Η δυστοπία στη λογοτεχνία και στην οθόνη

What Orwell feared were those who would ban books. What Huxley feared was that there would be no reason to ban a book, for there would be no one who wanted to read one

-Neil Postman, Amusing Ourselves to Death

 

George Hull Concept Art – Matrix

George Hull Concept Art – Matrix

Στο παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο του, ο Neil Postman αναφέρεται στους δύο πλέον εξέχοντες συγγραφείς των οποίων τα γνωστότερα έργα παρουσιάζουν και αναλύουν, ανάμεσα σε άλλα, τη δομή και οργάνωση των δυστοπικών κοινωνιών στις οποίες διαδραματίζονται.

Δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για το τι ακριβώς ορίζεται ως «δυστοπία», εάν δεν είχε φροντίσει πρώτα να αναφερθεί στο αντώνυμό της: την ουτοπία. Η λέξη επινοήθηκε από τον Sir Thomas More κατά τον 16ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος στο γνωστότερο έργο του, δημοσιευμένο το 1516. Με τον συγκεκριμένο όρο περιγράφεται μία ιδανική κοινωνία στην οποία η βία, η φτώχεια και το έγκλημα είτε δεν υφίστανται, είτε υπάρχουν μεν, αλλά στον μικρότερο δυνατό βαθμό.

«Δυστοπία», από την άλλη πλευρά, ονομάζουμε μία φανταστική, φουτουριστική κοινωνία, ανεπιθύμητη και τρομακτική, στην οποία ο καταπιεστικός κοινωνικός έλεγχος και η ψευδαίσθηση της πλέον ιδανικής κοινωνίας διατηρούνται συνήθως με μεθόδους ολοκληρωτισμού. Οι δυστοπίες συνήθως χαρακτηρίζονται από ακραία βιομηχανοποίηση και παράλληλη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, τυραννικά καθεστώτα και άλλα χαρακτηριστικά που σχετίζονται συνήθως με την ηθική -και όχι μόνο- παρακμή. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν συνήθως τις δυστοπίες για να επιστήσουν την προσοχή του κοινού τους σε υπαρκτά προβλήματα του πραγματικού κόσμου που αφορούν την κοινωνία, την πολιτική και την οικονομία, την τεχνολογία, το περιβάλλον, τη θρησκεία, την ηθική και την επιστήμη. Συνεπώς, ο πρωταγωνιστής ή η πρωταγωνίστρια σε μία δυστοπία, συνήθως αισθάνεται παγιδευμένος και επιθυμεί να «αποδράσει». Πιστεύει πως πολλά πράγματα είναι λάθος στον κόσμο όπου ζει, κάτι που οδηγεί στην αμφισβήτηση του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού συστήματος.

Θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε δύο βασικές κατηγορίες δυστοπιών, οι οποίες, με πολλούς τρόπους, καθρεφτίζουν η μία την άλλη. Βασικός εκπρόσωπος της μίας είναι ο George Orwell με το περίφημο αριστούργημά του 1984, ενώ η δεύτερη, που συναντούμε πιο σπάνια, έχει αναπτυχθεί από έναν άλλο διάσημο συγγραφέα και δάσκαλο του Orwell, τον Aldous Huxley, στο βιβλίο του Brave New World (Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος).

Η πρώτη απεικονίζει έναν κόσμο ελεγχόμενο σε όλες τις εκφάνσεις του από κάποιου είδους παρεμβατικό, ολοκληρωτικό καθεστώς που έχει θέσει τα πάντα υπό αυστηρή και συνεχή παρακολούθηση. Η κάθε κίνηση του κάθε πολίτη καταγράφεται, και όποιος εκφράζει κάποιου είδους εναντίωση, συλλαμβάνεται, βασανίζεται και συχνά δολοφονείται. Όλοι λατρεύουν σαν θεό τον λεγόμενο «Μεγάλο Αδελφό», τον δικτάτορά τους, ενώ τα ιστορικά αρχεία συνεχώς αλλάζουν, ανάλογα με τις εκάστοτε σχέσεις που έχει η χώρα με τον περίγυρό της.

Η δεύτερη αφορά μια κοινωνία αυστηρά χωρισμένη σε κάστες, και εντελώς απορροφημένη σε ασήμαντους περισπασμούς: πορνογραφία, χαλαρές, αποκλειστικά σεξουαλικές σχέσεις, βίαια σπορ και, όταν όλα αυτά αποτυγχάνουν να δουλέψουν, ναρκωτικά. Το αρχαίο και πάντα επίκαιρο «άρτος και θεάματα», σε μία πολύ πιο ακραία μορφή.

Μέσα σε όλες τους τις διαφορές, τα δύο αυτά είδη έχουν μία βασική και καθοριστική ομοιότητα: τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία και διατήρηση των καθεστώτων. Μιλώ για τον πλήρη έλεγχο των media, και κατ’ επέκταση, της τέχνης.

Εν ολίγοις, ο Orwell φοβόταν ότι η πραγματική αλήθεια θα φυλασσόταν μυστική, να μην μπορεί κανείς να την πλησιάσει και να την αγγίξει. Ο Huxley, όμως, φοβόταν ότι η αλήθεια θα πνιγόταν σε έναν απύθμενο ωκεανό σύγχυσης και αχρείαστης υπερπληροφόρησης, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να υποπέσει στην παθητικότητα και τον εγωισμό. Μπορεί η δική του εκδοχή να μην ακούγεται τόσο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική και σκληρή όσο του Orwell, όταν όμως κάποιες φορές το σκέφτομαι, μου φαίνεται πως πλησίασε περισσότερο στην πραγματικότητα του δικού μας σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.

The Maze Runner by Philip Straub

The Maze Runner by Philip Straub

Όπως και να έχουν τα πράγματα, το σίγουρο είναι πως δάσκαλος και μαθητής απογείωσαν το είδος, δίνοντας μαθήματα ζωής, φιλοσοφίας και πολιτικής μέσα από τη γραφή τους. O Huxley ήταν ο πρώτος σημαντικός διδάξας, και ο Orwell ανέβασε το είδος σε δυσθεώρητα ύψη. Ο φόβος μίας μελλοντικής δυστοπικής κοινωνίας και στον πραγματικό κόσμο φαίνεται πως ταλάνιζε ιδιαίτερα τον Orwell, καθώς είχε ασχοληθεί και νωρίτερα μ’ αυτό -αν και σε πολιτικό συγκείμενο- στην εκπληκτική αλληγορική του νουβέλα Animal Farm (Η Φάρμα των Ζώων). Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το είδος της δυστοπίας αναπτύχθηκε με εκρηκτικούς ρυθμούς μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο -κι ακόμα περισσότερο μετά τον Δεύτερο. Η συνεχής και σταθερή άνοδος απολυταρχικών καθεστώτων σε παγκόσμιο επίπεδο, και το κόστος αυτού του γεγονότος, ήταν κάτι το σοκαριστικό, τόσο για έναν καλλιτέχνη, όσο και για τον κάθε άνθρωπο εκείνης της εποχής.

Θα έλεγα ότι είναι σχετικά απλό το γιατί η προσέγγιση του Orwell πάντα φάνταζε πιο απειλητική κι επικίνδυνη στο κοινό: πολύ απλά, εμπεριέχει σε βάθος την έννοια της στέρησης. Σε κανέναν μας δεν αρέσει να στερείται τίποτα. Στις δυστοπικές κοινωνίες του Orwell, η εκάστοτε απολυταρχία στερεί από τον λαό τα πάντα: τα βιβλία, τη μόρφωση, το δικαίωμα σε ιδιωτική ζωή, τις επιλογές, την ελευθερία λόγου και έκφρασης. Στην προσέγγιση του Huxley, από την άλλη, η στέρηση είναι ύπουλη και έμμεση, υπερκαλύπτεται από μία λανθασμένη αίσθηση «προσφοράς»: η Αρχή της δικής του δυστοπίας, προσφέρει. Προσφέρει σεξ, ναρκωτικά, θέαμα, ευχαρίστηση, απολαύσεις -σε μία της τάξη, τουλάχιστον. Το θέμα είναι πως, όλα αυτά, τα προσφέρει υποχρεωτικά. Και τι στερεί; Στερεί τον πόνο, τον θυμό, τη δυσαρέσκεια, τις διενέξεις. Με λίγα λόγια, πολλά από τα βασικά συστατικά που μας κάνουν αυτό που είμαστε. Δίνουν απλόχερα βιβλία και θεάματα, μόνο όμως αυτά που οι ίδιοι επιλέγουν με αυστηρά κριτήρια, μην αφήνοντας καμία περαιτέρω επιλογή για κάτι, οτιδήποτε το καινούριο, το διαφορετικό.

Η απαγόρευση να πάρει κανείς αυτό που θέλει, δεν είναι ποτέ τόσο αποτελεσματική όσο το να καλλιεργηθεί η ψευδαίσθηση ότι το έχει όπως θα ήθελε. Παρʼ όλα αυτά βλέπουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που τρέμουν οι Δικτάτορες είναι η εισβολή του διαφορετικού, γιατί αυτή είναι που πυροδοτεί την αμφισβήτηση και τον προβληματισμό. Κάτι που ποτέ κανείς μας δεν πρέπει να ξεχνάει.

Αυτή ακριβώς η εξάλειψη της αμφισβήτησης είναι το ζητούμενο και στη φανταστική δυστοπική κοινωνία που έχτισε ο Ray Bradbury στο βιβλίο του Fahrenheit 451, λίγο αργότερα, το 1953. Σε ένα μακρινό μέλλον, τα βιβλία είναι για ακόμα μία φορά απαγορευμένα. Ολόκληρες ομάδες πυροδοτών εισβάλλουν σε σπίτια όπου υπάρχουν βιβλιοθήκες, ύστερα από καταγγελίες γειτόνων, και τα καίνε, ώστε να καταστρέψουν έτσι το περιεχόμενό τους που μπορεί να είναι ανατρεπτικό (ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στη θερμοκρασία ανάφλεξης του χαρτιού). Το ιδιαίτερο στοιχείο εδώ είναι ότι η καύση των βιβλίων δεν γίνεται με κυβερνητική εντολή. Αιτία είναι ο εκτοπισμός τους από την εικόνα (τηλεόραση, κινηματογράφος, αλλά και το ραδιόφωνο), δηλαδή από τις κοινωνικές ομάδες που λογοκρίνουν ό,τι ήταν αντίθετο στις πεποιθήσεις τους.

Art by Jack Reeves

Art by Jack Reeves

Η ραγδαία άνοδος και εξέλιξη της τεχνολογίας κατά τον προηγούμενο αιώνα ήταν κάτι που επίσης προβλημάτισε έντονα τους συγγραφείς. Στη νουβέλα του Minority Report, ο Philip K. Dick οραματίζεται έναν ζοφερό κόσμο, στον οποίο η εξουσία έχει πετύχει την εξάλειψη του εγκλήματος, διαθέτοντας την τεχνολογία να «διαβάζει» τις σκέψεις των πολιτών και να προβαίνει σε προληπτική καταστολή κάθε εγκληματικής πράξης. Σε αυτήν την περίπτωση γίνεται έντονη αναφορά και στο μείζον πρόβλημα της εγκληματικότητας, το οποίο πραγματεύεται και ο Anthony Burgess στο βιβλίο του A Clockwork Orange (Το Κουρδιστό Πορτοκάλι). Στο εγγύς μέλλον του τότε, η κοινωνία της Αγγλίας μαστίζεται από μία υποκουλτούρα που προωθεί τη βία προερχόμενη από τους νέους.

Ο πολυγραφότατος άρχοντας του τρόμου, ο Stephen King, δεν θα μπορούσε φυσικά να είχε μείνει μακριά από ένα θέμα τόσο αποτροπιαστικά τρομαχτικό όσο μία τέτοιου είδους κοινωνία. Στα βιβλία του The Long Walk (Η Μακριά Πορεία) και The Running Man (Ο Δρομέας), οι ήρωες ζουν και δρουν μέσα σε οργουελικού τύπου δικτατορικές κοινωνίες -στην πρώτη, μάλιστα, περίπτωση βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου, πολύ συγκεκριμένα, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έχει κερδίσει η Γερμανία, και έχει επικρατήσει παγκοσμίως ο Ναζισμός. Αντίθετα, το «The Stand» (Το Κοράκι) διαδραματίζεται σε έναν post-apocalyptic κόσμο και πραγματεύεται την ολοκληρωτική πτώση της κοινωνίας μετά την -κατά λάθος- απελευθέρωση ενός ιού που έχει τροποποιηθεί γενετικά με σκοπό τον βιολογικό πόλεμο, και εντέλει καταλήγει να προκαλέσει μία αδιανόητης έκτασης πανδημία που στερεί τη ζωή από τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου ανθρώπινου πληθυσμού. Η μετά-αποκαλυπτικού τύπου δυστοπία, από τότε και στο εξής, μετατράπηκε σε ένα από τα πιο δημοφιλή είδη στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τα κόμικς και την τηλεόραση (απόρροια είναι και η πονεμένη πλέον ιστορία που λέγεται «The Walking Dead»).

Αργότερα, επίσης επηρεασμένη από τον τρόμο του τι μέλλει γενέσθαι για την ανθρωπότητα, η P.D. James οραματίστηκε στο βιβλίο της Children of Men (Τα Παιδιά των Ανθρώπων) έναν κόσμο στο -κοντινότατο πλέον σε εμάς- έτος 2021, όπου η ανθρώπινη αναπαραγωγή έχει σταματήσει. Οι υπερήλικες οδηγούνται στην απόγνωση και στη θεσμοποιημένη αυτοκτονία, ενώ η τελευταία γενιά των νέων είναι μεν εξωτερικά όμορφη, αλλά βίαιη και ανίκανη να αναπτύξει οποιοδήποτε συναίσθημα. Οι μεσήλικες προσπαθούν να διατηρήσουν την ομαλότητα κάτω από την απολυταρχική εξουσία του Xan Lyppiatt, ενός ακόμη επικίνδυνα χαρισματικού δικτάτορα. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η P.D. James είναι ανατριχιαστικά πειστική.

Κι ύστερα απ’ όλα αυτά, ήρθε ο εικοστός πρώτος αιώνας. Ήρθε, αλλά τα ζοφερά δυστοπικά οράματα του προηγούμενου, δεν έγιναν πραγματικότητα. Ο κόσμος δεν είχε αλλάξει τόσο πολύ όσο πίστευαν ότι θα άλλαζε, ούτε και τόσο αρνητικά, εντέλει. Το καινούριο, όμως, ποτέ δεν παύει να έχει μία έντονα απειλητική χροιά στις συνειδήσεις, η οποία δεν αποκλείεται πολύ συχνά να είναι και βάσιμη.

Len-yan, The Hunger Games, Katniss Everdeen

Len-yan, The Hunger Games, Katniss Everdeen

Και κάπως έτσι γεννήθηκε το Matrix.

Ήταν πολλοί οι λόγοι που το είδος της δυστοπίας δεν απασχόλησε εκείνη την περίοδο όσους συγγραφείς απασχολούσε και παλιότερα, παρότι επ’ ουδενί δεν έφυγε από την επικαιρότητα. Το franchise που δημιούργησαν οι Wachowskis, ξεκινώντας με την ταινία τους «The Matrix», με πολύ απλά λόγια, έφερε τα πάνω κάτω, τόσο στον χώρο του κινηματογράφου, όσο και γενικότερα σε ό,τι γνωρίζαμε πως ορίζεται ως δυστοπία μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η ταινία περιγράφει ένα μέλλον στο οποίο ο κόσμος όπως τον ξέρει ο άνθρωπος είναι το Matrix, μια εικονική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε και συντηρείται από νοήμονες μηχανές προκειμένου να κατευνάσει, υποτάξει και εκμεταλλευτεί τον ανίδεο ανθρώπινο πληθυσμό ως πηγή ενέργειας, με την υποχρεωτική σύνδεση του στο Matrix μέσω μοσχευμάτων. Περιέχει πολυάριθμες αναφορές στις υποκουλτούρες του κυβερνοπάνκ και των χάκερ, φιλοσοφικές και θρησκευτικές ιδέες, μεσσιανισμό και καρτεσιανισμό, αλλά και πλατωνικό ιδεαλισμό. Το 1999, οπότε και κυκλοφόρησε, όλα αυτά, ειδικά όσα είχαν να κάνουν με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ήταν άγνωστα στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να φαντάζουν αδιανόητα, καταστροφικά στα μάτια τους. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο το γεγονός ότι η επιτυχία που γνώρισε το Matrix το έχει αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία των δυστοπικών διηγήσεων γενικότερα.

Έκτοτε, η τεχνολογία έχει ακόμα πιο ενεργό ρόλο σε ό,τι αφορά τη δυστοπία. Το είδος ξεκίνησε να κάνει δυναμικά την επιστροφή του στο προσκήνιο μετά το 2010, αρχικά μέσω των μυθιστορημάτων της κατηγορίας young adult fiction, τα οποία πλέον γνωρίζουν μεγάλη άνθιση. Ενδεικτικά θα αναφέρω το μυθιστόρημα Ready Player One, καθώς και τις σειρές βιβλίων Mortal Engines, The Maze Runner και Hunger Games. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το τελευταίο, τόσο λόγω της προσεκτικά δομημένης δυστοπικής πραγματικότητας και των θεμάτων που διαχειρίζεται, όσο και εξαιτίας της αρκετά συμπαθητικής και δυναμικής πρωταγωνίστριας, της Katniss Everdeen.

Art by Anna and Elena Balbusso

Art by Anna and Elena Balbusso

Όσον αφορά πιο «ενήλικες» ιστορίες, η σημερινή ψηφιακή τεχνολογία σε συνδυασμό με ένα βάναυσα δικτατορικό καθεστώς συνεχίζει να έχει τα πρωτεία, όχι τόσο στη λογοτεχνία, όπου τα δείγματα είναι λίγα και μέτρια (για παράδειγμα το μυθιστόρημα The Circle του Dave Eggers), αλλά κυρίως σε άλλα μέσα. Σε τηλεοπτικό επίπεδο, η εξαιρετική παραγωγή Black Mirror του Charlie Brooker ξεκίνησε δειλά και σε μικρή κλίμακα το 2011, για να φτάσει σιγά σιγά σήμερα να έχει κερδίσει ένα τεράστιο και φανατικό κοινό. Η σειρά, που αποτελείται από αυτοτελή επεισόδια, είναι πολλά πράγματα. Δυστοπία. Επιστημονική φαντασία. Σάτιρα. Ψυχολογικό θρίλερ. Εξετάζει τη σημερινή κοινωνία με φόντο πάντα τις μη αναμενόμενες συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν οι νέες τεχνολογίες και η υπερβολική τους χρήση στην ανθρώπινη κοινωνία.

Για το τέλος άφησα ένα βιβλίο του 1985, που έγινε mega best seller το 2017, αφενός εξαιτίας της πολυσυζητημένης μεταφοράς στη μικρή οθόνη την ίδια χρονιά, και αφετέρου λόγω της γενικότερης πολιτικής κατάστασης στις ΗΠΑ, που έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό πλέον και στους ίδιους τους πολίτες της χώρας. Ο λόγος για το The Handmaid's Tale, της Margaret Atwood. Στο βιβλίο της ταξιδεύουμε στη Gilead, μία χώρα που έχει πάρει τη θέση της σημερινής Αμερικής. Επικρατεί ένα θεοκρατικό καθεστώς, εμπνευσμένο από μία μίξη του πουριτανισμού του 16ου και 17ου αιώνα, από τον συντηρητισμό της Αμερικής απέναντι στις γυναίκες κατά τη δεκαετία του ’80, και από τα θεοκρατικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής. Η Gilead διοικείται από μια ολιγαρχία που έχει γυρίσει τη χώρα σε έναν σύγχρονο Μεσαίωνα, ο οποίος, αν μπορεί κανείς να το φανταστεί, είναι ακόμα σκοτεινότερος, και πολύ, πολύ τρομακτικότερος. Η Margaret Atwood μας μεταφέρει στο δυστοπικό της μέλλον, το οποίο, παρότι «μέλλον», δεν απέχει ιδιαίτερα από μία κοινωνία αιώνες πίσω από τη δική μας.

Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για πολλά ακόμα παραδείγματα στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, ακόμα και στα κόμικς -ειδικά στα κόμικς. Οι ραγδαίες εξελίξεις σε οτιδήποτε έχει σχέση με την τεχνολογία ανέκαθεν ενθουσιάζουν και ταυτόχρονα τρομοκρατούν το ευρύ κοινό. Από την άλλη, η άνοδος απολυταρχικών καθεστώτων που θα στερήσουν βασικά, θεμελιώδη δικαιώματα από τους ανθρώπους είναι μια απειλή η οποία, μετά τα γεγονότα του 20ου αιώνα, δεν έχει φύγει ποτέ από το πίσω μέρος του μυαλού μας. Ειδικά όταν ενώσει κανείς έντεχνα αυτούς τους δύο φόβους, το λιγότερο που μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα είναι μία τουλάχιστον ενδιαφέρουσα διήγηση.

Ο κόσμος αγαπάει τις δυστοπικές ιστορίες, γιατί έρχονται στιγμές, σε άλλους περισσότερες και σε άλλους λιγότερες, που όλοι μας νιώθουμε ότι κάτι στον κόσμο είναι λάθος. Πώς κάτι θα έπρεπε να είναι διαφορετικό. Ή ίσως απλά, όπως συμβαίνει με τις ταινίες τρόμου, να αισθανόμαστε ασφαλέστεροι όταν ένα τέτοιο σενάριο μας γίνεται γνωστό, γιατί θεωρούμε πως, αν ενδεχομένως κινδυνέψει να γίνει πραγματικότητα, θα το γνωρίζουμε, κι επομένως θα είμαστε σε θέση να το αντιμετωπίσουμε. Σε κάθε περίπτωση, το είδος της δυστοπίας είναι εδώ, και δεν πρόκειται να φύγει σύντομα από το προσκήνιο.

Μέχρι την επόμενη φορά, εύχομαι σε όλους καλές αναγνώσεις. Αλλά προσοχή στις «τραγικές» συγκρίσεις. Ασφαλώς και ο κόσμος όπου ζούμε είναι κάθε άλλο παρά τέλειος, αλλά ας αποφύγουμε τις υπερβολές. Το να μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια ενδεχόμενη απειλή ώστε να αντισταθούμε σ’ αυτήν, ή να το να αντιλαμβανόμαστε πότε μια κατάσταση είναι αρρωστημένη και εναντιώνεται στα δικαιώματα ή τη φύση μας, είναι πράγματα πολύ σημαντικά. Καλό είναι, όμως, να θυμόμαστε πως η καταστροφολογία δεν βοήθησε ποτέ κανέναν.

 

Βιβλιογραφία-Πηγές

Postman, Neil, Διασκεδάζοντας Μέχρι Θανάτου, μτφ. Ρουγκούνη Φ., Τζαμουράνη Α., Κατάρτι, Αθήνα, 2007.

Huxley, Aldous, Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος, μτφ. Τομανάς Β., Νησίδες, Αθήνα, 2002.

Orwell, George, 1984, μτφ. Μπάρτη Ν., Κάκτος, Αθήνα, 1999.

Orwell, George, Η Φάρμα των Ζώων, μτφ. Μπάρτη Ν., Κάκτος, Αθήνα, 1979.

Ray Bradbury, Φαρενάιτ 451, μτφ. Δουβίτσας Β., Άγρα, Αθήνα, 2012.

King, Stephen, Η Μακριά Πορεία, μτφ. Σαράντη Τζ., Κέδρος, Αθήνα, 1997.

King, Stephen, Ο Δρομέας, μτφ. Τζιαντζή Μ., Κέδρος, Αθήνα, 1997.

King, Stephen, Το Κοράκι, μτφ. Καλοβυρνάς Λ., Λιβάνης, Αθήνα, 1996.

James, P.D., Children of Men, Vintage, London, 2006.

Atwood, Margaret, A Handmaid’s Tale, Anchor Books, New York City, 1998.

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Minority_Report

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Matrix

https://en.wikipedia.org/wiki/Mortal_Engines

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Maze_Runner_(series)

https://en.wikipedia.org/wiki/Ready_Player_One

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Hunger_Games

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Circle_(Eggers_novel)

https://en.wikipedia.org/wiki/Black_Mirror

Ελπίδα Κανελλίδου γεννήθηκε στη Βέροια, το 1994. Φρέσκια απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, με κατεύθυνση στην αρχαιολογία, καθώς ήταν ό,τι κοντινότερο μπορούσε να βρει στο επάγγελμα που ήθελε να κάνει από μικρή: εξερευνήτρια. Έχει επίσης αποφοιτήσει με άριστα από τη σχολή Hogwarts για Μαγείες και Ξόρκια. Σήμερα ζει πότε στη Θεσσαλονίκη, πότε στο Westeros, στη Μέση Γη, στον Πύργο των Avengers, στη Γκόθαμ Σίτυ, και κάθε καλοκαίρι, ανελλιπώς μία εβδομάδα στο Νησί των Πυροτεχνημάτων, και σε ένα Γαλαξία πολύ-πολύ μακριά.

Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, άκουγε να της διηγούνται ιστορίες και παραμύθια. Στα εννιά της ανέλαβε πλέον μόνη της την ανάγνωση λογοτεχνίας, και από τα δώδεκα ξεκίνησε να αφηγείται γραπτώς τις δικές της ιστορίες.

Ως φοιτήτρια παρακολούθησε μαθήματα στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής Imaginarium. Το 2018 έλαβε το 5ο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος Φαντασίας του 2ου Φεστιβάλ Φαντασίας (Fantasmagoria) στη Θεσσαλονίκη, με το διήγημά της «Το Δάσος». Την ίδια χρονιά συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες του Άλλοτε», των εκδόσεων Πηγή iWrite, με το διήγημα «Οι Κουρσάροι της Γοργόνας».

Ως αγαπημένους της συγγραφείς κατονομάζει τον Σαίξπηρ, τον Oscar Wilde, τον Edgar Allan Poe, την J.K. Rowling, τον George R.R. Martin, τον Stephen King, τον George Orwell, τον Μανώλη Καραγάτση και τον Ευγένιο Τριβιζά.