Σταχτοπούτα: ένα διαχρονικό και πολύπλευρο παραμύθι

«Μερικά πράγματα οδηγούν σ’ έναν κόσμο πέρα από τα

λόγια… είναι σαν αυτόν τον μικρό καθρέφτη στα παραμύθια –κοιτάς μέσα του και

αυτό που βλέπεις δεν είναι ο εαυτός σου. Για μια στιγμή είδες το Άφταστο… και η

ψυχή σου το αναζητά»

Τζ. Σ. Κούπερ

 

Art by Arthur Rackham

Art by Arthur Rackham

Ποιος δεν γνωρίζει τη Σταχτοπούτα; Το γυάλινο γοβάκι της ή την κολοκύθα που έγινε άμαξα; Και ποιος, ως παιδάκι, όταν πρωτάκουσε αυτό το παραμύθι, δεν έπιασε ό,τι λαχανικό μπορεί να βρήκε μπροστά του, περιμένοντας να μεταμορφωθεί σε κάποιου είδους όχημα; Αν είχες και τίποτα χάμστερ ακόμα καλύτερα -κοιμόσουν και ξυπνούσες με την ελπίδα πως θα γίνουν άλογα. Η νεραϊδονονά, πάλι, άλλη κατηγορία από μόνη της∙ προσωπικά, είχα στήσει όλα τα ενδεχόμενα σενάρια στο μυαλό μου για το τι θα ζητούσα άμα έκανε εμφάνιση (μην πιαστώ απροετοίμαστη!), και καθώς με τα φορέματα και τα στολίδια δεν τα πήγαινα πολύ καλά, είχα έτοιμη μια άλλη λίστα που συμπεριελάμβανε φτερά, αόρατους μανδύες (όχι, ο Harry Potter δεν είχε βγει ακόμη) και μια τζιν σαλοπέτα μεταξύ άλλων. Η κολλητή μου τότε, μάλιστα, που δεν τα πήγαινε καλά με τη μεγάλη της αδερφή, είχε στη λίστα της και την ολοκληρωτική εξαφάνιση της αδερφής της. Όχι τίποτα ιδιαίτερο… Με λίγα λόγια, απλές καθημερινές επιθυμίες.

Επιθυμίες που στη σημερινή εποχή δεν φαντάζουν ιδιαίτερες, αν και είναι αρκετά εμψυχωτικές και γεμάτες ελπίδα, θεραπευτικές θα έλεγε κανείς, για παιδιά που διαχρονικά μπορεί να βρισκόντουσαν σε δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις. Και εδώ έρχεται το παραμύθι…

«Παραμύθι», λέξη που ετυμολογικά συνδέεται με το ρήμα «παραμυθούμαι», που στην αρχαιότητα σήμαινε πολλά. Σήμαινε: δίνω θάρρος, στηρίζω, παρηγορώ, συμβουλεύω, ανακουφίζω, υποστηρίζω. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η Σταχτοπούτα και οι εκατοντάδες παραλλαγές της ανά τους αιώνες έχουν τις ρίζες τους σε όλη την υφήλιο. Ρίζες βαθιές, που αν τις ακολουθήσεις, σε πάνε χιλιάδες χρόνια πίσω.

Ποιο είναι, όμως, το σταθερό μοτίβο του παραμυθιού της Σταχτοπούτας; Αυτό που λένε η δομή του, που είναι αναγνωρίσιμη σε όλες τις παραλλαγές της ως σκελετός; Έχουμε ένα κορίτσι που έχει χάσει τον έναν γονιό και ζει με τη μητριά της και τις θετές αδερφές της που την κακομεταχειρίζονται (στις ελληνικές Σταχτοπούτες δεν έχουμε μητριά, αλλά την ίδια τη μάνα της με τις αδερφές της, όπου όπως θα δούμε παρακάτω, ένα στοίχημα καθορίζει την πλοκή του παραμυθιού). Κοιμάται στις στάχτες του τζακιού όταν η μητριά και οι θετές αδερφές της πάνε στον χορό (ή στην εκκλησία στις ελληνικές παραλλαγές) τής ανατίθεται ένα ακατόρθωτο έργο (να μαζέψει φακές από τις στάχτες για κάποιες ελληνικές εκδοχές, το οποίο καταφέρνει να ολοκληρώσει με τη βοήθεια των πουλιών). Από ένα υπερφυσικό ον ή ένα δέντρο που φυτρώνει εκεί που είναι θαμμένη η μάνα της, αποκτά όμορφα φορέματα, καθώς και τα κατάλληλα στολίδια και μέσα για να πάει στον χορό, κι έτσι εμφανίζεται εκεί αγνώριστη. Ο πρίγκιπας (άρχοντας) την ερωτεύεται αμέσως, αλλά εκείνη πρέπει να φύγει από τον χορό νωρίς. Το ίδιο συμβαίνει και την επόμενη μέρα, ενώ την τρίτη φορά χάνει ένα από τα παπούτσια της. Ο πρίγκιπας βγάζει φιρμάνι πως θα παντρευτεί μόνο εκείνη στης οποίας το πόδι θα ταιριάξει τέλεια το παπούτσι. Οι θετές αδελφές προσαρμόζουν, θα λέγαμε, τα πόδια τους προκειμένου να τους χωρέσει το παπούτσι, αλλά ένα πουλί προειδοποιεί για την απάτη. Η Σταχτοπούτα, που αρχικά κρυβόταν από τον πρίγκιπα, δοκιμάζει το παπούτσι, το οποίο εφαρμόζει τέλεια. Ο πρίγκιπας την παντρεύεται. Σε κάποιες εκδοχές, η μητριά και οι αδερφές τιμωρούνται με φριχτό τρόπο (πραγματικά, δεν θέλετε να ξέρετε τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες!), και σε άλλες η Σταχτοπούτα εμφανίζεται φιλεύσπλαχνη, τις συγχωρεί και τις παίρνει να ζήσουν στο παλάτι (ειδικά στην εκδοχή του Perrault).

Το παραμύθι ταξινομείται στο νούμερο 510Α στην κατάταξη του διεθνή καταλόγου παραμυθιών  Aarne–Thompson. Και η πιο γνωστή παραλλαγή της Σταχτοπούτας είναι αυτή που δημοσιεύθηκε από τον Charles Perrault στο έργο του, Histoires ou contes du temps passé: Avec des moralités (Ιστορίες ή Αφηγήσεις του Παλιού Καιρού με Ηθικά Διδάγματα), το 1697, γνωστό επίσης ως Ιστορίες της Μαμάς Χήνας. Όταν σκέφτονται οι περισσότεροι σήμερα τη Σταχτοπούτα, συνήθως αυτή την εκδοχή του Perrault έχουν στο μυαλό τους. Και εδώ χωράει και το extra tip: Όπως γράφει και ο Rodari, σύμφωνα με τον Thompson, στη Σταχτοπούτα του Perrault, από ένα δημιουργικό λάθος το γοβάκι μετατράπηκε από «γούνινο» (vair) σε «γυάλινο» (verre), και έκτοτε το γυάλινο/κρυστάλλινο γοβάκι γράφει τη δικιά του ιστορία στη φαντασία μας. Αμέσως μετά, ακολουθούν οι παραλλαγές των αδερφών Grimm και του Basile. Ακόμη και πριν από αυτές τις πρώτες καταγραφές, τα παραμύθια και η Σταχτοπούτα μέσα σε αυτά ήταν προϊόντα λαϊκής φαντασίας, λεγόντουσαν μεταξύ ενηλίκων γύρω από το τζάκι και κατά τη διάρκεια των οικιακών εργασιών∙ τα παιδιά ήταν απλώς παράπλευροι ακροατές. Οι ιστορίες αυτές, ιδιαίτερα δημοφιλείς στην αυλική αριστοκρατία, μετά τη συλλογή και έκδοσή τους, διαδόθηκαν ευρέως στη νεοεμφανιζόμενη αστική τάξη και λόγω της φαινομενικής απλότητάς τους, έγιναν αντιληπτές ως απλές ιστοριούλες για να λένε στα παιδιά πριν πάνε για ύπνο, το πολύ-πολύ με ένα δίδαγμα που να δικαιολογεί την ύπαρξή τους και υποδεικνύοντας τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς, προετοιμάζοντας τα παιδιά για τους μετέπειτα ρόλους τους στην κοινωνία. Ερωτήματα για το πώς και το γιατί υπήρχαν, δεν είχαν απασχολήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή κανέναν. Στην εκδοχή του Perrault, το παραμύθι της Σταχτοπούτας θα μπορούσε να εμφανιστεί και ως εγχειρίδιο savoir vivre της εποχής για τα κορίτσια, αφού δίνει μαθήματα συμπεριφοράς και ντυσίματος. Η Σταχτοπούτα είναι και αυτή ένας καθρέφτης των εκάστοτε κοινωνικών συνθηκών. Στις ελληνικές παραλλαγές, για παράδειγμα, η ηρωίδα είναι πολύ πιο μαχητική και δραστήρια από τη Σταχτοπούτα των Grimm και του Perrault. Συχνό φαινόμενο στα ελληνικά, λαϊκά παραμύθια, όπου οι γυναίκες είναι πιο δυναμικές, ευφυείς, αγωνίστριες και διεκδικούν αυτό που επιθυμούν.

Art by Kinuko Y. Craft

Art by Kinuko Y. Craft

Σε σχέση, τώρα, με τις θεωρίες εξάπλωσης αυτού του παραμυθιού, οι απόψεις είναι πολλές. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, για να έχετε μια εικόνα, είναι η παρακάτω: σύμφωνα με τον Pierre Saintyves και τη συμβολιστική θεωρία, που θεωρεί τα παραμύθια υπολείμματα αρχαίων τελετουργιών, η Σταχτοπούτα κατάγεται από την τελετή του Καρναβαλιού, όπου παλιότερα τον Φλεβάρη περιέφεραν στα χωριά μια γυναίκα σκεπασμένη με στάχτες, τη λεγόμενη «αρραβωνιαστικιά». Έτσι, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία η Σταχτοπούτα καλλιεργεί την ευφυΐα, και προπορεύεται μιας μαγικής τελετουργικής πομπής,  που σκοπό έχει τη γονιμότητα, η δε μητριά αντιπροσωπεύει τον παλιό χρόνο, ενώ οι δύο αδελφές τους δύο μήνες που προαναγγέλλουν την Άνοιξη. Τέλος, οι προστατεύουσες υπάρξεις, οι οποίες κατά την προφορική παράδοση είναι κυρίως ζώα ή η νεκρή μητέρα της ηρωίδας, αντιπροσωπεύουν ένα είδος totem της Σταχτοπούτας. Οι θεωρίες πολλές, όπως και οι ανθρωπολόγοι, λαογράφοι, ερευνητές και παιδαγωγοί που έχουν ασχοληθεί με αυτή τη φτωχή και κατατρεγμένη ηρωίδα που στο τέλος παντρεύεται έναν πρίγκιπα. Το όνομα Σταχτοπούτα, πάντως, έχει φτάσει μέχρι σήμερα να είναι ταυτόσημο με την κακοπέραση που την ακολουθεί μια αναπάντεχη ευτυχία.

Οι καταγραφές για την αρχαιότητα του παραμυθιού αυτού είναι πολλές Από τον 9ο αιώνα έχουμε την κινεζική παραλλαγή, της Yeh-Hsien, της αρχαιότερης κινέζας Σταχτοπούτας. Και αν σκάψουμε κι άλλο στο παρελθόν, θα βρούμε τη Σταχτοπούτα να φοράει σανδάλια και χιτώνα, αιώνες πριν φορέσει κιμόνο στην κινεζική παραλλαγή. Το μοτίβο του χαμένου παπουτσιού που το βρίσκει ο άρχοντας και το δοκιμάζει σε κάθε γυναίκα, μέχρι να βρει αυτήν που της ανήκει πραγματικά και να την παντρευτεί, το βρίσκουμε ήδη σε μια αρχαία ιστορία την οποία διέσωσε ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων (1ος αιώνας π.Χ. – 1ος αιώνας μ.Χ.). Σύμφωνα με αυτή τη διήγηση, ένας αετός αρπάζει το σανδάλι της αρχαίας εταίρας Ροδόπης και το πετάει στον Φαραώ. Αυτός, γοητευμένος, δίνει εντολή  να ψάξουν σε όλη την Αίγυπτο για να βρουν τη γυναίκα στην οποία ανήκει το σανδάλι, προκειμένου να την κάνει γυναίκα του. Στο βιβλίο του Graham Anderson, Fairytale in the Ancient World, εμφανίζονται οι πιο γνωστές αρχαίες καταγραφές της Σταχτοπούτας. Όπως λέει, όμως, και η παραμυθού Λίλη Λαμπρέλλη, δεν μπορούμε ποτέ να πούμε πότε ακριβώς πρωτοεμφανίστηκε το κάθε παραμύθι –αυτό που μπορούμε να πούμε είναι το πότε και το πού έχει καταγραφεί.

Ας γυρίσουμε, όμως, ξανά εδώ στους δικούς μας τόπους και στις δικές μας Σταχτοπούτες. Οι παραλλαγές που έχουν καταγραφεί στον ελλαδικό χώρο είναι εκατοντάδες. Για να έχετε χονδρικά μια εικόνα, είναι πάνω από 256 και ο αριθμός αυξάνεται συνεχώς, αφού ο πλούτος της προφορικής παράδοσης είναι τεράστιος και είναι πολύ ακόμα το ανέκδοτο και μη καταγεγραμμένο υλικό. Πολλές από τις ελληνικές παραλλαγές της Σταχτοπούτας έχουν μελετηθεί, μάλιστα, από τον ερευνητή-λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο. Το όνομα Σταχτοπούτα εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές ανά παράδοση. Έτσι, έχουμε την Aschenputtel στα γερμανικά,  την Askepott στα σκανδιναβικά, την Ashiepelt στα ιρλανδικά, την Asphit στα σκωτσέζικα) κ.λπ. Στην Ελλάδα, πάλι, συναντάμε την Αθοπούτα, το Αθοπουτάκι, (άθος=στάχτη), το Σταχτοφούρνι, το Αθόκατο, την Αθοκουτάλα, την Αχυλοπουτούρα, Σταχταδράχτω, κ.λπ. Πολλές από τις παραπάνω ελληνικές παραλλαγές έχουν επηρεαστεί από ξένα στοιχεία, άλλες τόσες, όμως, έχουν διατηρήσει τα ιδιαίτερα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης.

Art by Edmund Dulac

Art by Edmund Dulac

Ας δούμε, όμως, λίγο πιο προσεκτικά τις ντόπιες Σταχτοπούτες. Αν με ρωτήσεις το χρώμα που κυριαρχεί σε αυτές, δεν είναι το ροζ ή το γαλάζιο ή αυτό του καθαρού κρυστάλλου, όπως στις σύγχρονες εκδοχές, αλλά το γκρι, το μαύρο και μόνο στο τέλος ανοίγει αρκετά, ώστε να γίνει λευκό. Οι ντόπιες Σταχτοπούτες δεν μυρίζουν κρέμα φράουλα, αλλά βαρύ χειμώνα, κρύο, παγωμένο αέρα και χώμα. Γιατί οι παραλλαγές αυτές ξεκινάνε πάντα πατώντας στο γνωστό μοτίβο, μέσα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, μέσα στο καταχείμωνο και με ένα βαρύ και μακάβριο στοίχημα. Aς ανιχνεύσουμε, λοιπόν, το ελληνικό μοτίβο του παραμυθιού. Στις περισσότερες ελληνικές παραλλαγές έχουμε την πρώτη εικόνα τεσσάρων γυναικών που γνέθουν (σπάνιο στις ξένες παραλλαγές). Ένα γνέσιμο που μπορεί να οδηγήσει και στη μητροκτονία. Μία μάνα και οι τρεις κόρες της γνέθουν και κάποια στιγμή βάζουν το στοίχημα. Όποιας η κλωστή κοπεί/της πέσει το αδράχτι ή αργήσει να τελειώσει, θα σκοτωθεί. Κάθε φορά, είναι η μάνα που χάνει (τρεις φορές συνήθως) και κάθε φορά είναι η μικρότερη κόρη που αντιστέκεται στο στοίχημα. Την τρίτη φορά που χάνει η μάνα το στοίχημα δεν της το χαρίζουν, αλλά μεταμορφώνεται σε ζώο και πεθαίνει. Λίγο πριν, έχει συμβουλέψει τη μικρότερη κόρη να συγκεντρώσει, να φυλάξει και να θάψει τα κόκκαλά της. Το όνομά της, της το δίνουν οι αδερφές της γιατί κάθεται και πενθεί μέσα στις στάχτες. Εκείνη υπακούει στις εντολές της, λιβανίζει τα κόκκαλα για σαράντα μέρες και τα θάβει. Τα δώρα-στολίδια για να πάει η ηρωίδα στην εκκλησία, αργότερα τα βρίσκει εκεί που είχε θάψει τα κόκκαλα της μητέρας της. Βρίσκει τρία πανέμορφα φορέματα, όπου στο ένα είναι κεντημένος ο ουρανός με τ’ άστρα του, στο δεύτερο η άνοιξη με τους ανθούς της, στο τρίτο η θάλασσα με τα κύματά της (αυτό το μοτίβο των τριών φορεμάτων είναι συχνότατο στα ελληνικά, λαϊκά, μαγικά παραμύθια) και παραδίπλα πολλές φορές βρίσκει χρυσά φλουριά. Τρεις φορές εμφανίζεται, λοιπόν, αγνώριστη στην εκκλησία. Την τρίτη μένει πίσω το παπούτσι. Η σκηνή της δοκιμής-αναγνώρισης είναι λίγο πολύ ίδια με τις ξένες παραλλαγές. Μετά την αποκάλυψη, συνήθως, έχουμε το γνωστό happy end, αν και υπάρχουν και παραλλαγές στις οποίες οι περιπέτειες της Σταχτοπούτας δεν τελειώνουν με τον γάμο, αλλά συνεχίζουν, και μάλιστα πολύ πιο σκληρές και δύσκολες, μέχρι να έρθει το «έζησαν αυτοί καλά». Παρ’ όλα αυτά, το χαρούμενο τέλος έρχεται σε κάποιες περιπτώσεις, αφού το παραμύθι αποτελεί και ευχετικό αφηγηματικό είδος. Ο παραμυθάς λέει εκείνο που επιθυμεί, εκείνο που εύχεται να γίνει.

Mια τόσο δυνατή, αρχετυπική και παλιά ιστορία δεν υπήρχε περίπτωση να μην μεταφερθεί στο σανίδι των θεατρικών σκηνών. Έγινε θεατρική παράσταση, musical, παράσταση μπαλέτου και όπερα (La Cenerentola από τον Gioachino Rossini το 1817). H πρώτη κινηματογραφική απόπειρα έγινε το 1911 από τον George Nichols, το παραμύθι όμως έγινε πασίγνωστο το 1950 με τη μεταφορά του σε κινούμενα σχέδια από τον Walt Disney, με τον τίτλο Cinderella, βασισμένο στην παραλλαγή του Perrault. Μετέπειτα, ακολούθησαν αμέτρητες ταινίες με παραλλαγές της Σταχτοπούτας και μεταφορές του παραμυθιού στη σύγχρονη εποχή, με πιο πρόσφατη τη μεταφορά της ταινίας κινουμένων σχεδίων του Disney σε ταινία με ηθοποιούς το 2015.

Λένε πως το ταξίδι στα παραμύθια, σε κόσμους ανεξερεύνητους και αχαρτογράφητους, είναι ένα εσωτερικό ταξίδι που κάνει ο καθένας μας στο υποσυνείδητό του. Πως όσο πιο βαθιά προχωράει ο ήρωας ή η ηρωίδα σε απαγορευμένες περιοχές, τόσο περισσότερα ανακαλύπτουμε. Και πως όσους κινδύνους, βασανιστήρια και εξορίες αντιμετωπίζει ο πρωταγωνιστής, τόσες μάχες δίνουμε και εμείς με τους φόβους μας. Βγαίνοντας από αυτά, είτε ως παιδιά είτε ως ενήλικες, έχουμε ένα όπλο ακόμα για να υπερασπιστούμε και να διεκδικήσουμε τη θέση μας στον κόσμο. Έναν κόσμο βίαιο και σκληρό απέναντι σε μικρούς και μεγάλους. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που πάντα γυρνάμε ξανά και ξανά στα παραμύθια, σε όλες τους τις εκδοχές, ανάλογα με το τι έχουμε ανάγκη. Όλοι χρειαζόμαστε μαγεία, περιπέτεια, μεταμορφώσεις και αλλαγές στη ζωή μας, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι.

 

 

Πηγές:

Ντούλια Αθηνά, Το παραμύθι της Σταχτοπούτας στις ελληνικές και ξένες παραλλαγές: προεκτάσεις παιδαγωγικές, λαογραφικές, ψυχαναλυτικές και άλλες, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2008

Αγγελοπούλου Άννα, Ελληνικά παραμύθια Β΄: Τα Αλληλοβόρα, Αθήνα 2004.

Αγγελοπούλου Ά. – Καπλάνογλου Μαριάνθη – Κατρινάκη

Εμμανουέλα., Γεωργίου Μέγα κατάλογος ελληνικών παραμυθιών – 3. Επεξεργασία

παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 500-559, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής

Νεολαίας, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., Αθήνα 2004.

Λαμπρέλλη Λίλη, Λόγος εύθραυστος και αθάνατος, προσέγγιση στην τέχνη της αφήγησης και στην αθέατη πλευρά των μαγικών παραμυθιών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2010

Grimm Jacob & Wilhelm, Τα παραμύθια των αδελφών Grimm, τόμ. Α΄, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1994.

Μπέτελχαϊμ Μπρούνο, Η γοητεία των Παραμυθιών. Μια ψυχαναλυτική

Προσέγγιση, εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1995.

Perrault Charles, Τα παραμύθια, με τις γκραβούρες του Gustave Dore,

μετάφραση των παραμυθιών Δέσποινα Καμπάνη-Δετζώρτζη, (Μια μελέτη και

σημειώσεις του Jean-Pierre Collinet, μετάφρ. Λήδα Παλλαντίου), εκδ. Άγρα,

Αθήνα 1992.

Rodari Gianni, Γραμματική της Φαντασίας. Εισαγωγή στην τέχνη να επινοείς

ιστορίες, εκδ. Μεταίχμιο, 2001.

Τζ. Σ. Κούπερ, Ο Θαυμαστός κόσμος των παραμυθιών. Αλληγορίες της Εσωτερικής Ζωής.

Πορεία προς την Ωριμότητα, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 1983

http://www.gutenberg.org/files/2198/2198-h/2198-h.htm

http://www.pitt.edu/~dash/grimm021.html

http://www.surlalunefairytales.com/cinderella/history.html

http://www.surlalunefairytales.com/cinderella/other.html

https://en.wikipedia.org/wiki/Cinderella

http://media.usm.edu/english/fairytales/cinderella/inventory.html

http://media.usm.edu/english/fairytales/cinderella/inventory.html