Οι Χορευτές του Δάσους
Ο Τρύστεν είχε στυλώσει το βλέμμα του στη φωτιά που έκαιγε κοντά στο πρόσωπό του. Το σώμα του έγερνε πάνω από το αμόνι και το σφυρί στο ατσαλένιο του μπράτσο χτυπούσε το μέταλλο. Θα γινόταν ένα πολύ καλό σπαθί. Η μυρωδιά της φωτιάς, του έκαιγε το νου και τα χείλη. Διψούσε. Διψούσε για κρύο νερό, για δροσερό αέρα, για μια μέρα που δεν θα χρειαζόταν να ψήνεται ολημερίς πάνω στο αμόνι. Και χαμογέλασε άγρια πίσω από τα πυκνά του γένια όταν σκέφτηκε πως σύντομα θα απολάμβανε μια τέτοια μέρα. Έπρεπε να ετοιμάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν όλες τις παραγγελίες του, και να φτιάξει κι άλλα όμορφα αντικείμενα για να τα πουλήσει στη μεγάλη εμποροπανήγυρη που θα γινόταν σε μερικές εβδομάδες, έξω από το κάστρο της πόλης, για να γιορτάσουν τη δεύτερη πανσέληνο της Άνοιξης.
Ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια του. Μια αλλιώτικη μυρωδιά είχε φτάσει ως αυτόν. Σήκωσε τα μάτια και το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό της Φεντίλ. Η νεαρή γυναίκα κουβαλούσε ένα βαρύ καλάθι γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια και ευωδιαστά βοτάνια. Το δίχως άλλο θα ετοίμαζε τα γιατρικά, τις αλοιφές και τα αρώματά της για να πουλήσει κι εκείνη στο πανηγύρι. Παρακολούθησε για λίγο τη σιλουέτα της, το παράξενο ελαφρά χορευτικό της βήμα, τα μαλλιά της στο απαλό χρώμα του φουντουκιού που είχε πιασμένα σε μια μακριά πλεξούδα που της έφτανε κάτω από τη μέση, τα λευκά της μπράτσα. Γιατί το βλέμμα της δεν τολμούσε να το αντικρίσει. Όπως και κανένας άντρας στην πόλη. Η Φεντίλ έμενε έξω από το τείχος κοντά στο δάσος, με τη συντροφιά ενός εξημερωμένου γκρίζου λύκου, που μόνο εκείνην εμπιστευόταν. Από όταν χάθηκε στο δάσος ο πατέρας της είχαν προσπαθήσει πολλοί άντρες να πλησιάσουν νύχτα το σπιτάκι για να προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, αλλά πάντα έφευγαν με τα ρούχα ξεσκισμένα, και τα πόδια τους δαγκωμένα από το λύκο. Κάποιος μάλιστα είχε προσπαθήσει κάποτε να του ρίξει με το τόξο. Μα τα βέλη έσπασαν στο σκληρό σαν σίδερο πετσί του λύκου, που δεν καταδέχτηκε καν να επιτεθεί, μόνο γρύλισε απειλητικά. Από τότε κανένας δεν ξαναπλησίασε το σπίτι της Φεντίλ με πονηρούς σκοπούς, και η κοπέλα βρήκε την ησυχία της. Η τέχνη που είχε μάθει από τη μητέρα της είχε ανθίσει, και η Φεντίλ έφτιαχνε πια τα πιο δυνατά καταπότια για όλες τις αρρώστιες, τις πιο καλές αλοιφές, και τα πιο σαγηνευτικά αρώματα. Ποτέ δεν αρνιόταν τη βοήθεια σε άρρωστο και πληγωμένο, και συχνά τους φρόντιζε η ίδια για μέρες στο σπιτάκι της. Τότε ο λύκος γινόταν αρνάκι και καθόταν συντροφιά στον ασθενή για ώρες μέχρι να φτιάξει η Φεντίλ τα γιατροσόφια της. Και ήταν όλα απόλυτα αποτελεσματικά.
Ο Τρύστεν τίναξε το χέρι του. Είχε αφαιρεθεί και είχε καταφέρει να κάψει δυο δάχτυλα. Και μάλιστα σοβαρά.
«Λέμπεν», φώναξε στον βοηθό του, έναν πιτσιρικά με πρόσωπο μαυρισμένο από την καπνιά του σιδεράδικου. «Κάηκα άσχημα. Πήγαινε στο σπίτι της Φεντίλ και ζήτα να σου δώσει μια αλοιφή», είπε και έδωσε στο μικρό μερικά χάλκινα νομίσματα.
Ύστερα αν και πονούσε φρικτά συνέχισε να δουλεύει το σπαθί του άρχοντα της πόλης. Το βλέμμα του και η σκέψη του έγιναν τώρα ξανά η φωτιά, ξανά το μέταλλο, ξανά η τέχνη του.
Ο Λέμπεν πλησίασε χωρίς φόβο το σπιτάκι της Φεντίλ και ο λύκος έτριψε τη μουσούδα του χαδιάρικα στο χέρι του παιδιού.
«Τι είναι, μικρέ; Πάλι στραμπούληξες το πόδι σου πέφτοντας από καμιά μηλιά;», ακούστηκε πειραχτική η φωνή της Φεντίλ, που άπλωνε τα ρούχα της σε ένα σχοινί δεμένο ανάμεσα σε δυο κερασιές.
«Όχι…, αλλά ο αφεντικός μου με έστειλε. Έκαψε άσχημα το χέρι του. Έχει κάνει μια τόση μεγάλη φουσκάλα, και πονάει… Ζήτησε αλοιφή»
Η κοπέλα κοίταξε με παράξενο βλέμμα το μικρό.
«Χμμμ…, αν είναι σοβαρό πρέπει να το δω πρώτα», είπε και πήρε το δισάκι της από ένα καρφί στο μέσα μέρος της ξύλινης πόρτας της καλύβας της.
Όταν η Φεντίλ είδε λίγη ώρα αργότερα το κάψιμο στο χέρι του Τρύστεν έβγαλε βοτάνια και αλοιφές και άρχισε να απλώνει επάνω στο κάψιμο, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι που ο Τρύστεν δεν άκουγε τα λόγια. Τα μάτια του κοιτούσαν τις φλόγες, ενώ έσφιγγε τα δόντια από τον πόνο. Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει από την ένταση.
«Θα πρέπει σήμερα να μην δουλέψεις άλλο. Να ξεκουραστείς. Και πού και πού να αφήνεις το αμόνι και τη φωτιά και να πηγαίνεις και λίγο έξω στον ήλιο και στον καθαρό αέρα», είπε η κοπέλα χωρίς να τον κοιτάζει.
Εκείνος μούγκρισε μερικές λέξεις, που κάποιες από αυτές ίσως ήταν «ευχαριστώ», ή «παράτα μας», και έκανε νόημα στο μικρό να της δώσει τα νομίσματα.
«Λέμπεν, φρόντισε το αφεντικό σου να βάζει λίγη από την πράσινη αλοιφή κάθε βράδυ και κάθε πρωί και σε λίγες μέρες θα γιάνει το χέρι του», είπε κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω της η Φεντίλ.
Ο Τρύστεν εκείνο το απόγευμα το πέρασε καθισμένος στον πάγκο μπροστά στο σπίτι του, κοιτάζοντας τα δέντρα και ακούγοντας τα πουλάκια. Πού και πού μούγκριζε κάτι ακατάληπτο, γιατί ο πόνος του έδινε δυνατές σουβλιές. Μα το επόμενο πρωί είχε καταλαγιάσει τελείως.
Και πέρασαν οι βδομάδες και ο Τρύστεν έφτιαχνε σπαθιά, μαχαίρια, και ζώνες και ασπίδες, και έναν περίτεχνο αλυσιδωτό θώρακα, ενώ η Φεντίλ γέμιζε βαζάκια με αλοιφές και αρώματα και υφασμάτινα πουγκιά με βοτάνια για κάθε αρρώστια. Έξω από την μεγάλη πόλη με το πέτρινο κάστρο είχαν μαζευτεί δεκάδες έμποροι και μαζί τους και κάτοικοι των γύρω περιοχών, περιπλανώμενοι τραγουδιστάδες και Βάρδοι και ένα ετερόκλητο πλήθος από κάθε λογής παράξενο μπαγαπόντη ή τίμιο έμπορο. Ο Τρύστεν είχε στήσει τον πάγκο του λίγα βήματα μακριά από αυτόν της Φεντίλ. Η φωνή της δεν ακουγόταν σαν των άλλων εμπόρων, διαπεραστική και στριγκή, μόνο κάπου-κάπου το μουρμουρηστό της τραγούδι, όταν φρόντιζε κάποιον πονεμένο ή άρρωστο. Ο Τρύστεν είχε σχεδόν ξεπουλήσει. Ο άρχοντας είχε πάρει το σπαθί του, και μαζί τον περίτεχνο θώρακα και τον είχε ανταμείψει βασιλικά. Ο μεταλλουργός ήταν ικανοποιημένος.
Στο μεταξύ ένας Βάρδος με μπλε μανδύα και η σύντροφός του, μια Βάρδος με μαβή, που τριγύριζαν με λαγούτο, άρπα και τύμπανο, και μάζευαν νομίσματα τραγουδώντας και λέγοντας ιστορίες αστείες, πρότεινε όλοι να πάνε στο κοντινό δάσος για να γλεντήσουν με τραγούδι, χορό, φαγητό και πιοτό. Και λίγο αργότερα έπιναν και έτρωγαν και τραγουδούσαν σε ένα ξέφωτο κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι. Και η Φεντίλ μιλούσε με το Βάρδο και τραγούδησε και μερικές παλιές μπαλάντες με τη μελωδική φωνή της. Μα ο Τρύστεν την κρυφοκοίταζε πίσω από την κούπα του που όλο τη γέμιζε μπύρα και στην έκτη κούπα σηκώθηκε, σκούπισε τα γένια του από το αφρό, και την άρπαξε από το μπράτσο, παρασύροντάς την σε έναν ξέφρενο χορό, όπου τα πόδια τους πήραν φωτιά, καθώς ο Βάρδος έπαιζε έναν άγριο σκοπό και τον συνόδευε ο Λέμπεν με ένα αυτοσχέδιο ταμπούρλο. Η Φεντίλ είχε λύσει τα μαλλιά της και χόρευε γελώντας κι εκείνη, ενώ το μπράτσο του Τρύστεν γύρω από τη μέση της, την κρατούσε επάνω στο σώμα του και χόρευαν με γυμνά πόδια πάνω στο δροσερό χορτάρι. Κάποια στιγμή ακούστηκε όμως από μακριά η κραυγή ενός λύκου. Η κοπέλα έπαψε το χορό στη στιγμή και στάθηκε να ακούσει. Σιωπή έπεσε στο ξέφωτο. Όλοι πάγωσαν. Ύστερα άρχισε να τρέχει ξυπόλυτη στο δάσος.
Ο Τρύστεν μισοζαλισμένος ακόμα από τη δυνατή μαύρη μπύρα την κοίταξε για μια στιγμή, και προσπάθησε με κάμποση δυσκολία είναι αλήθεια, να αποφασίσει αν θα ήταν καλύτερα να πέσει μπρούμυτα στο χορτάρι ή να την κυνηγήσει. Μα το αλύχτισμα του λύκου που ξανακούστηκε του έδωσε φτερά στα πόδια. Την ακολούθησε τρέχοντας μέσα στο δάσος. Τα κλαδιά τον χτυπούσαν, οι ρίζες εμφανίζονταν από το χώμα για να τον εμποδίσουν, αγκάθια μπήγονταν στις πατούσες του, μα εκείνος συνέχιζε να τρέχει, σφίγγοντας τη λαβή από το ατσάλινο στιλέτο που είχε περασμένο σε μια κρυφή θήκη στη ζώνη του. Τα κυματιστά μαλλιά της Φεντίλ και η άκρη από το λευκό της φόρεμα χάνονταν μέσα στα κλαδιά και μετά ξαναφαίνονταν πάλι σε μια φεγγαραχτίδα. Το μεθύσι του είχε στραγγίξει πια από το σώμα του και το μυαλό του ήταν κρυστάλλινα διαυγές, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή του.
Ώσπου σταμάτησε απότομα μπροστά σε ένα μικρό άνοιγμα των δέντρων, σαν να είχε κουτουλήσει σε τοίχο. Ένα τοσοδούλι ξέφωτο που στη απέναντι πλευρά του μια μικρή πηγή με κελαρυστό νεράκι τραγουδούσε χαρούμενη. Κι ένας κύκλος από ασημένιο φως, σαν λαμπερός τοίχος τον εμπόδιζε να προχωρήσει. Στη μέση του κύκλου η Φεντίλ χόρευε με δυο αστραφτερά πλάσματα. Ήταν μια πανώρια γυναίκα με χρυσά μαλλιά και λαμπερά πράσινα μάτια, που φορούσε ένα πολύχρωμο φόρεμα κεντημένο με λουλούδια και πετράδια. Κι ένας όμορφος άντρας με δερμάτινο γιλέκο, τόξο και φαρέτρα περασμένα στη ράχη του, που τα μακριά ασημένια μαλλιά του ήταν πιασμένα στο μέτωπό του με μια δερμάτινη ταινία που στο κέντρο της είχε ένα πελώριο πράσινο πετράδι. Και οι δυο είχαν λεπτά χαρακτηριστικά και μυτερά αυτιά. Τι άλλο θα είχαν;, σκέφτηκε ο Τρύστεν. Η Φεντίλ γελούσε χαρούμενη, και στο βραχάκι πάνω από την πηγή ο λύκος της στεκόταν και κοίταζε σκεπτικός τον Τρύστεν. Ο ξωτικός τον αντιλήφθηκε και χαμογέλασε αγκαλιάζοντας και τη Φεντίλ και την ξωτικιά. Ο Τρύστεν προσπάθησε να περάσει τον αόρατο τοίχο, αλλά μάταια.
«Πέταξε το στιλέτο σου, θνητέ, ακούστηκε η μελωδική φωνή του ξωτικού. Στο χορό μας το μέταλλο του θανάτου θέση δεν έχει».
Ο Τρύστεν δίστασε για μια στιγμή, αλλά το μπράτσο του ξωτικού που χάιδευε τη μέση της Φεντίλ τον έβγαλε εκτός εαυτού. Το στιλέτο έπεσε στο χώμα, και ο σιδηρουργός πέρασε με μια δρασκελιά τον φωτεινό τοίχο, και ορμητικά άρπαξε τη Φεντίλ στην αγκαλιά του, ενώ τα γέλια των ξωτικών μπλέχτηκαν με την κραυγή του λύκου, και μια διαπεραστική μουσική από πνευστά και κρουστά που αντηχούσαν στον αέρα. Δεν σκέφτηκε στιγμή πως δεν έβλεπε κανέναν μουσικό, μόνο πρόσεξε πως ο ξωτικός έμοιαζε αμυδρά με το Βάρδο με το μαβή μανδύα, και η ξωτικιά με τη γυναίκα που τον συντρόφευε. Αλλά η Φεντίλ πήρε το χέρι του και τον παρέσυρε στο χορό. Και ξωτικοί και θνητοί, αόρατοι μουσικοί, λύκοι και τραγουδιστάδες, γιάτρισσα και μεταλλουργός μπλέχτηκαν σε μια δίνη από φωτιά, νερό, άνεμο και στέρεα γη, φεγγάρι που χόρευε μαζί τους και γέλια που έβγαιναν από πλάσματα ελεύθερα.
Ο Τρύστεν είχε αρπάξει την Φεντίλ και την στριφογύριζε στον αέρα γελώντας στον οργιαστικό ρυθμό της μουσικής. Είχε μεθύσει ξανά από το άρωμα των λουλουδιών και των βοτάνων, της μουσικής και του χορού, του δροσερού νερού της πηγής και του φεγγαριού ανάμεσα στα κλαδιά . Κι άξαφνα κατάλαβε πως τα χείλη της Φεντίλ είχαν γεύση μαύρης μπύρας και ρόδου βουτηγμένου σε ζάχαρη, ή μήπως ήταν τα χείλη της ξωτικιάς; Και την αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά στα δυνατά σιδερένια μπράτσα του που χρόνια δούλευαν πάνω στο αμόνι, ή μήπως ήταν τα μπράτσα του λεπτόκορμου τοξότη των ξωτικών; Τι σημασία είχε; Αφού ο το χορτάρι ήταν δροσερό, η μουσική άγρια, το άρωμα της Φεντίλ συναρπαστικό, και η φωτιά μέσα του ξεδιψούσε για ξαναφουντώσει ακόμα πιο ορμητική…
Και…
Η πρώτη αχτίδα του ήλιου πέρασε τις φυλλωσιές και του χάιδεψε το μέτωπο. Άνοιξε τα μάτια του και ετοιμάστηκε να βρίσει αυτόν που του διέκοψε το πιο όμορφο όνειρο της ζωής του. Μα τα παράξενα μάτια της Φεντίλ, χρυσοπράσινα τον κοίταζαν χαμογελώντας, και το λευκό της μπράτσο ήταν περασμένο γύρω από το λαιμό του. Εκεί, δίπλα στην μικρή κελαρυστή πηγή…
Στα χρόνια που ακολούθησαν όλοι στην πολιτεία με το μεγάλο πέτρινο κάστρο έλεγαν πως άλλος μεταλλουργός δεν είχε γεννηθεί ποτέ με την τέχνη του Τρύστεν, που έφτιαχνε τα πιο όμορφα τεχνήματα. Κι άλλη γιάτρισσα δεν είχε φανεί σαν την Φεντίλ, που τα αρώματά της ταξίδευαν με καράβια στα πιο μακρινά μέρη του γνωστού κόσμου. Μα τα πιο όμορφα ήταν τα παιδιά τους. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που τα συντρόφευε πάντα ο λύκος, κι είχαν μελωδικές φωνές και αυτάκια λίγο πιο μυτερά από τα ανθρώπινα.
© Δήμητρα Μπενίση, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Cover art Art by Richard Doyle
Guest Post
Η Δήμητρα Μπενίση είναι συγγραφέας - αφηγήτρια και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.