Ιαπωνικά παραμύθια: μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου (Μέρος 2ο)

Art by Stephanie Pui-Mun Law

Art by Stephanie Pui-Mun Law

Όσο ο ήλιος λοιπόν θα εξακολουθήσει να ανατέλλει από την τόσο όμορφη όσο και μυστήρια τούτη χώρα, τόσες ιστορίες θα υπάρχουν από εκείνη για να διηγηθούμε. Κυράδες όμορφες, θεοί και δαίμονες, νεράιδες και πολεμιστές, daimyo και σαμουράι, μπλέκονται μαζί γι’ ακόμα μια φορά, ταξιδεύοντάς μας στις παραδόσεις των πόλεων και της υπαίθρου της Ιαπωνίας. Στις ιστορίες που ακολουθούν, κυρίαρχο ρόλο παίζει εκείνη της Πράσινης Ιτιάς, μια από τις πιο γνωστές και αγαπημένες του τόπου.

 

Η Πρασινη Ιτιά

Ο Tomodata, ήταν ένας νέος σαμουράι, πιστός ακόλουθος του άρχοντα του Noto. Σε όλα του ήταν μεγάλος και τρανός. Σπουδαίος πολεμιστής αλλά και ποιητής, ευγενής με όμορφο αξιοζήλευτο παρουσιαστικό. Είχε μεγάλη περιουσία αλλά ήταν γενναιόδωρος, γι’ αυτό και το αγαπούσαν όλοι, πλούσιοι και φτωχοί.

Ήρθε όμως μια μέρα που ο daimyo του, ο άρχοντας του Noto, ζήτησε από τον νεαρό σαμουράι ν’ αναλάβει μια δύσκολη, μυστική αποστολή.

«Tomodata… μου είσαι πιστός;» τον ρώτησε.

«Το ξέρεις, άρχοντά μου…»

«Τότε απόδειξέ το. Πάρε το μήνυμα που σου δίνω. Κάλπασε χωρίς να λυπηθείς τ’ άλογό σου, πάρε τον δρόμο τον δύσκολο και μη φοβηθείς τους εχθρούς μας. Μην ξαποστάσεις ούτε στη βροχή ή την πείνα. Δώσε και τη ζωή σου αν χρειαστεί, μονάχα μην προδώσεις. Μα πάνω απ’ όλα... στα μάτια μην κοιτάξεις όμορφη κυρά. Πήγαινε... Και φέρε μου πίσω γοργά απάντηση σε τούτο δω το μήνυμα».

Έτσι κι έγινε. Έζεψε τ’ άλογό του ο Tomodata, και δίχως να λογαριάσει τα άγρια βουνά ή την εχθρική γη κάλπασε ακολουθώντας τις διαταγές του άρχοντά του.

Δεν πρόλαβαν να περάσουν όμως τρεις μέρες, κι ο φθινοπωρινός καιρός ξέσπασε πια. Ο άνεμος αλυχτούσε νύχτα μέρα κι η καταιγίδα δεν έλεγε να κοπάσει. Τα κλαδιά των πεύκων σκίζονταν και του ‘κλειναν τον δρόμο, όμως εκείνος έσκυβε το κεφάλι και συνέχιζε. Το άμοιρο τ’ άλογό του τρέκλιζε κι ίσα που στέριωνε το βήμα του, ο σαμουράι όμως του ψιθύριζε στ’ αυτί να το εμψυχώσει λέγοντας του κάθε φορά «Λίγο ακόμα...»

Η βροχή είχε σβήσει πολλά ορόσημα κι ο φτωχός σαμουράι άρχισε ν’ απελπίζεται πως δεν θα ξαναβρεί τον δρόμο του. Η μέρα είχε γίνει νύχτα και τα σύννεφα βάραιναν πάντα τον ουρανό. Όταν η νύχτα έπεφτε το σκοτάδι θύμιζε εκείνο της Κοιλάδας του Θανάτου του Yomi, όπου οι ψυχές των νεκρών περιπλανώνται θρηνώντας. Η γη ήταν άγρια κι ερημική, απάτητη από ανθρώπινη ψυχή. Το άλογό του δεν τον άντεχε πια, κι εκείνος ξεπέζεψε να τ’ αλαφρώσει, σέρνοντάς το μέσα από βάλτους και θάμνους όλο αγκάθια.

Στη μεγάλη του τότε απελπισία οι δυνατοί άνεμοι σπρώξαν τα σύννεφα αφήνοντας για λίγο τη λάμψη του φεγγαριού να τα διαπεράσει. Διέκρινε ο Tomodata έναν μικρό λόφο και πάνω του ένα μικρό σπίτι, με τρεις μεγάλες πράσινες ιτιές μπροστά.

«Δόξα στους θεούς!» αναφώνησε μ’ ευγνωμοσύνη και κίνησε κατά κει. Ένα αμυδρό φως διαπερνούσε τα ξύλα της πόρτας και καπνός ξετυλιγόταν απ’ την καμινάδα. Τα μακριά καταπράσινα κλαριά στις μεγάλες ιτιές χόρευαν στον άνεμο. Ο σαμουράι έριξε το χαλινάρι σ’ ένα απ’ αυτά και χτύπησε την πόρτα. Στο κατώφλι εμφανίστηκε μια γριούλα, φτωχικά ντυμένη αλλά περιποιημένα.

«Ποιος τριγυρνάει έξω μια νύχτα σαν κι αυτή και τι γυρεύει εδώ;»

Cổ Kiếm Kỳ Đàm 2 - A Nguyễn - Hạ Di Tắc

Cổ Kiếm Kỳ Đàm 2 - A Nguyễn - Hạ Di Tắc

«Ένας μοναχικός ταξιδιώτης, καταβεβλημένος, που ‘χασε τον δρόμο του. Το όνομά μου, Tomodata. Σαμουράι, στις υπηρεσίες του άρχοντα του Noto. Σας ζητώ ταπεινά φιλοξενία για το βράδυ, κι ό,τι φαγητό περισσεύει για μένα και τ’ άλογό μου».

Τα ρούχα του έσταζαν ποτάμια κι ο ίδιος για λίγο παραπάτησε και κρατήθηκε απ’ την πόρτα.

«Πέρασε, πέρασε μέσα!» φώναξε η γριά, συμπονώντας τον ταλαιπωρημένο νέο. «Έλα στη φωτιά να ζεσταθείς. Δεν έχουμε πολλά να σου προσφέρουμε, να ‘σαι σίγουρος όμως ότι θα το κάνουμε με περίσσια χαρά. Όσο για τ’ άλογό σου, βλέπω ήδη το έδωσες στην κόρη μου, οπότε μην ανησυχείς, είναι σε καλά χέρια».

Με το που το άκουσε αυτό ο νέος, στράφηκε αμέσως να δει πίσω του. Εκεί, στο αχνό φως, στεκόταν ένα νεαρό κορίτσι. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν 15 χρονών. Το φόρεμα και τα μακριά της μαλλιά τα έπαιρνε ο άνεμος και δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά το πρόσωπό της. Αναρωτήθηκε πώς βρέθηκε εκεί.

Η γριά τον πέρασε μέσα και με τον γέρο της έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να τον περιποιηθούν. Του ‘δωσαν στεγνά ρούχα, τον κέρασαν ζεστό σάκε κι ετοίμασαν στα γρήγορα κάτι να φάει.

Όταν η κόρη ετοιμάστηκε κι ήρθε μπρος του για να τον σερβίρει, ο σαμουράι θαμπώθηκε στο κοίταγμά της. Ντυμένη με ένα κιμονό στο βαθύ μπλε τ’ ουρανού, και τα μαλλιά της, μαύρα σαν τη νύχτα, λυτά κι ελεύθερα να χαϊδεύουν τ’ απαλά της μάγουλα, μακριά ίσα με τους αστραγάλους της, ήξερε αμέσως ότι δεν είχε ξαναδεί άλλη σαν εκείνη.

Όταν γονάτισε δίπλα του για να του βάλει σάκε, κι οι ματιές τους αντάμωσαν, ο νέος ξέχασε μεμιάς την προειδοποίηση του daimyo του, του άρχοντα του Noto.

«Ποιο είναι τ’ όνομά σου κυρά;»

«Με αποκαλούν Πράσινη Ιτιά».

«Το ομορφότερο όνομα σε τούτη τη γη…» και χαζεύοντας για πολλή ώρα το πρόσωπό της την έκανε να κοκκινίσει, και παρόλο που χαμογελούσε τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

«Ανάθεμα την αποστολή του άρχοντα...» μονολόγησε εκείνος. Κι έφτιαξε για χάρη της ένα μικρό τραγούδι.

«Κυρά με τα μακριά μαλλιά... το ξέρεις, το πρώτο φως της αυγής με θέλει πια να φεύγω... Θα ήθελες εσύ να φύγω; Σκληρή που είσαι εσύ κυρά... Γιατί τώρα κοκκινίζεις;»

Κι η Πράσινη Ιτιά του απάντησε:

«Η αυγή θα έρθει, είτε εγώ το θέλω είτε μη... Ποτέ μη με αφήσεις, ποτέ μη φύγεις... Και το μανίκι μου θα κρύψει την ντροπή μου...»

Όλη τη νύχτα την πέρασε μπρος στη φωτιά ο νέος, κι όσο κι αν ήταν κουρασμένος, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο έρωτας για την Πράσινη Ιτιά τον είχε κυριεύσει. Όμως η πίστη του στον άρχοντά του τον έδενε ακόμα.

Την αυγή σηκώθηκε κι αφήνοντας ένα πουγκί χρυσάφι στο προσκεφάλι των καλών γερόντων, έζεψε τ’ άλογό του κι έφυγε στην άχλη του πρωινού. Η καταιγίδα είχε πια κοπάσει κι ο ουρανός ήταν καθαρός, όμως η καρδιά του ήταν βαριά, και συχνά αναστέναζε μουρμουρίζοντας τ’ όνομα της Πράσινης Ιτιάς. Το βράδυ έμεινε σ’ έναν εγκαταλειμμένο ναό και το ιερό του μέρους τον άφησε να κοιμηθεί βαθιά, ώρες πολλές. Όταν ξύπνησε, εκείνη βρισκόταν ξαπλωμένη στο κατώφλι, με τα μακριά μαύρα μαλλιά της απλωμένα στη γη. Την πήρε στην αγκαλιά του και χωρίς δεύτερη κουβέντα την ανέβασε στη σέλα του αλόγου του, κι έφυγαν μαζί. Λίγο τους ένοιαζε πού θα τους βγάλει ο δρόμος, το κρύο, η βροχή ή ακόμα κι οι ίδιες οι εντολές του άρχοντα του Noto. Μονάχα ένα πράγμα πια γνώριζαν... Αλίμονο, στο μονοπάτι του έρωτα.

Art by Ibuki satsuki

Art by Ibuki satsuki

Έφτασαν σε μια άγνωστη πόλη κι εκεί με το χρυσάφι που κουβαλούσε πάνω του ο νεαρός σαμουράι αγόρασαν να μείνουν ένα όμορφο σπίτι φτιαγμένο από ολόλευκο ξύλο. Τα δωμάτια αντηχούσαν το κελαρυστό νερό του σιντριβανιού ενώ τα χελιδόνια φώλιαζαν στα δέντρα της αυλής.

Εκεί πέρασαν τρία ευτυχισμένα χρόνια, ώσπου το τρίτο φθινόπωρο αποφάσισαν ένα δειλινό να δουν μαζί το φεγγάρι ν’ ανατέλλει. Η Πράσινη Ιτιά άρχισε να τρέμει ξαφνικά κι ο νέος θέλησε να την πάει στο σπίτι μήπως τη διαπέρασε το κρύο, κρύβοντάς την στην αγκαλιά του.

Μια διαπεραστική κραυγή οδύνης ξέφυγε από τα χείλη της, κι έριξε το πρόσωπό της στο στήθος του αγαπημένου της.

«Πες μια προσευχή για μένα Tomodata... Ήρθε η ώρα μου...» του ψιθύρισε.

 «Είσαι απλά κουρασμένη καλή μου».

Τη σήκωσε στα χέρια και την πήγε ως τις όχθες του ποταμού. Εκεί της έβρεξε το μέτωπο με δροσερό νερό και τη ρώτησε όλο αγωνία:

«Τι συμβαίνει; Σήκωσε το βλέμμα σου καλή μου... Σύνελθε».

«Το δέντρο... έκοψαν το δέντρο μου... Την Πράσινη Ιτιά...»

Τότε γλίστρησε απ’ τα χέρια του, αφήνοντας πίσω της μονάχα τα μεταξένια ρούχα της, άδεια, με τη θέρμη ακόμη του κορμιού της πάνω τους.

Στα χρόνια που ήρθαν και πέρασαν ο Tomodata έγινε προσκυνητής, γυρνώντας από ναό σε ναό, μέχρι που ένα δειλινό ο δρόμος του τον έφερε μπρος σ’ έναν χαμηλό λόφο. Πάνω του ερείπια που κάποτε θα ήταν ένα ζεστό σπιτικό... Και μπροστά, οι κοντοί κομμένοι κορμοί τριών ιτιών. Στάθηκε να τις κοιτάζει σιωπηλός. Μετά σιγοτραγούδησε:

«Κυρά με τα μακριά μαλλιά... το ξέρεις, το πρώτο φως της αυγής με θέλει πια να φεύγω... Θα ήθελες εσύ να φύγω; Σκληρή που είσαι εσύ κυρά... Γιατί τώρα κοκκινίζεις;»

«Αχ, ανόητο τραγούδι... Οι θεοί ας με συγχωρέσουν... Θα έπρεπε να είχα απαγγείλει δυο ιερά λόγια για τους νεκρούς...»

 

Η Κυρά του Φεγγαριού

Υπήρχε κάποτε ένας γέρος ξυλοκόπος που έκοβε μπαμπού και τον έλεγαν Také Tori. Ήταν ένας έντιμος γεράκος, πολύ φτωχός που δούλευε σκληρά, και ζούσε με την καλή του γριούλα σε ένα μικρό σπίτι στους λόφους. Δεν είχαν παιδιά, κι έτσι οι φτωχές γέρικες ψυχές τους δεν έβρισκαν λίγη παρηγοριά.

Ένα πρωινό του καλοκαιριού, ο Také Tori σηκώθηκε νωρίς και βγήκε να κόψει κορμούς από μπαμπού όπως έκανε πάντα, για να τους πουλήσει μετά στην πόλη σε μια λογική τιμή, αφού έτσι έβγαζε τ’ απαραίτητα για να ζήσουν.

Αφού ανέβηκε όλη την απόκρημνη πλαγιά του λόφου, έφτασε πια εξασθενημένος στο δάσος με τα μπαμπού. Σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο με το μπλε μαντίλι του και ξεφώνισε: «Αλίμονο στα γέρικα κόκαλά μου!» και συνέχισε «Δεν είμαι τόσο νέος όσο ήμουν κάποτε ούτε κι η καλή μου η γυναίκα... και δεν υπάρχει όχι μόνο ένα παιδί... αλλά ούτε καν μικρό κλωσσόπουλο για να μας συντροφέψει στα γηρατειά μας, αυτός είναι ο καημός μας...» Αναστέναξε βαθιά κι έπεσε στη δουλειά, ο φτωχός Také Tori...
Όμως γρήγορα είδε ένα λαμπερό φως ανάμεσα στους πράσινους μίσχους των μπαμπού.

«Τι είναι αυτό;» αναφώνησε, καθώς συνήθως ήταν αχνά και σκιερά εκεί στα μπαμπού. «Να ‘ναι ο ήλιος;» αναρωτήθηκε. «Όχι, δεν μπορεί, γιατί αυτό έρχεται από τη γη...» Άρχισε ν’ ανοίγει δρόμο μέσα από τους κορμούς για να δει από πού ερχόταν αυτό το λαμπερό φως. Ήταν σίγουρος πως έβγαινε από τη ρίζα ενός πολύ μεγάλου μπαμπού. Πήρε το τσεκούρι του και έκοψε το μεγάλο πράσινο δέντρο κι εκεί... βρισκόταν ένα υπέροχο πράσινο πετράδι, που ‘χε το μέγεθος των δύο του χεριών!

«Ω θαύμα των θαυμάτων!» φώναξε ο Také Tori. «Κόβω μπαμπού τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια... Αυτή είναι η πρώτη φορά που βρήκα ένα κόσμημα στη ρίζα τους!» και λέγοντας αυτά, παίρνει το πετράδι στα χέρια του. Πριν προλάβει όμως καλά καλά να το κρατήσει, αυτό σπάει στα δυο με έναν εκκωφαντικό θόρυβο, κι αν θέλετε πιστέψτε το, από μέσα βγήκε μια νέα κυρά και στάθηκε στο χέρι του Také Tori.

Πρέπει να καταλάβετε πως η νέα ήταν μικροσκοπική αλλά πολύ όμορφη, ντυμένη  ολάκερη με πράσινο μετάξι.

«Χαιρετισμούς σε εσάς, Také Tori,» μίλησε εκείνη με περισσή άνεση.

«Ω θεοί!» αποκρίθηκε εκείνος. «Σε ευχαριστώ πολύ. Συγχώρα το θάρρος που ρωτάω... Υποθέτω πως είσαι... νεράιδα;»

«Πολύ σωστά τα λέτε», απάντησε, «μια νεράιδα είμαι κι έρχομαι να ζήσω για λίγο μαζί με σας και την καλή σας τη γριούλα».

«Όμως...» είπε ο Také Tori, «να με συγχωράτε πάλι, αλλά είμαστε πολύ φτωχοί. Το σπιτικό μας είναι αρκετά καλό, αλλά φοβάμαι ότι δεν έχει τις ανέσεις που πρέπουν σε μια κυρία σαν εσάς».

«Πού είναι το μεγάλο πράσινο πετράδι;» ρώτησε η νεράιδα.

Ο γέρος πήρε στα χέρια του τα δύο κομμάτια.

«Μα... Αυτά είναι γεμάτα χρυσά νομίσματα!»

«Αυτά μας αρκούν για να περάσουμε», είπε η νεράιδα. «Και τώρα, Také Tori, ας πάρουμε τον δρόμο για το σπίτι».

Και όταν έφτασαν σπίτι εκείνος έπιασε να φωνάζει «Γυναίκα! Γυναίκα! Είναι εδώ μια νεράιδα που ήρθε να ζήσει μαζί μας και μας έφερε ένα λαμπερό κόσμημα τόσο μεγάλο όσο ένας λωτός, που ‘ναι γεμάτο χρυσά φλουριά!»

Η καλή γυναίκα έτρεξε στην πόρτα, μιας και δεν πίστευε στ’ αυτιά της.

«Τ’ είν’ αυτά για λωτούς και χρυσάφια;» είπε. «Λωτούς μπορεί να έχω δει πολλές φορές, άλλωστε τώρα είναι η εποχή τους, αλλά τα χρυσά φλουριά κομμάτι δύσκολο να τα βρεις έτσι απλά...»

«Ω καλέ γυναίκα», απάντησε τότε ο άντρας της, «ανόητη που είσαι». Και λέγοντας αυτά, έφερε τη νεράιδα μες στο σπίτι.

Η νεράιδα μεγάλωσε γρήγορα και πριν περάσουν πολλές μέρες, ήταν ήδη ολόκληρη κοπέλα, τόσο φρέσκια και όμορφη όσο η αυγή, τόσο λαμπερή όσο το φως του ήλιου, τόσο γλυκιά όσο το δειλινό και τόσο ήρεμη όσο η νύχτα. Ο Také Tori την αποκαλούσε Κυρά του Φεγγαριού, καθώς είχε βγει από το λαμπερό κόσμημα.

Ο γέρος έπαιρνε χρυσά νομίσματα από το κόσμημα κάθε μέρα. Έγινε πλούσιος και ξόδευε τα χρήματά του γενναιόδωρα, αλλά πάντα υπήρχαν αρκετά για ξόδεμα κι ακόμα παραπάνω. Έχτισε ένα υπέροχο σπίτι, με υπηρέτες να τον βοηθούν. Η Κυρά του Φεγγαριού ζούσε σαν πριγκίπισσα. Η ομορφιά της ήταν φημισμένη σε κοντινά και μακρινά μέρη, και πολλοί ήταν εκείνοι που ήρθαν για να ζητήσουν το χέρι της.

Green Willow and other Japanese fairy tales, 1910 by Warwick Goble (English, 1862–1943)

Green Willow and other Japanese fairy tales, 1910 by Warwick Goble (English, 1862–1943)

Εκείνη όμως δεν δεχόταν κανέναν.

«Ο Také Tori κι η καλή του η γυναίκα είναι οι πραγματικοί και μοναδικοί μου σύζυγοι», συνήθιζε να λέει. «Θα ζήσω μαζί τους και θα παραμείνω κόρη τους».

Έτσι λοιπόν πέρασαν τρία ευτυχισμένα χρόνια. Και στον τρίτο χρόνο πάνω, ήρθε ο ίδιος ο Mikado να γυρέψει την Κυρά του Φεγγαριού, ένα πραγματικά γενναίο παλικάρι.

«Κυρά μου... γονατίζω μπρος σου. Η ψυχή μου ολάκερη σε χαιρετά. Γίνε η Βασίλισσά μου».

Τότε εκείνη αναστέναξε, δάκρυα τρέξαν απ’ τα μάτια της, κι έκρυψε το πρόσωπό της.

«Κύρη μου δεν μπορώ», απάντησε τότε.

«Γιατί καλή μου κυρά δεν μπορείς;»

«Περίμενε μονάχα και θα δεις...»

Τον έβδομο πια μήνα είχε βυθιστεί τόσο πολύ στη θλίψη της, που δεν έβγαινε καθόλου έξω παρά μονάχα ως το σπιτάκι του κήπου. Εκεί καθόταν τη μέρα και συλλογιζόταν. Τη νύχτα πάλι από εκεί ρέμβαζε τη σελήνη και τ’ αστέρια. Ένα τέτοιο όμορφο βράδυ που το φεγγάρι ήταν γεμάτο, βρισκόταν πάλι εκεί, με τις ψυχοκόρες της, τον Také Tori, τη γριούλα του και τον γενναίο Mikado.

«Φωτεινό που είναι το φεγγάρι...» αναφώνησε σε μια στιγμή ο γέρος.

«Πράγματι...» συμφώνησε κι η γυναίκα του, «μοιάζει με καλογυαλισμένο τσουκάλι!»

«Πόσο χλωμό κι αδύναμο είναι όμως», είπε τότε ο Mikado. «Σαν απελπισμένος εραστής...»

«Πόσο μεγάλη και φωτεινή η ακτίνα του!» συνέχισε ο Také Tori. «Θυμίζει μεγάλο μονοπάτι, που φτάνει απ’ το φεγγάρι ως τούτον δω τον κήπο».

«Πόσο καιρό φωτίζει μια ακτίνα!» δήλωσε ο Také Tori. «Είναι σαν ένας φωτεινός δρόμος από το φεγγάρι που φτάνει σε αυτόν τον κήπο».

«Ω αγαπητέ πατέρα!» φώναξε τότε η Κυρά του Φεγγαριού. «Μιλάς αληθινά, είναι πράγματι ένα μονοπάτι. Και από αυτό έρχονται αμέτρητα ουράνια όντα, γοργά γοργά, για να με πάνε στο σπίτι. Ο πραγματικός μου πατέρας μου είναι ο Βασιλιάς του Φεγγαριού. Τον παράκουσα και μ’ έστειλε στη γη τρία χρόνια για να κατοικήσω στην εξορία. Τα τρία χρόνια είναι τώρα παρελθόν και πρέπει να πάω στη δική μου χώρα. Αχ πόσο με θλίβει αυτός ο χωρισμός...»

«Η ομίχλη κατεβαίνει...» είπε χαμένος ο Také Tori.

«Όχι», είπε ο Mikado, «είναι οι ορδές του Βασιλιά της Σελήνης».

Χιλιάδες έφτασαν τότε κρατώντας στα χέρια τους φανούς. Αθόρυβα κυκλώσαν τον κήπο φωτίζοντάς τον. Ο αρχηγός τους φορούσε μια ουράνια πουπουλένια κάπα. Η Κυρά σηκώθηκε κι εκείνος την έριξε στους ώμους της.

«Έχε γεια, Také Tori», είπε. «Έχε γεια αγαπημένη μου θετή μητέρα, σας αφήνω τούτο το πετράδι για να με θυμάστε… Όσο για σένα, κύρη μου Mikado, η επιθυμία μου είναι να έρθεις μαζί μου... όμως δεν υπάρχει άλλη μαγική κάπα... Σου αφήνω όμως αυτό το μπουκαλάκι με το ελιξίριο της ζωής. Πιες το κύρη μου και γίνε Αθάνατος».

Τότε, άνοιξε τα εκθαμβωτικά φτερά της κι οι ορδές του ουρανού την κύκλωσαν, ανεβαίνοντας το μονοπάτι του Φεγγαριού, και δεν τους ξαναείδαν πια.

Ο Mikado πήρε το ελιξίριο της ζωής στο χέρι του και πήγε στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της χώρας. Άναψε μια μεγάλη φωτιά για να κάψει το ελιξίριο της ζωής.

«Ποιο το όφελος να ζήσω για πάντα και να χώρια από την Κυρά του Φεγγαριού;»
Έτσι, το ελιξίριο της ζωής κάηκε, και ο μπλε καπνός του έφτασε στον Ουρανό. Και ο Mikado είπε: «Αφήστε το μήνυμά μου να ανέβει μαζί του και να φτάσει στην κυρά μου, την Κυρά του Φεγγαριού».

 

Green Willow and other Japanese fairy tales, 1910 by Warwick Goble (English, 1862–1943)

Green Willow and other Japanese fairy tales, 1910 by Warwick Goble (English, 1862–1943)

Ο Θεός Κεραυνός

Ο κόσμος λέει πως ο Rai-den, ο θεός Κεραυνός, είναι ένα πνεύμα χωρίς αγάπη, τρομερό κι εκδικητικό. Αυτοί που το λένε όμως δεν είναι παρά εκείνοι που σα θνητοί φοβούνται την καταιγίδα και τις αστραπές, και μόνο άσχημα μιλούν για τον Rai-den και τον μοναχογιό του, τον Rai-taro. Πόσο λάθος είναι όμως...

Ο Κεραυνός κατοικούσε στο Κάστρο τ’ Ουρανού. Δυνατός και τρανός, ο γητευτής όλων των στοιχείων της φύσης, αγαπούσε πολύ τον γιο του Rai-Taro, που ήταν ένα γενναίο αγόρι. Συχνά περνοδιάβαιναν παρέα στις επάλξεις του Κάστρου χαζεύοντας τους ανθρώπους. Άλλοτε γελούσαν μ’ αυτούς άλλοτε βαριαναστέναζαν.

Ένα τέτοιο βράδυ ήταν που ο πατέρας είπε στον γιο να κοιτάξει πολύ προσεχτικά τους ανθρώπους. Χιλιάδες από αυτούς, φορτωμένοι με όπλα βάδιζαν προς τη μάχη. Ύστερα κοίταξαν προς μια άλλη κατεύθυνση και είδαν ιερείς να λειτουργούν σ’ έναν ναό καίγοντας κεριά, προσκυνώντας εικόνα από χρυσό κι ασήμι. Και μετά έστρεψαν το βλέμμα αλλού και είδαν μια όμορφη πριγκίπισσα με τις υπηρέτριές της να της τραγουδούν και γύρω τους παιδιά να παίζουν με λουλούδια.

«Τι όμορφα που είναι τα παιδιά», είπε τότε ο Rai-Taro.

Τέλος, κοίταξαν προς τα δυτικά κι εκεί ένα χωρικός αγωνιζόταν σκαλίζοντας το ρυζοχώραφό του. Καταβεβλημένος... με πονεμένη πλάτη, και δίπλα σκάλιζε η γυναίκα του, ταλαιπωρημένη πολύ κι αυτή. Ήταν φτωχοί και τα ρούχα τους κουρέλια.

«Δεν έχουν παιδιά, πατέρα;» αναρωτήθηκε ο Rai-Taro, όμως ο Rai-den κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Παρατήρησες καλά τους ανθρώπους παιδί μου και τις πράξεις τους; Τώρα διάλεξε σε ποιο μέρος επάνω στη γη θα πας να μείνεις».

«Οφείλω, λοιπόν, να μείνω μαζί τους;»

«Έτσι πρέπει παιδί μου».

«Δεν θα ταχθώ με τους στρατιώτες... Το να πολεμώ και να σκοτώνω δεν είναι για μένα».

«Μάλιστα! Ώστε θα πας στην αυλή της ωραίας δεσποσύνης;»

«Όχι. Είμαι άντρας. Ούτε θα ξυρίσω το κεφάλι μου να πάω να ζήσω με τους ιερείς».

«Τι λοιπόν; Θα διαλέξεις το φτωχό χωρικό; Θα περάσεις μια δύσκολη τραχιά ζωή και θα περνάς με λίγα».

«Εκείνοι δεν έχουν παιδιά. Ίσως με αγαπήσουν λοιπόν...»

«Πήγαινε παιδί μου εν ειρήνη, διότι διάλεξες σοφά...»

«Και πώς θα πάω σ’ εκείνους;»

«Με τιμή. Όπως ταιριάζει στον Πρίγκιπα των Ουρανών».

Ο φτωχός χωρικός πάλευε με τη γη κάθε μέρα όμως ο ήλιος έκαιγε κάθε καινούρια σοδειά.

«Αλίμονο αν συνεχίσουν έτσι τα πράγματα... Τι θ’ απογίνουμε; Ας λυπηθούν οι θεοί όλους τους φτωχούς...» κι αποκοιμήθηκε από την κούραση και τη στεναχώρια. Όταν ξύπνησε ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει παρόλο που ήταν μόνο μεσημέρι και τα πουλιά δεν ακούγονταν. Ο χωρικός το ‘ριξε στον Rai-den.

«Καβάλα στο μαύρο του άλογο, χτυπά τα τύμπανα των κεραυνών. Ευτυχώς λοιπόν, θα έχουμε βροχή!»

Κι έτσι κι έγινε. Ριπές βροχής άρχισαν να μαστιγώνουν τη γη, ενώ αστραπές δεν σταμάτησαν να σκίζουν τον ουρανό.

«Ω Rai-den, νομίζω αυτό παραείναι αρκετό!»

Τότε ο ουρανός σείστηκε και μια φλεγόμενη σφαίρα έπεσε στη γη.

«Ω θεοί... Δείξτε έλεος στη φτωχική ψυχή μου... Τώρα δεν ξεφεύγω πια από τον Δράκο Κεραυνό!» ξεφώνισε με απελπισία κι έπεσε στο έδαφος προφυλάσσοντας το πρόσωπό του.

Ο Κεραυνός του χάρισε τη ζωή κι όταν ξανάνοιξε τα μάτια του στη θέση της φλεγόμενης μπάλας υπήρχε τώρα ένα μωρό, ένα όμορφο δροσερό αγόρι με σταγόνες βροχής στο πρόσωπο και τα μαλλιά του.

«Αυτό κι αν είναι έλεος!» αναφώνησε και σήκωσε απαλά το μωρό.

Green Willow and other Japanese fairy tales, 1910 by Warwick Goble (English, 1862–1943)

Green Willow and other Japanese fairy tales, 1910 by Warwick Goble (English, 1862–1943)

Γύρισε με χαρά στο σπίτι και φώναξε τη γυναίκα του.

«Τρέξε γυναίκα να δεις τι σου ‘φερα... Τον Rai-taro, τον ίδιο τον γιο του Κεραυνού».

Το μωρό μεγάλωσε κι έγινε αγόρι, ψηλός και δυνατός, η χαρά των θετών του γονιών κι όλοι οι χωριανοί τον αγαπούσαν. Από τα δέκα του δούλευε στο ρυζοχώραφο σα μεγάλος άντρας, μπορούσε να προβλέπει τον καιρό με φοβερή ακρίβεια, κι ανάλογα συμβούλευε τον πατέρα του. Και πάντα ό,τι ορμήνευε έβγαινε σωστό. Έτσι ο χωρικός άρχισε να ευημερεί.

Όταν έκλεινε τα δεκαοχτώ, όλοι οι γείτονες καλέστηκαν στη γιορτή για τα γενέθλια του. Το σάκε έρεε άφθονο κι όλοι γιόρταζαν χαρούμενα, εκτός από τον Rai-taro, που καθόταν σιωπηλός και λυπημένος.

«Τι σου συμβαίνει παιδί μου;» τον ρώτησε τότε η μητέρα του.

«Είναι που πρέπει ν’ αφήσω εσένα μάνα... και τον πατέρα».

«Όχι! Όχι, γιε μου. Γιατί να μας αφήσεις;»

«Γιατί πρέπει, μητέρα» και συγκράτησε με κόπο τα δάκρυά του.

«Μας έδωσες όλα τα καλά του κόσμου παιδί μου. Κι εγώ τι σου ‘δωσα; Τι σου ‘χω δώσει γιε μου;»

«Τρία πράγματα μου δίδαξες... Να μοχθώ, να υπομένω, και ν’ αγαπώ. Διδάχτηκα περισσότερα απ’ όλα όσα ξέρουν ακόμα κι οι Αθάνατοι».

Λέγοντας αυτά, έφυγε από κοντά τους κι ανέβηκε τη σκάλα των Ουρανών μέχρι το Κάστρο του πατέρα του, όπου τον περίμενε εκείνος. Πήγαν μαζί ως τον προμαχώνα που έβλεπε στο παλιό του σπιτικό. Κοίταξαν προς τα κάτω κι είδαν τη θνητή μητέρα του να κλαίει, ώσπου ο άντρας της την έπιασε απ’ το χέρι και την αγκάλιασε τρυφερά.

«Δεν θα ‘ναι για πολύ καλή μου... Γερνάμε τόσο γρήγορα, όσο περνάει κι ο χρόνος».

 

Οι ιστορίες αποδίδονται σε ελεύθερη μετάφραση.

 

Πηγές:

http://www.worldoftales.com/Japanese_folktales.html

Πιο συγκεκριμένα:

Green willow and other Japanese fairy tales by Grace James (1912)

(Green Willow, The Moon Maiden, The Good Thunder )

Ιαπωνικά παραμύθια: μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου (Μέρος 1ο)

Cover art by Art by Ibuki satsuki