Το Δέντρο των Ευχών
Η γυναίκα με τον μαβή μανδύα στάθηκε να πάρει μιαν ανάσα. Είχε περπατήσει για πολλά φεγγάρια, από τον μακρινό τόπο που είχε γεννηθεί και ζήσει, εκεί στις γαλανές, ζεστές θάλασσες του Νότου, μα είχε πλέον φτάσει στον προορισμό της· στη μαγική πολιτεία που έγερνε απαλά στις όχθες της λίμνης, και τη στεφάνωναν επτά λόφοι. Ήταν κάποτε μια πολιτεία υπέρλαμπρη, με χρωματιστούς τρούλους στα κομψά της κτίρια, μεγαλόπρεπα σιντριβάνια που τίναζαν τα νερά τους μέχρι το μπόι ενός καβαλάρη, υπέροχους μοσχοβολιστούς κήπους, και θαυμαστές μουσικές που ακούγονταν σε κάθε γωνιά της.
Μόνο που τώρα στην πολιτεία ήταν χειμώνας. Ένα παχύ στρώμα χιονιού είχε σκεπάσει τις στέγες, και πάγος τη λίμνη. Οι επτά λόφοι έστεκαν πάνω από την πόλη σαν φύλακες μιας παλιάς ξεχασμένης εποχής. Ο ένας είχε στην κορυφή του έναν ψηλό πέτρινο πύργο, ένας άλλος στα ριζά του είχε έναν μεγάλο κήπο με μηλιές, που έστεκαν παγωμένες, με γυμνά κλαριά. Ένας τρίτος είχε δυο πηγές από όπου, έλεγαν οι θρύλοι, όποιος έπινε νερό γιατρευόταν από κάθε αρρώστια και κάθε θλίψη. Ένας άλλος είχε ένα στρογγυλό πέτρινο βάθρο κι επάνω σκαλισμένα ήταν όλα τα άστρα του ουρανού. Μα ήταν κι ένας… όπου στην κορυφή του υπήρχε ένα και μοναδικό δέντρο.
Αυτός ο λόφος ήταν και ο τόπος που η γυναίκα πάσχιζε χρόνια να φτάσει…, αυτό το δέντρο. Και μπορούσε πλέον να το δει. Το Δέντρο των Ευχών. Το Δέντρο που αν κάποιος κρεμούσε μια κορδέλα και μια μπούκλα από τα μαλλιά του, μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια αληθινή ευχή του. Και η γυναίκα λαχταρούσε τόσο πολύ να γίνει η ευχή της πραγματικότητα…, κι επιτέλους είχε φτάσει. Τώρα έπρεπε να διασχίσει τη λίμνη πατώντας στον πάγο, να φτάσει στην πολιτεία, κι ύστερα να ανέβει στον λόφο που ξεκινούσε μετά τα τελευταία κτίσματα, για να φτάσει στο Δέντρο.
Κι έτσι πέρασε τον πάγο, και σε κάθε της βήμα αυτός έτριζε, αλλά ήταν τόσο δυνατή η επιθυμία της καρδιάς της που δεν την ένοιαζε αν θα έσπαζε κάτω από το βάρος της. Και σαν πάτησε ξανά στο παγωμένο χώμα, δεν αναρωτήθηκε ούτε στιγμή για το κρουσταλλιασμένο χιόνι που υπήρχε παντού κι ας ήταν τέλος Απρίλη πια. Μόνο όταν παρατήρησε προσεκτικά την πόλη, πρόσεξε κάτι παράξενο. Άνθρωποι δεν βάδιζαν στους δρόμους, καπνός δεν έβγαινε από τις καμινάδες, και έξω από μερικές ταβέρνες που πέρασε, καμιά φωνή ή μουσική δεν ακουγόταν, κανένα παιδί δεν έπαιζε με το χιόνι, ούτε γάτα, σκύλος, κότα ή πουλί πετάμενο δεν ακουγόταν. Μόνο σιωπή. Η απέραντη λευκή σιωπή του χιονιού. Κι έτσι, όταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, στη μεγάλη πλατεία, ένιωσε παράξενα που το νερό του σιντριβανιού είχε παγώσει σε μια παράδοξη κρυστάλλινη πανδαισία, που όμως ήταν εντελώς αφύσικη.
Η περιέργεια της την έσπρωξε προς ένα σπίτι με μια υπέροχα σκαλισμένη ξύλινη πόρτα. Κοίταξε διστακτικά από το παράθυρο και είδε μόνο έναν άνδρα να κάθεται και να διαβάζει ένα μεγάλο βιβλίο δίπλα σε ένα σβηστό τζάκι. Δίπλα του ήταν ακουμπισμένο ένα μεγάλο σπαθί μέσα στο θηκάρι του. Εκείνη έβλεπε μόνο το προφίλ του άνδρα. Χτύπησε το τζάμι, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να άκουσε και δεν γύρισε το κεφάλι του, μόνο ακίνητος κοίταζε τις σελίδες του βιβλίου. Η γυναίκα σήκωσε με απορία τους ώμους και το βλέμμα της στράφηκε προς τον λόφο του Δέντρο των Ευχών.
Κι όπως ανέβαινε τον λόφο, έβγαλε από ένα μικρό πουγκί που είχε στη ζώνη της μια ασημένια κορδέλα, που στην άκρη είχε δεμένη μια μπούκλα από τα μαλλιά της. Βάδιζε γοργά με προσμονή, αλλά όσο πλησίαζε, τόσο το θέαμα που στην αρχή την έκανε να απορεί, τώρα την έκανε να ανατριχιάζει. Το δέντρο ήταν ένα αποτρόπαιο σχεδόν νεκρό πια, μάλλον κάποτε καταπράσινο πλάσμα, που τώρα άπλωνε τα ξεραμένα, γκρίζα κλαδιά του με απόγνωση στον αέρα, αλλά αυτά τα κλαδιά δεν έφταναν ποτέ ψηλά. Αντιθέτως, συστρέφονταν με πόνο γύρω από τον κορμό, και κάθε κλαδάκι, είχε κρεμασμένες επάνω του δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες κορδέλες, τόσες πολλές που το δέντρο πνιγόταν, και καθεμιά είχε στην άκρη κι από μια μπούκλα μαλλιών, κόκκινα, καστανά, ξανθά, λευκά, μαύρα… όλες οι αποχρώσεις. Και οι κορδέλες είχαν ενωθεί κι έφτιαχναν ένα ατελείωτο χοντρό σύρμα, με κάθε μπούκλα να είναι ένα αγκάθι που χωνόταν άπληστα στο δέντρο και ρουφούσε τη ζωή από μέσα του.
Το Δέντρο των Ευχών πέθαινε. Η γυναίκα έπεσε στα γόνατα, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Μόνο δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Ατελείωτα δάκρυα που μούσκεψαν την κορδέλα που κρατούσε και τη μπούκλα από τα μαλλιά της, και έπεφταν αδιάκοπα, κι εκείνη έκλαιγε με αναφιλητά για ώρες. Κι όταν το πρώτο αστέρι βγήκε στον ουρανό, ασημένιο και γαλάζιο μαζί, τα χείλη της μισάνοιξαν και ψέλλισε την ευχή της, κι ύστερα έπεσε αποκαμωμένη κι αγκάλιασε τον κορμό, και τα χέρια και η αγκαλιά της πληγιάσαν από τα αγκάθια και τα σύρματα που ήταν πια οι κορδέλες και οι μπούκλες. Αποκοιμήθηκε αμέσως, και σαν να είχε πέσει ονειρόσκονη επάνω της, είδε στον ουρανό ψηλά το μεγάλο άστρο να κινείται γοργά, σαν να χορεύει, και μαζί του άλλα δώδεκα άστρα άρχισαν να στροβιλίζονται και να χορεύουν κι αυτά σε μια μελωδία που δεν ήξερε αν ήταν νανούρισμα, ευλογία, μυστηριακό κάλεσμα, ή ερωτικό τραγούδι. Και το ολόγιομο φεγγάρι φάνηκε στον ορίζοντα.
Τα άστρα άρχισαν να κατεβαίνουν όλο και πιο χαμηλά στη Γη και η γυναίκα έβλεπε πλέον πως ήταν χρωματιστοί στρόβιλοι, που όταν πλησίασαν και στάθηκαν πάνω από τον λόφο με το δέντρο, ήταν δεκατρείς πανώριες γυναίκες, με τη μια, την ασημένια και γαλάζια στο κέντρο να γυρίζει ακατάπαυστα τραγουδώντας τη μαγική μελωδία στην άγνωστη γλώσσα. Και φορούσε η καθεμιά και άλλο φόρεμα· άλλη γαλάζιο, άλλη χρυσό, άλλη ροζ, άλλη φλογάτο, άλλη κατακόκκινο, άλλη μαβί, άλλη πράσινο του δάσους, άλλη κροκί, κι όλες είχαν στο μέτωπο ένα ασημένιο λεπτό διάδημα με ένα άστρο που στην καρδιά του είχε κι ένα διαφορετικού χρώματος πετράδι, ίδιο με το χρώμα της φορεσιάς της καθεμιάς. Κι εκείνη που ήταν στο κέντρο φορούσε ασημένιο φουστάνι με χρυσαφένια κεντίδια, και το στέμμα της ήταν φτιαγμένο από ασήμι, με ένα μισοφέγγαρο κι ένα άστρο στο κέντρο του, και ένα λαμπερό διάφανο πετράδι στην καρδιά του αστεριού. Και το μισοφέγγαρο στριφογύριζε κι αυτό στον ρυθμό της μουσικής των Κυράδων του Ουρανού.
Και είδε η κοιμισμένη γυναίκα, την κάθε Κυρά να την πλησιάζει και να της χαϊδεύει το μέτωπο να ρίχνει χρωματιστή λαμπερή σκόνη απάνω της. Και μετά αγκάλιασαν το Δέντρο των Ευχών σφιχτά, και η Κυρά στο κέντρο στροβιλίστηκε στην κορυφή του, εκεί που τα σύρματα φτιαγμένα από αυτά που κάποτε ήταν κορδέλες και μπούκλες πονούσαν περισσότερο.
Με μια ανάσα οι Κυράδες ενώθηκαν ξανά και στροβιλίστηκαν με τόσο μεγάλη ταχύτητα, που έμοιαζαν πια σαν ένα και μοναδικό στέμμα που στεφάνωνε τον λόφο και το δέντρο με την κοιμισμένη γυναίκα στη ρίζα του, τη γυναίκα που τα δάκρυά της είχαν ποτίσει το παγωμένο χώμα. Ο χορός των Αστροκυράδων έσκασε σαν ένα τιτάνιο πυροτέχνημα πάνω από τον λόφο, και σαν άστρα εκείνες σκόρπισαν πάλι στο στερέωμα. Και μόνο το μεσιανό άστρο έμεινε για να χαϊδέψει τα μάτια της γυναίκας που ξύπνησε με το χαμόγελο να χαράζει τα χείλη της, πριν ανέβει πάλι στον ουρανό.
Στην παλάμη της ταξιδιώτισσας υπήρχε ένα αντικείμενο που δεν το είχε ξαναδεί. Ένα ασημένιο μισοφέγγαρο με λαβή από διάφανο κρύσταλλο. Ένα μικρό δρεπάνι. Το μεγάλο άστρο τρεμόπαιξε στον ουρανό. Και η γυναίκα άρχισε να κόβει με το δρεπάνι τις αλυσίδες…, τις κορδέλες… Και όπως το δρεπάνι έκοβε κάθε κορδέλα, έλαμπε για λίγο με την μπούκλα να γίνεται άστρο και να ανεβαίνει σαν ονειρόσκονη στον ουρανό και να ενώνεται με το άστρο που είχε σταθεί στη Δύση και μάζευε το φως των Ευχών, που όλα τα χρόνια έδεναν στο Δέντρο οι άνθρωποι άπληστα.
Ώσπου κάποια στιγμή όλα τα σύρματα, όλα τα αγκάθια, είχαν γίνει ονειρόσκονη και μόλις και το τελευταίο ίχνος ενώθηκε με το αστέρι, εκείνο άρχισε να στροβιλίζεται και πάλι με ιλιγγιώδη ρυθμό και μια χρυσαφένια αχτίδα έφυγε και χτύπησε τον ανατολικό λόφο, εκεί που ήταν ο πύργος. Κι ο πύργος έλαμψε με το φως το ήλιου που ανέτειλε λαμπερός, σπάζοντας το σκοτάδι της νύχτας και την παγωνιά του χειμώνα.
Το Δέντρο έμοιασε να παίρνει βαθιά ανάσα, άπλωσε τα κλαδιά του και στέναξε ανακουφισμένο μετά από τόσα χρόνια που ήταν δεμένο με ακατάλυτα δεσμά. Το χιόνι είχε ήδη αρχίσει να λιώνει και να κυλάει σε χαρούμενο, τραγουδιστό ρυάκι προς τη λίμνη. Κι όταν το νερό άγγιξε τον πάγο, με έναν απότομο κρότο εκείνος έσπασε και άρχισε να λιώνει, και τα ποταμάκια ένα γύρω, που ήταν οι κοίτες τους ξερές και φτωχές, τώρα γέμισαν χαρούμενο νεράκι κι έτρεξαν να προλάβουν τη θάλασσα.
Η γυναίκα έβλεπε όλα αυτά τα θαύματα να συμβαίνουν πιο γρήγορα κι από τη σκέψη της, και άρχισε να γελά. Γελούσε τόσο πολύ και τόσο δυνατά στηριγμένη στον κορμό του δέντρου, που δεν πρόσεξε πως το πανώριο Δέντρο των Ευχών είχε ήδη πετάξει ανθάκια και φυλλαράκια. Μόνο όταν η ευωδιά έφτασε σε εκείνην, τότε σήκωσε το βλέμμα και είδε το λευκό πέπλο από λουλούδια να τη σκεπάζει σχεδόν. Και δάκρυσε από συγκίνηση. Το Δέντρο παλλόταν από ζωή ξανά, το ένιωθε στη ράχη της που άγγιζε τον κορμό, στις παλάμες της που τον χάιδευαν με αγάπη.
Όταν κοίταξε προς την πόλη, είδε μια τεράστια πομπή από ανθρώπους που ανέβαιναν γοργά στον λόφο. Γύρισε το βλέμμα της ολόγυρα και είδε πως παχύ γρασίδι είχε σκεπάσει τους επτά λόφους. Αγριολούλουδα σε όλα τα χρώματα, θαμνάκια και δεντράκια, πουλάκια φώλιαζαν παντού, μελισσούλες βούιζαν χαρούμενες, και πασχαλίτσες λιάζονταν πάνω στις μαργαρίτες. Η πομπή πλησίαζε και είδε πως πρώτος ήταν ο άντρας που είχε κρυφοκοιτάξει από το παράθυρο. Φορούσε το σπαθί στη ζώνη του, και κρατούσε το βιβλίο στο χέρι του. Και όταν έφτασε μπροστά της, έπεσε στα γόνατα και απόθεσε το βιβλίο στα πόδια της, πήρε το χέρι της στο δικό του και το φίλησε με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.
«Σε ευχαριστούμε, κυρά, που μας ελευθέρωσες όλους. Αμέτρητα χρόνια περιμέναμε να γίνει αυτό το θαύμα. Είμαι ο Άινταν, και είμαι ο πρώτος που ήρθε σε αυτόν τον τόπο για να ζητήσει να εκπληρωθεί η Ευχή του».
Η γυναίκα χαμογέλασε κοκκινίζοντας.
«Είμαι η Ελυάνα, και ήρθα εδώ μόνο για να εκπληρώσω την ευχή μου».
Ο Άινταν είχε ήδη σηκωθεί, κρατώντας το χέρι της ακόμα στο δικό του.
Οι άλλοι άνθρωποι στο μεταξύ είχαν φτάσει κι αυτοί και είχαν τριγυρίσει το Δέντρο. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάθε φυλής, κάθε εποχής. Ο καθένας τους κοιτούσε το Δέντρο, κοιτούσαν τον Άινταν και την Ελυάνα αμίλητοι, αλλά με χαμόγελο και δάκρυα χαράς στα μάτια. Ένα παιδί ήταν αυτό που πρώτο άρχισε να τραγουδάει, ένα μικρό αγόρι με καστανές μπούκλες και πράσινα μάτια. Και ένας-ένας τον ακολούθησαν και οι άλλοι. Πιάστηκαν χέρι-χέρι οι άνθρωποι και έφτιαξαν κύκλους, τον έναν μέσα στον άλλον και χόρεψαν και τραγούδησαν για τη χαρά τους. Η Άνοιξη είχε έρθει πια μετά από αμέτρητα χρόνια στη μαγική πολιτεία. Η λίμνη έλαμπε ασημένια σαν ολόγιομο φεγγάρι κάτω από τον ήλιο.
«Η Ευχή μου, όταν ήρθα εδώ ήταν να βρω την αληθινή και αιώνια αγάπη», είπε σιγανά ο Άινταν, κοκκινίζοντας.
Η Ελυάνα κοκκίνισε με τη σειρά της. Γιατί και η δική της Ευχή ήταν η ίδια. Μόνο που τελικά άλλη είπε, όταν μίλησε κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι της περασμένης νύχτας.
Ευχήθηκε να μην πονάει πια το Δέντρο, κι ας έχανε την αληθινή αγάπη η ίδια. Τότε το βλέμμα της έπεσε πάνω στο βιβλίο και όταν κατάφερε να σηκώσει τα μάτια, αντίκρισε αυτά του Άινταν, που της χαμογελούσε ζεστά.
Στο εξώφυλλο ήταν γραμμένος με χρυσή γραφή ο τίτλος:
«Η Αληθινή και Αιώνια Αγάπη της Ελυάνα και του Άινταν»
© Δήμητρα Μπενίση, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Cover Art by http://whendell.deviantart.com/
Guest Post
Η Δήμητρα Μπενίση είναι συγγραφέας - αφηγήτρια και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.