Η μαγεία της συγγραφής: συνέντευξη με την Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη
Η Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα, σπούδασε Γεωλογία και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών, εργάζεται στον χώρο της ενέργειας κι ασχολείται με την ελληνική φανταστική σκηνή από το 2006. Είναι ενεργό μέλος του sff.gr, ιδρυτικό μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Φίλων του Φανταστικού - ΦantastiCon και μέλος της συγγραφικής ομάδας Άρπη.
Έργα:
Μέσα απ’ το Γυαλί και άλλες ιστορίες από ημιτελείς Στροφές (διηγήματα, 2017, πρώτη –ημιτελής- έκδοση: Συμπαντικές Διαδρομές, 2008)
Πνεύματα: μια ιστορία της Πικρής Στροφής (μυθιστόρημα, Mamaya, 2016)
Το Ρουμπίνι του Ντεό-Νταό (Κόμπες ο Ντερλικωτής #1, ιδιοέκδοση, 2015)
Το Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο (Κόμπες ο Ντερλικωτής #2, ιδιοέκδοση, 2016)
Το Μαργαριτάρι του Χάρατς (Κόμπες ο Ντερλικωτής #3, ιδιοέκδοση, 2017)
Επίσης, διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές και ανθολογίες του φανταστικού, σε περιοδικά και φανζίν. Αρθρογραφεί τακτικά στο ιστολόγιο του webradio Amagi και λιγότερο τακτικά στο sff.gr και στο βιβλιοφιλικό σάιτ Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών.
Η μυθοπλασία του φανταστικού είναι αδιαμφισβήτητα μια περίπλοκη διαδικασία. Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η σύστασή της για το δικό σας συγγραφικό έργο και σε ποια πεδία κινείται η έρευνα σας για τη συνέπεια της;
Ε.Δ. Δεν ξέρω να πω αν είναι η πιο ευχάριστη στιγμή της διαδικασίας, αλλά σίγουρα η έρευνα είναι πολύ ευχάριστη. Ακόμα κι αν τα πράγματα δεν κάθονται όπως τα θέλω, η σκέψη, η δοκιμή, οι προσπάθειες, είναι στιγμές που με κάνουν να νιώθω δημιουργική. Πολλές φορές υποκύπτω στον πειρασμό να ψάξω πιο πολύ απ’ όσο θα ‘πρεπε για να στήσω εκείνο ή το άλλο σκηνικό, διαβάζοντας αρχαιολογικές ανακαλύψεις, επιστημονικές πραγματείες, παραμύθια ή ιστορικά κείμενα. Δεν έχω μάθει ακόμα να χαλιναγωγώ τον εαυτό μου σε αυτό το θέμα.
Πώς αντιλαμβάνεστε την άποψη πως η συγγραφή είναι μια πνευματική διαδικασία;
Ε.Δ. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Φτιάχνεις κάτι στο κεφάλι σου –κυρίως ένα προκάλυμμα της ανάγκης σου να επικοινωνήσεις με άλλους ανθρώπους– και μετά το βάζεις σε χαρτί. Από εκεί, για να φύγει, πρέπει κάποιος να το διαβάσει, να μπει στην πνευματική διαδικασία της ανάγνωσης. Από πνεύμα σε πνεύμα.
Υπάρχουν σκηνές στα βιβλία σας τις οποίες «κόβετε» στην επιμέλεια;
Ε.Δ. Αλίμονο αν μέναν όλες. Η λογοτεχνία δεν είναι πραγματικότητα, δεν έχει χώρο για τα άχρηστα ή τα παράλογα. Σκηνές, διάλογοι, χαρακτήρες, υποπλοκές ολόκληρες έχουν μείνει στα αζήτητα, κυρίως γιατί στην πρώτη γραφή μιας ιστορίας βάζω την αγάπη μου γι’ αυτήν πάνω από την ανάγκη της να είναι μια ιστορία που να βγάζει νόημα. Αγαπώ να αγναντεύω τα πεδία των μαχών μου τόσο, που συχνά ανακαλύπτω πως οι ήρωές μου το κάνουν ασυνείδητα, είτε είναι του χαρακτήρα τους είτε όχι, είτε έχουν λόγο να το κάνουν για να προχωρήσει η πλοκή είτε όχι. Εκεί, όταν καταλάβω ότι ξεφεύγω, πέφτει πέλεκυς.
Κρύβετε στα βιβλία σας μυστικά τα οποία μόνο ελάχιστοι αναγνώστες θα καταφέρουν να ανακαλύψουν;
Ε.Δ. Σχεδόν πάντα. Τις πιο πολλές φορές είναι κλεισίματα ματιού προς γνώστες -πχ, στα Πνεύματα, το αντίστοιχο της Αιγύπτου κράτος λέγεται Περ-Άα και μόνο μία αναγνώστρια ήξερε πως περ-άα είναι η λέξη ανάκτορο στα αρχαία αιγυπτιακά, η λέξη που από την παραφθορά της προέκυψε η λέξη φαραώ (εκείνος που μένει στο ανάκτορο). Για κείνη το έγραψα, το ομολογώ, ήξερα ότι θα το διαβάσει και θα το καταλάβει. Άλλες φορές είναι κάποιο εσωτερικό ανέκδοτο, κάτι που γνωρίζουν λίγοι που το έχουν ζήσει. Άλλες φορές κρύβω πράγματα σε κοινή θέα, χωρίς να αναφέρω εκείνο το κάτι που θα κάνει τον άλλον να στροφάρει και να πει τα πράγματα με το όνομά τους, πχ. πως ο Μέγας Δάμας φαίνεται να έχει παντρευτεί μια κοπέλα που το ηγεμονικό της παρατσούκλι είναι Παιδίσκη. Πέρα από αυτό το κρυφτούλι όμως, η πρωταρχική μου μέριμνα είναι να ειπωθεί κάτι που να βγάζει νόημα, ακόμα κι αν ο αναγνώστης δεν κατέχει το βαθύτερο επίπεδο της πληροφορίας που απαιτείται για να αναγνωρίσει την αναφορά.
Ως αναγνώστης και δημιουργός του είδους, γιατί πιστεύετε πως μας ελκύει το φανταστικό;
Ε.Δ. Θέλω να πιστεύω πως είναι εκείνη η φευγαλέα ερώτηση, το «τι θα γινόταν αν». Ή η δυνατότητα να μελετήσουμε οικείες καταστάσεις μέσα από διαφορετικές συνθήκες. Ή η ανάγκη να αδειάσουμε το κεφάλι μας από το καθημερινό –το φανταστικό, για μένα τουλάχιστον, δεν είναι «φυγή», είναι «άδειασμα», ευκαιρία να ξεφορτώσω την έντασή μου κάπου που να μην κάνει κακό. Κοντολογίς, δεν νομίζω πως είναι έλξη. Πιο πολύ ανάγκη θα την έλεγα.
Ποια η άποψη σας για τη θέση του είδους του φανταστικού στην Ελλάδα, σε όλες του τις πολιτιστικές εκφάνσεις;
Ε.Δ. Βελτιωνόμαστε. Σιγά-σιγά θα αναγνωριστούμε κιόλας. Δεν πιστεύω αυτό που λένε, πως στο εξωτερικό το φανταστικό έχει ισχυρή θέση και άλλα τέτοια, έχω δει άπειρες φορές να το σνομπάρουν κι οι αλλοδαποί λόγιοι, όπως και οι εγχώριοι. Το γεγονός είναι πως πολύ τακτικά δίνουμε λαβές για κακεντρεχή σχόλια, με τσαπατσούλικες δουλειές και ενδο-«οικογενειακές» έριδες, αλλά μπορούμε κάθε φορά να τους υπενθυμίζουμε πως ακόμα κι αυτός ο Ρίτσος ήταν ένας μεταξύ δεκάδων χιλιάδων αποτυχημένων κι ατάλαντων ποιητών.
Πού βρίσκεται το πρώτο σας draft αυτή τη στιγμή;
Ε.Δ. Όπως όλα τα πρώτα draft, είτε στα σκουπίδια, είτε τόσο πειραγμένο που δεν θα το αναγνώριζε ο παλιός μου εαυτός. Έχουν επιβιώσει κάπου δύο σελίδες τετραδίου από ένα καταπληκτικό-σουπερ-επικό πράγμα που είχα γράψει στην έκτη δημοτικού, αλλά ο τίτλος ήταν «Ευρωμπάσκετ 3087» (και ήταν και sci-fi, φυσικά) κι όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, στην πρώτη κρίση ενηλικίωσης πήρε τον δρόμο για τον σκουπιδοτενεκέ, μαζί με μάτσο άλλα προσχέδια για καουμπόικες περιπέτειες και spy-fi κωμειδύλλια. Ήμουν πολύ φιλόδοξο παιδί, αμέ.
Πού συναντάτε τους ήρωες σας; Έρχονται με την ιδέα ή συμβαίνει να προϋπάρχουν και να φέρουν την έμπνευσή της;
Ε.Δ. Δεν είναι όλοι οι ήρωες ίδιοι, οπότε γιατί να έχουν γεννηθεί με τον ίδιο τρόπο; Κάποιες φορές πραγματικά η ιδέα περιστρέφεται γύρω από ένα άτομο, πχ, ένα κορίτσι που υποχρεώνεται να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην οικογένειά της, ενώ δεν το θέλει καθόλου. Άλλες φορές, πρωταγωνιστής είναι ο κόσμος, και διαλέγω ένα από τα παιδιά αυτού του κόσμου για να τον περπατήσω στο πλάι του, πχ, έναν νεαρό οπορτουνιστή για να περιδιαβώ τα σοκάκια μιας πόλης με κοσμοπολίτικο αέρα. Άλλες, ξέρω την ίδια την ιστορία, τα γεγονότα, πχ. η ίδρυση ενός μαντείου από άτομα σταλμένα από τους θεούς, οπότε οι ήρωες διαλέγονται ώστε να την εξυπηρετήσουν.
Αν το πάρουμε κυριολεκτικά, σε ποιο μέρος συναντάω τους ήρωές μου, νομίζω ότι συνήθως τους συναντώ στην καθημερινότητά τους. Στον φούρνο για ψωμί, στη βάρκα για ψάρεμα, στην αγορά, στο χωράφι, στην ταβέρνα, στο δείπνο, στην κουζίνα, όταν ντύνονται για να βγουν βόλτα. Αν μετά ξεκινήσουν να γκρεμίσουν τείχη και να κατακτήσουν πόλεις, λίγο με ενδιαφέρει, θέλω πρώτα να μάθω τι άνθρωποι είναι για να μπορέσω να τους οδηγήσω εκεί που θα τους πάει η ιστορία. Και τον άλλο τον μαθαίνεις όταν ξυπνάει το πρωί μουρτζούφλης και πριν πιει καφέ. Άμα πιάσει ασπίδα και σπαθί, λίγα πράγματα μένουν να πλάσεις.
Γράφοντας τις ιστορίες σας έχετε εξαρχής τον επίλογο στο μυαλό σας, ή αφήνετε τους ήρωες σας να σας οδηγήσουν ως το τέλος;
Ε.Δ. Στα μεγάλα κείμενα συνηθίζω να έχω το τέλος στο μυαλό μου. Μετά από αποτυχίες δεκαετιών, συνειδητοποίησα ότι το αυθόρμητο στο μεγάλο κείμενο δεν δουλεύει, για μένα τουλάχιστον. Χρειάζομαι σκελετό, για να πω ότι αξίζει τον κόπο να κάτσω να το γράψω, όχι απαραίτητα λεπτομερή, αλλά οπωσδήποτε έναν σκελετό. Το μικρό κείμενο είναι αλλιώς, μπορείς να του επιτρέψεις να σε παρασύρει, γι’ αυτό και σπάνια γράφω μικρό κείμενο με προκαθορισμένο τέλος.
Θεωρείτε ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει το βιβλίο και πώς;
Ε.Δ. Δεν έχω συναντήσει ακόμη κάποια έκφανση της κοινωνίας που να μην έχει επηρεαστεί από την κρίση. Έχουν μειωθεί και οι δυνατότητες των εκδοτικών (πάνε οι εποχές με τα ακριβά εξώφυλλα και τα μεγάλα περιθώρια και τα ακριβά χαρτιά, ακόμα και η κόλλα βιβλιοδεσίας έχει αρχίσει να ρέπει προς το φτηνιάρικο), και οι δυνατότητες των αναγνωστών (και είναι απόλυτα λογικό να βάζει ο άλλος πρώτα το νοίκι του στην μπάντα και μετά να κάνει shopping), και οι δυνατότητες των συγγραφέων είτε είναι άνεργοι (ακούγεται οξύμωρο, αλλά η μακροχρόνια αθέλητη ανεργία σπάνια αποτελεί πηγή έμπνευσης, παρά που χρόνος υπάρχει άπλετος) είτε δουλεύουν (συνήθως τρελά ωράρια, υπό πίεση, για πενιχρά ποσά και σπανιότατα στο χώρο του βιβλίου). Επίσης, έχει μειωθεί η υπομονή. Παλιότερα, υπέβαλλες το κείμενό σου σε έναν, δύο, δέκα εκδοτικούς πριν αποφασίσεις να δοκιμάσεις την αυτοέκδοση/συνέκδοση/ιδιοέκδοση. Τώρα, πέφτουν όλοι με τα μούτρα, να εκδώσουν το περσινό τους γραπτό, πολλές φορές χωρίς να το παιδέψουν όπως του πρέπει, χωρίς να το βασανίσουν λίγο, να το φτιάξουν όσο πρέπει κι όσο μπορούν καλό. Κι άλλο οξύμωρο, πού βρίσκονται τα λεφτά για όλες αυτές τις συγχρηματοδοτούμενες εκδόσεις, εν μέσω εποχής ισχνών αγελάδων, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Ούτε κι οι εκδότες έχουν υπομονή πια. Δεν το ρισκάρουν καν να προωθήσουν νέους Έλληνες συγγραφείς, πέφτουν με τα μούτρα στα μεταφρασμένα best-sellers. Και πολλές φορές την πατάνε και μπαίνουν μέσα, γιατί τα best-sellers της Νέας Υόρκης δεν ταιριάζουν απαραίτητα στην ιδιοσυγκρασία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού.
Από την άλλη, πενία, λέει, τέχνας κατεργάζεται. Η ανάγκη για έκφραση δεν μειώνεται επειδή μειώθηκαν οι οικονομικές δυνατότητες. Κι η ανάγκη για έκφραση βρίσκει πάντα τρόπο να διοχετευτεί, σε φόρουμ, σε ιστολόγια, σε σελίδες βιβλιοφιλίας, σε πλατφόρμες φιλοξενίας κειμένου. Σε web radio και σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Η εποχή μας θα αποτελεί σημείο αναφοράς για τον ιστορικό λογοτεχνίας του μέλλοντος, ως μια εποχή δημιουργικού οργασμού, κι όχι μόνο στο χώρο του βιβλίου. Είμαι σίγουρη.
Mια “παραδοσιακή” ερώτηση: Ετοιμάζετε ή έχετε ήδη κάποιο επόμενο βιβλίο στο μυαλό σας;
Ε.Δ. Αχ, πάντα έχω ένα βιβλίο στο μυαλό μου! Πολλές φορές και περισσότερα. Αυτή τη στιγμή, γράφω στο πλαίσιο του SFF-NoWriMo (συγγραφικό παιχνίδι, που ζητά να γράψεις 50,000 λέξεις εντός του Νοέμβρη) ένα μυθιστόρημα fantasy σε ψευδοαραβικό setting, το οποίο γράφω και ξαναγράφω από το 1992. Μιλάμε για 25 χρόνια. Ήμουν 17 και είμαι 42. Φανταστείτε με τι έχω να πολεμήσω -με μια αφελή έφηβη που θεωρούσε πως ένας ασσασσίνος κλαίει κάθε πέντε λεπτά κι ερωτεύεται σαν την Κάντυ-Κάντυ. Η υπερπροσπάθεια για να έρθει όλο αυτό σε αναγνώσιμη κατάσταση είναι πλέον ζήτημα τιμής.
Τα τελευταία χρόνια γράφω παρά πολύ κι απ’ αυτό έχουν προκύψει άπειρα βιβλία –τουλάχιστον δέκα. Αλλά είναι όλα αδιόρθωτα, χρειάζονται ένα σωρό δουλειά για να βγουν παραέξω. Ένα από αυτά είναι το πρώτο μιας fantasy εξαλογίας με τίτλο «Ξέφτια της Πλέξης», που διαδραματίζεται, κι αυτή όπως και τα Πνεύματα, στον κόσμο της Πικρής Στροφής. Είναι πολύ φιλόδοξη κίνηση, γιατί χρησιμοποιεί στοιχεία από την ποντιακή κουλτούρα στην κοσμοπλασία. Δεν έχω ιδέα πώς θα πορευτεί, αλλά θέλω πολύ να την τολμήσω, κυρίως γιατί αποτελεί φόρο τιμής σε ανθρώπους που δεν ζουν πια. Οι διορθώσεις πάνε καλά, οι βήτα-αναγνώστες είναι θετικοί, η Άρπη επικουρεί, οι εκδόσεις Mamaya έδωσαν το πράσινο φως. Μένει να μη γυρίσει ανάδρομος ο Ερμής!
Κλείστε με μία ευχή για το Will o’ Wisps.
Ε.Δ. Δύναμη, έμπνευση, ενθουσιασμός, μακάρι μας μη σας λείψουν ποτέ αυτά. Όσο τα έχετε, οι συντελεστές του, τίποτε δεν μπορεί να σας σταματήσει. Και υγεία για όλους, πάνω απ’ όλα.
www.facebook.com/Πνεύματα-Μια-ιστορία-της-Πικρής-Στροφής/
https://www.facebook.com/Κόμπες-ο-Ντερλικωτής/
https://www.facebook.com/arpiwriters/