Άνυα: Έχει τουαλέτες στον Παράδεισο (Μέρος 6ο)
Ο Ορφέας βγήκε από τη θάλασσα και μαζί με τον καινούργιο του φίλο περπάτησαν κατά μήκος της παραλίας πλάι στις ψάθινες ομπρέλες, πηγαίνοντας προς το μπιτς μπαρ του Αγκαλίτσα. Ο Ορέστης, εκτός από καλή παρέα αποδείχτηκε εξίσου καλός ξεναγός, αφού μέχρι να φτάσουν εκεί είπε στον Ορφέα μερικά πράγματα για την περιοχή.
«Έχεις ξανάρθει ποτέ εδώ;» ρώτησε αρχικά τον Ορφέα.
«Όχι. Σήμερα είναι η πρώτη μου μέρα».
«Ωραία, λοιπόν, άκου», είπε ο Ορέστης ξεκινώντας από τη θάλασσα. «Όπως σου είπα και στο μπάνιο, αυτός ο κόλπος από τον φάρο μέχρι εκείνο το καστράκι (πού και πού πηγαίνουμε και καθόμαστε εκεί με τα παιδιά) λέγεται ο Κόλπος του Βασιλιά Ψαρά. Δεν ξέρω ποιος τα έχτισε αυτά, υπήρχαν πολύ πριν έρθουμε εμείς εδώ. Στο καστράκι δεν μένει κανείς, αλλά τον φάρο τον έχει κάνει σπίτι του ο Κλώτσος, ο νάνος που σου έκανε τη φάρσα πριν. Τώρα, όλη αυτή η περιοχή που βλέπεις από εδώ μέχρι πέρα, στους Ελαιώνες, ονομάζεται Άνυα. Τα βλέπεις τα καλύβια; Δεν είναι πάνω από δέκα. Το μεγαλύτερο είναι το Μουσείο, ενώ το δεύτερο πιο μεγάλο, αυτό εκεί το διώροφο, είναι το σπίτι του Ντάνσεν, του συγγραφέα. Τα πιο πολλά από αυτά τα καλυβάκια τα έχει φτιάξει ο μπαμπάς μου. Τον λένε Δήμο και είναι ξυλοκόπος, μαραγκός και λαξευτής. Όταν ήταν νεότερος έμοιαζε με Βίκινγκ, αλλά τώρα έχει μεγαλώσει και δεν είναι τόσο “ντούκι” όσο κάποτε. Όσο για το μέρος, λέμε κάποια στιγμή, όταν θα χτιστούν πιο πολλά σπιτάκια, να το χωρίσουμε σε οδούς. Πάντως το δρομάκι που χωρίζει τον οικισμό από το κάμπινγκ, το έχουμε ονομάσει Οδό Φιλίας».
«Ώστε υπάρχει και κάμπινγκ εδώ».
«Βέβαια!» είπε ο Ορέστης και έδειξε πέρα από τα καλύβια μια συστάδα λεύκες. «Πίσω από το μπιτς μπαρ βρίσκεται. Το έχουμε για τους τουρίστες που έρχονται με τροχόσπιτα και σκηνές. Εκεί μένουν και οι Τρίδυμες και ο Βύρωνας και γενικώς, όσοι έρχονται να παραθερίσουν για λίγο καιρό στην Άνυα και δεν έχουν δικό τους σπίτι».
«Εσύ πού μένεις;»
«Τέσσερα σπίτια πάνω από το γηπεδάκι. Κι εγώ μαζί με τον μπαμπά μου μένω».
«Χώρισαν κι εσένα οι γονείς σου;»
«Όχι», είπε ο Ορέστης δαγκώνοντας τα χείλη του. «Η μαμά μου πέθανε πριν από πέντε χρόνια».
«Λυπάμαι…» είπε ο Ορφέας.
«Της άρεσε η Άνυα. Έλεγε στον πατέρα μου να έρθουμε και να ζήσουμε εδώ. Δυστυχώς δεν πρόλαβε. Όταν... έφυγε, ο μπαμπάς μου αποφάσισε να κατοικήσουμε στην Άνυα. Μένουμε όλο το καλοκαίρι μέχρι τον Σεπτέμβρη και μετά γυρίζουμε στην Τεγέα. Είναι και αυτό το σχολείο, βλέπεις…»
«Άσε, δεν θέλω να το σκέφτομαι», είπε ο Ορφέας. «Μέχρι προχθές έκανα φροντιστήριο. Έχω μια μαμά που είναι υστερική με το σχολείο». Κοίταξε τη θάλασσα που έλαμπε από τον μεσημεριανό ήλιο και είπε: «Μακάρι να άρεσε και στη δική μου μητέρα η Άνυα. Θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα τότε».
Για λίγο φαντάστηκε πώς θα ήταν αν δεν είχαν χωρίσει οι γονείς του. Ο Οδυσσέας και η Νίτσα θα ήταν αγαπημένοι, θα έκαναν κάθε καλοκαίρι διακοπές, θα έρχονταν με τον Ορφέα στην Άνυα από παλιά και τότε στη ζωή του δεν έμπαιναν ούτε Τάκηδες, ούτε Μάκηδες ούτε Λάκηδες…
Όπως σήκωσε το κεφάλι, είδε μια μαύρη σημαία να κυματίζει πάνω σε έναν στύλο.
«Τι είναι αυτό;» είπε παρατηρώντας μια νεκροκεφαλή πάνω από δυο χιαστί χατζάρες στο κέντρο του πανιού. «Πειρατική σημαία;»
«Ναι!» είπε περήφανα ο Ορέστης. «Την ξέβρασε η θάλασσα πριν μερικά χρόνια. Από τότε την πήραν και την ύψωσαν εδώ. Δεν ξέρουμε σε ποιον άνηκε, όμως τώρα είναι δική μας».
«Πειρατές…» ψέλλισε ο Ορφέας. «Για φαντάσου…»
«Έλα να σου δείξω μια άλλη σημαία, πολύ πιο αστεία».
«Αποκλείεται! Αυτό δεν είναι σημαία. Είναι…»
«Ένα κόκκινο βρακί!» είπε ο Ορέστης. «Με άσπρες βούλες».
«Μα ποιος το κρέμασε αυτό εκεί πάνω;»
«Εμ… ο πατέρας σου;»
«Πλάκα κάνεις».
«Πρέπει να ήταν πέρυσι ή πρόπερσι, δεν θυμάμαι καλά», άρχισε να εξηγεί ο Ορέστης. «Πάντως ήταν βράδυ, σίγουρα. Όπως ήταν μαζεμένοι όλοι στην παραλία και έκαναν πάρτι, ο Κλώτσος κατέβασε το βρακί του μπαμπά σου μπροστά στους υπόλοιπους. Την επόμενη μέρα ο πατέρας σου έκανε το ίδιο στον Κλώτσο, σκαρφάλωσε πάνω στον στύλο και κρέμασε το βρακί του εκεί πάνω. Ο Κλώτσος φυσικά δεν μπόρεσε να το κατεβάσει, άσε που έτρεχε όλη μέρα γυμνός -πολύ αστείο θέαμα! Από τότε το βρακί έμεινε εκεί πάνω να ανεμίζει και να θυμίζει σε όλους τι παθαίνει κανείς όταν τα βάζει με τον Όντι – τον μπαμπά σου».
«Είναι τρελός», είπε ο Ορφέας ξεχειλίζοντας από περηφάνια για τον πατέρα του.
«Και δεν είναι ο μόνος στην Άνυα!» υπενθύμισε ο Ορέστης.
«Έχεις δίκιο. Να κι άλλος ένας. Αυτός εκεί με το παράξενο καπέλο».
Έδειξε έναν αδύνατο νεαρό γύρω στα δεκαεπτά που περπατούσε στον δρόμο για την παραλία. Φορούσε μαγιό και σανδάλια και προχωρούσε αμέριμνος κρατώντας πετσέτα και μια μπάλα θαλάσσης. Θα έδειχνε εντελώς νορμάλ, εάν στο κεφάλι δεν φορούσε εκείνο το καπέλο. Εντάξει, στην παραλία μπορείς να δεις πολλά καπέλα, αλλά όχι κι αυτό του Γκάνταλφ!
«Τι νομίζει πως είναι;» ρώτησε ο Ορφέας κοιτώντας τον νεαρό με το μυτερό πλατύγυρο καπέλο. «Μάγος;»
«Δεν το νομίζει», είπε ο Ορέστης στα σοβαρά. «Είναι Μάγος».
«Το εννοείς;»
«Μα ναι, είναι. Εντάξει, μη φανταστείς τίποτα εντελώς εξωπραγματικό. Θέλω να πω, μην περιμένεις να βγάζει φωτιά από τα χέρια ή να μεταμορφώνει κόσμο σε βατράχια. Για την ακρίβεια, ούτε ένα τόσο δα μαγικό δεν μπορεί να κάνει».
«Άρα δεν είναι μάγος».
«Όχι, δεν κατάλαβες. Είναι Μάγος. Όπως λέμε Έλληνας, Κινέζος. Αμερικάνος, Γερμανός…»
«Μα από ποια χώρα είναι;»
«Ντιάνα νομίζω τη λένε», ο Ορέστης έτριψε το πηγούνι του. «Κάπως έτσι. Πάντως σε εκείνη τη χώρα όλοι είναι υποχρεωμένοι να φορούν καπέλα σαν αυτό που φοράει ο Ρούντι».
«Για μια στιγμή», είπε ο Ορφέας τρώγοντας μια αναλαμπή. «Νομίζω ότι τον γνώρισα εχθές τον βράδυ αυτόν. Ήταν μαζί με τον Βύρωνα και άλλη μια κοπέλα».
«Εσύ λες τον Κεν. Εκείνος είναι ο μεγάλος της οικογένειας. Ετούτος είναι ο Ραντ, αλλά τον φωνάζουμε Ρούντι. Έχει και μια αδελφούλα, τη Γιάρα. Μένουν με τους γονείς τους στο κάμπινγκ. Καλά, πρέπει να δεις το σπίτι τους! Τροχόσπιτο στην κυριολεξία».
«Τι άλλο θα δω και θα ακούσω εδώ;» αναρωτήθηκε ο Ορφέας. Πράγματι δεν ήταν λίγοι οι αλλόκοτοι άνθρωποι που είχε συναντήσει το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Μέσα σε λίγο μόλις διάστημα είχε γνωρίσει έναν παλαβό Ιρλανδό με ένα «ζωντανό» αμάξι, ένα αγόρι που έψαχνε εξωγήινους και ένα κορίτσι που πίστευε στις γοργόνες, έναν πλακατζή νάνο κι έναν Μάγο που δεν ήταν μάγος. Κι αυτό σίγουρα ήταν μόνο η αρχή, σίγουρα θα υπήρχαν μπόλικοι τρελοί στην Άνυα. Κι όμως του Ορφέα του άρεσε. Προτιμούσε να βρίσκεται ανάμεσα σε τέτοιες ασυνήθιστες μορφές παρά με τους βαρετούς τύπους της Αθήνας.
«Πάμε να σου γνωρίσω τον Ρούντι», ο Ορέστης τον χτύπησε στον ώμο. «Δεν θα τον βρεις ιδιαίτερα ομιλητικό, επειδή δεν ξέρει καλά ελληνικά. Γενικά ο Ρούντι είναι ήσυχο παιδί και θα τον συμπαθήσεις. Έ, Ρούντι! Έλα ‘δω!»
Ο νεαρός Μάγος άκουσε το όνομα του και σταμάτησε για να χαιρετήσει τον Ορέστη.
«Καλημέρα;» είπε και κοίταξε τον Ορφέα. «Φίλος;»
Ο Ρούντι χαμογελούσε πάντα με ένα συγκρατημένο χαμόγελο και με τα μάτια να γουρλώνουν. Η προφορά του τον έκανε να μοιάζει με Γάλλο τουρίστα, ενώ ο τρόπος που μιλούσε ήταν σαν να έκανε πάντα ερωτήσεις.
«Είναι ο Ορφέας, ο γιος του Όντι».
«Όντι; Γεια σου;»
«Ορφέας, χάρηκα».
«Ορφέας; Είμαι Ραντ; Ραντ Γκέλλιν;»
«Γκέλλιν είναι το επώνυμο του», εξήγησε ο Ορέστης και στράφηκε στον νεαρό Μάγο. «Ρούντι, πας για μπάνιο;»
«Παραλία;» είπε εκείνος δείχνοντας την μπάλα. «Παίξουμε μπάλα;»
«Θα έρθω σε λίγο, οκ;»
«Οκ;» είπε ο Ρούντι. «Χάρηκα, Ορφέας;»
Ο Ρούντι πήγε στην παραλία και οι άλλοι δύο συνέχισαν τον δρόμο τους.
«Είναι λιγάκι δύσκολη η συνεννόηση με τον Ρούντι και τους Γκέλλιν», είπε ο Ορέστης. «Θα σου πάρει λίγο καιρό μέχρι να συνηθίσεις».
«Τουλάχιστον αυτός είπε σωστά το όνομα μου!» παρατήρησε ο Ορφέας. «Ο Άντι με λέει συνέχεια Μορφέα».
«Μορφέας, ε; Όχι κι άσχημα. Τι να πω κι εγώ που με φωνάζει Ζέστη;» είπε ο Ορέστης και άρχισαν να γελάνε.
«Να ο πατέρας μου», είπε Ορφέας βλέποντας τον Οδυσσέα να έρχεται από το παραθαλάσσιο καφέ. «Κι αυτός μαζί του πρέπει να είναι ο φίλος του ο Κάγκελος».
«Όχι, αυτός είναι ο Αστέρης, ο μπασίστας και τραγουδιστής των Ναυαγών», εξήγησε ο Ορέστης. «Ο πιο δυνατός άνθρωπος στην Άνυα. Μπορεί να σηκώσει ολόκληρο αυτοκίνητο! Μη τον φοβάσαι όμως, έχει καρδιά μικρού παιδιού».
Η προσοχή του Ορφέα στράφηκε όλη πάνω στον Αστέρη. Ήταν γύρω στα σαράντα, όπως ο Όντι, μόνο που είχε τα διπλάσια κιλά. Ήταν και παχύς και μυώδης, με φαρδιές πλάτες και χοντρά πόδια. Παρόλο που ήταν τριχωτός και μουσάτος, στο κεφάλι τα μαλλιά του είχαν πέσει, γι’ αυτό και φόραγε μπαντάνες ή καπέλα. Τα πράσινα μάτια του πρόδιδαν μια ιδιαίτερη αγνότητα, ενώ το πλατύ χαμόγελο φαινόταν να είναι μονίμως ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
«Καλώς τα παιδιά!» είπε ο Όντι πλησιάζοντας τα αγόρια. «Τέλειωσε κιόλας το μπάνιο;»
«Ερχόμουν να σε βρω για να πάμε στην Καραβούπολη», είπε ο Ορφέας.
«Βλέπω ότι γνωρίστηκες με τον φιλαράκο μου τον Ορέστη».
«Θα τα πάμε περίφημα οι δυο μας», είπε ο Ορέστης χτυπώντας τον Ορφέα στον ώμο. «Θα φτιάξουμε και μπάντα!»
«Τέλεια», είπε ο Όντι. «Ορφέα, να σου γνωρίσω τον Αστέρη. Άμα σε πειράξει κανείς, θα αμολήσουμε τον Αστέρη και θα τον κάνει κομμάτια».
Ο Ορφέας κοίταξε τον εύσωμο άντρα με το χαμόγελο και το αγαθιάρικο βλέμμα.
«Αστειεύομαι, φυσικά», είπε ο Όντι. «Κανείς δεν πρόκειται να σε ενοχλήσει στην Άνυα».
«Χαίρω πολύ!» είπε ο Αστέρης και πρότεινε τη χερούκλα του. Η φωνή του ήταν ψιλή, σχεδόν αγορίστικη, αταίριαστη εντελώς με το παρουσιαστικό του.
«Κι εγώ», είπε ο Ορφέας δίνοντας το δικό του χέρι. Άθελα του ο Αστέρης το έσφιξε τόσο δυνατά, που ο Ορφέας άφησε μια κραυγή πόνου.
«Αστέρη, με το μαλακό!» είπε ο Οδυσσέας και τότε ο Αστέρης τράβηξε πίσω το χέρι του σαν μαλωμένος σκύλος. Μούτρωσε και τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα.
«Συγγνώμη… Δεν ήθελα να τον πονέσω», είπε ο Αστέρης έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα.
«Εντάξει, δεν πειράζει,» είπε ο Όντι και κοίταξε τον γιο του. «Μερικές φορές ο Αστέρης δεν ελέγχει τη δύναμή του. Φιλαράκο, πώς είναι το χέρι σου;»
«Μια χαρά…» είπε ο Ορφέας στα ψέματα, για να μην στεναχωρήσει τον Αστέρη. «Δεν πόνεσα, είμαι εντάξει».
«Πάμε να πάρουμε το βανάκι του Κάγκελου», πρότεινε ο Όντι. Ο Αστέρης τότε προσφέρθηκε να τους πάει με το δικό του όχημα.
«Εγώ, εγώ θα σας πάω. Πάω να φέρω τον Χάρο».
«Αστέρη, όχι καλύτερα!» είπε ο Όντι. «Είναι η πρώτη μέρα του Ορφέα στην Άνυα, δεν θέλω να μείνουμε στον δρόμο και να σπρώχνουμε το Χάρο μεσημεριάτικα».
«Μα πρέπει να επανορθώσω», επέμεινε ο Αστέρης χαμηλώνοντας τα φρύδια.
«Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα», είπε ο Όντι και στη στιγμή άλλαξε γνώμη. «Ή μάλλον… Αχά, έλα μαζί μας. Πάμε να ξυπνήσουμε τον Κάγκελο».
«Ωραία!» αναφώνησε ο Αστέρης και τα μάτια του έλαμψαν από χαρά.
«Αυτό θέλω να το δω!» είπε ο Ορέστης και ξεκίνησε μαζί με τους υπόλοιπους για το σπίτι του Κάγκελου.
Ο Κάγκελος ή Άγγελος, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, έμενε σε ένα καλυβάκι όχι μακριά από του Οδυσσέα. Αντί για πόρτα το καλυβάκι είχε κουρτίνα κι έτσι δεν ήταν δύσκολο να μπει κανείς μέσα και να βρει τον Κάγκελο πάνω στο φουσκωτό στρώμα θαλάσσης που είχε για κρεβάτι. Κοιμόταν του καλού καιρού και τα ροχαλητά του ακούγονταν από απόσταση, τόσο που ο Ορφέας αναρωτήθηκε αν πήγαιναν να βρουν κάποιον σκύλο που γρύλιζε αντί για άνθρωπο.
«Εδώ είμαστε», είπε ο Οδυσσέας φτάνοντας έξω από το καλυβάκι. «Προσπάθησα και πριν να τον ξυπνήσω, μα δεν σηκώνεται με τίποτα. Αστέρη, όλος δικός σου».
«Δεν σηκώνεται ε;» είπε καταχαρούμενος ο Αστέρης. Έτριψε τις χερούκλες του και όρμησε μέσα στο καλυβάκι.
«Τι θα του κάνει;» ρώτησε ο Ορφέας.
«Θα τον βγάλει σηκωτό!» είπε ο πατέρας του. Και πράγματι, αυτό έκανε ο Αστέρης. Βγήκε έξω με τον Κάγκελο ξαπλωμένο στην αγκαλιά του.
«Πωπω νύστα!» είπε ο Ορέστης καθώς ο Ορφέας παρατηρούσε τον κοιμισμένο άντρα. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να τον σηκώσει κι ο ίδιος, τόσο κοκαλιάρης που ήταν. Τα μαλλιά του έμοιαζαν με ζούγκλα με τις τόσες μπούκλες μπλεγμένες γύρω από το κεφάλι του. Κοιμόταν ατάραχος, με το πρόσωπο του πρησμένο από τον ύπνο και χωρίς να έχει πάρει είδηση το παραμικρό.
«Να τον ρίξω στη θάλασσα;» ρώτησε ο Αστέρης που είχε πάρει τώρα μια σκανδαλιάρικη έκφραση.
«Μπα, βγάλε τον στον ήλιο να του πέσει λίγο φως στα μάτια», είπε ο Όντι και όλοι περίμεναν να δουν με ανυπομονησία την αντίδραση του Κάγκελου.
Γενικά ο Κάγκελος δεν ήταν ούτε φοβητσιάρης ούτε τρόμαζε εύκολα. Όσες φορές μάλιστα είχε προσπαθήσει ο Κλώτσος να τον τρομάξει με τις φάρσες του, είχε αποτύχει. Όταν όμως ο Κάγκελος άνοιξε τα μάτια και είδε το σκοτεινό περίγραμμα του Αστέρη από πάνω του, ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που αναπήδησε και έπεσε κάτω.
«Παναγία μου, αρκούδα!» φώναξε βάζοντάς το στα πόδια. Στην προσπάθεια του να φύγει κοπάνησε πάνω στο βανάκι του, κάνοντας τους τέσσερις που ήταν εκεί να πεθάνουν στα γέλια. Μόλις ο Κάγκελος συνειδητοποίησε πως επρόκειτο για πλάκα και πως η αρκούδα που νόμιζε πως είδε ήταν ο Αστέρης, έριξε μια μούντζα και είπε κακόκεφα:
«Είστε βλάκες…»
«Ξύπνα επιτέλους!» είπε ο Όντι γελώντας. «Μεσημέριασε».
«Είστε βλάκες», επανέλαβε ο Κάγκελος πιάνοντας το κεφάλι του. Η φωνή του έβγαινε βαριά και ξεψυχισμένη.
«Ορφέα, μόλις γνώρισες τον μεγαλύτερο υπναρά της Άνυα, τον Άγγελο», είπε ο Όντι. «Ή Κάγκελο, για να μη στεναχωρήσουμε τον Άντι, που μας έχει βαφτίσει όλους εδώ! Μην τον βλέπεις έτσι, είναι πιο τρελός μουσικός που έχεις συναντήσει ποτέ».
«Όντως!» συμφώνησε ο Ορέστης. «Παίζει κιθάρα, μπάσο, ντραμς, καστανιέτες…»
Ο Κάγκελος κοίταξε τον Ορφέα. Αγουροξυπνημένος όπως ήταν και χωρίς τα γυαλιά του δεν έβλεπε καλά.
«Εσύ είσαι ο Ορφέας;» ρώτησε με ακόμα πιο βαριά φωνή.
«Εγώ είμαι».
«Με θυμάσαι;»
«Ε… όχι».
«Ο Κάγκελος είχε έρθει από το σπίτι μερικές φορές», εξήγησε ο Όντι. «Ήσουν πολύ μικρός τότε και μάλλον δεν θα θυμάσαι».
Μόλις το είπε ο πατέρας του, κάτι εικόνες από τα παιδικά του χρόνια ξεπήδησαν από τη μνήμη του. Όλες όμως οι εικόνες ήταν θολές. Αυτό που θυμόταν πάντως καλά ήταν η μητέρα του, η Νίτσα, που συχνά έκανε λόγο για τους «αποτυχημένους» φίλους που κουβαλούσε ο πατέρας του στο σπίτι. Τους αποκαλούσε τεμπέληδες, ρέμπελους και χαμένα κορμιά.
«Μεγάλωσε ο μικρός», είπε ο Κάγκελος αφήνοντας ένα δυνατό χασμουρητό.
«Θα μας πετάξεις μέχρι την Καραβούπολη;» τον ρώτησε ο Όντι.
«Πηγαίνετε μόνοι σας», είπε ο Κάγκελος κουνώντας το κεφάλι. Έβαλε το χέρι στην τσέπη (είχε κοιμηθεί με τα ρούχα που φορούσε το προηγούμενο βράδυ) και έδωσε τα κλειδιά στον Όντι. Στη συνέχεια μπήκε τρεκλίζοντας στο καλυβάκι του και σωριάστηκε στο κρεβάτι.
«Μην αφήσετε ξανά την αρκούδα να μπει μέσα», είπε εννοώντας τον Αστέρη που χασκογελούσε μαζί με τον Όντι και τα παιδιά.
«Λοιπόν, τώρα μπορούμε να φύγουμε για την Καραβούπολη», είπε ο Οδυσσέας πηγαίνοντας προς το βανάκι. «Έλα Ορφέα!»
«Φεύγω κι εγώ», είπε ο Ορέστης. «Πάω να βρω τον Ρούντι και τις Τρίδυμες. Θα τα πούμε μετά Ορφέα!»
«Έγινε!» ο Ορφέας αποχαιρέτησε τον φίλο του και πήγε στο βαν.
Ο Αστέρης έμεινε εκεί να παρακολουθεί συγκινημένος τον Οδυσσέα να φεύγει με τον γιο του.
«Τι τρέχει, Αστέρη;» ρώτησε ο Όντι.
«Είναι απίστευτο! Μοιάζετε πάρα πολύ οι δυο σας».
«Πράγματι», είπε ο Όντι κοιτώντας με περηφάνια τον Ορφέα. «Πράγματι μοιάζουμε!»
Μπορεί ο Κάγκελος να ήταν υπναράς, βραδυκίνητος και τεμπέλης, όμως το όχημα του ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ένα βανάκι βαμμένο με ζωηρά χρώματα, λουλούδια, μανιτάρια, αστέρια και μισοφέγγαρα, όπως εκείνα που είχαν κάποτε οι χίπηδες. Μέχρι ο Κάγκελος να φτιάξει το καλυβάκι στο οποίο διέμενε, το βανάκι αυτό ήταν το σπίτι του. Τώρα πια ο πίσω χώρος ήταν ελεύθερος για περισσότερους επιβάτες και προσφερόταν για βόλτες και ταξίδια. Συχνά οι Ναυαγοί το χρησιμοποιούσαν για τις περιοδείες τους.
Το βανάκι είχε κι αυτό όνομα, όπως ο Ρόβερ και ο Χάρος. Το έλεγαν Βάγγο, όχι για κανέναν ιδιαίτερο λόγο, αλλά επειδή η μάρκα του ήταν Volkswagen.
Ο Όντι έβαλε μπρος κι έπιασε το τιμόνι, ενώ ο Ορφέας δίπλα του περιεργαζόταν το κεφάλι μιας τζαμαϊκανής φιγούρας με ράστα και πολύχρωμο σκούφο που κρεμόταν από τον καθρέφτη.
«Πόσα χρόνια πάνε από τότε που έχουμε να μπούμε μαζί σε αυτοκίνητο;» ρώτησε ο Όντι.
«Πάρα πολλά», είπε ο Ορφέας. «Πρέπει να ήμουν έντεκα χρονών όταν πουλήσατε το αμάξι με τη μαμά».
«Α ναι, η μαμά σου», είπε ο Όντι χωρίς να χάνει τη διάθεση του. «Σκόπευα να αγοράσουμε ένα βανάκι σαν κι αυτό, αλλά η μητέρα σου δεν το ήθελε. Ούτε και το τροχόσπιτο ήθελε. Ούτε και... Βασικά τίποτα δεν ήθελε!»
«Θυμάσαι που φώναζε μια φορά που με είχες βάλει να κάτσω στο μπροστινό κάθισμα; Η μαμά φώναζε σαν τρελή».
«Ναι ε;» γέλασε ο Όντι στρίβοντας δεξιά στην παραλία. «Το είχα ξεχάσει αυτό. Γενικά η μητέρα σου φώναζε για το παραμικρό. Αλήθεια, τι κάνει;»
«Καλά είναι», είπε ο Ορφέας κουνώντας το κεφάλι. «Φωνάζει».
Αρχικά ήθελα να αποφύγει να του πει ότι η μητέρα του είχε γνωρίσει τον Τάκη κι ότι ετοιμαζόταν να τον παντρευτεί. Έπειτα όμως σκέφτηκε πως ο πατέρας του ίσως να το ήξερε κιόλας από τον Άντι, που τους είδε μαζί την προηγούμενη μέρα. Βέβαια, ο Άντι ήταν πιωμένος κι ίσως να μην το θυμόταν. Μπορεί όμως και να το θυμόταν.
Ας του το πω εγώ καλύτερα, σκέφτηκε.
«Ξέρεις μπαμπά…» είπε ζυγίζοντας τα λόγια του. «Η μαμά… η μαμά…»
«Ναι;»
Κι αν θυμώσει; αναρωτήθηκε ο Ορφέας. Δεν θέλω να του χαλάσω τη διάθεση μια τέτοια μέρα. Τελικά αποφάσισε να μην του το πει. Όχι ακόμη, τουλάχιστον.
«Η μαμά… δεν ξέρει πού έχω έρθει», είπε. «Με είδε να φεύγω με τον Άντι, αλλά μάλλον δεν θα έχει ιδέα για το πού είμαι τώρα».
«Για αυτό σκας; Θα φροντίσουμε να το μάθει σύντομα. Και τώρα, για πες μου. Πώς σου φαίνεται η Άνυα; Πρόλαβες να γνωρίσεις κανένα παιδί;»
«Αμέ, γνώρισα κάτι κορίτσια πριν λίγο στη θάλασσα. Πρέπει να είναι εκεί κοντά στην ηλικία μου. Εχθές γνώρισα ένα παιδί, τον Βύρωνα, αλλά σήμερα δεν τον είδα κάπου. Δεν σου λέω για τον Ορέστη, τον είδες. Μου είπε μερικά πράγματα για την Άνυα και ότι του έχεις μάθει να παίζει κιθάρα».
«Τα πιάνει εύκολα ο μικρός», είπε ο Όντι. «Θα κάνετε καλή παρέα εσείς οι δύο».
«Α, γνώρισα κι έναν μυστήριο τύπο που φορούσε ένα μαγικό καπέλο».
«Τον Ρούντι ή τον Κεν;»
«Τον Ρούντι. Ο Ορέστης μου είπε πως αυτός και η οικογένεια του είναι… Μάγοι».
«Εγώ πάντως το πιστεύω πως είναι κανονικοί μάγοι. Πέρυσι ο Χαρκ, ο πατέρας του Ρούντι, έφτιαξε ένα φίλτρο που έδιωξε όλα τα κουνούπια από την περιοχή. Από τότε δεν μας ξαναενόχλησαν. Τα κουνούπια εννοώ», είπε ο Οδυσσέας και πρόσθεσε. «Η ιστορία τους είναι συναρπαστική!» είπε ο Όντι. «Οι Γκέλλιν πέρασαν πολλά μέχρι να φτάσουν εδώ. Περίμενε να σου δείξω το σπίτι τους».
Το βανάκι ήταν τώρα στην οδό Φιλίας, που χώριζε το κάμπινγκ από τον οικισμό. Ο Όντι έκοψε ταχύτητα και είπε στον Ορφέα:
«Να, δες εκεί αριστερά».
Το κάμπινγκ δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, όμως για τα λίγα τροχόσπιτα και τις σκηνούλες που περικλείονταν μέσα σ’ αυτό, ήταν ένας άνετος χώρος και με το παραπάνω. Το μάτι του Ορφέα έπεσε πάνω σε ένα κατακίτρινο όχημα.
«Αυτό είναι;» ρώτησε διαπιστώνοντας πως εκείνο το κίτρινο όχημα ήταν ένα μακρύ σχολικό λεωφορείο αμερικάνικου τύπου. Έξω από αυτό, γύρω από ένα λεπτό τραπεζάκι καθόταν ένας χοντρός μουσάτος κύριος με γυαλιά, μια ψηλή γυναίκα με ξανθά μαλλιά και τρία κορίτσια. Από τα χρώματα τους έκαναν μπαμ πως ήταν τουρίστες.
«Όχι, εδώ μένουν οι Γερμανοί, ο Λαρς και η γυναίκα του η Χάνα», είπε ο Όντι και πάτησε την κόρνα. «Μένουν μαζί με τα κορίτσια τους, τη Λάουρα, τη Γιούλια και την Κλαούντια».
Μόλις ο Λαρς άκουσε την κόρνα πετάχτηκε όρθιος και φώναξε δυνατά «Όντι!»
«Καλημέρα!» φώναξε ο Όντι, μα η δική του φωνή δεν μπορούσε ούτε στο ελάχιστο να συγκριθεί σε ένταση με του Γερμανού. Προς απάντηση η γυναίκα και οι κόρες του Λαρς γύρισαν και χαιρέτησαν λέγοντας με ένα στόμα «καλημέρα» σαν σε τάξη που μάθαιναν ελληνικά.
«Έλα φάμε! Έλα πιούμε!» φώναξε ο Λαρς κουνώντας το χέρι του.
«Αργότερα Λαρς, ευχαριστώ. Καλή όρεξη!» είπε ο Οδυσσέας και κόρναρε άλλη μια φορά αποχαιρετώντας τους Γερμανούς.
«Εξαιρετικοί άνθρωποι», είπε κατόπιν στον Ορφέα, «και ήσυχοι, αν εξαιρέσουμε τον φωνακλά τον Λαρς. Η Χάνα είναι νοσοκόμα, οπότε εδώ στην Άνυα την έχουμε για γιατρό. Ο Λαρς είναι γερό ποτήρι. Κανείς δεν τον ξεπερνάει στο ποτό, ούτε καν ο μεθύστακας ο Άντι. Να, κοίτα, εδώ μένουν οι Μάγοι».
Λίγο πιο δίπλα από το σχολικό όπου έμεναν οι Γερμανοί, βρισκόταν το τροχόσπιτο των Γκέλλιν. Όπως είδε ο Ορφέας επρόκειτο κυριολεκτικά για ένα τροχόσπιτο, αφού ήταν ένα σπίτι με ρόδες. Έμοιαζε με χωριατόσπιτο σαν εκείνα που συναντά κανείς στις Άλπεις. Είχε τριγωνική οροφή από κεραμίδια, καμινάδα και μεγάλα παράθυρα με κρεμαστές γλαστρούλες.
«Και πού να το δεις από μέσα», είπε ο Οδυσσέας. «Έχει τα πάντα, δωμάτια, κουζίνα, σοφίτα… για να μην αναφέρω τα μαγικά αντικείμενα που έχουν στη διάθεση τους οι φίλοι μας».
Οι Γκέλλιν ήταν κι αυτοί έξω από το σπίτι τους, όπως οι γείτονες τους οι Γερμανοί. Ο Οδυσσέας τους χαιρέτησε, ενώ δίπλα του ο Ορφέας τους παρατηρούσε ρίχνοντας παράλληλα ματιές στην όμορφη κατοικία τους. Με εξαίρεση τα μαγικά καπέλα τους φαίνονταν φυσιολογικοί άνθρωποι, γελαστοί και ήρεμοι. Η Μπέρθα, η μαμά Γκέλλιν άπλωνε την μπουγάδα της ενώ ο Χαρκ, ο μπαμπάς Γκέλλιν επισκεύαζε μαζί με τον Κεν ένα ποδήλατο. Την ίδια στιγμή βγήκε από το σπίτι η Γιάρα, ένα δεκάχρονο κοριτσάκι κρατώντας ένα δίσκο με ένα μπουκάλι λεμονάδα και ποτήρια.
«Από πού είπαμε πως ήρθαν αυτοί;» ρώτησε ο Ορφέας.
«Από μια χώρα πολύ μακριά από την Αρκαδία», είπε ο Οδυσσέας. «Ντιάνα ή Τι Α Να, κάπως έτσι τη λένε -δεν μιλούν πολύ καλά ελληνικά και γράφουν με σύμβολα αντί για γράμματα. Λένε πάντως πως η χώρα τους είναι πολύ όμορφη. Οι πρόγονοι τους ήταν κανονικοί μάγοι, όμως με τα χρόνια η μαγεία χάθηκε και οι άνθρωποι εκεί ζουν πια εξαρτημένοι από τις μαγικές κατασκευές τους».
«Και τότε γιατί έφυγαν από εκεί;» ρώτησε ο Ορφέας. «Μια χαρά μου ακούγεται η ζωή σε μια τέτοια χώρα».
«Αναγκάστηκαν να φύγουν επειδή υπάρχει πολύ φτώχια εκεί αυτές τις μέρες. Την Άνυα την ανακάλυψαν τυχαία, μα από τότε μένουν εδώ και την πονούν σαν σπίτι τους. Άλλωστε υπάρχει κι εδώ μαγεία, διάχυτη στον αέρα που αναπνέουμε!» είπε ο Όντι παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή.
Συνεχίζοντας στην οδό Φιλίας άφησαν πίσω τους το κάμπινγκ και τον οικισμό και πέρασαν δίπλα από έναν αγρό με καλαμπόκια. Από το παράθυρο του Ορφέα φαινόταν ένα τεράστιο κατακίτρινο λιβάδι γεμάτο ηλιοτροπία. Ο Ορφέας δεν είχε δει ποτέ του τόσα πολλά ηλιοτρόπια μαζεμένα κι έμεινε να τα χαζεύει.
«Αυτή είναι η Άνυα, μικρέ», άκουσε τον πατέρα του να λέει. «Δεν πιστεύω να περίμενες κανένα κοσμοπολίτικο νησί του Αιγαίου πήχτρα στους λεφτάδες, τις διασημότητες, τα κλαμπ και τις ιδιωτικές παραλίες. Εδώ δεν υπάρχουν πανάκριβα ξενοδοχεία, πισίνες, κότερα και κρουαζιερόπλοια. Εντάξει, μπορεί τα κύματα να μην είναι μεγάλα για να κάνουμε σέρφινγκ, μπορεί να μην έχουμε τίποτα το εξωτικό όπως φοίνικες, μπανανιές, κακαόδεντρα και καρύδες, έχουμε όμως τις δικές μας ομορφιές. Η Άνυα είναι όλα αυτά που βλέπεις γύρω σου. Τα πεύκα, οι ελαιώνες, τα καλαμπόκια και τα ηλιοτρόπια. Τα λιγοστά σπιτάκια μας, τα καλύβια, οι σκηνές και τα τροχόσπιτα. Η θάλασσα, ο φάρος και το κάστρο της άμμου. Και το βουνό, αυτό το μαγεμένο βουνό που βλέπεις εκεί μπροστά. Όλα αυτά είναι η Άνυα, μαζί με τους τρελούς που την κατοικούν. Αρκάδες, Αθηναίοι, Θεσσαλονικείς, Γερμανοί, Ιρλανδοί, Μάγοι, άνθρωποι από διαφορετικές πατρίδες που ζουν μεταξύ τους αρμονικά, αφού δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Ζούμε στον παράδεισο, έναν μικρό καλοκαιρινό παράδεισο για όλους εμάς. Εμάς που θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι μακριά από την υστερία του κόσμου».
«Είναι πολύ όμορφα εδώ», συμφώνησε ο Ορφέας.
«Και τόσο απλά», συμπλήρωσε ο μπαμπάς του. «Ο ήλιος και η θάλασσα μας αρκούν. Μπορεί να μην έχουμε ρεύμα, τηλεόραση, τηλέφωνα και κινητά, αλλά περνάμε καλά. Κάποιοι ίσως να βρίσκουν τη ζωή στην Άνυα βαρετή, αλλά όχι εμείς. Όπως είδες, οι πιο πολλοί που ήρθαν εδώ, έγιναν μόνιμοι κάτοικοι. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να οργανώσουμε τη ζωή μας. Φτιάξαμε τα καλυβάκια, φτιάξαμε ένα γηπεδάκι για βόλεϊ, φτιάξαμε ντους... Ε, κάποια στιγμή θα βάλουμε και τουαλέτες. Μέχρι στιγμής, διαθέτει μόνο το μπαρ.
«Τι; Δεν έχει τουαλέτες εδώ;»
Ο Όντι χαμογέλασε.
«Έχει στον παράδεισο τουαλέτες;»
Ο Ορφέας ανασήκωσε τους ώμους.
«Δεν ξέρω. Έχει;»
«Ποιος νοιάζεται;» είπε ο μπαμπάς του και πάτησε το play φέρνοντας τον Μπομπ Μάρλει στην παρέα.
«Α. Να και κάτι για τη μαμά», είπε ο Όντι. Και τότε μπαμπάς και γιος, απολαμβάνοντας τη βόλτα στη λιακάδα με το χίπικο βανάκι, άρχισαν να τραγουδούν:
«No woman no cry, no woman no cry
no woman no cry, no woman no cry!»
© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Άνυα: Όταν ήρθε ο Ιούνης (Μέρος 1ο)
Άνυα: Το χειρότερο καλοκαίρι (Μέρος 2ο)
Άνυα: Ταξίδι με τον Τρελό Ιρλανδό (Mέρος 3ο)
Άνυα: Ξημέρωμα στην Άνυα (Mέρος 5ο)
Μια καλοκαιρινή περιπέτεια ξεκινάει στο Will o' Wisps, διαβάστε περισσότερα εδώ: Το Πνεύμα των Περασμένων Καλοκαιριών
Cover Art by http://michalivan.deviantart.com/