Από το στόμα της γιαγιάς στην άκρη της πένας, από την Ευθυμία Δεσποτάκη και τον Ελευθέριο Κεραμίδα
Εισαγωγή
Το παρακάτω άρθρο δεν αφορά όλα τα παραμύθια, αλλά μόνο τα «λαϊκά», δηλαδή τα παραμύθια της παράδοσης, που περνούσαν από στόμα σε στόμα και συνεχίζουν να ανακαλύπτονται σε μικρά, επαρχιακά μέρη, όσο ζουν γιαγιάδες που τα αφηγούνται ή εγγόνια που τα θυμούνται.
Τι σχέση έχουν τα λαϊκά παραμύθια με τη σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία; Κάποιοι λένε πως η φανταστική λογοτεχνία αποτελεί την εξέλιξή τους. Στην πραγματικότητα, οι μύθοι και τα λαϊκά παραμύθια είναι οι πηγές που γύμνασαν τη φαντασία μας σε μικρή ηλικία και μας έκαναν, μεγαλώνοντας, να θέλουμε να γράψουμε ή να διαβάσουμε φανταστική λογοτεχνία. Οι μύθοι αναφέρονται ξεχωριστά, γιατί αυτοί είναι τοπικοί, με συγκεκριμένα πρόσωπα, μέρος της ταυτότητας του λαού που τους γέννησε. Η αρχαία ελληνική μυθολογία, για παράδειγμα, με την Αθηνά και τον Ηρακλή, είναι στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας. Στα λαϊκά παραμύθια, τα πρόσωπα είναι γενικά κι ανώνυμα –το παλικάρι, η βασιλοπούλα, το ορφανό.
Δεν είναι και τα παραμύθια τοπικά και πολυάριθμα, όπως οι μύθοι; Αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόμασταν, όχι. Το 1910, ο Φινλανδός λαογράφος Antti Aarne παρουσίασε ένα σύστημα ταξινόμησης παραμυθιών, με βάση την κεντρική τους πλοκή και τα στοιχειώδη τους μοτίβα. Για παράδειγμα, ο τύπος 328 «Το αγόρι που έκλεψε τον θησαυρό του δράκου» συμπεριλαμβάνει το γνωστό «Ο Τζακ και η φασολιά», αλλά και εκδοχές που υπάρχουν στην ελληνική, την ιταλική ή τη ρώσικη παράδοση, χωρίς φασολιά, όπου ο πρωταγωνιστής φτάνει με τα πόδια στο σπίτι του δράκου και τον κρύβει η μάνα, αντί για τη σύζυγο, του τέρατος. Αν αφαιρέσουμε, όμως, τα τοπικά στοιχεία, όλες οι εκδοχές είναι στην ουσία ίδιες.
Αυτό το σύστημα ταξινόμησης επεκτάθηκε από τον Αμερικάνο Stith Thompson το 1950 και τον Γερμανό Hans-Jörg Uther το 2004. Βοήθησε τους επιστήμονες να συνειδητοποιήσουν πως τα παραμύθια δεν είναι αμέτρητα, διαφορετικά για κάθε λαό και εποχή, αλλά τα ίδια για όλη την ανθρωπότητα. Δεν λέγονται όλα παντού στη Γη, υπάρχουν, όμως, κάποια που είναι κοινά μεταξύ λαών οι οποίοι δεν είχαν ποτέ επαφή μεταξύ τους στη γνωστή Ιστορία, για παράδειγμα μεταξύ Εσκιμώων και Ινδών. Το φαινόμενο δεν έχει εξηγηθεί απόλυτα, οι ρίζες του χάνονται στα βάθη του χρόνου. Πάλι με τη βοήθεια της ίδιας ταξινόμησης, συγκρίνοντας τα τοπικά στοιχεία των διαφόρων εκδοχών και σημειώνοντας ομοιότητες και διαφορές, έχουν εντοπιστεί ιστορίες με ηλικία 4 ή και 6 χιλιάδων ετών!
Τα λαϊκά παραμύθια είναι, λοιπόν, ένας κοινός πανανθρώπινος κώδικας, τον οποίο κάθε συγγραφέας μπορεί να αξιοποιήσει για να γράψει κάτι με παγκόσμια ισχύ. Αυτό το κάτι θα ανήκει πιθανότατα στη φανταστική λογοτεχνία, μιας και το υπερφυσικό είναι στοιχείο σχεδόν κάθε παραμυθιού.
Υπάρχουν διάφορες τεχνικές αξιοποίησης των λαϊκών παραμυθιών στη σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία. Εκτός των ενδιαφερόντων του παρόντος άρθρου, όμως, τίθεται η πρόσφατη μόδα των εκμοντερνισμένων και διασκευασμένων παραμυθιών, όπως η τηλεοπτική σειρά Once Upon a Time ή η τετραλογία της Μαρίσα Μέγιερ με τη Χιονάτη και την Κοκκινοσκουφίτσα σε σκηνικό Επιστημονικής Φαντασίας. Αφενός επειδή η μόδα αυτή αποτελεί ιδιαίτερο ρεύμα, αφετέρου επειδή αφορά κυρίως τον αγγλόφωνο κόσμο και επικεντρώνει σε παγιωμένες δυτικοευρωπαϊκές εκδοχές μερικών δεκάδων συγκεκριμένων παραμυθιών, ιδίως τις εκδοχές που παρουσίασαν οι ταινίες της Disney.
Τεχνικές και μοτίβα
Τι διδάσκουν τα παραμύθια από αφηγηματολογία; Οι παραμυθάδες παγκοσμίως χρησιμοποιούν ορισμένες τεχνικές, πολλές από τις οποίες έχουν χρήση και πέρα από τον προφορικό λόγο. Πολλά πράγματα που τα θεωρούμε πολύ καινούρια, μεταμοντέρνα σε κάποιες περιπτώσεις, όπως τα φλασμπάκ και οι παράλληλες πλοκές, ήταν κοινός τόπος πριν καν τη γραφή, στα παραμύθια και τα έπη (π.χ. η αφήγηση των περιπετειών του Οδυσσέα στους Φαίακες, τα τρία βασιλόπουλα που κάνουν το καθένα διαφορετικό ταξίδι). Μόλις τον 19ο αιώνα άρχισε δειλά η λογοτεχνία να τα ασπάζεται, αλλά όλοι τα γνωρίζουμε από πολύ μικροί. Ας πούμε, όταν μας έλεγαν ένα παραμύθι και –για να διατηρήσουν την προσοχή μας και να μας κάνουν να αισθανθούμε πως συμμετέχουμε– μας ρωτούσαν «Τι είπαμε ότι είναι ο λύκος;» («Πολύ κακός!»), δεν έσπαγαν τον τέταρτο τοίχο;
Ένα ακόμα στοιχείο που οφείλει κάθε συγγραφέας να αποκομίσει από τα παραμύθια είναι ο «κανόνας των τριών». Οι Ρωμαίοι έλεγαν «ό,τι έρχεται σε τριάδες είναι τέλειο». Η τριπλή δομή είναι αξίωμα στη ρητορική και τη διαφήμιση. Οι λίστες με τρία ακριβώς στοιχεία όχι μόνο ηχούν καλύτερα στο αυτί και τις θυμόμαστε ευκολότερα, αλλά και η τριπλή επανάληψη ενός γεγονότος το κάνει να φαίνεται πιο ικανοποιητικό και ουσιώδες από την απλή επανάληψη, δίχως να γίνεται κουραστικό όπως στις πολλαπλές επαναλήψεις. Δεν είναι τυχαίο που η βασιλοπούλα παίρνει τρία δώρα που θα τη βοηθήσουν ή το παλικάρι συναντά στον δρόμο του τρία ζώα που αργότερα θα του ανταποδώσουν την καλοσύνη του. Όταν κάτι ξαναγίνεται, ο αναγνώστης το αναγνωρίζει. Όταν γίνεται και τρίτη φορά, τότε ο αναγνώστης νιώθει πως έκλεισε ένας κύκλος. Οι ομοιότυπες φράσεις με τις οποίες εισάγονται τα συμμετρικά κομμάτια («πήγε και πήγε, ώσπου…», «σαράντα φορές έκανε…») δεν είναι μνημονικό βοήθημα μόνο για τον παραμυθά, αλλά και για τον ακροατή/αναγνώστη.
Μιας και αναφέρθηκαν οι χάρες που ανταποδίδονται και τα δώρα που αξιοποιούνται, τα παραμύθια ακολουθούν δύο αρχές που πρέπει να είναι Ευαγγέλιο για κάθε λογοτεχνικό έργο, ειδικά φαντασίας: προοικονομία και οικονομία. Για την ακρίβεια, δεν τηρούνται σε κάθε καταγεγραμμένο παραμύθι οι αρχές αυτές, γιατί οι λαογράφοι οφείλουν να διασώζουν κάθε αφήγηση λέξη προς λέξη, ακόμα κι αν η γιαγιά που τους μίλησε έχει ελαφριά άνοια ή αν την έχει παροπλίσει η τηλεόραση κι έχει μισοξεχάσει την τέχνη της παραμυθούς.
Ως προοικονομία ορίζεται η εισαγωγή ενός στοιχείου στο κείμενο πριν να γίνει αναγκαίο στην πλοκή. Είναι το αντίθετο του από μηχανής θεού. Ο αναγνώστης απογοητεύεται όταν η λύση του προβλήματος έρχεται ουρανοκατέβατη. Όταν, όμως, το καλό που έκανε ο ήρωας ανταποδίδεται, τι πιο ικανοποιητικό; Τους συμμάχους του πρέπει να τους αποκτά μέσα στη ροή της αφήγησης, όχι να του χρωστούν κάποια ακαθόριστη χάρη από πριν την αρχή του βιβλίου ή να είναι απλώς φίλοι και γνωστοί του.
Με την ίδια λογική, ο πρωταγωνιστής δεν χρειάζεται καν να πολεμήσει ο ίδιος στην τελική αναμέτρηση. Ένα μικρό παιδί μπορεί να είναι, από αναγνωστικής άποψης, το ίδιο συναρπαστικός τιμωρός με έναν ιππότη. Πώς θα γίνει αυτό; Αν το παιδί προσφέρει σε όσους έβλαψε ο κακός της ιστορίας την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση.
Κι αντίστροφα, τα σφάλματα που κάνει ο ήρωας και τα ξαναβρίσκει μπροστά του είναι πολύ πιο ενδιαφέρον ανάγνωσμα από οποιοδήποτε τυχαίο εμπόδιο. Ειδικά αν πρόκειται για λάθη που τα διέπραξε με καλό σκοπό ο πρωταγωνιστής ή αν προέρχονται από κάποιο ελάττωμα που τον κάνει πιο αληθινό και ανθρώπινο, πιο συμπαθή.
Η οικονομία, από την άλλη, είναι το συμπλήρωμα της προοικονομίας, να μη βαραίνεις την ιστορία με πράγματα που δεν θα τα κάνεις τίποτα, όσο εντυπωσιακά κι αν σου φαίνονται. Σ’ ένα παραμύθι, ξέρεις πως αν η ορφανή κοπέλα κληρονομήσει από τη μάνα της μόνο ένα μαντήλι, ένα φυλαχτό και μια γάτα, και τα τρία θα παίξουν καίριο ρόλο. Ο Τσέχωφ έγραψε έναν περίφημο κανόνα που κανείς δεν τον αμφισβητεί: «Μη βάζεις στη σκηνή ένα γεμάτο όπλο αν δεν είναι να ρίξει. Είναι λάθος να δίνεις υποσχέσεις που δεν σκοπεύεις να τηρήσεις». Όσο ο αναγνώστης νιώθει πως ανταμείβεις την προσοχή και τον χρόνο του αξιοποιώντας όλες τις λεπτομέρειες που του φορτώνεις να θυμάται, τόσο μεγαλύτερη σημασία θα δίνει στο κείμενο.
Στα λαϊκά παραμύθια η οικονομία είναι αναγκαία επειδή, σε μια ιστορία όπου ούτε καν ονόματα δεν υπάρχουν, δεν υφίστανται περιθώρια για περιττολογίες. Κι όμως, αυτό δεν σημαίνει πως είναι άχρωμα τα πρόσωπα και τα πράγματα στα παραμύθια. Είναι αρχετυπικά. Μεγάλο μέρος από τις στοιχειώδεις γνώσεις του, ο άνθρωπος τις αντλεί από κει. Αλεπού δεν έχουν δει οι περισσότεροι από κοντά, μόνο ακουστά την έχουν την παροιμιώδη πονηριά της. Οι γριές, που όταν παρουσιάζονται σε ένα κείμενο, αναρωτιέσαι αν θα είναι από τις σοφές και καλοκάγαθες ή από τις μοχθηρές και τρομακτικές, στα παραμύθια έχουν αυτούς τους δύο ρόλους αποκλειστικά. Όσο για πλοκές, τα παραμύθια βάζουν κάτω όλες τις σαπουνόπερες. Η κοπέλα που τελικά ερωτεύεται τον τρομακτικό άγνωστο με τον οποίο την πάντρεψαν και η σκληρή μητριά που διώχνει τον θετό της γιο από το σπίτι αγγίζουν τις καρδιές των ανθρώπων εδώ και χιλιάδες χρόνια, σε κάθε γωνιά της Γης. Όσο υπάρχουν οικογένειες, τέτοιες πλοκές θα γεννούν καλά βιβλία, φαντασίας και μη.
Στα μαγικά αντικείμενα, ειδικότερα, η εσωτερική λογική που εκφράζουν τα παραμύθια μάς δείχνει πως η σοφά επιλεγμένη εικόνα μπορεί να μεγιστοποιήσει μια καλή ιδέα. Τι είναι πιο «πιασάρικο»: ένα ρόπαλο που σε κάθε χτύπημα σπάει ένα κεφάλι του δράκου ή ένα σπαθί που σε κάθε χτύπημα κόβει ένα κεφάλι; Δεν προξενεί θαυμασμό η κομψή απλότητα ενός θησαυρού που αντί σε σεντούκι κρύβεται μέσα σε ένα αυγό ή σε ένα φρούτο, και πετάγεται έξω μόλις το ανοίξει ο ήρωας; Ακόμα κι αν δεν έχεις ραβδίσει ποτέ ελιά, για να έχεις ίδια πείρα πώς ένα ίσιο ξύλο μακραίνει το χέρι σου και σου επιτρέπει να επηρεάσεις μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, δεν φαίνεται να είναι το τέλειο εργαλείο για να διοχετεύσεις μαγική ενέργεια και να μεταμορφώσεις ό,τι αγγίξεις; Ομοίως, τα αντικείμενα που κλείνουν (ζωνάρια, ας πούμε) ή είναι κλειστά (δαχτυλίδια) φαίνονται πιο ταιριαστά για να αλλάξεις –να μαγέψεις!– τον ίδιο σου τον εαυτό. Όλα αυτά δεν τα σκεφτόμαστε ποτέ συνειδητά, είναι σχεδόν γραμμένα στο DNA μας. Όποιος συγγραφέας φαντασίας δανειστεί σύμβολα από τα παραμύθια, δεν θα βγει χαμένος.
Αλλά σε κάθε αφήγηση, εκτός από την πλοκή και την τεχνική, υπάρχει κι ένα τρίτο στοιχείο, η γλώσσα. Παραμύθια από διάφορες περιοχές της χώρας είναι η καλύτερη πηγή για ν’ ανακαλύψει κανείς τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, λέξεις ιδιωματικές αλλά όχι άγνωστες στους πολλούς, με τις οποίες μπορεί να ομορφύνει ένα κείμενο, να δίνει την αίσθηση πως διαδραματίζεται σε χρόνια περασμένα, μυθικά. Στις ντοπιολαλιές των παραμυθιών, τόσο ο έμπειρος όσο και ο άπειρος συγγραφέας θα εντοπίσει και εναλλακτικές κλίσεις λέξεων ή συντάξεις φράσεων. Όσες μπορέσεις να κατανοήσεις δίχως να τις έχεις ξανασυναντήσει, είναι ασφαλές να τις χρησιμοποιήσεις στα κείμενά σου, εφόσον σου αρέσουν. Επίσης, βλέποντας πώς η ίδια γλώσσα διαφέρει από τόπο σε τόπο κι από ομιλητή σε ομιλητή, μαθαίνει κανείς να γράφει ρεαλιστικούς διαλόγους, ειδικά εποχής.
Περνώντας, τώρα, και σε πιο εξειδικευμένες και περίπλοκες έννοιες, όλοι οι παραμυθάδες χρησιμοποιούν τις τεχνικές του εγκιβωτισμού και της συρραφής. Εγκιβωτισμός είναι όταν κάποιος λέει μια ιστορία κι ένα από τα πρόσωπά της αφηγείται μια άλλη ιστορία. Συγγραφικά, θεωρείται τεχνική για προχωρημένους, ειδικά όταν έχουμε πάνω από δύο επίπεδα/ιστορίες. Και μπορεί κανείς να μάθει όλα τα μυστικά για τη χρήση της διαβάζοντας λαϊκά παραμύθια! Οι «Χίλιες και μια νύχτες» δεν είναι χίλιες και μία μικρές ιστορίες εγκιβωτισμένες μέσα σε μια μεγάλη;
Η συρραφή, από την άλλη, είναι κάτι που αντιλήφθηκαν οι λαογράφοι χάρις στην ταξινόμηση των μοτίβων. Για να μεγαλώσουν ένα παραμύθι και να κρατήσει περισσότερο, οι αφηγητές έβαζαν εμβόλιμα άλλα παραμύθια. Ας πούμε, αντί ο βασιλιάς να ζητήσει από το παλικάρι να του οργώσει τρία χωράφια, του ζητούσε να κάνει τρία πράγματα που το καθένα ήταν κανονικά ξεχωριστό παραμύθι. Αυτό δεν είναι εγκιβωτισμός, γιατί δεν αλλάζει ο αφηγητής, ούτε αντιλαμβάνεται ο ακροατής τη μετάβαση από μια ιστορία σε άλλη. Λογοτεχνικά, αυτό διδάσκει πώς παντρεύονται ιδέες φαινομενικά ετερόκλητες. Σε μια εποχή που κάποιοι ισχυρίζονται πως όλα έχουν γραφτεί ήδη κι απλά ξαναλέγονται με άλλα λόγια από τους τωρινούς συγγραφείς, οι μόνες πραγματικά πρωτότυπες ιστορίες ίσως να είναι οι περίπλοκοι συνδυασμοί απλών ιδεών.
Παραμύθια εντός του ίδιου του βιβλίου
Λαϊκά παραμύθια μπορούν να εγκιβωτιστούν μέσα σε ένα σύγχρονο fantasy λογοτέχνημα. Μπορείτε να πάρετε οποιοδήποτε μοτίβο σάς αρέσει, να κάνετε συρραφή με άλλα, να το ντύσετε με στοιχεία από τον δικό σας κόσμο και να φτιάξετε ένα παραμύθι που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα παραδοσιακά.
Ποιο θα είναι το κέρδος;
Τελευταία, υπάρχει μια τάση για επικές δημιουργίες με χιλιετίες κατασκευασμένης ιστορίας πίσω τους (π.χ. Μάρτιν και Έρικσον). Σε τέτοια βάθη χρόνου –ειδικά όταν έχουν μεσολαβήσει κατακλυσμοί και πτώσεις αυτοκρατοριών, όπως συνηθίζεται– τα πιο παλιά γεγονότα μόνο ως μύθοι, παραμύθια και προφητείες μπορούν να διασώζονται. Άπειρες οι δυνατότητες να προοικονομήσεις όλες σου τις αποκαλύψεις και τις ανατροπές, να πεις τα πάντα δίχως να τα πεις, να παραπλανήσεις τον αναγνώστη με κομμάτια της προφορικής παράδοσης που στο πέρασμα αιώνων έχουν ξεχαστεί ή αλλοιωθεί ή αποκρυφτεί ή παρεξηγηθεί ή κακομεταφραστεί. Δες στο «Τραγούδι του Πάγου και της Φωτιάς»· περιμένουν όλοι τον πρίγκιπα της ομώνυμης προφητείας, ενώ μάλλον θα εκπληρωθεί είτε από γυναίκα είτε από τριάδα προσώπων. Αντί να σπας το κεφάλι σου για να γράψεις από το μηδέν κάτι παρόμοιο, ξεκίνα με ένα παραμυθιακό μοτίβο.
Δεν χρειάζεται να κρύβουν κάτι όλα τα παραμύθια που θα συμπεριλάβεις σε ένα μυθιστόρημα φαντασίας. Κάποια μπορούν να μπουν μόνο και μόνο για χρώμα. Θα φαντάζει πιο αληθινός ο κατασκευασμένος κόσμος του κειμένου, αν οι κάτοικοί του φαντάζουν να έχουν δική τους παράδοση που τους ενώνει και τους δίνει παροιμιώδεις φράσεις για να συνεννοούνται (με τον ίδιο τρόπο που στον πραγματικό, τον δικό μας κόσμο, κάθε υπναρού είναι και μια «Ωραία κοιμωμένη»). Για πολύ μερακλήδες συγγραφείς, οποιοδήποτε παραμύθι λέγεται μέσα στο βιβλίο μπορεί να έχει ένα ψήγμα αλήθειας και τη λύση να τη δίνει η αποκρυπτογράφηση όλων μαζί.
Επίσης, σε μια προβιομηχανική κοινωνία, σαν κι αυτές που συνήθως περιγράφονται στα βιβλία fantasy, οι παραμυθάδες ήταν η κυριότερη μορφή διασκέδασης του απλού ανθρώπου. Ταξίδευαν από τόπο σε τόπο κι έφερναν νέα. Είχαν πολύ ανοιχτό μυαλό, καθώς έπρεπε να τα πηγαίνουν με όλους καλά, ενώ ζούσαν κι άκουγαν πολλά στις περιπλανήσεις τους. Σε ορισμένες κοινωνίες, ήταν πολύ σεβαστοί κι είχαν ιδιαίτερο κοινωνικό ρόλο. Με λίγα λόγια, είναι εξαιρετικά κατάλληλοι για λογοτεχνικοί ήρωες. Αλλά, για έναν τέτοιο πρωταγωνιστή, είναι προφανώς καλύτερα να μπει αυτούσιο στο βιβλίο ένα από τα παραμύθια που λέει, παρά να περιγραφτεί αόριστα το ύφος με το οποίο αφηγείται.
Μια θεωρία στη μελέτη των μυθολογιών ισχυρίζεται πως όλες οι ηρωικές ιστορίες, μικρές ή μεγάλες, ακολουθούν ένα πρότυπο που ονομάζεται μονομύθος ή ηρωικό ταξίδι. Υπό αυτή την οπτική, ένα παραμύθι που είναι επαναλαμβανόμενο μοτίβο σ’ ένα μυθιστόρημα μπορεί να αποτελεί αντικατοπτρισμό του, το μεγάλο να επιβεβαιώνει βήμα προς βήμα το μικρό, το μικρό να προοιωνίζει βήμα προς βήμα το μεγάλο. Ή, μιας και οι ανατροπές τείνουν να γίνουν αυτοσκοπός στη σύγχρονη λογοτεχνία φαντασίας, το μικρό και το μεγάλο μπορούν να βρίσκονται μόνιμα σε αντίθεση. Δεν είναι καν φρέσκο το εύρημα –μ’ αυτό γεννιέται η σύγχρονη λογοτεχνία, στον Δον Κιχώτη!
Τέλος, τα παραμύθια ενός φανταστικού κόσμου αντανακλούν τις απόψεις ολόκληρων λαών και διαγράφουν το ήθος τους, όπως τα λόγια ενός μεμονωμένου χαρακτήρα φανερώνουν τις αξίες του. Μέσα από τα αρχέτυπα και τα στερεότυπα των παραμυθιών, ο συγγραφέας μπορεί να φανερώνει ποιον γείτονά τους θεωρούν εχθρό οι κάτοικοι ενός τόπου, ποια συμπεριφορά θεωρούν σωστή, τι συμβολίζει ένα συγκεκριμένο ζώο γι’ αυτούς («βούβαλο» στην Ελλάδα λέμε τον χοντρό, ειδικά τον ατσούμπαλο, αλλά για τους Φιλιππινέζους ο βούβαλος είναι εθνικό σύμβολο).
Και το πώς αντιμετωπίζουν οι τρίτοι τα παραμύθια ενός λαού είναι σημαντικό κοινωνικό στοιχείο, που δίνει βάθος σ’ έναν φανταστικό κόσμο. Μήπως υπάρχει κάποια μειονότητα που έχει μονίμως τον ρόλο του κακού; Τον αξίζει ή είναι παρεξηγημένη; Η νέα δυναστεία προσπαθεί να εξαλείψει τα παραμύθια που θυμίζουν το μεγαλείο της δυναστείας που ανέτρεψε; Τα περιφρονούν τα παραμύθια οι μορφωμένοι, ως κάτι ξεπερασμένο και χωριάτικο; Στον δικό μας κόσμο, δεν τα κατέγραφαν στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, γιατί τα θεωρούσαν ανάξια λόγου, σπατάλη πολύτιμου παπύρου και περγαμηνής. Ο Πλάτωνας τα αποκαλεί με περιφρόνηση «ιστορίες για γριούλες».
Ιδέες
Φυσικά, η πιο εύκολη και άμεση βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν σ’ έναν λογοτέχνη τα παραμύθια είναι οι καταπληκτικές κι ευφάνταστες ιδέες που περιέχουν. Ιδέες τόσο ωραίες, που ενώ το παραμύθι συνήθως δεν περιέχει περιττά στολίδια, αυτές έμειναν και ενσωματώθηκαν σαν νευραλγικά στοιχεία της εκάστοτε ιστορίας. Πέρασαν μέσα από το φίλτρο αμέτρητων λαών και γενεών κι επιβίωσαν, πράγμα που σημαίνει ότι αν τις χρησιμοποιήσεις κι εσύ, μάλλον δεν θα βγεις χαμένος.
Όχι πως χρειάζεται να τις κρατήσεις αυτούσιες. Ας πούμε, μία από τις πιο κλασικές ιδέες είναι ένα μέλος του σώματος όπου φυλάσσεται όλη η δύναμη ενός χαρακτήρα. Π.χ. η χρυσή τρίχα στο κεφάλι του δράκου, που αν την κόψεις ο δράκος πεθαίνει. Δες τα μαλλιά του Σαμψών –εντελώς παραμυθιακό το μοτίβο της βιβλικής ιστορίας. Ή τον μάγο που έχει βγάλει την καρδιά του από το στήθος του και τη φυλάει σε μια γυάλα, για να είναι αθάνατος. Μπορείς αυτή την πολύ απλή, αρχετυπική ιδέα να τη μετατρέψεις σε κάτι πολύ ενδιαφέρον, π.χ. έναν ολόκληρο στρατό από πολεμιστές που έχουν φυλακίσει τη θνητότητά τους έξω από το σώμα τους, οπότε και είναι αήττητοι, γιατί δεν μπορείς να τους σκοτώσεις. Ή, ακόμα καλύτερα, ένα πλήρωμα καραβιού που έχει φυλάξει τη θνητότητά του στη στεριά, μακριά από τους κινδύνους της θάλασσας, ώστε να εξασφαλίσει την ασφαλή του επιστροφή στην πατρίδα.
Μια επίσης πολύ κλασική παραμυθιακή ιδέα είναι ο μικρός καρπός ή λουλούδι που όταν το ανοίγεις ή το φυτεύεις, πετιέται ένας άνθρωπος. Το συναντάμε αυτό και στην αρχαία Ελλάδα, με το κουτί της Πανδώρας, που σε κάποιες παραλλαγές δεν είναι κουτί, αλλά καρπός. Και στον μύθο του Ιάσονα, που σπέρνει τα δόντια του δράκου και φυτρώνουν γίγαντες. Στην περίφημη Τοσοδούλα, που γεννήθηκε μέσα από ένα λουλούδι. Στον δικό μας Μισοκωλάκη, που σκάει μέσα από ένα κουκί. Στις τρεις κόρες της βασίλισσας-ξωθιάς, που είναι αιχμάλωτες μέσα σε ένα κιτρολέμονο και θα παντρευτούν όποιον τις ελευθερώσει και τους δώσει νερό. Το τι μπορεί κανείς να φτιάξει με μια τέτοια ιδέα είναι μάλλον προφανές: τα πάντα. Κι οι συνδυασμοί επιτρέπονται, π.χ. ένα μαγικό αντικείμενο που φυλάσσεται μέσα σε έναν καρπό. Μπορείς να φτιάξεις ένα δέντρο, είτε ιερό είτε δαιμονικό, οι καρποί του οποίου είναι οι μάγοι του κόσμου. Μπορείς ακόμα και να παίξεις (όπως νωρίτερα) με την ανατροπή: έχεις τον τρελό του χωριού, τον οποίο υποτίθεται ότι τον χρησιμοποιείς μόνο για χρώμα και βάθος στην κοσμοπλασία σου, ο οποίος έχει μανία να ξεσπυρίζει τα κουκιά, πιστεύοντας ότι μέσα σε ένα από αυτά θα βρει τον Μισοκωλάκη που λέγαμε και τελικά όντως βρίσκει κρυμμένη μέσα σε ένα μαγικό κουκί τη λύση που χρειάζονται οι ήρωες.
Άλλη παραμυθιακή ιδέα, από τις πιο χαριτωμένες, είναι ο άνθρωπος που μιλάει με τα ζώα. Κι είναι χαριτωμένη όχι μόνο γιατί μπορεί κανείς να τη χρησιμοποιήσει είτε ως ένδειξη καλοσύνης είτε ως ένδειξη κακίας, αλλά και γιατί ο τρόπος της επικοινωνίας, σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, αντίθετα απ’ ό,τι στα παραμύθια, οφείλει να είναι σαφής: τους μιλάει με ανθρώπινη ομιλία κι εκείνα καταλαβαίνουν; Μήπως η όλη κουβέντα γίνεται νοητικά, με κάποιου είδους τηλεπάθεια; Ή μήπως οι υπόλοιποι ακούνε τον χαρισματικό άνθρωπο να κελαηδά, να γαυγίζει ή να βρυχάται;
Και, φυσικά, ποιος μπορεί να μην πάρει μπρος και να μη γεννήσει τρεις χιλιάδες ιδέες, με το τσουκάλι που του τραγουδάς κι εκείνο μαγειρεύει μόνο του; Ή με το καρύδι που το ανοίγεις και πετιούνται από μέσα τόπια μετάξι;
Επίλογος
Οποιαδήποτε, λοιπόν, κι αν είναι η λογοτεχνική προσέγγιση σε ένα παραμύθι –είτε ως προς τα τεχνικά του στοιχεία, είτε ως προς την εντός κοσμοπλασίας χρήση του, είτε απλά ως πηγή ιδεών και συμβόλων– ένας συγγραφέας φαντασίας μπορεί μόνο να κερδίσει απ’ αυτό. Να κερδίσει έμπνευση, να κερδίσει ποιότητα αφήγησης, να κερδίσει σε όσα κάνουν ένα λογοτέχνημα επιτυχημένο, δηλαδή γοητευτικό στα μάτια ενός αναγνώστη.
Το πώς θα τα χρησιμοποιήσει όλα ο καθένας αυτά είναι εν πολλοίς καθαρά προσωπική επιλογή. Έχει να κάνει κατά βάση με τον τόπο και το χρώμα του –άλλα πράγματα περιέχουν τα ελληνικά παραμύθια, άλλα τα αγγλικά. Οι Έλληνες βλέπουν αμπέλια κι ελιές, βουνά και διάσελα, αν είναι της ηπειρωτικής Ελλάδας· καράβια και ανέμους αν είναι νησιωτικά· χάσματα και δράκοντες που φυλάνε τα κεφαλόβρυσα. Οι Άγγλοι βλέπουν δάση και λόχμες, σκοτεινές λίμνες, γκρίζες θάλασσες και αινιγματικούς βράχους, μενίρ, ντόλμεν, κρόμλεχ. Και τελικά, αυτό είναι και το συγκριτικό πλεονέκτημα των Ελλήνων συγγραφέων έναντι των Άγγλων ή Αμερικάνων ή όσων τα κείμενα πατούν πάνω στα δυτικοευρωπαϊκά και βορειοευρωπαϊκά παραμύθια: το κοινό έχει αρχίσει να χορταίνει από τέτοια και ν’ αναζητά μια νέα ματιά, ένα νέο σύμβολο, μια νέα αντίδραση στο παραδοσιακό.
Αλλά, κυρίως, τα επιμέρους στοιχεία έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο που είπε το παραμύθι κι εκείνον που το άκουσε. Έχουν να κάνουν με την αίσθηση που σου δημιουργήθηκε όταν πρωτοάκουσες για τη βασίλισσα που η πεθερά της της πήρε τα τρία χρυσά μωρά της, για τον δράκο που πήγε να φάει τους αδερφούς του Δεκατρή αλλά κατέληξε να φάει τα δικά του παιδιά, για το παιδί που έμεινε νηστικό για να ζήσουν με το φαγητό του το πουλί, το ψάρι κι ο λύκος. Έχουν να κάνουν με την αγάπη εκείνης της γιαγιάς, από το στόμα της οποίας θα γλιστρήσει η μαγεία ενός παραμυθιού και θα μπολιάσει το μυαλό σου και το νέο παραμύθι της εποχής, την ιστορία φαντασίας.
Guest Post
Η Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα, σπούδασε Γεωλογία και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών, εργάζεται στον χώρο της ενέργειας κι ασχολείται με την ελληνική φανταστική σκηνή από το 2006. Είναι ενεργό μέλος του sff.gr, ιδρυτικό μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Φίλων του Φανταστικού - ΦantastiCon και μέλος της συγγραφικής ομάδας Άρπη.
Διαβάστε τη συνέντευξη της Ευθυμίας Δεσποτάκη εδώ
O Ελευθέριος Κεραμίδας γεννήθηκε το 1977. Μεγάλωσε στην Ιθάκη και είναι διπλωματούχος Μηχανικός Η/Υ & Πληροφορικής με μεταπτυχιακές σπουδές στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Εργάζεται στο Δημόσιο.
Αυτή την περίοδο γράφει άρθρα για τη λογοτεχνία του φανταστικού στην ιστοσελίδα του μουσικού διαδικτυακού σταθμού amagi, μαζί με την Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη.
Για τα βιβλία του, διατηρεί ιστολόγιο και σελίδα στο facebook.
Διαβάστε τη συνέντευξη του Ελευθέριου Κεραμίδα εδώ