Σκοτεινά παραμύθια με μεσαιωνικές ρίζες
Ίσως όταν αναφερόμαστε στα πρωτότυπα των ευρωπαϊκών παραμυθιών να είναι περιττό να προσθέσουμε το επίθετο «σκοτεινός», αφού από μόνη της η κουλτούρα της επικράτειας αυτής είναι σημαδεμένη από τον Μεσαίωνα, μιας εποχής με μέρες βυθισμένες σε πείνα, επιδημίες, και μια διάχυτη σκληρότητα στην καθημερινότητα. Τις φέρνουμε στον νου ως ανήλιαγες, στερημένες από χαρές κι ελπίδα, ακολουθούμενες από διώξεις περιθωριακών ομάδων, πολυετείς πολέμους και διαιρέσεις κρατιδίων κατά τα επόμενα έτη.
Δε θα μπορούσαν λοιπόν και τα παραμύθια των χωρών αυτών να έχουν πολύ διαφορετική ατμόσφαιρα. Πολλά από αυτά, έχουν φτάσει στ’ αυτιά... ή στα μάτια μας, με άλλα ονόματα και φυσικά πολύ πιο «ανάλαφρα», ταιριαστά δηλαδή στην εποχή μας. Ας δούμε όμως πώς τα άκουγαν οι άνθρωποι των νεώτερων ευρωπαϊκών χρόνων…
Ο Ήλιος, η Σελήνη κι η Talia ή η Ωραία Κοιμωμένη
Η πρώτη γραπτή αναφορά της Ωραίας Κοιμωμένης, πηγαίνει πίσω στο 1634, στην συλλογή παραμυθιών IlPentamerone του Giambattista Basile. Η ηρωίδα δεν πέφτει απλά σε βαθύ ύπνο, αλλά ένας βασιλιάς πλαγιάζει μαζί της εκμεταλλευόμενος την κατάστασή της, γεννάει τα δίδυμα παιδιά του και βασανίζεται από τη γυναίκα του.
Ήταν κάποτε ένας σπουδαίος άρχοντας, που όταν γεννήθηκε η κόρη του διέταξε όλους τους σοφούς του βασιλείου να ‘ρθουν να προφητέψουν το μέλλον της. Εκείνοι, ύστερα από βαθιά σκέψη, κατέληξαν πως θα ‘ρθει η στιγμή που το παιδί θα κινδυνέψει από ένα τόσο δα κομμάτι λινάρι. Ο βασιλιάς, προκειμένου να το προστατέψει, διέταξε να εξαφανιστεί και το παραμικρό ίχνος λιναριού απ’ όλο το βασίλειο. Τα χρόνια πέρασαν και το κοριτσάκι, που το είπανε Talia, μεγάλωσε και καθώς μια μέρα στεκόταν στο παραθύρι της, είδε μια γριούλα να περνάει, που έγνεφε. Καθότι δεν είχε ξαναδεί ανέμη, μαγεύτηκε αμέσως και ζήτησε να της φέρουν μπρος της τη γριά. Πήρε στα χέρια το νήμα και την ανέμη και προσπάθησε να το τραβήξει, όμως μια ακίδα λιναριού σφηνώθηκε κάτω από το νύχι της κι η κοπέλα σωριάστηκε νεκρή. Η γριά το ‘σκασε πανικόβλητη κι ο βασιλιάς, αφού είδε κι απόειδε από τον καημό του, άφησε την Talia σε μια βελούδινη πολυθρόνα, κάτω από έναν ολοκέντητο θόλο, κι έφυγε κλειδώνοντας πίσω του το παλάτι.
Λίγο καιρό αργότερα, ένας βασιλιάς έστειλε το γεράκι του να κυνηγήσει στην περιοχή, κι εκείνο βρήκε το παλάτι και τρύπωσε μέσα. Καθώς όμως δεν επέστρεψε όταν το φώναξε πίσω, έστειλε να χτυπήσουν την πόρτα. Κανείς δεν απάντησε και νομίζοντας πως είναι άδειο, ζήτησε να του φέρουν μια σκάλα να μπορέσει να δει ο ίδιος τι υπάρχει μέσα. Έκπληκτος που δε βρήκε ψυχή γυρίζοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, θα έφευγε, όταν έφτασε τέλος μπρος στην Talia που φαινόταν σα μαγεμένη από ξόρκι. Στην αρχή της μίλησε, μήπως και κοιμόταν, όμως καθώς δε συνερχόταν κι ενώ εκείνος καιγόταν από έρωτα, τη μετέφερε στο κρεβάτι, όπου έθρεψε τους καρπούς του πόθου του. Την άφησε εκεί κι έφυγε.
Εννιά μήνες αργότερα η Talia έφερε στο κόσμο δυο δίδυμα... Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κι αφού εκείνη ακόμα δεν είχε ξαναζωντανέψει, δυο νεράιδες φρόντισαν να βάλουν τα μωρά στο στήθος της. Όμως, όταν το ένα για μια στιγμή το έχασε απ’ το στόμα και το ‘ψαχνε απεγνωσμένα, βρήκε κι άρχισε να πιπιλά το δάχτυλό της, τόσο δυνατά που η βελόνα απ’ το λινάρι βγήκε κι η Talia ξύπνησε.
Όταν είδε τα μωρά στο πλάι της τα βούτηξε αμέσως και τα ‘βαλε στο στήθος, με αγάπη και φροντίδα μεγάλη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί και κυρίως, πώς βρέθηκε να είναι μόνη της τελείως στο παλάτι με δυο παιδιά, ενώ ό,τι μπορούσε να χρειαστεί από φαγητό εμφανιζόταν χωρίς καν να το ζητήσει.
Μια μέρα, που ο βασιλιάς νοστάλγησε την όμορφη κοπέλα που είχε βρει να κοιμάται σ’ εκείνο το κάστρο αποφάσισε να πάει να την ξαναβρεί. Όταν την είδε ολοζώντανη με τα μωρά στην αγκαλιά της ενθουσιάστηκε και της εξομολογήθηκε τα πάντα. Συμφιλιώθηκαν και πριν φύγει της υποσχέθηκε πως θα γύριζε για να την πάρει στο βασίλειό του. Στο παλάτι, δεν σταματούσε να μιλά για κείνη, τον Ήλιο και τη Σελήνη -αυτά ήταν τα ονόματα των παιδιών- ακόμα και στον ύπνο του, τους καλούσε. Η βασίλισσα, που από καιρό είχε πονηρευτεί, κάλεσε τον γραμματέα του βασιλιά και τον απείλησε πως δεν θα ξανάβλεπε το φως της μέρας αν δεν της αποκάλυπτε την αλήθεια. Καθώς τον δελέασε και με πλούτη, ο αυλικός δεν άργησε να λυγίσει. Τον έστειλε λοιπόν να πει στην Talia πως ο βασιλιάς ζητά να δει τα παιδιά του. Εκείνη τα έστειλε με χαρά. Όμως αλίμονο... Η μαύρη καρδιά της βασίλισσας διέταξε το μάγειρα του παλατιού να τα σερβίρει στον ίδιο τους τον πατέρα.
Ο μάγειρας όμως τα λυπήθηκε και τα ‘δωσε στη γυναίκα του να τα κρύψει. Όταν ο βασιλιάς ξεκίνησε να τρώει, η βασίλισσα του ‘λεγε συχνά πυκνά:
- Φάε... φάε ό,τι είν’ δικό σου, άρχοντά μου.
- Μα την πίστη μου! Είναι εκπληκτικά.
Όταν όμως το παράκανε επαναλαμβάνοντας όλο το ίδιο πράγμα εκείνος θυμωμένος της αντιγύρισε:
- Το ξέρω ότι είναι δικό μου! Έχεις φέρει εσύ και τίποτα εδώ μέσα;
Και θυμωμένος έφυγε από το παλάτι.
Όμως η βασίλισσα δεν έμεινε ικανοποιημένη. Έστειλε λοιπόν πάλι τον αυλικό, να φέρει την Talia αυτή τη φορά.
- Ώστε εσύ λοιπόν είσαι η άτιμη ξελογιάστρα που μου ‘κλεψες τον άντρα! Τώρα ήρθε η στιγμή για να πληρώσεις... και διέταξε τους υπηρέτες της ν’ ανάψουν μια μεγάλη φωτιά στην αυλή, παρά τα παρακάλια της άμοιρης κοπέλας.
- Μονάχα ένα σου ζητώ... να βγάλω τα ενδύματά μου. Να μην καούν κι αυτά.
Η βασίλισσα που είχε δει πόσο όμορφα ήταν τα χρυσοκέντητα ρούχα της Talia, δέχτηκε. Η κοπέλα άρχισε να ξεντύνεται και σε κάθε ρούχο έβγαζε μια μικρή κραυγή. Ο βασιλιάς δεν άργησε να καταλάβει πως κάτι συνέβαινε στην αυλή κι έτρεξε να δει, κι όταν πια η Talia ήταν ένα βήμα από την πυρά, όρμησε και τους σταμάτησε. Η βασίλισσα, θολωμένη από το μίσος της, του είπε πως γνώριζε την προδοσία του και γι’ αυτό τον τιμώρησε με το να του στερήσει τα παιδιά και την ερωμένη. Τρελαμένος από το έγκλημα το δικό του και το δικό της, έστειλε στη φωτιά που ‘χε στηθεί για την Talia, την ίδια τη βασίλισσα και τον αυλικό. Και θα είχε και ο μάγειρας την ίδια τύχη, αν τελευταία στιγμή η γυναίκα του δεν εμφάνιζε τα δυο παιδιά που είχε κρύψει. Οι γονείς ξανάσμιξαν με τ’ αγγελούδια τους ενώ αργότερα ο βασιλιάς απέδωσε τίτλο τιμής στον μάγειρα και παντρεύτηκε την Talia, που κατάλαβε τελικά αυτό που λένε... πως οι άνθρωποι οι τυχεροί είναι αυτοί που ευλογούνται όταν κοιμούνται.
Η Πριγκίπισσα Penta με τα Κομμένα Χέρια
Ένα ακόμα «μαύρο» παραμύθι του Ιταλού Giambattista Basile, που συμπεριέλαβε στη συλλογή του, Pentamerone, του 1634. Εδώ, μια όμορφη πριγκίπισσα, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τον έρωτα του αδερφού της, κόβει τα ίδια της τα χέρια...
Κάπου, κάπως, κάποτε ήταν ένας βασιλιάς που η γυναίκα του πέθανε κι εκείνος ερωτεύτηκε την Penta, την ίδια του την αδερφή. Την ικέτευσε να τον παντρευτεί, αλλά όσο εκείνη αρνιόταν, τόσο εκείνος επέμενε, μέχρι που στο τέλος τον ρώτησε τι ήταν εκείνο που του άρεσε τόσο πολύ σ’ εκείνη. Τότε ο βασιλιάς απάντησε πως φυσικά η ομορφιά της, αλλά ακόμα πιο πολύ τα χέρια της. Η Penta, προκειμένου να αποφύγει αυτόν τον ανόσιο γάμο, ξεγέλασε ένα δούλο, και της έκοψε τα χέρια. Ο βασιλιάς, αποκρουσμένος διέταξε να τη βάλουν σ’ ένα σεντούκι και να την πετάξουν στη θάλασσα.
Το βρήκε αργότερα ένας ψαράς και πήρε το κακόμοιρο κορίτσι σπίτι του. Η γυναίκα του η Nuccia όμως, που ζήλευε παράφορα την Penta για την ομορφιά της, την ξαναπέταξε στη θάλασσα. Ο βασιλιάς του Terraverde, πλέοντας στ’ ανοιχτά είδε το σεντούκι και το περιμάζεψε. Όταν το άνοιξε και βρήκε μέσα το κορίτσι, αποφάσισε να τη βάλει ως κυρία των τιμών στην υπηρεσία της γυναίκας του. Η βασίλισσα όμως έπεσε βαριά άρρωστη και του ζήτησε, όταν εκείνη θα πέθαινε, να παντρευτεί την Penta.
Έτσι κι έγινε. Ο βασιλιάς παντρεύτηκε το κορίτσι κι όταν εκείνος αργότερα έλειπε σε ταξίδι, η Penta γέννησε ένα μωράκι. Οι υπήκοοι έσπευσαν να στείλουν τα χαρμόσυνα μαντάτα στο βασιλιά, το πλοίο του όμως χτυπήθηκε από τρικυμία και έριξε το πλήρωμα στην ακτή, όπου ζούσε ο ίδιος ψαράς που είχε σώσει και την Penta. H Nuccia, βρήκε το γράμμα στη τσέπη του μεθυσμένου καπετάνιου και λυσσασμένη από τη ζήλια και το κακό της το άλλαξε με ένα γράμμα που ‘λεγε πως η βασίλισσα γέννησε κουτάβι!
Ο βασιλιάς έλαβε το ψεύτικο γράμμα, όμως έγραψε στην καλή του να μη στεναχωριέται και πως αυτά καθορίζονται απ’ τα θεία. Για άλλη μια φορά όμως η Nuccia κατάφερε να βρει το γράμμα και να βάλει στη θέση του ένα άλλο που διέταζε να κάψουν την Penta και το μικρό της ζωντανούς!
Για καλή τύχη του κοριτσιού, οι σύμβουλοι του βασιλιά πίστεψαν πως αυτός τρελάθηκε, κι έστειλαν την Penta με το παιδί μακριά. Τελικά, της προσέφερε καταφύγιο ένας μάγος που διαφέντευε ένα μακρινό βασίλειο. Ο μάγος αυτός ανακοίνωσε πως θα ‘δινε μεγάλη αμοιβή σ’ όποιον του έλεγε την πιο θλιβερή ιστορία κι έτσι πολλοί άρχισαν να συρρέουν στο παλάτι.
Όταν ο βασιλιάς γύρισε στην πατρίδα του κι έμαθε τα πάντα, γρήγορα κατάλαβε πως όλα τα είχε σχεδιάσει η Nuccia. Πήγε λοιπόν στο σπίτι της κι έβαλε να την κάψουν. Άκουσε όμως από τον αδερφό της Penta για κείνο το μάγο που ‘δινε ολόκληρη περιουσία σ’ εκείνον που ‘χε ν’ αφηγηθεί την πιο λυπητερή ιστορία, κι έτσι κίνησε για το μακρινό αυτό βασίλειο, πιστεύοντας πως αυτή ήταν σίγουρα η δική του... Κι ο αδερφός της Penta πήγε όμως. Και προκειμένου να κερδίσει, ξετύλιξε μπρος σε όλους τη διαστροφή και την κακία του χωρίς καμιά ντροπή και πως πέταξε την κοπέλα στη θάλασσα. Ήρθε κι η σειρά του βασιλιά... Και είπε κι εκείνος τη δική του ιστορία. Τότε ο μάγος αποκάλυψε την Penta και το γιο της, ανακηρύσσοντας τον άντρα της νικητή και διάδοχο του θρόνου του.
Το πεισματάρικο παιδί
Θεωρείται το πιο σκοτεινό και αδιευκρίνιστο παραμύθι των αδερφών Grimm. Στη συλλογή τους με διαδεδομένα προφορικά παραμύθια της Γερμανίας, το εν λόγω αριθμεί το νούμερο 117 με την αρίθμηση της πρώτης έκδοσης, ενώ στην τελική και διαδεδομένη σήμερα λείπει τελείως, και δε γίνεται σαφές από τους αδερφούς παραμυθάδες αν ο θάνατος του μικρού παιδιού ήταν τελικά κάτι το επιθυμητό...
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παιδάκι πολύ ξεροκέφαλο, που δεν έκανε ό,τι του έλεγε η μαμά του. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός, που δυσαρεστήθηκε μαζί του, το έκανε ν’ αρρωστήσει και κανείς γιατρός δεν μπορούσε να το βοηθήσει. Έτσι, λίγο καιρό αργότερα κειτόταν στο νεκροκρέβατό του.
Το έβαλαν σ’ έναν τάφο και το σκέπασαν με χώμα. Όμως ξαφνικά το χεράκι του βγήκε από τη γη και σηκώθηκε όρθιο. Και δεν βοήθησε ούτε όταν το ξανάβαλαν μέσα και το σκέπασαν με φρέσκο χώμα, γιατί συνέχιζε να βγαίνει έξω ξανά και ξανά. Τότε λοιπόν έπρεπε να πάει η ίδια του η μάνα και να ρίξει μερικές ξυλιές στο χεράκι με μια βέργα, και μόνο όταν το έκανε αυτό, το χεράκι πια υποχώρησε και το παιδί αναπαύθηκε επιτέλους κάτω απ’ τη γη.
Η Μικρή Γοργόνα
Δεν θα μπορούσε να λείπει από εδώ ένα παραμύθι –ίσως το πιο στενάχωρο– του Hans Christian Andersen, που το τέλος του κατακρίθηκε από τη δημιουργό της Mary Poppins, P. L. Travers. Σύμφωνα με την τελευταία, η προσθήκη του ευτυχισμένου τέλους στην ιστορία από τον Andersen είναι χειρότερο από το πρωτότυπο λυπητερό τέλος, όπου η Μικρή Γοργόνα απλά χάνεται στον αφρό της θάλασσας. Κι αυτό γιατί θεωρεί πως έτσι «εκβιάζει» ψυχολογικά τα παιδιά για το «καλό της ψυχής τους».
Στα βάθη της θάλασσας ζει μια Μικρή Γοργόνα με τις μεγαλύτερες αδερφές της και τον βασιλιά πατέρα τους. Όταν οι γοργόνες γίνουν δεκαπέντε χρονών, έχουν το δικαίωμα για πρώτη φορά στη ζωή τους να ανέβουν στην επιφάνεια της θάλασσας και να δουν έστω και φευγαλέα τον κόσμο των θνητών. Η Μικρή Γοργόνα, καθώς μία-μία οι μεγαλύτερες αδερφές της γυρνούσαν από το φοβερό αυτό ταξίδι, άκουγε τις ιστορίες που είχαν να διηγηθούν όλο λαχτάρα. Ήθελε τόσο να γνωρίσει κι εκείνη αυτόν τον κόσμο.
Όταν ήρθε κι η δική της σειρά, αναδυόμενη, πέτυχε τη γιορτή πάνω σ’ ένα καράβι για τα γενέθλια ενός όμορφου πρίγκιπα. Μαγεμένη, τον ερωτεύτηκε αμέσως κι έτσι, όταν λίγο αργότερα ξέσπασε τρικυμία κι εκείνος ναυάγησε, έσπευσε να τον σώσει και να τον μεταφέρει σε μια ακτή, μ’ έναν ναό κοντά, ώστε να τον βρουν και να τον περιθάλψουν.
Όμως αλίμονο... πού να ξεχάσει τον νεαρό πρίγκιπα... Συντετριμμένη, ρώτησε τη σοφή γιαγιά της για τους ανθρώπους, και αν ζουν όσο οι γοργόνες.
- Μπορεί να μη ζουν παιδί μου τριακόσια χρόνια, όπως εμείς, αλλά όταν εμείς πεθάνουμε γινόμαστε αφρός της θάλασσας και παύουμε να υπάρχουμε, γιατί δεν έχουμε ψυχή... Η δική τους, όμως, είναι αιώνια. Και ανεβαίνει στον ουρανό...
Αυτό γέμισε απελπισία τη Μικρή Γοργόνα και την έκανε να ζητήσει τη βοήθεια της κακιάς μάγισσας του βυθού, προκειμένου να γίνει θνητή.
- Ας είναι... Θα σου πουλήσω ένα φίλτρο...
- Μα δεν έχω χρήματα...
- Θα σου κόψω τη γλώσσα και θα πάρω και την όμορφη φωνή σου. Έτσι θα με πληρώσεις.
- Και τι θα γίνει άμα γίνω άνθρωπος;
- Θ’ αποχαιρετήσεις για πάντα τη θάλασσα και τη γοργονίσια ουρά σου. Όταν θα πιείς το φίλτρο, θα νιώσεις σα να σε διαπερνά ξίφος, από πάνω ως κάτω... όταν συνέλθεις θα έχεις δύο ανθρώπινα πόδια. Και θα μπορείς να χορεύεις τόσο όμορφα, όσο κανένας άλλος. Όμως κάθε φορά θα πονάς τόσο, που θα ‘ναι σα να πατάς σε μυτερά μαχαίρια.
- Κι η ψυχή μου; Θ’ αποκτήσω ψυχή;
- Αν σ’ ερωτευτεί και σε παντρευτεί, τότε ένα κομμάτι της ψυχή του θα κατοικήσει μέσα σου και θ’ αποκτήσεις έτσι κι εσύ ψυχή. Όμως έχε τον νου σου... Αν ο αγαπημένος σου παντρευτεί άλλη, το επόμενο πρωινό θα πεθάνεις, θα γίνεις ένα με τον αφρό της θάλασσας κι η ψυχή σου θα χαθεί για πάντα
Η Μικρή Γοργόνα δέχτηκε. Κι αφού κολύμπησε ως το βασίλειο του αγαπημένου της, ήπιε το μαγικό φίλτρο. Όταν συνήλθε, τη βρήκε ο ίδιος ο πρίγκιπας και μαγεμένος απ’ την ομορφιά της την πήρε στο παλάτι του. Εκεί όμως όλοι την περνούν για μουγκή. Το ίδιο κι εκείνος. Αφού την είδε να χορεύει, αποσβολωμένος από τον εξαίσιο χορό της, της ζητάει συχνά να το κάνει γι’ αυτόν και παρόλο που αυτό της φέρνει αβάσταχτους πόνους, προκειμένου να τον ικανοποιήσει το κάνει ξανά και ξανά...
Όσο και να τον διασκεδάζουν όμως είτε η ομορφιά είτε ο χορός της, ο πρίγκιπας της φέρεται περισσότερο σαν κουτάβι ή μικρό παιδί, και μονάχα την αφήνει να κοιμάται στο πάτωμα, στα πόδια του κρεβατιού του... Οι γονείς του, κανονίζουν τους γάμους του με την πριγκίπισσα απ’ το γειτονικό βασίλειο κι ενώ εκείνος στην αρχή αντιδρά, όταν μαθαίνει αργότερα πως είναι η ιέρεια του ναού που τον περιέθαλψε μετά το ναυάγιο, δηλώνει ερωτευμένος και σύμφωνος με τον γάμο.
Σπουδαία γιορτή γίνεται. Σε πλοίο μεγάλο πάνω... κι η Μικρή Γοργόνα χορεύει γι’ ακόμα μια φορά... για τον γάμο του αγαπημένου της... με άλλη.
Όταν το βράδυ έρχεται, περιμένει το τέλος της, που θα ‘ρθει την αυγή, με καρδιά ραγισμένη. Τότε εμφανίζονται οι αγαπημένες της αδερφές.
- Έλα, πάρε..., λέει η μεγαλύτερη και της δίνει ένα μαχαίρι.
Εκείνη έμενε να κοιτάζει τα όμορφα μαλλιά τους, που πια έλειπαν.
- Τα δώσαμε στην κακιά μάγισσα του βυθού. Έπρεπε να πάρουμε το μόνο πράγμα που μπορεί να σε σώσει, απάντησε η άλλη στην βουβή ερώτησή της.
Τις κοίταξε με απορία και οδύνη.
- Μόνο αν μ’ αυτό σκοτώσεις τον αγαπημένο σου και τρέξει το αίμα του στα πόδια σου θα μπορέσεις να ζήσεις και να γυρίσεις πάλι πίσω στη θάλασσα.
Και λέγοντας αυτά, χάθηκαν στα σκοτεινά νερά.
Η Μικρή Γοργόνα, κοίταξε τον πρίγκιπα που κοιμόταν βαθιά έχοντας στην αγκαλιά του τη νεαρή του νύφη. Είχε αρχίσει μόλις να χαράζει... Πέταξε με ορμή το μαχαίρι στη θάλασσα και βούτηξε κι εκείνη.
Κι ενώ νιώθει να γίνεται ένα με τον αφρό, αντί να παύει να υπάρχει, αισθάνεται μια ζεστασιά να απλώνεται σε όλο της το κορμί. Ένα φωτεινό πλάσμα, πνεύμα του αέρα δεμένο με τη γη, που ενώ αναδύεται στους ουρανούς, οι κόρες του αιθέρα τη χαιρετούν. Της λένε πως τα κατάφερε... Επειδή πάλεψε τόσο σκληρά για ν’ αποκτήσει αθάνατη ψυχή. Και πως θα της δοθεί, αν για τριακόσια χρόνια περιφέρεται στη γη, κάνοντας καλές πράξεις...
Πηγή 1, Πηγή 2, Πηγή 3, Πηγή 4, Πηγή 5, Πηγή 6, Πηγή 7, Πηγή 8, Πηγή 9
Jan M. Ziolkowski, Fairy Tales from Before Fairy Tales: The Medieval Latin Past of Wonderful Lies, University of Michigan Press, 2009