'Εαρινοί Συνειρμοί' (Μέρος 1ο)
«The birds, the bees, the fairies, cree-cree-cree go the crickets».
Αυτή η φράση έγινε το motto μιας κάποιας συντροφιάς σ’ ένα πρόσφατο ταξίδι μου στη Σκοτία, προκειμένου να συμμετάσχω στο Glasgow International Fantasy Conversations (GIFCON) 2017, του οποίου το γενικότερο θέμα ήταν «Fantasy at the Crossroads: Intersections, Identities, and Liminality». Ας μου επιτραπεί εδώ η εξής ελλειπτική περιγραφή: το πώς συνδέονται διαφορετικά θέματα και διαφορετικά αντικείμενα στο σύγχρονο χώρο της φαντασίας. Κρατήστε αυτό προς στιγμήν.
Την προηγούμενη εβδομάδα, στα πλαίσια των Reflections που γίνονται στη Death Disco, συμμετείχα στην πρώτη βραδιά αφιερωμένη στο World of Darkness (της οποίας έπονται κι άλλες), κοινώς τον κόσμο όπου λαμβάνουν χώρα role-playing games όπως το Vampire: The Masquerade και το Mage: The Ascension – μια άλλοτε πιο σκοτεινή αντανάκλαση του δικού μας κόσμου και σήμερα θα έλεγε κανείς ένας πιο έντιμος, φαντασιακός καθρέφτης του. Κρατήστε το κι αυτό.
Μπήκε Μάιος, μπήκε η άνοιξη, σχεδόν απότομα θα έλεγε κανείς και στους χώρους των καλώς εννοούμενα φαντασιόπληκτων, των αποκρυφιστών, των κελτόφιλων και άλλων που προσπαθούν να διατηρούν τ’ αλισβερίσια του Εδώ με το Εκεί, ακούς συζητήσεις και βλέπεις εκδηλώσεις για τη Βαλπουργία Νύχτα, ή Νύχτα των Μαγισσών (30 Απριλίου) και το Beltane ή Bealtainn, την παγανιστική Πρωτομαγιά. Μεταξύ άλλων, ήταν εποχή που οι αρχαίοι Δρυίδες ανάβανε μεγάλες φωτιές (ετυμολογικά, οι απόψεις δείχνουν να συγκλίνουν πως στα Scots Gaelic η λέξη σημαίνει «λαμπρό / λευκό πυρ») και περνούσαν ανάμεσα τα κοπάδια των ανθρώπων για να τα ευλογήσουν και να τα προστατέψουν. Κρατήστε κι αυτό το τρίτο.
Όταν άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι ποιο θα μπορούσε να είναι το πρώτο μου άρθρο μου για το όμορφο αυτό site, κάτι η χρονική συγκυρία, κάτι οι εκ νέου σκέψεις μου γύρω από το World of Darkness και η όλη ιδέα των συνδέσεων στο χώρο του φανταστικού, με οδήγησαν σε μια σειρά από φανταστικούς σταθμούς, με αφετηρία το Beltane.
Προσδεθείτε με τις χιμαιρικές σας ζώνες λοιπόν και ξεκινάμε…
Ανάμεσα στα ποικίλα τελετουργικά του Beltane, πολλά είχαν στόχο να εξευμενίσουν και να εξασφαλίσουν την εύνοια των Aes Sidhe (Eh-s Shee ή Eh-s Shee-thee-ah) ή Daoine Sidhe (Dinee-ah Shee), που αμφότερα μεταφράζονται ως «λαός των λόφων» (ομόρριζα με λέξεις πιθανώς πιο γνώριμες, όπως Banshee και Cat Sith). Πρόκειται για τους Tuatha Dé Danann, τον «Λαό της Θεάς Ντανού ή Ντάνα», οι οποίοι εκτόπισαν από την Ιρλανδία τους προηγούμενους κυρίαρχούς της, τους Fir Bholg. Οι Tuatha Dé («ο θεϊκός λαός», όπως καμιά φορά αποκαλούνται), με τη σειρά τους, έχασαν την κυριαρχία της νήσου από τους γιους του Míl Espáine (Milesians), οι οποίοι αποτελούν και τους ημι-μυθολογικούς κοινούς προγόνους όλων των Ιρλανδών.
Αυτά και πολλά άλλα εξιστορούνται στη Historia Brittonum, η οποία αποδίδεται στον Ουαλό μοναχό Νέννιο του 9ου μ.Χ. αιώνα, καθώς και το ψευδο-ιστορικό Lebor Gabála Érenn («Το Βιβλίο των Κατακτήσεων της Ιρλανδίας», ευρύτερα γνωστό ως «Το Βιβλίο των Εισβολών») του 12ου αιώνα. Μάλιστα οι δύο αυτές πηγές εντοπίζουν σχέσεις και (μυθικές) συγγένειες των κυρίαρχων λαών της Ιρλανδίας με τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο, την Ελλάδα και τον Τρωικό Πόλεμο – αυτά όμως θα εξεταστούν σε μελλοντικά άρθρα.
Όταν οι Tuatha Dé ηττήθηκαν από τους Milesians, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και ο συμβιβασμός που έγινε ήταν οι νέοι κυρίαρχοι να βασιλεύουν στον Πάνω Κόσμο και η θεϊκή φυλή στον Κάτω, υπό την έννοια «Κάτω από το Λόφο». Ο κόσμος αυτός δεν νοείται τόσο ως ο κόσμος των νεκρών, όσο ένας παράλληλος Αλλόκοσμος, ο οποίος εξακολουθούσε (και εξακολουθεί) να συναλλάσσεται με τους ανθρώπους. Έτσι οι Παλιοί Θεοί έγιναν οι Ξωτικοί Άρχοντες και οι Νεραϊδοβασίλισσες που απαντώνται σε τόσους κέλτικους (και κατ’ επέκταση αγγλοσαξονικούς) μύθους και παραμύθια. Η πρόσβαση στον κόσμο μας είναι γι’ αυτά τα πλάσματα πιο εύκολη κατά τις περιόδους που αλλάζει η κυριαρχία των εποχών, όπως το Samhain, η κέλτικη αρχή του χειμώνα και της σκοτεινής εποχής του χρόνου, και το Beltane, που σηματοδοτεί το πέρασμα στο καλοκαίρι.
Οι Tuatha Dé Danann, όμως, απαντώνται και σε μια πολύ πιο σύγχρονη μυθολογία – ίσως πιο σωστά, ανασκευασμένη μυθολογία – και αυτή δεν είναι άλλη από το Changeling: The Dreaming, ένα role-playing game που επίσης λαμβάνει χώρα στο προαναφερθέν World of Darkness. Από τη σειρά των πρώτων εκείνων τίτλων της δεκαετίας του ’90, παραμένει ίσως το μόνο παιχνίδι που ανταγωνίζεται στις προτιμήσεις μου τo Mage: The Ascension.
Το Changeling ήταν το πιο ζωηρό, το πιο πολύχρωμο από τα παιχνίδια της σειράς, τα βιβλία του σχεδόν εξ’ ολοκλήρου έγχρωμα, το θέμα τους φαινομενικά πιο ελαφρύ… Και μόνο διαβάζοντάς τα, παίζοντας και λέγοντας ιστορίες μέσα στον κόσμο που σκιαγραφούσαν, μπορούσε κανείς να καταλάβει πόσο επώδυνα πράγματα άγγιζε το παιχνίδι, πόση ωριμότητα ήταν αναγκαία για να βαδίσει κανείς στα μονοπάτια του και να επιστρέψει με σώας τας φρένας. Εντάξει, μια μικρή υπερβολή, όμως αρκετά κοντά στην αλήθεια.
Η ιδέα πίσω από το Changeling είναι η εξής: ενώ κάποτε ο Αλλόκοσμος συναλλασσόταν και διατηρούσε μια αμοιβαία σχέση σεβασμού με τον κόσμο των ανθρώπων, στο διάβα της ιστορίας οι άνθρωποι ξέχασαν τους αρχαίους τρόπους, αθέτησαν τις αρχαίες υποσχέσεις και κατασκεύασαν έναν κόσμο τοξικό για τα πλάσματα που ήταν γεννήματα της μυθικής συνείδησης και συντηρούνταν από το Ανθρώπινο Όνειρο. Οι άρχοντές τους εγκατέλειψαν λοιπόν τον κόσμο των ανθρώπων και αποσύρθηκαν στα πεδία του Κοσμικού Ονείρου, που στο παιχνίδι αντιπροσωπεύονται από την Arcadia, τη μυθική πατρίδα των Tuatha Dé Danann. Ταυτόχρονα, όμως, με μια κίνηση που θυμίζει τόσο πολύ την καθημερινότητά μας, οι άρχοντες αυτοί εγκατέλειψαν πίσω τους υπηκόους τους, που στον τοξικό μας κόσμο άρχισαν αν μαραζώνουν και να πεθαίνουν.
Οι πιο σοφοί ανάμεσά τους επινόησαν το λεγόμενο Changeling Way για να επιβιώσουν, τοποθετώντας τις ψυχές τους μέσα σε ανθρώπινα βρέφη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία υβριδικών πλασμάτων: με ανθρώπινο σώμα από τη μία, ανθεκτικό στον τοξικό κόσμο των ανθρώπων που έπαυε προοδευτικά να ονειρεύεται και να πιστεύει – και μαγική ψυχή από την άλλη, που διατηρούσε τη σύνδεση με τον Αλλόκοσμο. Όταν δε το σώμα πέθαινε, η ψυχή μετοικούσε σε κάποιο επόμενο, με τα μέλη της ίδιας οικογένειας ενίοτε να κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη την ίδια μαγική ψυχή.
Αυτό που έκανε (και που κάνει) το συγκεκριμένο παιχνίδι τόσο ιδιαίτερο, είναι το πώς συνδέει τον μύθο του με την ανθρώπινη εμπειρία: κατ’ ουσία, η μαγική αυτή ψυχή αφυπνίζεται μαζί με τη μαγική σκέψη που έχει το παιδί περίπου από 2 έως 8 ετών. Όλος ο αγώνας στις ιστορίες του Changeling, πέρα από τις περιπέτειες στις οποίες εμπλέκονται οι χαρακτήρες (με πλούσιες πηγές την πάσης φύσεως μυθολογία και λαογραφία), είναι η διατήρηση αυτής της μαγικής σκέψης, που συντηρεί τη μαγική ψυχή. Σύμφωνα όμως με την ψυχοδυναμική θεωρία, «η μαγική σκέψη υποχωρεί μπροστά στην εγκατάσταση της πραγματικότητας (και μόνο σε καταναγκαστικούς και ψυχωτικούς ασθενείς μπορεί να επανεμφανισθεί)».
Κοινώς, για όποιον δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί τη φύση τους, οι χαρακτήρες των παικτών (αν δεν τους έχουν φτιάξει με μορφή παιδιών) είναι βασικά παράφρονες – κι επομένως πασχίζουν να ισορροπήσουν μεταξύ μιας πραγματικότητας ικανής να συντρίψει την ψυχή τους και ενός ονείρου που πρέπει να διαφυλάξουν δίχως ν’ αφήσουν να τους καταπιεί.
Περαιτέρω, δεδομένου πως τα μαγικά αυτά πλάσματα συντάσσονται είτε με την Αυλή του Καλοκαιριού, είτε με την Αυλή του Χειμώνα (χάριν απλότητας, ας πούμε με την πιο ονειρική, παιχνιδιάρικη φύση τους, ή με την πιο σκοτεινή, εφιαλτική φύση τους), ζητήματα όπως οι καλές ή κακές σχέσεις της οικογένειας, το bullying, η προσωπική τραγωδία, η αγάπη και άλλα πολλά, μπορούν τόσο να στρέψουν τη φύση ενός χαρακτήρα στο φως ή το σκοτάδι, όσο και να καθορίσουν εξαρχής τη μορφή του. Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα, στο συγκεκριμένο παιχνίδι είναι καθ’ όλα δυνατό οι χαρακτήρες να συναντήσουν ένα παιδί που για τον κόσμο των ανθρώπων είναι τραμπούκος και ταυτόχρονα η ψυχή του έχει αφυπνιστεί ως Redcap, ένα είδος εφιαλτικού καλικάντζαρου με μεταλλικά δόντια και το σκουφί (ή καπέλο κλπ.) ή τα μαλλιά του βαμμένα κόκκινα από το αίμα των θυμάτων του.
Το πιο ενδιαφέρον (και πολύ πιο λεπτό στη διαχείρισή του) είναι όταν ένας παίκτης επιλέξει να εξερευνήσει έναν τέτοιο χαρακτήρα…
Εν ολίγοις, το Changeling: The Dreaming μετατρέπει σε ένα συμβολικό, φαντασιακό ταξίδι τον πόνο της ενηλικίωσης και σε μια αληθινή περιπέτεια την προσπάθεια να διατηρήσουμε ζωντανό το παιδί μέσα μας. Ταυτόχρονα, όμως, απαιτεί από τους παίκτες ν’ αναρωτηθούν κατά πόσο η παιδικότητα είναι πραγματικά συνώνυμη της αθωότητας. Δεν είναι φυσικά πάντοτε και όλες οι ιστορίες του Changeling τόσο βαριές κι ασήκωτες, όμως τα παραπάνω αποτελούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θεμελιώδη δομικά στοιχεία του. Υπάρχουν πολλά ακόμη που μπορούν να ειπωθούν, όμως κι εδώ θα επανέλθουμε μεταγενέστερα.
Το Changeling θα μας φέρει στον τρίτο και τελευταίο μας συνειρμικό σταθμό, εκκινώντας πλέον όχι από τη θεματολογία, αλλά από το εικαστικό κομμάτι του, το οποίο είχε σε μεγάλο βαθμό τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Tony DiTerlizzi. Προ του συγκεκριμένου παιχνιδιού, ο DiTerlizzi ήταν γνωστός στους role-players ως ο άνθρωπος που ύφανε με τις εικόνες του την αλλόκοτη, παραμυθιακή και συνάμα εφιαλτική όψη του Planescape και της Sigil, εκείνου του κομματιού των Advanced Dungeons & Dragons που καταπιανόταν με το πολυσύμπαν και την πόλη στο κέντρο του. Προγενέστερα, είχε φυσικά συμμετάσχει και σε πολλά άλλα βιβλία του AD&D, ειδικά ως εικονογράφος στις ποικίλες συλλογές τεράτων και όταν πλέον είχαμε μάθει το όνομά του, η αναζήτηση των εικονογραφήσεων με τη χαρακτηριστική υπογραφή «td», ή άλλων βιβλίων που είχε εικονογραφήσει εξ’ ολοκλήρου, είχε μετατραπεί σε αληθινό κυνήγι θησαυρού.
Ποιος είναι όμως ο Tony DiTerlizzi;
Γεννηθείς το 1969, στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια και προερχόμενος από ένα εικαστικά πλούσιο οικογενειακό περιβάλλον, ο DiTerlizzi έδειξε από νωρίς την κλίση του για το σχέδιο και την αγάπη του για την αποτύπωση του φυσικού κόσμου, ειδικά δε των εντόμων.
Το καλοκαίρι του 1991, σε ηλικία 12 ετών, επηρεασμένος από το Dark Crystal του Jim Henson και τις περιπέτειες στα πλαίσια του παιχνιδιού Dungeons & Dragons, εικονογραφεί τον πρώτο του οδηγό φανταστικών πλασμάτων.
Μέχρι να τελειώσει το σχολείο, ήταν πια αποφασισμένος να γίνει εικονογράφος παιδικών βιβλίων, οπότε και παρακολούθησε τα προγράμματα των Florida School of the Arts και Art Institute του Fort Lauderdale, αποφοιτώντας το 1992.
Λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή του, αρχίζει να συνεργάζεται ως εικονογράφος με την TSR, τότε εκδότρια εταιρεία του Dungeons and Dragons, καθώς και με τη Wizards of the Coast, που έβγαζε το πασίγνωστο πλέον παιχνίδι με κάρτες, Magic: The Gathering. Ένα πλουσιότατο υλικό από εικονογραφήσεις εκείνης της εποχής μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο REALMS του 2015 (Kitchen Sink Press).
Η πρώτη έκδοση του Changeling: The Dreaming με τις κλασσικές πλέον εικονογραφήσεις του DiTerlizzi, κυκλοφορεί το 1995.
Το 1996 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου και θα βρει το δρόμο για να πραγματοποιήσει την αρχική του επιθυμία: να γράψει και να εικονογραφήσει βιβλία για παιδιά. Το 2000 κυκλοφορεί το πρώτο του τέτοιο βιβλίο, Jimmy Zangwow’s Out-of-this-World Moon Pie Adventure (Simon & Schuster), το οποίο ακολουθούν το Ted και το The Spider and the Fly, βασισμένο στο ομώνυμο ποίημα της Mary Howitt του 1829. Γι’ αυτό το τελευταίο, τιμήθηκε με το Βραβείο Caldecott το 2003, πιθανώς το σπουδαιότερο αμερικανικό βραβείο εικονογραφημένης έκδοσης για παιδιά.
Την ίδια περίπου περίοδο γνωρίζεται με τη Holly Black, ανερχόμενη τότε συγγραφέα του φανταστικού, με την οποία θα δημιουργήσουν τη σειρά βιβλίων The Spiderwick Chronicles…
Υπάρχουν ακόμα κι άλλα να ειπωθούν: για τα βιβλία αυτά που σας ανέφερα τελευταία, για τον ίδιο τον Tony DiTerlizzi και για τη Holly Black, που είναι ένα κεφάλαιο από μόνη της.
Είναι όμως αργά κι η ροδοδάχτυλη Αυγή πήρε να χαράζει, τινάζοντας τις όμορφες πλεξούδες της. Θα σταματήσω για λίγο εδώ το συνειρμικό μου τραίνο. Κατεβείτε, πάρτε μια ανάσα, κεραστείτε κάτι κι ανταλλάξτε μια κουβέντα με τον σταθμάρχη – και μην κοιτάζετε πολλή ώρα τα γατίσια του μουστάκια, δεν είναι ευγενικό.
Βιβλιογραφία και Ηλεκτρονικές Πηγές
Changeling: The Dreaming, 1st Edition, White Wolf, 1995.
Changeling: The Dreaming, 2nd Edition, White Wolf, 1997.
Celtic Myth & Legend: An A-Z of People and Places, Mike Dixon-Kennedy, Blandford, 1996.
The Celtic Myths: A Guide to the Ancient Gods and Legends, Miranda Aldhouse-Green, Thames & Hudson, 2015.
REALMS: The Roleplaying Art of Tony DiTerlizzi, Tony Di Terlizzi, John Lind, Kitchen Sink Press (Dark Horse Books). 2015.
GIFCON (https://gifcon.org/home/)
New World Encyclopedia > Beltane
(http://www.newworldencyclopedia.org/entry/Beltane)
Psychologia.gr > Στοιχεία Ψυχοδυναμικής Θεωρίας
(http://www.psychologia.gr/editions/psychodynamic.htm)
Sacred Fire > Festivals
(http://www.sacredfire.net/festivals.html)
Tony DiTerlizzi, Never Abandon Imagination > Tony’s Biography
(http://diterlizzi.com/home/tonys-biography/)
Wikipedia
Cover art by Tony DiTerlizzi, Never Abandon Imagination
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης είναι μεταφραστής, συγγραφέας και αφηγητής, ενώ στο παρελθόν έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος και φωτογράφος. Ανά τα χρόνια έχει γράψει πληθώρα άρθρων γύρω από τα comics και την κουλτούρα τους, ξεκινώντας από το περιοδικό «9» της Ελευθεροτυπίας και το Comicdom.gr.
Έχει μεταφράσει, από τα αγγλικά και τα γαλλικά, βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, ιστορίας και λογοτεχνίας (μεταξύ των οποίων, Ο Ιππότης των Επτά Βασιλείων και Τα Ταξίδια του Ταφ του George R.R. Martin, τα Χρονικά της Τσακισμένης Θάλασσας του Joe Abercrombie και τη σειρά με τις Περιπέτειες του Νεαρού Σέρλοκ Χολμς του Andrew Lane). Έχει συμμετάσχει με αστυνομικά διηγήματα σε ανθολογίες όπως: Οικοεγκλήματα, Είσοδος Κινδύνου, Ελληνικά Εγκλήματα 4, Κλέφτες και Αστυνόμοι.
Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει σε φεστιβάλ comics της Ελλάδας και του εξωτερικού με αυτοεκδόσεις, σε συνεργασία με τη Βάλια Καπάδαη, τον Παύλο Παυλίδη (Νέκυια, Iasis, Last Flight of the Swordbreaker κ.α.) και άλλους καλλιτέχνες, στην πλοκαμοφόρο κολεκτίβα LarLarLar Comics.
Μέχρι σήμερα έχει γράψει τρία βιβλία: Το Αμόνι που Τραγουδά (Εκδόσεις Mamaya) και δύο νουβελέτες στη σειρά Ο Εθισμός του Κριστιάν Αμπρόζ (Εκδόσεις Nightread). Είναι ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας και της Στέγης Προφορικότητας και Παράδοσης «Μυθολόγιο».
Κατά βάση είναι παραμυθάς, χωμένος συνήθως σε μια σπηλιά φτιαγμένη εξ’ ολοκλήρου από βιβλία.