Βιβλιο-πρόταση: «Εκείνοι που επιστρέφουν» από τις εκδόσεις Λυκόφως

52534578_2078968062180391_4712321985550483456_o.jpg

Το Fantasmagoria τελείωσε και εγώ το αποχαιρέτησα με μια αγκαλιά βιβλία, όμορφες εικόνες και μία υποψία πως έχω πολλά ακόμα να βρω στα βιβλία που κουβαλούσα. Και είχα δίκιο. Μέσα στη στοίβα των βιβλίων άλλα ξεχώριζαν από τα εξώφυλλα, άλλα από τους τίτλους και άλλα από τη θεματική τους. Ήταν ένα, όμως, που ξεχώριζε και για τα τρία, το βιβλίο με τίτλο «Εκείνοι που Επιστρέφουν» της Αγνής Σιούλα και του Γιώργου Γιώτσα από Εκδόσεις Λυκόφως.

Λίγο το ότι έχω μια έλξη για τα διηγήματα, λίγο το ότι με γοητεύουν οι λαϊκές παραδόσεις, δεν έχασα στιγμή και το ξεκίνησα με το που έφτασα στο σπίτι. Ο καιρός βροχερός στην πόλη, κλίμα κατάλληλο για ιστορίες με μεγάλες δόσεις τρόμου, αγωνίας και μυστηρίου. Για ιστορίες σύγχρονες αλλά ταυτόχρονα και διαχρονικές. Ιστορίες σαν αυτές που έχουμε ακούσει από ένα γέρικο στόμα ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο χωριό, σαν αυτές που έχουμε φανταστεί και που ξεπηδάν από αρχέγονους φόβους ίσως, από τότε ακόμη, από εκείνα τα παλιά τα χρόνια που η μαγεία και τα στοιχειά γυρνούσαν στους δρόμους και τα βουνά.

Δεν είχε τύχει να διαβάσω ξανά τους δύο συγγραφείς, και παρότι είχα ακούσει τα καλύτερα λόγια, ξεκινώντας το βιβλίο κρατούσα μικρό καλάθι. Τα διηγήματα είναι δύσκολα και η λαογραφία είναι μια θεματική που μπορεί εύκολα να κάνει ένα κείμενο γραφικό. Πριν προλάβω όμως να τελειώσω την εισαγωγή, είχα αφήσει πίσω μου κάθε δυσπιστία και αμφιβολία.

Το βιβλίο αποτελείται από επτά διηγήματα. Οι δύο συγγραφείς εναλλάσσονται μεταξύ τους, ενώ το τελευταίο διήγημα είναι κοινό. Κλείνοντας το βιβλίο υπάρχουν δύο κείμενα «Αντί επιλόγου» που μας αφήνουν να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στις σκέψεις και τους προβληματισμούς που είχαν οι συγγραφείς κατά τη διάρκεια της συγγραφικής διαδικασίας.

Κεντρικό θέμα όλων των ιστοριών είναι η μυθολογία των βρικολάκων και των βαμπίρ, όχι όμως αυτών που γνωρίζουμε από την τηλεόραση και τα πιο σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα, αλλά των δικών μας βρικολάκων, των παραδοσιακών λαϊκών αυτών σκοτεινών πλασμάτων. Πλάσματα που τα γέννησαν η νύχτα, τα σκοτεινά χωριά και οι φοβίες των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου και που δεν πίνουν πάντα αίμα, που μπορούν να κυκλοφορούν μέρα και να μπαίνουν σε εκκλησίες, άλλες φορές ζουν αιώνια και άλλες μπαινοβγαίνουν στον τάφο τους, μερικές φορές είναι άσχημα και τρομακτικά και άλλες δεν τα ξεχωρίζεις από τους ανθρώπους. Τα διηγήματα μάς μεταφέρουν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και κάθε ένα από αυτά δίνει και μια διαφορετική εικόνα των βρικολάκων.

Διαβάζοντας το βιβλίο, η μία ιστορία κυλούσε μετά την άλλη χωρίς να κουράζει, οι γραφές των δύο συγγραφέων έρεαν και η αλληλουχία των φωνών τους σε βούλιαζε μέσα στον παλιό κόσμο, συνδέοντάς τον με τον σύγχρονο τον δικό μας με έναν τρόπο που σε έπειθε, με έναν τρόπο που σε έκανε να αμφιβάλλεις για το τι μπορεί να κρύβεται έξω από το παράθυρό σου μέσα στη βροχή, και ας είσαι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πέρα, όμως, από την αμεσότητα της γραφής και των δύο συγγραφέων, με εντυπωσίασε η αποτύπωση και οι περιγραφές των τόπων. Δεν ξέρω αν οι συγγραφείς μεγάλωσαν σε κάποια μέρη από αυτά που περιγράφουν ή αν τα ερεύνησαν τόσο καλά, αλλά το αποτέλεσμα μου άρεσε πάρα πολύ. Συχνά διαβάζουμε σε διηγήματα για χωριά που περιγράφονται σαν το ιδεατό χωριό, χωρίς ταυτότητα, με όλα τα κλισέ χαρακτηριστικά τις επαρχίας και εδώ έκαναν τη διαφορά η Αγνή Σιούλα και ο Γιώργος Γιώτσας. Σε αυτό το βιβλίο οι τόποι έχουν ταυτότητα, η Κόνιτσα με τις τσίγκινες σκεπές της, το Νυμφαίο με τα πετρόκτιστα σπίτια του και μαζί με τους τόπους αποκτούν ταυτότητα και οι θρύλοι και οι παραδόσεις του. Αποκτούν ταυτότητα οι ήρωες των ιστοριών.

Οι συγγραφείς, μέσα από τα εφτά διηγήματα τους δεν μας μίλησαν μόνο για βρικόλακες και υπερφυσικά όντα, μας μίλησαν και για προσωπικούς δαίμονες. Δαίμονες σύγχρονους που κρύβονται μέσα στις πόλεις, μέσα στον καθένα από εμάς και ξυπνάνε φοβίες και εφιάλτες. Ξεγυμνώνουν τον άνθρωπο αποκαλύπτοντας τα ελαττώματά του, την αλαζονεία του και τον εγωισμό του. Τον φέρνουν απέναντι στα πάθη του και τις επιλογές του, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα σκοτεινή και τρομακτική, κάνοντάς μας να νιώσουμε πως θα μπορούσαμε και εμείς να βρεθούμε στη θέση του.

Αν, λοιπόν, ένα βιβλίο καταφέρνει να σε κάνει να το διαβάσεις απνευστί μέχρι την τελευταία σελίδα, σε κάνει να ταξιδέψεις και να σκεφτείς, σε κάνει να ψάξεις τα υπόλοιπα βιβλία των συγγραφέων, σίγουρα αυτό είναι ένα πολύ καλό βιβλίο. Και όλα αυτά το «Εκείνοι που Επιστρέφουν» κατά τη γνώμη μου τα κατάφερε.

Τέλος, να σημειώσω πως τα διηγήματα που ξεχώρισα ήταν το «Ο κάθε ένας πετάει και από ένα ασημένιο φεγγάρι», «Ομίχλη στη Νιβέστα» και «Άνω Τελώνια» χωρίς να σημαίνει πως όλα τα υπόλοιπα μένουν πίσω.

Καλές αναγνώσεις!

Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο εδώ