Παγκόσμια ημέρα ποίησης: η θέση της στη λογοτεχνία του φανταστικού
Η ποίηση και η λογοτεχνία του φανταστικού, ειδικά στη σύγχρονη εποχή, μοιάζουν να μην έχουν κάποιο στοιχείο επικοινωνίας. Σαν αδέρφια που πήραν εντελώς χωριστούς δρόμους, και πλέον δεν βρίσκονται ούτε για τις γιορτές, το κάθε είδος έχει ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική πορεία, έχοντας πλέον διαφορετικές ιστορίες, διαφορετικούς προορισμούς, αλλά και εντελώς διαφορετικές αξίες τις οποίες υπηρετούν. Για αρκετούς, ποίηση και φανταστικό δεν πάνε μαζί. Ενώ το φανταστικό υπηρετεί συνήθως την ομορφιά και τη μαγεία της αφήγησης, η ποίηση υπηρετεί το βάθος και το νόημα, είναι ερμητική, σπάει στις συμβάσεις της επικοινωνίας, κι είναι συχνά δυσνόητη –εξ ου και η περίφημη φράση: «Τι θέλει να πει ο ποιητής;»
Όμως, αν θέλαμε να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα, θα βλέπαμε πως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Στην πραγματικότητα, φαντασία και ποίηση έχουν συναντηθεί αρκετές φορές, πολλές περισσότερες απ’ ό,τι θα φανταζόταν ένας ανυποψίαστος αναγνώστης. Υπάρχουν δύο ερωτήσεις, οι οποίες θα αποτελέσουν πυξίδα στην παρούσα επισκόπηση και κατά τη γνώμη μου αποτελούν κλειδιά για την ευρύτερη κατανόηση του προβλήματος -και με τον όρο «ευρύτερη», εννοώ πως το ερώτημα περί της ποίησης του φανταστικού αγγίζει πολύ πιο γενικά και βαθύτερα προβλήματα της αισθητικής, της θεωρίας της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας της τέχνης.
Δύο ερωτήματα λοιπόν: για να δούμε αν υπάρχει ποίηση του φανταστικού, πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε τι είναι η ποίηση γενικότερα και δεύτερον, τι είναι η λογοτεχνία του φανταστικού.
Ξεκινώντας από το πρώτο ερώτημα, είναι βέβαια πρακτικά αδύνατο να το πραγματευτεί κανείς σε ένα ολόκληρο βιβλίο, πόσο μάλλον σε ένα άρθρο ή σε μία παράγραφο. Στο ερώτημα αυτό, σημείο-κλειδί είναι το γεγονός πως ο ορισμός της ποίησης αλλάζει ανάλογα την εποχή, τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού, τις λογοτεχνικές αναζητήσεις και ζυμώσεις των ίδιων των λογοτεχνών και φυσικά, την αποκρυστάλλωση αυτών από τους φιλολόγους και τους θεωρητικούς. Σαφέστερα, η ποίηση δεν ήταν πάντα η ποίηση του σήμερα. Η ερμητική, δυσνόητη, συμβολική, περίπλοκη, κρυπτική και εσωτερική ποίηση του 20ου και του 21ου αιώνα δεν υπήρχε πάντοτε. Σε άλλες εποχές ποίηση σήμαινε «έμμετρος λόγος» και τις περισσότερες φορές ταυτιζόταν με τη λογοτεχνία, αφού η έννοια του «μυθιστορήματος» δεν είχε καν εφευρεθεί.
Από την άλλη, η λογοτεχνία του φανταστικού έχει συνδεθεί αποκλειστικά με το μυθιστόρημα. Από την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και από τα Χρονικά της Νάρνια μέχρι το Παιχνίδι του Στέμματος, το φανταστικό χρησιμοποίησε την πεζογραφία και όχι την ποίηση για να αναπτύξει τα θέματά του –και όχι άδικα. Ο πεζός λόγος υπηρετεί καλύτερα τη λογοτεχνία του φανταστικού, γιατί μέσω αυτού μπορεί να αναπτύξει καλύτερα την πλοκή, να στήσει τον κόσμο και το σκηνικό, να αφηγηθεί την ιστορία και τις περιπέτειες των ηρώων. Η ποίηση με το μέτρο και την ομοιοκαταληξία θα έκανε το έργο του συγγραφέα πολύ πιο δύσκολο, αφού εκτός από την πλοκή, τους χαρακτήρες και τον ευρύτερο κόσμο, θα έπρεπε να δουλέψει και τα δύο αυτά δομικά στοιχεία, με τρόπο ώστε να μην αδικήσει τις εμπνεύσεις του.
Το συμπέρασμα είναι ότι, αφενός, ως ποίηση μπορούν να θεωρηθούν έργα τα οποία, ενώ πληρούν όλες τις συνθήκες, δεν θεωρούνται «αυστηρά» ποίηση. Έργα όπως η Οδύσσεια, το δημοτικό τραγούδι και ο Ερωτόκριτος, όπως η Θεία Κωμωδία του Δάντη, όπως ο Beowulf, το Nibelugenlied και η Edda, παρότι έχουν μέτρο -και κάποια από αυτά ομοιοκαταληξία- δύσκολα θα τα εντάσσαμε στην κατηγορία «ποιήματα», τουλάχιστον όχι με την πιο σύγχρονη έννοια. Σίγουρα όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν (έστω και αναδρομικά) να ενταχθούν στη λογοτεχνία του φανταστικού, όμως στην προσωπική μου λίστα θα έμεναν εκτός -κι αυτό γιατί, όταν μιλάμε για «ποίηση του φανταστικού», έχουμε στον νου μας το ποίημα με την πιο σύγχρονη μορφή του. Με άλλα λόγια, ενώ θα μπορούσα να συμπεριλάβω τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Δάντη και τον Κορνάρο στην «ποίηση του φανταστικού», εντούτοις επιλέγω να εστιάσω σε μια εντελώς διαφορετική πτυχή –και ίσως πιο άγνωστη- της περιοχής της ποίησης.
Αφετέρου, η λογοτεχνία του φανταστικού έχει συνδεθεί σχεδόν άρρηκτα με την ανάπτυξη της πλοκής, την ιστορία, την αφήγηση, σε σημείο να τα θεωρούμε εγγενή στοιχεία της λογοτεχνίας του φανταστικού. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως ποίηση του φανταστικού μπορεί να υπάρξει ακόμα και χωρίς πλοκή. Φανταστείτε ένα ποίημα το οποίο απλά θα περιέγραφε τη μορφή μιας νεράιδας ή μιας γοργόνας. Ούτε πλοκή, ούτε χαρακτήρες, ούτε τίποτα. Ακόμα κι αν ήταν ένα απλό ερωτικό ποίημα, από τη στιγμή που πραγματεύεται κάτι τόσο εξόχως ενταγμένο στη λογοτεχνία του φανταστικού, θα το ενέτασσα μέσα σε μια υποθετική λίστα, ακόμα κι αν αυτή η λίστα δεν είχε την αφηγηματική δεινότητα της Οδύσσειας ή της Αινειάδας. Από την άλλη, χρειάζεται μια σαφής εντύπωση του φανταστικού μέσα στο ποίημα, μια ιδιαίτερη μαγεία, όχι απλώς αναφορές σε στοιχεία του φανταστικού, τα οποία δεν συνάδουν με το πνεύμα του ποιήματος. Στον νου μου έχω το A Faery Song του William Butler Yeats, το οποίο παρόλο είναι ένα τραγούδι που το «τραγουδούν οι νεράιδες» είναι στην ουσία του ένα ποίημα για το γαμήλιο κρεβάτι. Αντιστοίχως, ένα νανούρισμα, ακόμα κι αν είναι διανθισμένο με αναφορές στο φανταστικό, παραμένει νανούρισμα. Όπως αντιλαμβάνεστε, μιλάμε για πολύ λεπτές ισορροπίες,.
Αναμενόμενο θα ήταν η λίστα να ξεκινήσει με τον Shakespeare, όχι άδικα. Παρ’ όλα αυτά θα βγάλω συνειδητά και με πλήρη αίσθηση κινδύνου τα έργα του έξω, για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί τα σονέτα του δεν πληρούν τα κριτήρια που έχουν τεθεί στον παρόν άρθρο ως «λογοτεχνία του φανταστικού». Τα σονέτα του Shakespeare είναι λυρικότατα, πανέμορφα, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς τη μορφή, είναι αρτιότατα από πλευράς τεχνικής, αλλά «λογοτεχνία του φανταστικού» δεν είναι. Μπορεί να έχουν μια παρομοίωση με κάτι φανταστικό (π.χ στο σονέτο 21), αλλά μια παρομοίωση δεν φτάνει. Δεύτερον, γιατί υπάρχουν τραγούδια μέσα στα θεατρικά του (στο Όνειρο Θερινής Νυχτός ή στην Τρικυμία), τα οποία είναι πιο κοντά στη λογοτεχνία του φανταστικού. Αυτά όμως δεν συμπεριληφθούν, ακριβώς επειδή δεν είναι ποιήματα αυτούσια, αλλά κομμάτια ενταγμένα σε ένα θεατρικό. Όπως ακριβώς δεν μιλάμε για τα χορικά του Αισχύλου ως «ποιήματα», όπως ποιήματα θεωρούμε τη λυρική ποίηση της Σαπφώς, έτσι δεν θα ληφθεί υπόψη ως «ποίημα του φανταστικού», το τραγούδι της Ariel στην Τρικυμία, παρόλο που εκ των υστέρων, κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως fantasy την Τρικυμία του Shakespeare.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα ποιήματα, πλησιέστερο στον ορισμό “ποίησης του φανταστικού”, είναι ο Ξωτικοβασιλιάς (Erlkönig) του Goethe. Το ποίημα είναι σύντομο –μόνο οκτώ στροφές- και περιγράφει μια σκηνή, στην οποία ένας πατέρας καλπάζει στο δάσος με το άρρωστο παιδί του στην αγκαλιά του. Το παιδί παραληρεί και βλέπει μπροστά του τον Ξωτικοβασιλιά, ο οποίος θέλει να πάρει το παιδί μαζί του –προφανώς νεκρό. Το ποίημα, παρόλο που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αφήγηση και είναι απλά η περιγραφή μιας σκηνής, πιστεύω πως είναι η επιτομή της «ποίησης του φανταστικού». Πρώτον ασχολείται με ένα κατεξοχήν «φανταστικό» μοτίβο, αυτό της παρουσίας των ξωτικών. Παρόλο που δεν αναφέρεται ρητά, ο Goethe χρησιμοποιεί την παράδοση των ξωτικών ως τρομακτικών υπερφυσικών οντοτήτων που ξεγελούν και απαγάγουν τους θνητούς, με την ομορφιά τους ή το τραγούδι τους. Το ποίημα καθεαυτό χρησιμοποιεί το αντιθετικό μοτίβο, της όρασης του πατέρα σε αντίθεση με το βλέμμα του παιδιού: εκεί που το παιδί βλέπει τις κόρες του Ξωτικοβασιλιά και ακούει τη φωνή του, ο πατέρας βλέπει μόνο δέντρα, κλαδιά και σκιές και ακούει τον άνεμο να φυσάει. Το ποίημα αναπτύσσει σταδιακά τη δυναμική του, με τα οράματα του παιδιού, τις σπαρακτικές παρακλήσεις του πατέρα και τελικά, τον θάνατο του παιδιού. Μέσα σε οκτώ στροφές μόνο, ο Goethe έχει δώσει κάτι που νομίζω ελάχιστοι έχουν δώσει: μια σύντομη ιστορία περιορισμένη από το μέτρο και την ομοιοκαταληξία που όμως αναπτύσσει μια τεράστια ποιητική και αισθητική δυναμική.
Ίσως πιο γνωστό στο ευρύ κοινό, εξαιτίας του πίνακα του Waterhouse και της μελοποίησης του από τη Loreena McKennit, το επόμενο ποίημα που πιστεύω χαρακτηρίζει την «ποίηση του φανταστικού» είναι το Lady of Shalott του Alfred Lord Tennyson. Πολύ μεγαλύτερο από το ποίημα του Goethe (το ποίημα είναι συνολικά 19 στροφές, χωρισμένο σε τέσσερα μέρη), το Lady of Shalott είναι η ιστορία μιας γυναίκας που είναι φυλακισμένη σ’ έναν πύργο στο νησί του Shalott και τη βαραίνει μια κατάρα, να μην μπορεί να δει απευθείας τον κόσμο, παρά μόνο μέσω ενός καθρέφτη. Όταν κάποια στιγμή ο Lancelot κατεβαίνει από το Camelot, η λαίδη τον βλέπει, ενεργοποιώντας την κατάρα. Αφήνοντας τον πύργο πλέον, μπαίνει στη βάρκα, χαράσσει το όνομά της και πριν προλάβει να φτάσει στην απέναντι όχθη, πεθαίνει. Η ιστορία της Lady of Shalott είναι εμπνευσμένη από την ιστορία της Elaine of Astolat (όπως την περιγράφει ο Thomas Mallory), η οποία πεθαίνει παρόμοια με την ανώνυμη λαίδη, όμως εξαιτίας της ανεκπλήρωτης αγάπης της προς τον Lancelot. Ο Tennyson έχει συνθέσει πολλά ποιήματα εμπνεόμενος από τον μύθο του βασιλιά Αρθούρου (όπως τα Gallahad, Sir Launcelot and Queen Guinevere και ο ποιητικός κύκλος Idylls of the King), αλλά η Lady of Shalott είναι το πιο χαρακτηριστικό, κυρίως γιατί καταφέρνει και ισορροπεί μεταξύ της λυρικότητας και της αφηγηματικότητας, της ομορφιάς και της τραγωδίας, δίνοντας με πολύ δύσκολες ομοιοκαταληξίες ένα αρτιότατο λογοτέχνημα.
Σχετικά χαλαρά μπορούμε να εντάξουμε στο φαντασικό και το ποίημα του Heine, Die Lorelei. Αν και στο ποίημα δεν μαθαίνουμε ποτέ τι είναι στην πραγματικότητα η Lorelei, εντούτοις αυτή παρουσιάζεται ως μια σειρήνα, η οποία κάθεται σε έναν βράχο του ποταμού Ρήνου χτενίζοντας τα μαλλιά της και τραγουδώντας το τραγούδι της. Ένας βαρκάρης περνάει κοντά από τον βράχο και μαγεμένος κοιτάζει τη θεϊκή της ομορφιά, χωρίς όμως να βλέπει πως η βάρκα του έχει χτυπήσει στα βράχια και μπάζει νερό. Όπως θα ανέμενε κανείς από μια τέτοια ιστορία, ο βαρκάρης πνίγεται, καθώς η έκσταση από την ομορφιά της σειρήνας/νύμφης τον οδηγεί στον θάνατο.
Περισσότερο στο genre του fantasy είναι το ποίημα του Robert Browing, Childe Roland to the Dark Tower Came, που αν και ενέπνευσε ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού (τον Μαύρο Πύργο του Stephen King), εντούτοις παραμένει εν πολλοίς άγνωστο. Μέσα στους 200 στίχους του ποιήματος (αρκετά εκτενές), ο Browning περιγράφει την αποστολή/quest του Roland να φτάσει στον Μαύρο Πύργο, μέσα από δύο βασικά μοτίβα, (α) την περιγραφή των εφιαλτικών περιοχών (σαν τη Mordor σε στίχους) και (β) την περιγραφή των προηγούμενων αποτυχημένων προσπαθειών, καθώς ο Roland βλέπει τους πεσμένους ιππότες που απέτυχαν στην ίδια αποστολή πριν από αυτόν. Τελικά ο Roland φτάνει στον τελευταίο στίχο χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τι υπάρχει εκεί, αν και πολλοί, όπως η Margaret Atwood, βλέπουν ένα μεταφηγηματικό παραλληλισμό της αποστολής του Roland με την αποστολή του ποιητή. Τα δύο αυτά μοτίβα μπορούμε να τα βρούμε και σε άλλα ποιήματα, όπως τα εφιαλτικά τοπία στο Dreamland του Edgar Allan Poe ή την αποτυχία μπροστά σε μια αποστολή, όπως στο The Dole of King’s Daughter του Oscar Wilde, χωρίς όμως να θεωρούνται ως «ποίηση του φανταστικού», αν και περιέχουν αρκετά στοιχεία.
Σε κάτι πιο σύγχρονο, έχουμε τον συνήθη ύποπτο της λογοτεχνίας του φανταστικού, τον J.R.R Tolkien. Η περίπτωση του Tolkien είναι λίγο ασυνήθιστη για πολλούς λόγους. Πρώτον, ο Tolkien έχει γράψει πολλά ποιήματα, με το πρώτο να είναι το The Battle of the Eastern Field το μακρινό 1910, το οποίο είναι μια παρωδία του ποιήματος του Macaulay The Lays of Ancient Rome. Τα περισσότερα από αυτά είναι (όχι απλώς θα μπορούσαν) «ποίηση του φανταστικού». Κάποια από αυτά έχουν ήδη ενταχθεί στα μυθιστορήματα του, όπως το Far Over the Misty Mountains Cold, το οποίο είναι η έμμετρη ιστορία του Hobbit ή το All that is Gold Does Not Glitter ή το Gil-Galad, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Αυτά όμως βέβαια δεν είναι αρκετά για τον Tolkien, ο οποίος το 1962 εκδίδει το The Adventures of Tom Bombadil and Other Verses from the Red Book, το οποίο παρουσιάζεται σαν πραγματικά μεταφρασμένα τραγούδια από το Red Book of the Periannath (δηλαδή το βιβλίο που έγραψαν ο Bilbo και ο Frodo). Παρόλα τα ποιήματα που έχει γράψει ο Tolkien -και είναι όλα υπέροχα-, ενδεικτικά θα κρατήσω το The Last Voyage of Earendel, γιατί ήταν το πρώτο δείγμα (γράφτηκε μόλις το 1914) από αυτό που θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες σύγχρονες μυθολογίες στην ιστορία της λογοτεχνίας και της μυθοπλασίας. Η ιστορία ενός ναυτικού που ταξίδεψε προς τη δύση έγινε εν καιρώ ένας ολόκληρος κόσμος, ο οποίος ενέπνευσε λογοτέχνες και αναγνώστες σε όλο τον κόσμο –η μαγεία της ποίησης και της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Επίσης στη σύγχρονη λογοτεχνία, περίοπτη θέση στην ποίηση του φανταστικού, κατέχει ο Highwayman του Alfred Noyes, το οποίο έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό, πάλι μέσω της Loreena McKennit. Το ποίημα δεν έχει κάποια φανταστική αναφορά σε φαύνους, νεράιδες, ξωτικά, ή οτιδήποτε άλλο, είναι απλά μια ιστορία ενός ληστή που αγαπούσε μια κοπέλα και που, όταν οι στρατιώτες του βασιλιά του στήσανε ενέδρα ύστερα από προδοσία, εκείνη θυσίασε τη ζωή της για να τον σώσει. Το ποίημα έχει μια ιδιαίτερη μαγεία, μια μαγεία που ανήκει στο ευρύτερο πλαίσιο του φανταστικού, την οποία χτίζει κυρίως με την ομοιοκαταληξία, τις επαναλήψεις και την σταδιακή-κλιμακωτή ένταση, που κλείνει με τον θάνατο του ίδιου του ληστή. Το ποίημα, πέρα από τα πολλά adaptations που έχει, έχει ψηφιστεί σε δημοσκόπηση από το BBC ως το 15ο πιο αγαπημένο ποίημα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Από τον ελληνικό χώρο, έχοντας εξαιρέσει τις αναφορές στην αρχή του άρθρου, χαρακτηριστικό παράδειγμα ποίησης του είδους αποτελεί ο Θανάσης Βάγιας του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Στο μακροσκελές αυτό ποίημα (το οποίο απαριθμεί επτά μέρη), ο Θανάσης Βάγιας ανασταίνεται ως βρικόλακας και τρέχει μαζί με τους άλλους ανεστημένους βρικόλακες. Όμως ο Θανάσης ο Βάγιας έχει μόνο μια έγνοια και επιστρέφει στη γυναίκα του, η οποία τον βλέπει και τρομάζει. Στην κορύφωση του ποιήματος, ο Βάγιας προσπαθεί να αγκαλιάσει τη γυναίκα του, όμως το τίμιο ξύλο που φοράει εκείνη, τον αναγκάζει (ως πνεύμα της νύχτας) να γυρίσει πίσω στο μνήμα του.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα στα ελληνικά γράμματα είναι δύσκολο να βρεθεί. Ο Σολωμός κινείται περισσότερο στο λυρικό/ρομαντικό μοτίβο (ως επιρροή από τον Schiller) παρά στη φαντασία καθαυτή. Η γενιά του ‘20 εστίασε στη μελαγχολία του Baudelaire και του Verlaine. Η γενιά του ‘30, η γενιά του μοντερνισμού, έδωσε τη σημερινή ιδέα που έχουμε για την ποίηση. Το πιο κοντινό που έχουμε σε ποίηση του φανταστικού (που και πάλι κανένας φιλόλογος δεν θα δεχόταν τον ισχυρισμό) είναι κάποια ποιήματα του Κωστή Παλαμά, κι αυτά επειδή έχουν ως θεματική την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία –χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Σάτυρος.
Ό,τι βέβαια δεν έδωσε η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, έδωσε η κυπριακή. Ο εθνικός ποιητής της Κύπρου, Βασίλης Μιχαηλίδης, έχει γράψει το καταπληκτικό ποίημα Ανεράδα («νεράιδα» επί το κοινότερον). Μπορεί η βαριά κυπριακή διάλεκτος του Μιχαηλίδη να αποτελέσει πρόβλημα για την κατανόηση, αλλά αξίζει τον κόπο. Στο ποίημα περιγράφεται ο έρωτας του νεαρού και άπειρου ποιητή με μια νεράιδα που γνωρίζει στην εξοχή. Μαγεμένος από την ομορφιά της, ο ποιητής την ακολουθεί παντού, μέχρι που η ανεράδα εξαφανίζεται. Πληγωμένος από την εγκατάλειψη, την απογοήτευση και την απώλεια της ομορφιάς, ο ποιητής επιστρέφει πίσω ως τραγικός ήρωας, καμένος από τη φωτιά της αγάπης και της απογοήτευσης. Ειδικά αυτό το ποίημα το έχω στην καρδιά μου, γιατί ο Μιχαηλίδης αγγίζει τα μοτίβα τα οποία είδαμε και προηγουμένως στον Goethe και τον Heine. Δεν ξέρω αν όντως ο Μιχαηλίδης είχε γνώση της γερμανικής ποίησης του προηγούμενου αιώνα, αλλά όπως και στον Goethe, όπως και στον Heine, τα ξωτικά, οι σειρήνες και οι νεράιδες είναι οντότητες που έχουν τη διπλή ιδιότητα να είναι εξαιρετικά όμορφα και εξαιρετικά επικίνδυνα, να προκαλούν τη μεγαλύτερη έκσταση και τον μεγαλύτερο πόνο.
Θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλα ποιήματα σε αυτά που έχουμε αναλύσει; Σίγουρα. Υπάρχουν λίστες που θεωρούν πως η Emily Dickinson έχει γράψει ποιήματα του φανταστικού, επειδή σε ένα ποίημα της αναφέρει την λέξη «witchcraft» ή πως το Tyger του Blake είναι ποίημα του φανταστικού. Η ερώτηση δεν είναι «πόσα ποιήματα του φανταστικού μπορούν να χωρέσουν σε μια λίστα», αλλά «πώς το φανταστικό έχει προσφέρει στην παγκόσμια λογοτεχνία». Στόχος του άρθρου δεν είναι η απαρίθμηση μιας λίστας, αλλά η εμβάθυνση σε αυτό που αποτελεί αξία.
Goethe, Tennyson, Heine, Browning, Tolkien, Noyes, Βαλαωρίτης και Μιχαηλίδης. Όλοι είναι ποιητές που άφησαν το στίγμα τους στην εθνική τους λογοτεχνία, αλλά και στο παγκόσμιο στερέωμα. Όλοι είναι ποιητές που ενέταξαν στην ποίησή τους στοιχεία που σήμερα τα βρίσκουμε στη λογοτεχνία του φανταστικού. Ιδωμένη από αυτό το πρίσμα, η ποίηση του φανταστικού μοιάζει με μια γέφυρα, που συνδέει την αισθητική υψηλή αξία της ποίησης και ταυτόχρονα τη μαγεία των μυθολογικών και των φανταστικών μοτίβων. Δεν χρειάζεται να κάνουμε αναφορές σε λογοτεχνικά έργα που απέχουν χιλιετίες από μας, για να δούμε πως το φανταστικό επηρεάζει τη λογοτεχνία και πως οι στίχοι και οι στροφές μπορούν να εμπλουτίσουν το είδος, δίνοντας του (πέρα από την επικότητα) τον λυρισμό και τη δυναμική που κρύβεται σε έναν στίχο. Παρόλο που τα παραδείγματα, όσο προχωρούμε σε πιο σύγχρονες περιπτώσεις, είναι όλο και σπανιότερα, αυτή η διαλεκτική που αναπτύσσεται προσφέρει πολλές νέες δυνατότητες τόσο για την ποίηση, όσο για τον ευρύτερο χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Βιβλιογραφία:
Tennyson, Alfred, The Works of Alfred Lord Tennyson, U.K, Wordsworth Editions, 2008
Browning, Robert, The Poems of Robert Browning, U.K, Wordsworth Editions, 1994
Goethe, Johann Wolfgang, Selected Poetry, U.K, Penguin, 2005
Tolkien, J.R.R, The Adventures of Tom Bombadil and Other Verses from the Red Book, U.K, George Allen and Unwin, 1962.
https://twilightswarden.wordpress.com/2011/06/18/the-last-voyage-of-earendel/
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%97_%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B1
Guest Post
Ο Ανδρέας Αντωνίου γεννήθηκε στις 12/01/1988 στη Θεσσαλονίκη και διαμένει στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα είναι η Μεταφυσική, η Αισθητική και η Φιλοσοφία της Τέχνης. Έχει εκδόσει τρεις ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα: «Το Φως και το Σκοτάδι» (Ποίηση, Nova-Atlantis, 2010), «Ο Ποιητής και το Φεγγάρι» (Ποίηση, I-Write, 2012), «Τα Μάτια της Aelun (Ποίηση, Οδός Πανός, 2016) και «Το Παρελθόν Ενός Συγγραφέα» (Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πηγή, 2016). Έχει βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς κι έχει δημοσιεύσει ποιήματά του σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά.