες νηπιαγωγείου και παρέας χαβαλέδων που ένα βράδυ δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν από το να διακωμωδούν την κάθε αυστηρότητα που είχαν συναντήσει στη μέχρι τότε φάση της ζωής τους. Έβαλαν τον Ορφέα να ορκιστεί ότι δεν θα ενοχλούσε κανέναν, άνθρωπο ή ζώο που κατοικούσε στην Άνυα και γύρω από αυτήν, ότι δεν θα έθετε σε κίνδυνο τον εαυτό του ή τους υπόλοιπους αποφεύγοντας τη βία και τους τσακωμούς, ότι θα διατηρούσε το περιβάλλον καθαρό, ότι θα προστάτευε την Άνυα από πυρκαγιές και ότι δεν θα ξεμάκραινε από την περιοχή, για να πάει σε τυχόν απαγορευμένα μέρη. Μα από όλους τους όρκους, οι δυο τελευταίοι ήταν οι πιο ωραίοι.
«Ορκίζομαι να περάσω όσο πιο ωραία, ήσυχα και ξέγνοιαστα στις διακοπές μου, όσο καιρό κι αν κρατήσουν», έλεγε ο ένας και ο άλλος: «Ορκίζομαι να έχω πάντα καλοκαίρι στην καρδιά μου, ακόμα κι όταν έρθει να με βρει ο πιο βαρύς χειμώνας».
Όταν δόθηκαν οι όρκοι, στην παρέα των Ανυανών απλώθηκε σιωπή και αμηχανία.
«Τελειώσαμε;» ρώτησε ο Ορφέας.
«Νομίζω πως ναι», είπε ο πατέρας του μετρώντας τα δάχτυλά του. «Αυτό το κάναμε, εκείνο το κάναμε... τι άλλο μας έχει μείνει;»
«Το Μεγάλο Βάφτισμα!» είπε ο Αστέρης. «Το Μεγάλο Μπλουμ!»
«Α ναι, το Μεγάλο Βάφτισμα», είπε ο Όντι. «Αστέρη, όλος δικός σου».
«Ευχαριστώ!» είπε ο γίγαντας και σήκωσε με τις χερούκλες του τον Ορφέα και τον κατέβασε στη θάλασσα.
«Όχι!» φώναζε αυτός χτυπώντας χέρια-πόδια. «Όχι πάλι! Δεν...»
Και τότε μπλουμ! Μεγάλο μπλουμ, αφού μετά τον Ορφέα και τον Αστέρη άρχισαν όλοι να βουτάνε στη θάλασσα αλαλάζοντας. Στο τέλος έμεινε μόνο η φωτιά στην παραλία να παρακολουθεί το νυχτερινό μπάνιο των χαρούμενων Ανυανών.
Ήταν η αρχή του πάρτι. Ένα πάρτι που κράτησε μέχρι αργά, με χορό και μουσική, μπύρες, ούζα και αναψυκτικά και πολλά ψητά. Ένα πάρτι κάτω από τα αστέρια με φίλους και καλή παρέα, μακριά από γκρίνιες και σκοτούρες. Μια γιορτή για τον ερχομό του Ορφέα στην Άνυα και για το ξεκίνημα των διακοπών του.
Και όταν πια η μουσική σταμάτησε, η φωτιά έσβησε και τα ποτά σώθηκαν μαζί με τα φαγιά, ένας-ένας οι Ανυανοί έφυγαν για τα κρεβάτια τους. Στην παραλία έμειναν ο Κλώτσος, που τον πήρε ο ύπνος στην αμμουδιά, ο Λόρι Ντάνσεν που επιθύμησε να δει την ανατολή του ήλιου και η Μαριλένα, που επέμενε πως άκουγε τις γοργόνες να τραγουδούν στα βαθιά, καθώς και ο Βύρωνας που θέλησε να της κρατήσει συντροφιά.
Ο Ορφέας και ο μπαμπάς του πήγαν μαζί στο δεντρόσπιτο τρεκλίζοντας και σιγοτραγουδώντας. Ο Όντι τον βοήθησε να ανέβει και να ανάψει τις λάμπες. Ο Ορφέας έπεσε φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι και έμεινε εκεί να κοιτάζει το ταβάνι με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Ο Όντι τον σκέπασε με ένα σεντόνι και στάθηκε για λίγο να τον χαζεύει.
«Σαν ψέμα μου φαίνεται πως είσαι εδώ, φιλαράκο», είπε.
«Κι εμένα το ίδιο, μπαμπά. Ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου!»
«Θα έρθουν ακόμα πιο ωραίες μέρες, Ορφέα. Σήμερα ήταν απλώς η αρχή. Έχεις ένα ολόκληρο καλοκαίρι μπροστά σου».
«Νομίζω πως θα κοιμηθώ και θα ξυπνήσω πίσω στην Αθήνα και πως όλα αυτά θα είναι ένα όνειρο».
«Είναι όνειρο», του είπε ο μπαμπάς του. «Απλώς θα κρατήσει λίγο παραπάνω. Καληνύχτα φιλαράκο. Θα σε δω το πρωί στην παραλία».
Έφτασε στην άκρη του δεντρόσπιτου και έστριψε το σώμα του για να πιαστεί από την ανεμόσκαλα, όταν ο Ορφέας σηκώθηκε από το κρεβάτι και του είπε:
«Μπαμπά;»
«Ναι Ορφέα;»
Για λίγο δεν είπαν τίποτα. Άφησαν να μιλήσουν μόνο τα τριζόνια που νανούριζαν την ακτή με το τραγούδι τους. Ήθελαν και οι δύο να πουν πολλά, για να εξορκίσουν όλο τον χαμένο χρόνο που είχαν ζήσει χωριστά μέχρι εκείνην την τόσο ξεχωριστή μέρα. Μα τελικά ο Ορφέας είπε απλά ένα “σε ευχαριστώ για όλα” και ο μπαμπάς ένα “δεν κάνει τίποτα”.
Και έτσι ο μπαμπάς επέστρεψε στην καλύβα του, ενώ ο Ορφέας έμεινε στο καινούργιο του σπιτάκι πάνω στο δέντρο. Και μέχρι να αποκοιμηθεί έφερε στον νου του όλα εκείνα τα θαυμαστά που είδε την πρώτη του μέρα στην Άνυα. Τους ανθρώπους που γνώρισε, τους φίλους που έκανε, τα μέρη που επισκέφτηκε. Τον Κόλπο του Βασιλιά Ψαρά και την Καραβούλη, τον φάρο και το καστράκι της άμμου, τα καλυβάκια και το τροχόσπιτο των Μάγων, το μπάνιο στη θάλασσα και τη βόλτα με το πολύχρωμο βανάκι του Κάγκελου, τα σχέδια που έκαναν πάνω του οι Τρίδυμες και τις συζητήσεις του με τον Βύρωνα και τον Ορέστη. Τη φάρσα του Κλώτσου το πρωί και το βραδινό πάρτι που του ετοίμασε ο πατέρας του.
Ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής του σε ένα μέρος μακρινό και μυστικό που είχε πάντα καλοκαίρι. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Οι διακοπές μόλις ξεκινούσαν.
Τέλος Πρώτου Μέρους
Η Συνέχεια το επόμενο Καλοκαίρι
© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Άνυα: Όταν ήρθε ο Ιούνης (Μέρος 1ο)
Άνυα: Το χειρότερο καλοκαίρι (Μέρος 2ο)
Άνυα: Ταξίδι με τον Τρελό Ιρλανδό (Mέρος 3ο)
Άνυα: Ξημέρωμα στην Άνυα (Mέρος 5ο)
Άνυα: Έχει τουαλέτες στον Παράδεισο (Μέρος 6ο)
Άνυα: Η Καραβούπολη (Μέρος 7ο)
Μια καλοκαιρινή περιπέτεια ξεκινάει στο Will o' Wisps, διαβάστε περισσότερα εδώ: Το Πνεύμα των Περασμένων Καλοκαιριών
Cover Art by https://pascalcampion.deviantart.com/