Άνυα: Το χειρότερο καλοκαίρι (Μέρος 2ο)

Art by Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Art by Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Πέρασε ο Ιούνιος και μπήκε ο Ιούλιος με ακόμα πιο πολύ ζέστη, βαρεμάρα, πλήξη και κακοκεφιά για τα περισσότερα παιδιά που έμεναν στην πόλη καθώς και για τους εργαζόμενους που ανυπομονούσαν για την άδεια του Αυγούστου. Η Αθήνα έβραζε μέσα στο δικό της νέφος και τα κλιματιστικά γουργούριζαν παραπονεμένα δουλεύοντας ασταμάτητα όλο το εικοσιτετράωρο. Τα ραδιόφωνα έπαιζαν τα ίδια τραγούδια με τον προηγούμενο μήνα ενώ οι πρωινές και μεσημεριανές εκπομπές έδειχναν τα συνηθισμένα, δηλαδή διάσημους, μαγειρέματα, νησιά και ακριβά ξενοδοχεία. Οι υπόλοιπες ώρες ήταν αφιερωμένες στις νοικοκυρές που παρακολουθούσαν μανιωδώς ξένα σίριαλ καθώς επίσης και στους ποδοσφαιρόφιλους και τους στοιχηματάκηδες που έβλεπαν τους αγώνες του μουντιάλ, καθώς αυτό πλησίαζε στο τέλος.

Ακόμα και η Νίτσα, που δεν ήταν ποτέ του ποδοσφαίρου, είχε ξεκινήσει να ασχολείται με το μουντιάλ κι αυτό επειδή το ήθελε ο Τάκης. Το επόμενο βήμα θα ήταν να ασχοληθεί σοβαρά και με τα πολιτικά καθώς και με εκείνες τις μεταμεσονύχτιες δημοσιογραφικές εκπομπές που έβγαζαν τα σκάνδαλα ορισμένων βουλευτών στον αέρα. Όλα στον καιρό τους. Προς το παρόν η Νίτσα ασχολούνταν με το μουντιάλ.

Γενικά η Νίτσα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας αφού τα πράγματα πήγαιναν όπως τα είχε προγραμματίσει. Τα βράδια έβγαινε με τον Τάκη, ο οποίος, όπως είχε φανεί και με το θέμα του φροντιστηρίου του Ορφέα, δεν λυπόταν καθόλου το πορτοφόλι του και σκορπούσε λεφτά στις ταβέρνες και στα μπουζούκια. Στις εξόδους τους σχεδίαζαν διακοπές για τον επόμενο μήνα στο χωριό του Τάκη, που ήταν κάπου στη Μάνη, καθώς και μερικές εκδρομές σε κοσμοπολίτικα νησιά που ήθελε να επισκεφτεί η Νίτσα.

«Τα παιδιά θα ξετρελαθούν!» έλεγε η Νίτσα μα ο Ορφέας δεν θα χαιρόταν καθόλου αν μάθαινε για εκείνα τα πλάνα του Αυγούστου. Επίσης κάθε άλλο παρά χαρά θα ένιωθε αν μάθαινε το άλλο μεγάλο σχέδιο της Νίτσας και του Τάκη: το γάμο. Όχι πως δεν το είχε ψυλλιαστεί πως κάποια στιγμή ο Τάκης θα γινόταν πατριός του, ευχόταν όμως να μην ξημέρωνε ποτέ η μέρα που θα το μάθαινε.

Για τον Ορφέα οι πρώτες μέρες του Ιουλίου αποδείχτηκαν χειρότερες κι από εκείνες του Ιουνίου. Μπορεί μεν να μην είχε εξετάσεις, είχε όμως το καινούργιο φροντιστήριο να του κάνει το κεφάλι καζάνι. Γενικά το καλοκαίρι του δεν διέφερε και πολύ από το χειμώνα, αν εξαιρέσουμε τον καιρό. Και πάλι τα πρωινά ξυπνούσε νωρίς, όχι όμως για να πάει σχολείο αλλά επειδή γίνονταν έργα σε μια διπλανή οικοδομή κι ένα κομπρεσέρ σήκωνε όλη τη γειτονιά στο πόδι. Τα μεσημέρια τα περνούσε στο φροντιστήριο παρέα με πωρωμένους καθηγητές και βαθμοθήρες μαθητές που προτιμούσαν να θυσιάσουν τις διακοπές τους για να προετοιμαστούν κατάλληλα ώστε να διαπρέψουν στη Β' Λυκείου.

Τα απογεύματα γυρνούσε απρόθυμα στο σπίτι περπατώντας κάτω από τον καυτό ήλιο. Έπειτα, αφού μούλιαζε στη μπανιέρα, καθόταν στο δωμάτιο του και άκουγε μουσική… όχι όμως τη δική του. Κάποιος στη γειτονιά είχε αγοράσει ένα καινούργιο ηχοσύστημα και θεωρούσε απαραίτητο να το επιδεικνύει όπως όλοι οι καλοί ποζεράδες. Κι έτσι όσα διαμερίσματα δεν διέθεταν κλιματιστικά και είχαν αναγκαστικά τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές, ήταν υποχρεωμένα να ακούν το πρόγραμμα που επέλεγε ο μουσικόφιλος της γειτονιάς.

Όσο για τα βράδια, αφού τελικά ο Ορφέας είχε απαλλαγεί από τη φασαρία της μέρας, ένα νέο βάσανο αναλάμβανε να ολοκληρώσει την ανυπόφορη καθημερινότητα του: τα κουνούπια! Δεν ήταν τόσο τα τσιμπήματα που τον εκνεύριζαν όσο εκείνο το ενοχλητικό, κλαψιάρικο πετάρισμα δίπλα στο αυτί.

«Τι διάολο κάνω εδώ;» αναρωτήθηκε ένα βράδυ που δεν του κόλλαγε ύπνος. Άλλαξε πλευρό ξανά και ξανά μέχρι που σηκώθηκε, φόρεσε τις παντόφλες του και βγήκε στο μπαλκόνι. Χάζεψε τον ουρανό (ή ό,τι φαινόταν από αυτόν) και παραδόξως του φάνηκε πιο λαμπερός απ' ό,τι ήταν συνήθως. Έβλεπε δυο-τρία αστράκια να λάμπουν περήφανα πάνω από την κοιμισμένη πόλη και το μυαλό του ταξίδεψε αλλού. Σε ένα «αλλού» μακρινό, τόσο από το χώρο όσο κι από το χρόνο.

«Θέλω να φύγω από εδώ» είπε. «Να πάω κάπου ήρεμα, κάπου ξέγνοιαστα, μακριά από όλους και όλα. Να πάω κάπου όπου θα είμαι επιθυμητός, να έχω φίλους και να κάνω ό,τι μου αρέσει χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Κι αν υπάρχει κάποιο μέρος σαν αυτό που βρήκε ο πατέρας μου, την Άνυα, θέλω να πάω εκεί».

Ίσως τελικά να είχε δίκιο εκείνος ο Κοέλιο όταν έγραφε πως «όταν θέλεις κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις». Ίσως όμως και όχι. Το σίγουρο πάντως είναι πως εκείνη τη νύχτα το σύμπαν ήταν ανοιχτό και άκουσε την επιθυμία του Ορφέα. Και την επόμενη μέρα η ευχή του θα έβγαινε αληθινή.

 Ω ναι! Την επόμενη μέρα, όλα θα άλλαζαν για τον ταλαιπωρημένο μας φίλο.

Ξημέρωσε Κυριακή 9 του Ιούλη και όλος σχεδόν ο πλανήτης περίμενε με ανυπομονησία τον τελικό του μουντιάλ. Ο Ορφέας ξύπνησε και πάλι νωρίς, αυτή τη φορά όχι από το κομπρεσέρ αλλά από τη ζέστη. Το θερμόμετρο κόντευε να φτάσει στους σαράντα βαθμούς εκείνη τη μέρα κι έτσι το πρώτο πράγμα που έκανε ο Ορφέας μόλις σηκώθηκε ήταν να χωθεί στην μπανιέρα. Η μητέρα του ετοίμαζε πρωινό στην κουζίνα κεφάτη όσο ποτέ, σαν νοικοκυρά από παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού.

«Καλημέρα Ορφεούλη!» είπε όταν ο Ορφέας έκατσε στο τραπέζι. «Κοιμήθηκες καλά;»

«Γιατί τόσα κέφια;» ρώτησε ο Ορφέας στηριγμένος στον αγκώνα του.

«Είναι μια υπέροχη μέρα, δεν είναι;»

«Ε, για να το λες εσύ…»

«Φάε γρήγορα το πρωινό σου να πας στο μάθημα.»

«Είναι Κυριακή σήμερα.»

«Το ξέρω. Κι έχεις διαγώνισμα.»

Ο Ορφέας είχε ξεχάσει πως τα πρωινά της Κυριακής έγραφαν διαγώνισμα στο φροντιστήριο.

«Έλεος πια! Δεν έχουν το Θεό τους αυτοί οι άνθρωποι!» είπε με αγανάκτηση.

 «Έλα, μην κάνεις έτσι», η Νίτσα δεν έχανε το κέφι της. «Δύο ωρίτσες είναι, δεν θα πάθεις τίποτα. Ελπίζω να έχεις διαβάσει.»

Ο Ορφέας κούνησε το κεφάλι.

«Στο ψυγείο έχει αρακά από χθες. Όταν γυρίσεις να το ζεστάνεις και να φας, εντάξει;»

 «Μπα; Εσύ πού θα είσαι;»

«Θα πάμε με τον Τάκη στην παραλία», είπε η Νίτσα αεράτη.

«Α, ωραία», ειρωνεύτηκε ο Ορφέας. «Εσύ θα πας για μπάνιο κι εγώ θα πάω να γράψω Φυσική…»

«Έλα παραπονιάρη, μην κάνεις έτσι! Το βράδυ θα βγούμε έξω.»

«Καλά να περάσετε», έκανε αδιάφορα ο Ορφέας.

«Όχι, δεν κατάλαβες! Θα έρθεις κι εσύ μαζί. Θα είναι και τα παιδιά εκεί, ο Λάκης και ο Μάκης.»

«Τώρα είναι που δεν έρχομαι!»

«Θα περάσουμε ωραία απόψε. Θα πάμε σε ένα ωραίο ταβερνάκι να δούμε τον τελικό του μουντιάλ.»

«Και γιατί πρέπει να είμαι κι εγώ μαζί;»

«Μα δεν σε νοιάζει ποιος θα πάρει το κύπελλο;»

«Με ένοιαζε ποτέ για να με νοιάζει φέτος;»

«Εντάξει, εσύ αν δεν θες να παρακολουθήσεις τον αγώνα, δεν πειράζει. Σου έχουμε φυλάξει μια έκπληξη για απόψε, κι αν δεν έρθεις θα τη χάσεις!»

«Α μπα; Τι έκπληξη;»

«Ε, άμα στην πω τώρα δεν θα είναι έκπληξη!», είπε η Νίτσα και το κινητό της χτύπησε και σταμάτησε απότομα (αναπάντητη του Τάκη). «Λοιπόν, φεύγω τώρα. Καλή επιτυχία στο διαγώνισμα! Α, και μη διανοηθείς να την κοπανήσεις. Με παίρνουν από το φροντιστήριο και με ενημερώνουν, να το ξέρεις!»

Καθώς η Νίτσα κατέβαινε με το ασανσέρ, ο Ορφέας άκουσε τσιφτετέλια από το δρόμο.

«Ποιος τα ακούει αυτά τα πράγματα πρωί-πρωί;» είπε και βγήκε στο μπαλκόνι να δει από πού ερχόταν η μουσική. Η απάντηση βρισκόταν ακριβώς από κάτω από το σπίτι. Ήταν το αμάξι του Τάκη. Τι αμάξι, δηλαδή, αμαξάρα ήταν, με ουρανό που άνοιγε, φιμέ μαύρα τζάμια και ηλεκτρονικό σύστημα πλοήγησης. Έμοιαζε με λιμουζίνα πολιτικού ή μαφιόζου και αυτό (ξέχωρα από τα τσιφτετέλια που έπαιζαν τέρμα) ήταν αρκετό για να πει ο Ορφέας:

«Εγώ δεν πρόκειται να μπω εκεί μέσα!»

Οι υπόλοιπες ώρες της μέρας κύλησαν ήρεμα. Ο Ορφέας πήγε στο φροντιστήριο για το διαγώνισμα, παρέδωσε λευκή κόλλα (αν εξαιρέσουμε το ονοματεπώνυμο κι ένα σκιτσάκι που ζωγράφισε στην πίσω πλευρά), έφυγε, επέστρεψε στο σπίτι μετά από ένα σύντομο μοναχικό περίπατο, ζέστανε τον αρακά, έφαγε και άκουσε μουσική. Ευτυχώς ο γείτονας με το στερεοφωνικό ή είχε πάει κι εκείνος για μπάνιο ή σεβόταν τις ώρες κοινής ησυχίας κι έτσι η γειτονιά ήταν ήσυχη.

Κατά το μεσημέρι ακούστηκαν τα τσιφτετέλια ξανά και η Νίτσα επέστρεψε με τη διάθεση στα ύψη όπως το πρωί. Ο Ορφέας προσπάθησε να βρει κάποια καλή δικαιολογία ώστε να αποφύγει τη βραδινή έξοδο με τους Λεγάμενους, όμως δεν τα κατάφερε. Η Νίτσα ήταν πανούργα και πάντα κατάφερνε να τον κουμαντάρει. Ήταν κι αυτή η περιβόητη «έκπληξη» που φύλαγαν για τον Ορφέα, σπουδαίο κίνητρο για να τον κάνουν να έρθει μαζί τους. Ο Ορφέας πάντως ήταν προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο, αφού ήταν πεπεισμένος πως ό,τι κι αν είχαν να του πουν δεν θα ήταν καλό.

Γύρω στις εφτά παρά, το απόγευμα, ο Ορφέας και η Νίτσα ήταν κάτω από το σπίτι και περίμεναν τους Λεγάμενους να έρθουν και να τους πάρουν. Η Νίτσα ήταν βαμμένη και στολισμένη ενώ ο Ορφέας φορούσε ένα μαύρο μπλουζάκι, μια στρατιωτική βερμούδα και είχε τα μαλλιά του λυτά.

«Δεν μπορούσες να ντυθείς λίγο καλύτερα;» του είπε η Νίτσα.

«Μπάλα δεν θα πάμε να δούμε;»

«Ε δεν θα πάμε και στο γήπεδο! Δέσε τουλάχιστον τα μαλλιά σου. Για να μυρίσω… κολόνια δεν έβαλες που σου είπα.»

«Πάντως εγώ στο ξεκαθαρίζω. Έτσι κι έρθει όπως το πρωί, δηλαδή με τη «Τσικουλάτα» στο τέρμα, εγώ δεν ακολουθώ.»

«Θα έρθεις και θα πεις κι ένα τραγούδι. Α και να σου πω: μην ξεχάσεις να πεις ευχαριστώ στον Τάκη για το φροντιστήριο.»

 «Ναι, δεν θα το ξεχάσω…»

Σε λίγο φάνηκε το «μαφιοζάμαξο» όπως το είχε βαφτίσει ο Ορφέας, αυτή τη φορά χωρίς τσιφτετέλια στη διαπασών. Έβγαλε αλάρμ και στάθηκε μπροστά τους με το τζάμι του συνοδηγού να κατεβαίνει. Και να σου η λιγουρόφατσα του Τάκη να ξεπροβάλει καλησπερίζοντας τους με τη βραχνή του φωνή.

«Αγορίνα τι κάνεις;» είπε στον Ορφέα που τον κοιτούσε μες στην κακοκεφιά. Έκανε μπροστά το κάθισμα του συνοδηγού και είπε «Έμπα πίσω, είναι και τα αγόρια εδώ. Για κάντε λίγο χώρο να κάτσει και το παιδί.»

Ο Ορφέας μπήκε απρόθυμα στο αυτοκίνητο και κάθισε στο πίσω κάθισμα. Ο Μάκης και ο Λάκης ήταν εκεί και δεν έδειχναν καθόλου χαρούμενοι που τον έβλεπαν. Προφανώς ο πατέρας τους τους είχε πάρει μαζί του με το ζόρι αφού ούτε τη Νίτσα συμπαθούσαν ούτε φυσικά και το γιο της. Για αυτό και όταν έκατσε δίπλα τους, γύρισαν το κεφάλι από την άλλη χωρίς να πουν κουβέντα.

«Γεια σας παιδάκια!» τους χαιρέτησε η Νίτσα μες στη γλύκα. «Καλά είστε;»

Αμίλητοι κι οι δυο.

«Χαιρετήστε τη γυναίκα βρε ζωντόβολα!» τους επέπληξε ο Τάκης.

«Δεν πειράζει Τάκη μου, μην τους φωνάζεις», τους υποστήριξε η Νίτσα. «Είναι λίγο κουρασμένα τα παιδιά.»

 «Τι κουρασμένα; Όλη μέρα μπροστά από το τσίκι-τσίκι είναι και παίζουν», είπε ο Τάκης εννοώντας τον υπολογιστή και το playstation. «Δεν είναι σαν τον Ορφέα που διαβάζει.»

«Εντάξει Τάκη μου, καλοκαίρι είναι. Αν δεν παίξουνε τώρα τα παιδιά πότε θα παίξουνε;»

Ο Ορφέας ένιωσε δέκα φορές κορόιδο. Σκέφτηκε πως η μάνα του πρέπει  να ήταν σχιζοφρενής, δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση.

 Θα μου το πληρώσεις… έλεγε από μέσα του.

Μέχρι να φτάσουν στην ταβέρνα ο Λάκης και ο Μάκης δεν έβγαλαν άχνα, παρά μόνο έριχναν κοφτές ματιές στον Ορφέα που καθόταν δίπλα τους και χαχάνιζαν. Είχαν τα κινητά στο χέρι και αντάλλαζαν μηνύματα κοροϊδεύοντας τον ανυποψίαστο Ορφέα, στολίζοντας τον με επίθετα όπως «φλωράκος», «βλαμμένος», «χαλβάς», «μαμάκιας» και «απάλευτος». Από τη μεριά του ο Ορφέας έβραζε στο ζουμί του καθώς ήταν αναγκασμένος να απαντά κάθε λίγο και λιγάκι στις ερωτήσεις του Τάκη. Ένιωθε σαν να του έπαιρνε συνέντευξη κάποιος ανίδεος δημοσιογράφος που είχε συντάξει τα ερωτήματα του στο πόδι. Ο Τάκης τον ρωτούσε συνεχώς για το φροντιστήριο, τα διαβάσματα, τα διαγωνίσματα και ένα σωρό πράγματα γύρω από το ίδιο θέμα. Και κάθε που ο Ορφέας έλεγε κάτι όχι και τόσο ευχάριστο για τα αυτιά του Τάκη, πεταγόταν η Νίτσα φροντίζοντας να δώσει πιο ευχάριστες απαντήσεις από το γιο της.

Κάποια στιγμή το αμάξι φρέναρε απότομα και η μούρη του Ορφέα κόλλησε στο μπροστινό κάθισμα. Κανείς άλλος δεν έπαθε τίποτα αφού όλοι φορούσαν ζώνη εκτός από τον ίδιο. Παρ, όλα αυτά μόνο οι άλλοι άρχισαν τα παράπονα, με πρώτο και καλύτερο τον Λάκη.

«Σιγά ρε πατέρα! Θα μας σκοτώσεις!»

Ο Τάκης είχε βγάλει το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και έβριζε δυνατά σαν λιμενεργάτης. Το βρισίδι συνεχίστηκε και όταν έβαλε και πάλι μπρος περνώντας τη διασταύρωση. Ο Ορφέας δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα από όσα είχαν συμβεί.

«Ηρέμησε γλυκέ μου, ηρέμησε!» η Νίτσα προσπαθούσε να καθησυχάσει τον Τάκη.

«Πώς να ηρεμήσω! Τον είδες πως πέρασε από μπροστά μας! Θα μας σκότωνε ο κερατάς!»

«Παιδιά είσαστε εντάξει;» η Νίτσα ρώτησε κατόπιν τον Μάκη και τον Λάκη και τελευταίο τον Ορφέα. «Χτυπήσατε;»

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Μάκης.

«Ένας μουρλός πέρασε βολίδα τη διασταύρωση! Ούτε που πρόλαβα να τον δω!»

«Εγώ τον είδα!» είπε ο Τάκης. «Δεν πρόλαβα να δω τις πινακίδες όμως. Οδηγούσε ένα πράσινο σαράβαλο με κάτι… δεν ξέρω τι διάβολο ήταν αυτό. Πάντως κάτι είχε κάτι από πάνω του. Σαν ούφο ήτανε!»

Τα μάτια του Ορφέα άνοιξαν διάπλατα. Θυμήθηκε εκείνο το παράξενο αυτοκίνητο που είχε δει πριν μέρες στον Πειραιά, με το καπέλο και τα ιρλανδέζικα τραγούδια στο τέρμα.

«Προς τα πού  πήγε;» ρώτησε αλλά δεν του απάντησε κανείς.

«Έτσι και το πετύχω πουθενά αυτό το καθίκι θα τον δέσω πίσω από το αμάξι και θα τον σύρω μέχρι το Λαύριο!» είπε ο Τάκης τραβώντας νευρικά τη γραβάτα του.

«Ξέχασε τον γλυκέ μου, έφυγε τώρα. Κάπου θα τον πιάσει η τροχαία και…»

«Να παρακαλάει να τον πιάσει η τροχαία και όχι εγώ!» είπε ο Τάκης και ο Ορφέας συμπλήρωσε από μέσα του:

«Σιγά τα αίματα…»

Χωρίς κανένα άλλο ευτράπελο έφτασαν τελικά στην ταβέρνα την οποία βρήκαν φίσκα στον κόσμο. Οι πιο πολλοί είχαν πάει εκεί για να παρακολουθήσουν τον αγώνα καθώς μια γιγαντο-οθόνη είχε στηθεί για δείξει το παιχνίδι. Ο Ορφέας μόλις είδε τον κόσμο ξενέρωσε ακόμα πιο πολύ αφού η βαβούρα έφτανε μέχρι την άλλη άκρη του δρόμου. Για μια στιγμή του πέρασε από το μυαλό πως θα έφευγαν επειδή δεν θα έβρισκαν τραπέζι να καθίσουν, ο Τάκης όμως είχε προνοήσει και να κάνει κράτηση από νωρίς.

“Λεγάμενος” είπε σε έναν σερβιτόρο κι εκείνος τους οδήγησε στο τραπέζι τους. Έκατσαν ο ένας κολλητά δίπλα στον άλλον και περίμεναν το σερβιτόρο να επιστρέψει για τους πάρει παραγγελία. Ο Μάκης και ο Λάκης κοιτούσαν την οθόνη που έπαιζε αποσπάσματα από προηγούμενους αγώνες ενώ ο Ορφέας έβλεπε τη Νίτσα να σκουπίζει  με ένα χαρτομάντυλο τον ιδρώτα από το πρόσωπο του Τάκη.

“Έλα γλυκέ μου”, του έλεγε. “Μην είσαι τώρα έτσι. Θα δούμε τον αγώνα και θα σου περάσει.” Έπειτα έσκυψε κοντά στο αυτί του και ψιθύρισε: “έχουμε να μιλήσουμε και στα παιδιά, μην το ξεχνάς.”

Η έκπληξη, θυμήθηκε ο Ορφέας. Τι είχαν άραγε να τους ανακοινώσουν; Θεέ μου δεν ήταν για καλό.

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Μια ζαλάδα τον έπιασε καθώς σκεφτόταν το μέλλον του μαζί με εκείνους τους ανθρώπους. Δεν τους ήθελε για συγγενείς του, δεν ταίριαζε με κανέναν τους, ούτε με τον πατέρα Λεγάμενο ούτε και με τους γιους του. Δεν τους χώνευε και ήξερε πως το ίδιο ένιωθαν κι εκείνοι για αυτόν. Ο Τάκης μπορεί να το έπαιζε καλός και κουβαρντάς μα όταν θα παντρευόταν τη Νίτσα θα έδειχνε το πραγματικό του πρόσωπο – ο Ορφέας ήταν πεπεισμένος για αυτό. Δεν μπορούσε να φανταστεί το μέλλον του μαζί με πατριό και αδέλφια, πόσο μάλλον με αυτούς του τύπους που δεν είχαν τίποτα κοινό μαζί του. Ίσως να έκανε υπομονή μέχρι να γινόταν δεκαοχτώ και να έφευγε να σπουδάσει σε κάποια άλλη πόλη ή χώρα ή έστω να ζήσει μόνος, όμως τα δύο χρόνια που θα ήταν υποχρεωμένος να ζήσει μαζί με τους Λεγάμενους θα ήταν εφιαλτικά.

Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά. Όλοι στην ταβέρνα περίμεναν με ανυπομονησία να ξεκινήσει ο αγώνας. Η τηλεόραση έπαιζε δυνατά, ο κόσμος φώναζε για να ακουστεί, πιάτα βροντούσαν, κινητά τηλέφωνα  βαρούσαν. Ο Ορφέας σκάλιζε με το πιρούνι το πιάτο του,   με το κεφάλι στηριγμένο στο αριστερό του χέρι. Προσπαθούσε να μη δίνει σημασία σε ό,τι γινόταν γύρω του, ούτε στο τραπέζι, ούτε στην τηλεόραση, ούτε στην ταβέρνα, ούτε πουθενά. Κάποια στιγμή έφαγε μια κλωτσιά κάτω από το τραπέζι και κοίταξε τη μάνα του που καθόταν απέναντι να του κάνει νόημα με τα μάτια, κάτι του στιλ “μην είσαι έτσι, γέλα λίγο, πες κάτι, μην ξινίζεις τα μούτρα σου”. Η αντίδραση του Ορφέα ήταν να ξεφυσήσει και μετά από λίγο να αρχίσει να μαδάει βαριεστημένα το χάρτινο τραπεζομάντηλο. 

Ξαφνικά, μέσα από την οχλοβοή, ξεχώρισε ένα τραγούδι. Ένα εύθυμο, παραδοσιακό ιρλανδέζικο τραγούδι. Ερχόταν από το δρόμο και όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Ο Ορφέας σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς τη μεριά του δρόμου. Ένα αμάξι στεκόταν έξω από την ταβέρνα.

Ήταν το αμάξι που είχε δει κάποτε ο Ορφέας να περνάει από μπροστά του. Πλέον οι πάντες μπορούσαν να το δουν. Ήταν ίσως το πιο αστείο αυτοκίνητο που είχαν δει ποτέ τους. Είχε χρώμα πράσινο  και στην οροφή του στεκόταν ένα μεγάλο ιρλανδέζικο καπέλο που το έκανε να μοιάζει με διαφημιστικό μπύρας. Και αν κάποιος ήθελε να πάρει τον αριθμό κυκλοφορίας του θα δυσαρεστούνταν πολύ γιατί η μπροστινή του πινακίδα έγραφε Wild Rover και η πισινή Kiss My Irish Ass.

Ο οδηγός ήταν ακόμα πιο αστείος. Ένας μεσήλικας γύρω στα σαρανταπέντε, με αχτένιστα κόκκινα μαλλιά και καρό πουκάμισο καθόταν στο τιμόνι και κοιτούσε τον κόσμο στην ταβέρνα με ένα στραβό χαμόγελο.  Παρά το συνοφρυωμένο του βλέμμα ο άντρας αυτός έμοιαζε να βρίσκεται σε μια κατάσταση αφασίας, αφού ο κόσμος τον έβριζε κι εκείνος δεν έδειχνε την παραμικρή ενόχληση.

“Χαμήλωσε το ρε φίλε!” του φώναξε κάποιος. “Μας πήρες τα αυτιά!”

“Πάρε δρόμο ρε!” του φώναξε ένα γκαρσόνι. “Να μας διώξεις τον κόσμο θέλεις;”

Ο οδηγός χαμογέλασε ανενόχλητος και χαμήλωσε λίγο τη μουσική.  Και τότε βροντοφώναξε στο πλήθος:

“Γέι κότες! Είδατε κανέναν γλάρο να τραγουδάει πριν νυχτώσει;”

 Όσοι τον άκουσαν έμειναν με την απορία.

“Αυτός είναι!” είπε ο Μάκης δείχνοντας το πράσινο αμάξι. “Ο βλαμμένος που πήγε να μας τρακάρει.”

“Κοιτάχτε έναν καραγκιόζη” είπε ο Λάκης.

“Ναι, αυτός είναι!” είπε η Νίτσα.

Ο Τάκης έριξε μια δολοφονική ματιά στον οδηγό και χτύπησε την τριχωτή χερούκλα του στο τραπέζι.

“Τώρα θα δει τι θα πάθει.” είπε κι έκανε να σηκωθεί μα τον συγκράτησε η Νίτσα.

“Όχι Τάκη μου, μη πας. Θα τον διώξουν τα γκαρσόνια. Ασ΄τον, αυτός ο άνθρωπος δεν φαίνεται στα καλά του.”

“Πάμε να τον δείρουμε ρε μπαμπά”,  είπε ο Μάκης και ενώ ο Λάκης έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του. “Τον πετυχαίνω από ΄δω με το μπουκάλι;”

 Κι ενώ ο Τάκης και οι γιοι του μιλούσαν για ξύλο και νταηλίκια, προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο μόνος που σηκώθηκε από το τραπέζι ήταν ο Ορφέας.

“Ορφέα γιατί σηκώθηκες;” ρώτησε η Νίτσα.

Δεν της απάντησε. Κοιτώντας τον άντρα με το πράσινο αμάξι άρχισε να απομακρύνεται από το τραπέζι. Εκείνος φώναξε για δεύτερη φορά.

“Δεν ξέρω αν το είπα καλά...” είπε κι έξυσε το κεφάλι του, “Θα το πω ξανά όμως. Εσείς, εδώ, κοτούλες! Είδατε κανέναν γλάρο να τραγουδάει πριν νυχτώσει;”

Η καρδιά του Ορφέα φτερούγισε από χαρά και αγωνία. Αυτό ήταν το ρητό του πατέρα του, κανείς άλλος δεν έλεγε εκείνη την παράξενη φράση. Κι αυτό το αμάξι, αυτός ο αστείος τύπος...

Πίσω του ακουγόταν η φωνή της Νίτσας.

“Ορφέα που πας; Ορφέα! Σου μιλάω Ορφέα!”

Ο Ορφέας την έγραφε κανονικά. Συνέχισε και έφτασε μπροστά από το αμάξι. Οι φωνές της Νίτσας είχαν κινήσει την προσοχή του οδηγού και είδε τον νεαρό να πλησιάζει και από τον τρόπο που κοίταξε τον Ορφέα φάνηκε ξαφνιασμένος σαν να τον αναγνώρισε. Τώρα όλη η ταβέρνα κοιτούσε τον Ορφέα που στεκόταν μπροστά από το παράξενο αυτοκίνητο.

“Γεια. Είσαι ο Άντι;”

“Άι!” απάντησε εκείνος με την ιρλανδέζικη προφορά του. “Εσύ είσαι ο... πως τον λένε... ο Μορφέας;”

“Ο Ορφέας.” τον διόρθωσε

 “Ναι, αυτός. Ο γιος του Θησέα.”

“Του Οδυσσέα!” τον διόρθωσε ξανά.

“Επιτέλους! Σε βρήκα! Άντε λοιπόν laddie, πήδα μέσα. Φεύγουμε.”

“Φε... φεύγουμε;”

“Θες μήπως να κάτσεις εδώ;”

“Όχι, μα... που θα πάμε;”

 “Πού αλλού laddie; Στην Άνυα φυσικά!”

“Ε... έρχομαι!” είπε ο Ορφέας και χωρίς δεύτερη σκέψη πήγε από την πλευρά του συνοδηγού. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά η Νίτσα ξεφώνιζε καλώντας τον Ορφέα να απομακρυνθεί από το αμάξι και να γυρίσει στο τραπέζι. Η ίδια είχε σηκωθεί όρθια και ζητούσε από τον Τάκη να έρθει μαζί της. Μα προς μεγάλη της έκπληξη, ο Τάκης την στραβοκοίταξε και είπε:

“Δεν μου είχες πει ότι ο γιος σου κάνει παρέα με αλήτες.”

“Μα... μα τι λες τώρα;” 

“Να, για δες τον. Μπαίνει στο αμάξι του.”

“Τάκη, δεν έχω ιδέα ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος! Σε παρακαλώ, σήκω και κάνε κάτι! Το παιδί! Το παιδί!”

Ο Τάκης όμως ήταν αρκετά δυσαρεστημένος για να κάνει το οτιδήποτε. Πιθανόν εκείνη τη στιγμή να σκεφτόταν τα λεφτά που είχε δώσει για το φροντιστήριο του Ορφέα, βλέποντας τα ως μια καλή επένδυση που τελικά πήγε στράφι.

Έτσι η Νίτσα έτρεξε μόνη της σπρώχνοντας καρέκλες για να προλάβει να φτάσει το πράσινο αμάξι.

Φυσικά δεν πρόλαβε. Ο Ορφέας είχε καθίσει ήδη στο κάθισμα και έδενε τη ζώνη του. Μα πριν μπει, έριξε μια τελευταία ματιά στη μητέρα του και στους Λεγάμενους που τον κοιτούσαν ξαφνιασμένοι. Χαμογέλασε και είπε:

“Αντίο μαμά! Σε ευχαριστώ πολύ για την έκπληξη!”

“Δέσου γερά, laddie”, είπε ο χαρούμενος Ιρλανδός. “Μας περιμένει δρόμος!”

Το αμάξι μούγκρισε, τα λάστιχα στρίγκλισαν και ο Ορφέας με τον Άντι έγιναν καπνός. Ο κόσμος στην ταβέρνα γύρισε στο φαγητό και στη γιγαντο-οθόνη εκτός από εκείνους που κοιτούσαν τη Νίτσα να τρέχει σαν την παλαβή έξω στο δρόμο και μες στο παραλήρημα της να φωνάζει:

“Βοήθεια! Απήγαγαν το γιο μου εξωγήινοι!”

 

© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.

Άνυα: Όταν ήρθε ο Ιούνης (Μέρος 1ο)

Μια καλοκαιρινή περιπέτεια ξεκινάει στο Will o' Wisps, διαβάστε περισσότερα εδώ: Το Πνεύμα των Περασμένων Καλοκαιριών