Η μαγεία της συγγραφής: συνέντευξη με την Τζούλι Τσενέ
Η Τζούλι Τσενέ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη Γλωσσολογία. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στο φοιτητικό περιοδικό Καλειδοσκόπιο, ενώ διατέλεσε αρχισυντάκτρια στην ετήσια έκδοση Φοιτητικός Συνοδηγός 2005. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια λογοτεχνικής επιμέλειας κειμένων, έχει συμμετάσχει στο Εργαστήρι Δραματουργίας και Θεατρικού Αναλογίου Μυθογραφίες και δηλώνει αθεράπευτα ερωτευμένη με τη συγγραφή. Τον Δεκέμβριο του 2017 το παραμύθι της Αστροφώτιστη Μελωδία προβλήθηκε σε βίντεο του Γ. Δούκα στα πλαίσια της παράστασης Κόκκινη κλωστή δεμένη… στις Πολιτιστικές Απόπειρες τυλιγμένη (Πολιτιστικές Απόπειρες Ν. Μάκρης). Τον Ιούνιο του 2017 κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Μετείκασμα από τις Εκδόσεις Βακχικόν.
Η μυθοπλασία του φανταστικού είναι αδιαμφισβήτητα μια περίπλοκη διαδικασία. Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η σύστασή της για το δικό σας συγγραφικό έργο και σε ποια πεδία κινείται η έρευνα σας για τη συνέπεια της;
Τ.Τ. Δε θεωρώ ότι η μυθοπλασία του φανταστικού είναι μια διαδικασία πιο περίπλοκη απ’ ό,τι για οποιοδήποτε άλλο είδος λογοτεχνίας, ειδικά αν προέρχεται από μέσα σου. Προσωπικά μου είναι πολύ πιο εύκολο να εκφραστώ μέσα σε ένα υπερφυσικό πλαίσιο παρά σε ένα ρεαλιστικό, πράγμα που φαντάζομαι ισχύει για τους περισσότερους συγγραφείς του είδους. Η λογοτεχνία που δεν περιέχει κανένα φανταστικό στοιχείο, συμπεριλαμβανομένων και των απλών συμβολισμών, τείνει να με συγκινεί λιγότερο. Θα τολμούσα να πω ότι μου είναι σχεδόν αδύνατο -μέχρι τώρα τουλάχιστον- να γράψω οτιδήποτε λογοτεχνικό που να μην εμπεριέχει κανένα υπερβατικό στοιχείο. Ως προς τη συνέπεια, η αλήθεια είναι ότι αρκετές φορές έχει χρειαστεί να ανατρέξω σε διάφορες εμπεριστατωμένες βάσεις πληροφοριών, για παράδειγμα μυθολογίες, λεξικά, ιστορικά περιοδικά, ή ακόμα και άρθρα στο διαδίκτυο, προκειμένου αυτά που γράφω να έχουν κάποια επιστημονική ή λογική βάση ή απλώς να επιδεικνύουν σεβασμό στην παράδοση. Επίσης οι συζητήσεις με ανθρώπους που γνωρίζουν και ασχολούνται με το εκάστοτε αντικείμενο είναι κάτι που επιδιώκω όποτε μου δοθεί η ευκαιρία. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η διαδικασία της έρευνας αποτελεί για μένα μάλλον απόλαυση παρά δυσκολία, καθώς μου προσφέρει τη δυνατότητα να αποκομίσω γνώσεις πάνω σε τομείς που με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα.
Πώς αντιλαμβάνεστε την άποψη πως η συγγραφή είναι μια πνευματική διαδικασία;
Τ.Τ. Δε θα μπορούσα να φανταστώ πώς θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο. Όλες οι ζυμώσεις που προηγούνται της «εκτελεστικής διαδικασίας», πριν οι σκέψεις τρέξουν πάνω στο χαρτί ή στο πληκτρολόγιο, συντελούνται στου νου του δημιουργού. Είτε μέσα από εξωτερικές προσλαμβάνουσες, είτε μέσα από εσωτερικούς προβληματισμούς και συλλογισμούς, η γένεση των ιστοριών και των ηρώων, το στήσιμο ενός ολόκληρου κόσμου είναι κάτι που συμβαίνει πρώτα νοερά. Πολλές φορές μάλιστα είναι μια μακρόχρονη και περίπλοκη διαδικασία που απλώς καταλήγει σε ένα δημιουργικό ξέσπασμα. Για μένα προσωπικά η συγγραφή αποτελεί ταυτόχρονα και συναισθηματική διαδικασία: αν δε νιώθω τη σφοδρή επιθυμία να αποτυπώσω τις σκέψεις και τις ιδέες στο χαρτί, απλά δε θα το κάνω. Η συγγραφή είναι τέχνη κι η τέχνη οφείλει να είναι ελεύθερη. Όπως και το πνεύμα εξάλλου...
Υπάρχουν σκηνές στα βιβλία σας τις οποίες «κόβετε» στην επιμέλεια;
Τ.Τ. Εξαρτάται. Στην περίπτωση που κάνω η ίδια μια προ-επιμέλεια, πριν προχωρήσουμε στην επίσημη επιμέλεια του βιβλίου και γενικά πριν αποφασίσω να το βγάλω προς τα έξω, ενδέχεται να επιχειρήσω αρκετές αλλαγές, που μπορεί να περιλαμβάνουν και περικοπές σκηνών. Ειδικά αν πρόκειται για βιβλία που έχουν ολοκληρωθεί πριν χρόνια και αποφασίσω να τα προσεγγίσω ξανά με πιο ώριμο μάτι, μπορεί να τα συμπυκνώσω αρκετά. Ως προς τον εξωτερικό παράγοντα πριν από μια πιθανή έκδοση, σε κανένα από τα βιβλία μου δεν έχουν κοπεί ολόκληρες σκηνές. Έχουν μόνο γίνει οι απαραίτητες αναδιαμορφώσεις για τη βελτίωση της γραφής και για να διευκολυνθεί η έκφραση του νοήματος. Ωστόσο έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον επιμελητή μου Γ. Βορέα-Μελά, που, όντας συγγραφέας και ο ίδιος, πάντα προσεγγίζει τα κείμενά μου με σεβασμό και διεισδυτική ματιά, εντρυφώντας στην ουσία. Σε κάθε περίπτωση, σημασία έχει να προκύψει ένα άρτιο αποτέλεσμα και αν μια σκηνή κριθεί περιττή ή ανούσια, δε θα διστάσω να την παραλείψω στην οριστική εκδοχή του κειμένου.
Κρύβετε στα βιβλία σας μυστικά τα οποία μόνο ελάχιστοι αναγνώστες θα καταφέρουν να ανακαλύψουν;
Τ.Τ. Η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα κείμενά μου, ειδικά τα διηγήματα, δεν αρκεί να τα διαβάσει κανείς μία φορά για να συλλάβει τα βαθύτερα νοήματά τους. Καθώς μάλιστα περιέχουν αρκετά συμβολικά στοιχεία, επιδέχονται πολλές ερμηνείες. Αυτό, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν τα καθιστά ευκολοδιάβαστα, αν και η χαρά της ανακάλυψης σαφώς αποζημιώνει τον αναγνώστη. Τα πιο σύνθετα και μεγάλα έργα μου, όπως τα μυθιστορήματα, και ειδικά οι σειρές, περιλαμβάνουν αρκετούς περίπλοκους συσχετισμούς που μόνο όσοι εμβαθύνουν μπορούν να αντιληφθούν σε όλη τους την πολυπλοκότητα. Από την άλλη, σε κάποιες συγκεκριμένες συμβολικές ιστορίες μου που έχουν εμπνευστεί από πραγματικά γεγονότα, σαφώς και υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι που κατανοούν καλύτερα τους άμεσους συσχετισμούς. Ωστόσο αυτό ξεφεύγει από τον απώτερο, κατ’ εμέ, σκοπό της λογοτεχνίας που είναι να καταστήσει την προσωπική εμπειρία πανανθρώπινη. Ως προς αυτό τουλάχιστον, τα κείμενα του φανταστικού ειδικά και ο συμβολισμός γενικά αφήνουν αρκετά περιθώρια στον εκάστοτε αναγνώστη να τα ερμηνεύσει όπως εκείνος επιθυμεί και να ανακαλύψει τα δικά του κρυμμένα μυστικά.
Ως αναγνώστης και δημιουργός του είδους, γιατί πιστεύετε πως μας ελκύει το φανταστικό;
Τ.Τ. Το φανταστικό μας ελκύει πρωτίστως για τον ίδιο λόγο που μας ελκύουν τα περισσότερα έργα μυθοπλασίας. Προσφέρει τη φυγή από την πραγματικότητα, την απελευθέρωση και την παρηγοριά, ενώ ταυτόχρονα αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Πράγμα που δεν είναι διόλου κακό, αφού, όπως είχε γράψει και ο πολύ αγαπημένος μας Tolkien: «Έχω δηλώσει ότι η φυγή είναι μία από τις βασικές λειτουργίες του παραμυθιού και, εφόσον δεν αποδοκιμάζω τα παραμύθια, είναι σαφές ότι δεν αποδέχομαι και τον τόνο της περιφρόνησης ή του οίκτου που πολύ συχνά συνοδεύει τη λέξη “φυγή”. Γιατί θα πρέπει να περιφρονήσουμε κάποιον ο οποίος αν βρεθεί στη φυλακή θα προσπαθήσει να βγει ή να πάει σπίτι του; Ή αν δεν μπορεί, πάλι, να το σκάσει, σκέφτεται και μιλάει για άλλα θέματα εκτός από τους φύλακες και τα σίδερα της φυλακής;». Πέρα όμως από τη φυγή, το φανταστικό, σε σχέση με άλλα λογοτεχνικά είδη, διευκολύνει το συμβολισμό και την απόδοση της πραγματικότητας στην τέχνη, ικανοποιώντας πιο εύκολα τον απώτερο σκοπό της τελευταίας: όχι μόνο να τέρψει μα και να καταστήσει το στιγμιαίο διαρκές, το ειδικό γενικό και να αποδώσει το προσωπικό με πανανθρώπινα μοτίβα. Κατ’ αντιστοιχία, το φανταστικό στοιχείο δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ερμηνεύσει τις ιστορίες όπως εκείνος επιθυμεί, ξεφεύγοντας από τα στενά πλαίσια του ρεαλισμού. Εκτός αυτών, ο χώρος του φανταστικού προσφέρει τόσο στον συγγραφέα όσο και στον αναγνώστη ένα πολύ πιο ευρύ πεδίο έκφρασης. Το «φανταστικό» αφήνει ελεύθερη τη φαντασία να μεγαλουργήσει, το πνεύμα να ταξιδέψει και να διευρυνθεί, ενώ συχνά φτιάχνει τα πάντα από το μηδέν, ακόμα και ολόκληρους κόσμους. Κοινώς, η φαντασία είναι η υπέρτατη μορφή ελευθερίας.
Ποια η άποψη σας για τη θέση του είδους του φανταστικού στην Ελλάδα, σε όλες του τις πολιτιστικές εκφάνσεις;
Τ.Τ. Γενικά εμείς οι Έλληνες, παρότι πολλοί δεν το αναγνωρίζουν, είμαστε ένας λαός με πλούσια παράδοση στον ευρύτερο τομέα της φαντασίας. Αν μη τι άλλο, είμαστε ο λαός που γέννησε έναν από τους πιο πλούσιους, ενδιαφέροντες και περίπλοκους μυθολογικούς κύκλους. Κατά κάποιον τρόπο, τα παλαιότερα έπη φαντασίας ήταν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Επίσης πολλοί θρύλοι, παραδόσεις και παραμύθια μας περιλαμβάνουν υπερφυσικά στοιχεία που δεν εντοπίζονται σε άλλους λαούς με αυτή τη μορφή. Το μαγικό στοιχείο επίσης εντοπίζεται και σε πολλά μεταγενέστερα κείμενα, ακόμα και στην ποίηση, όπως επίσης σε πολλά ήθη και έθιμά μας. Δυστυχώς οι πιο σύγχρονες καλλιτεχνικές εκφράσεις του φανταστικού είχαν παραμεληθεί, έως και υποτιμηθεί, στην Ελλάδα σε τέτοιο βαθμό, ώστε από κάποιους να θεωρηθούν «υποκουλτούρα». Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σοβαρή προσπάθεια προώθησης του είδους, με ιδιαίτερα θετική ανταπόκριση από πολύ κόσμο και εξαιρετικά καινούρια έργα, λογοτεχνικά και εικαστικά, από Έλληνες δημιουργούς του φανταστικού. Θεωρώ πως βρισκόμαστε επιτέλους στην αρχή μιας «φανταστικής αναγέννησης» στην Ελλάδα.
Πού βρίσκεται το πρώτο σας draft αυτή τη στιγμή;
Τ.Τ. Αυτή κι αν είναι μια πρωτότυπη ερώτηση! Το πρώτο μου προσχέδιο -χειρόγραφο φυσικά- για το πρώτο μου κάπως πιο ολοκληρωμένο συγγραφικό εγχείρημα βρίσκεται μάλλον στο φάκελο με τα αναμνηστικά μου από την εποχή του σχολείου. Ήμουν περίπου δώδεκα χρονών, κάποιο καλοκαιρινό μεσημέρι μεγάλης ανίας, όταν ξεκίνησα να γράφω μια εφηβική ιστορία επιστημονικής φαντασίας. Διαδραματιζόταν σε ένα δυστοπικό μέλλον όπου τα παιδιά βρίσκονταν σε πόλεμο με τους ενήλικες, ήταν σε διαλεκτική μορφή και παρέπεμπε μάλλον σε σενάριο. Φυσικά από λογοτεχνικής άποψης δεν είχε καμία σοβαρή αξία, συναισθηματικά ωστόσο και ως ξεκίνημα είναι κάτι πολύ σπουδαίο για μένα.
Πού συναντάτε τους ήρωες σας; Έρχονται με την ιδέα ή συμβαίνει να προϋπάρχουν και να φέρουν την έμπνευσή της;
Τ.Τ. Η «Γένεσις» των ηρώων, όπως και των ιστοριών που φέρνουν μαζί τους, είναι μια μάλλον πολύπλοκη διαδικασία. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να προκύψει στο νου μου και κατόπιν να αποτυπωθεί στο χαρτί ένας ήρωας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας ήρωας μπορεί να δημιουργηθεί ως «λογοτεχνική αντανάκλαση» ενός πραγματικού προσώπου, δίνοντας ωστόσο έμφαση στο ρόλο που διαδραμάτισε αυτό το πρόσωπο σε συγκεκριμένη φάση της ζωής μου, σε κάποιο περιστατικό ή απομονώνοντας κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα του. Από την άλλη, πολύ συχνά οι ήρωες ζωντανεύουν στο κεφάλι μου -ή ενίοτε νιώθω ότι τους συνάντησα ξαφνικά κι αυθόρμητα στο χαρτί- σχεδόν από το μηδέν. Υπάρχει, βέβαια, και αυτό το «συλλογικό υποσυνείδητο» κατά τον Jung, η «δεξαμενή κοινών ιδεών» που άθελά μας βουτάμε όλοι οι δημιουργοί κατά τη διαδικασία της έμπνευσης. Πολλοί ήρωές μου προκύπτουν από αρχέτυπα, φέρουν επιλεγμένα αρχετυπικά στοιχεία, αποτελούν στερεότυπα ή και το αντίθετό τους, ειδικά στην περίπτωση των «αντι-ηρώων», που συμπαθώ ιδιαιτέρως. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η έμπνευση γεννά τους ήρωες μα και οι ήρωες φέρνουν την έμπνευση. Είναι ένας «φαύλος κύκλος», με την καλή όμως έννοια.
Γράφοντας τις ιστορίες σας έχετε εξαρχής τον επίλογο στο μυαλό σας, ή αφήνετε τους ήρωες σας να σας οδηγήσουν ως το τέλος;
Τ.Τ. Αυτό που συμβαίνει συνήθως, είτε πρόκειται για κάποιο πιο περιορισμένο είτε πιο εκτεταμένο μου κείμενο, είναι ότι εμπνέομαι πρώτα την αρχή και το τέλος του. Το πώς θέλω να τελειώνει μια ιστορία αποτελεί συχνά το σκοπό για τον οποίο γράφεται, οπότε η κατάληξη είναι σχεδόν πάντα αδιαμφισβήτητη. Το ενδιάμεσο ωστόσο, η πορεία που θα χρειαστεί να ακολουθήσει ο ήρωας και η ιστορία από το ατελές του ξεκίνημα ως την επίτευξη του απώτερου σκοπού του (μια και «τέλος» ουσιαστικά σημαίνει «σκοπός»), αποτελεί ένα μυστήριο ακόμα και για μένα. Η πορεία προς την αποκάλυψή του αποτελεί τη μεγαλύτερη απόλαυση της συγγραφικής διαδικασίας.
Θεωρείτε ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει το βιβλίο και πώς;
Τ.Τ. Η οικονομική κρίση, θεωρητικά, έχει πλήξει τα πάντα. Από τη μία είναι αναμενόμενο οι πωλήσεις να έχουν πέσει γενικά, όπως συμβαίνει με οτιδήποτε δεν αποτελεί είδος πρώτης ανάγκης, με όσα αρνητικά αποτελέσματα συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Από την άλλη όμως, οι επιλογές και οι κινήσεις γίνονται πλέον πιο προσεκτικά, είτε από μέρους των εκδοτών είτε από μέρους του αγοραστικού κοινού, με αποτέλεσμα να δίνεται έμφαση σε κάτι πιο ιδιαίτερο και ποιοτικό. Εξάλλου, η κρίση -όπως και κάθε κρίση- αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για πρόοδο και αλλαγή. Πλέον μπορούμε να εκτιμήσουμε περισσότερο την ποιότητα και το ουσιαστικό και να απορρίψουμε το ευτελές, το επιφανειακό και το περιστασιακό. Αυτή τη «διαχρονική ποιοτική μαγεία» η λογοτεχνία, και ειδικά η «καλή λογοτεχνία», ξέρει πολύ καλά πώς να την προσφέρει. Επίσης, το φανταστικό, σε σχέση με άλλα λογοτεχνικά είδη, διευκολύνει τα «ταξίδια του νου» και την απελευθέρωση από τις έγνοιες της καθημερινότητας, οπότε τείνει να ευδοκιμεί σε καιρούς κρίσης. Εξάλλου εμείς οι ενήλικες συχνά χρειαζόμαστε το παραμύθι πιο πολύ από τα παιδιά, καθώς σχετίζεται με την «παραμυθία», δηλαδή την «παρηγοριά». Αυτή την παρηγοριά και το καταφύγιο μας τα προσφέρει απλόχερα η λογοτεχνία.
Mια “παραδοσιακή” ερώτηση: Ετοιμάζετε ή έχετε ήδη κάποιο επόμενο βιβλίο στο μυαλό σας;
Τ.Τ. Το γεγονός ότι άργησα να πάρω την απόφαση της έκδοσης σε σχέση με την εποχή που ξεκίνησα να γράφω είχε φυσικά ως αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετά ολοκληρωμένα μου διηγήματα και μυθιστορήματα καταχωνιασμένα σε ράφια και συρτάρια μου. Πολλά από αυτά θα ήθελα να τα επεξεργαστώ ή ακόμα και να τα ξαναγράψω πριν αποφασίσω την τύχη τους. Το πιο πρόσφατο ολοκληρωμένο μου έργο είναι μια συλλογή παραμυθιών για μεγάλους, που με κάποιον τρόπο συνδέονται νοηματικά με το πρώτο μου βιβλίο, το Μετείκασμα. Η βασική μου ενασχόληση τελευταία είναι μία πολύτομη περιπέτεια επικής φαντασίας που γράφεται εδώ και χρόνια μαζί με μία φίλη. Πλέον βρίσκεται σε επίπεδο επιμέλειας και μάλλον θα μας ενδιέφερε να βγει προς τα έξω. Όπως και να έχει, κάθε δημιούργημα, άπαξ και βγει στο φως, κατά κάποιον τρόπο αποκτά ζωή έξω από το δημιουργό του και πολλές φορές τα ίδια τα κείμενα «επιλέγουν» τη μοίρα τους.
Κλείστε με μία ευχή για το Will o’ Wisps.
Τ.Τ. Θα ξεκινήσω, καλύτερα, με ένα «ευχαριστώ»: σας ευχαριστούμε που υπάρχετε. Εμείς οι εραστές τις φαντασίας χρειαζόμαστε ένα Will o’ Wisps. Σας ευχαριστούμε για τα πολύ ενδιαφέροντα και εμπεριστατωμένα άρθρα με τις υπέροχες και προσεκτικά επιλεγμένες εικόνες, σας ευχαριστούμε που φροντίζετε να υπάρχουν διαθέσιμες στην ελληνική γλώσσα όλες αυτές οι άκρως ενδιαφέρουσες πληροφορίες και, τέλος, σας ευχαριστούμε που μας προσφέρετε ένα τόσο αξιόλογο μέσο έκφρασης και ενημέρωσης, ειδικά μέσα από συνεντεύξεις καλλιτεχνών του φανταστικού. Αν πρέπει να τα κάνω όλα αυτά μια ευχή, πολύ απλά σας εύχομαι να συνεχίσετε έτσι. Κι αν μου επιτρέπεται να εκφραστώ πιο γλαφυρά... συνεχίστε να μας μαγεύετε!