Κοκκινοσκουφίτσα: ένα δάσος, ένας λύκος, και να το παραμύθι!
«Grandmother, what big arms you have!»
«All the better to hug you with, my dear.»
«Grandmother, what big legs you have!»
«All the better to run with, my child.»
«Grandmother, what big ears you have!»
«All the better to hear with, my child.»
«Grandmother, what big eyes you have!»
«All the better to see with, my child.»
«Grandmother, what big teeth you have got!»
«All the better to eat you up with.»
Πάρε έναν λύκο, ένα δάσος και ένα κορίτσι με ένα κόκκινο σκούφο, ανακάτεψέ τα και έχεις τη συνταγή για ένα αθάνατο παραμύθι που σε τρομάζει τόσο-όσο, σε αγριεύει τόσο-όσο, και σε λυτρώνει σε κάποιες εκδοχές του άλλο τόσο. Όπως καταλάβατε σήμερα, η χρονομηχανή μου θα μας πάει σε άγρια και σκοτεινά δάση, με τρομαχτικούς λύκους, ανυποψίαστα κοριτσάκια και γιαγιάδες και σπιτάκια βαθιά χωμένα στο δάσος. Σήμερα το ταξίδι μας έχει χρώμα σκούρο πράσινο και κόκκινο της φωτιάς και μυρίζει βρεγμένο χώμα, άγρια μούρα, τζάκι και μάλλινες κουβέρτες. Eίστε έτοιμοι;
Η Κοκκινοσκουφίτσα, λοιπόν. Ένα κοριτσάκι που η μαμά του το στέλνει να πάει φαγητό στη γιαγιά του, όπου το σπίτι της βρίσκεται χωμένο βαθιά στο δάσος. Το κοριτσάκι ξεκινά και στη διαδρομή του παραστρατεί παρά τη συμβουλή της μάνας του. Συναντάει έναν λύκο που τις κλέβει πληροφορίες για το πού πηγαίνει. Πηγαίνει πρώτος στο σπιτάκι της γιαγιάς, την τρώει, και παίρνει τη θέση της στο κρεβάτι της. Όταν, επιτέλους, καταφτάνει στο σπίτι της γιαγιάς, η Κοκκινοσκουφίτσα βλέπει τον λύκο στη θέση της γιαγιάς, αλλά δεν υποψιάζεται τι συμβαίνει, παρά μόνο ότι κάτι δεν είναι όπως θα έπρεπε. Και εδώ έχουμε τον γνωστό διάλογο: «Γιαγιά, τι μεγάλα χέρια που έχεις;» Και τι μεγάλα πόδια, και τι μεγάλα μάτια και τι μεγάλα δόντια, και «ΧΛΑΑΑΑΠ» κάνει μια μπουκιά ο λύκος και την Κοκκινοσκουφίτσα. Και μέχρι εδώ, έχουμε τον βασικό άξονα του παραμυθιού. Από εδώ και πέρα αρχίζουν και οι μικροδιαφορές μεταξύ των μεγάλων διάσημων Ευρωπαίων καταγραφέων παραμυθιών, του Perrault και των αδερφών Grimm.
Αν και η πιο διάσημη σημερινή εκδοχή είναι των αδερφών Grimm, πρώτη φορά το παραμύθι ξεκίνησε τη φιλολογική του ιστορία με τον Charles Perrault στο έργο του Histoires ou contes du temps passé: Avec des moralités (Ιστορίες ή Αφηγήσεις του Παλιού Καιρού με Ηθικά Διδάγματα), το 1697, γνωστό επίσης ως Ιστορίες της Μαμάς Χήνας. Το παραμύθι καταγράφηκε με τον τίτλο Le petit chaperon rouge, γνωστό στα αγγλικά ως Little Red Riding Hood. Ο Perrault καταγράφει αρχικά το παραμύθι με βασικό άξονα την παραπάνω εκδοχή που σας εξιστόρησα. Έτσι απλά, χωρίς happy end, χωρίς λύτρωση και χωρίς τιμωρία για τον λύκο. Με τον λύκο νικητή, χωρίς να δίνει δυνατότητα φυγής, χωρίς παρηγοριά. Κάτι που ταιριάζει, βέβαια, στον Perrault που φημίζεται για τα ηθικοπλαστικά του διδάγματα στις καταγραφές του (το είδαμε και στη Σταχτοπούτα σε προηγούμενο άρθρο). Και ίσως να είχε δίκιο ο Andrew Lang, ένας εξίσου σημαντικός συλλέκτης και μελετητής παραμυθιών, όταν έγραφε πως «αν όλες οι παραλλαγές παραμυθιών της Κοκκινοσκουφίτσας τελείωναν έτσι όπως το έχει καταγράψει ο Perrault, το παραμύθι θα είχε γρήγορα ξεχαστεί.» Το αξιοσημείωτο είναι, βέβαια, πως ο ίδιος ο Andrew Lang περιλαμβάνει στη συλλογή του, Blue Fairy Book, ακριβώς αυτή την εκδοχή του Perrault παρά την κριτική του. Και τελικά, ίσως όντως αυτή η μοίρα να περίμενε την Κοκκινοσκουφίτσα και τον λύκο αν οι Grimm δεν έκαναν την ανατροπή στις καταγραφές τους με το διαφορετικό finale. Αυτό που όλοι ξέρουμε σήμερα και θα το δούμε λίγο πιο κάτω.
Σύμφωνα με έρευνες του Mπετελχάιμ, όταν το 1697 ο Perrault κατέγραψε την Κοκκινοσκουφίτσα αυτή ήταν ήδη «γιαγιά». Κουβαλούσε στην πλάτη της μια ιστορία που χάνεται πίσω στον χρόνο. Και φτάνει, πιθανώς, μέχρι τη Θεογονία του Ησίοδου και στον μύθο του Κρόνου που καταπίνει τα παιδιά του και που αυτά επιστρέφουν μέσα από την κοιλιά του, βάζοντας στη θέση τους πέτρες, όπως επίσης με πέτρα αντικαθιστούν το κάθε παιδί που παίρνει για να φάει (αν σας θυμίζει ήδη κάτι από Κοκκινοσκουφίτσα αυτό, κάντε λίγο υπομονή και θα το συναντήσουμε αργότερα, όταν έρθει η ώρα του ραντεβού μας με τους αδερφούς Grimm). O Μπετελχάιμ συνεχίζει στις σημειώσεις του με μια λατινική ιστορία του Έγκμπερ της Λιέγης (που αποκαλούνταν Fecunda ratis) του 1023, στην οποία ένα κοριτσάκι κάνει συντροφιά με λύκους, το κορίτσι φορά ένα κόκκινο κάλυμμα στο κεφάλι που έχει μεγάλη σημασία για το ίδιο και την εξέλιξη της ιστορίας του. Σε αυτήν την ιστορία (έξι αιώνες πριν την καταγραφή του Perrault) βρίσκουμε τα βασικά στοιχεία της Κοκκινοσκουφίτσας, ένα κορίτσι με κόκκινο σκούφο, τη συντροφιά των λύκων, ένα παιδί που το καταπίνει ο λύκος και επιστρέφει χωρίς να πάθει τίποτα και μια πέτρα που παίρνει τη θέση του παιδιού. Παρόμοιες, ουσιαστικά, παραλλαγές υπάρχουν πάρα πολλές στη Γαλλία και το ποιες επηρέασαν πιο πολύ τον Perrault στο να διατυπώσει έτσι την ιστορία του, δεν το γνωρίζουμε.
Ας πάμε, όμως, και στην παραλλαγή των αδερφών Grimm την πιο διάσημη από όλες. Και αυτή που ακούγεται μέχρι και σήμερα. Μέχρι να φάει ο λύκος την Κοκκινοσκουφίτσα, το σκηνικό είναι σχεδόν παραπλήσιο. Οι Grimm κάνουν όμως τη διαφορά. Στη συλλογή τους που πρωτοεκδόθηκε το 1812 (πάνω από εκατό χρόνια μετά τη συλλογή του Perrault) μάς αφηγούνται λίγο διαφορετικά το τέλος της ιστορίας, δίνοντας κιόλας δύο διαφορετικές εκδοχές (κάτι ασυνήθιστο και για αυτούς). Στη μία εκδοχή, αφού ο λύκος έχει φάει γιαγιά και εγγονή, ξαπλώνει στο κρεβάτι και κοιμάται για να χωνέψει. Εκείνη την ώρα, περνάει από έξω ο κυνηγός, όπου ακούγοντας το ροχαλητό τού λύκου καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Βλέπει τον λύκο, παίρνει ένα τσεκούρι, του ανοίγει την κοιλιά και από μέσα πετάγονται η γιαγιά και η Κοκκινοσκουφίτσα τρομαγμένες, με τη δεύτερη να λέει χαρακτηριστικά «Αχ! Πόσο τρόμαξα! Πόσο σκοτεινά ήταν μέσα στην κοιλιά του λύκου!» Στη συνέχεια, είναι η Κοκκινοσκουφίτσα που τρέχει, παίρνει πέτρες και τις τοποθετεί μέσα στην κοιλιά του λύκου και την ξαναράβει. Όταν αυτός ξυπνά και κάνει να σηκωθεί είναι τόσο βαρύς από τις πέτρες που «ευθύς κουτρουβαλιάζεται και πέφτει νεκρός» γράφουν οι Grimm. Και ενώ κανονικά η ιστορία θα τελείωνε, οι Grimm συνεχίζουν «Λένε ακόμα πως η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε να πάει πάλι γλυκά στη γιαγιά της. Και στον δρόμο συνάντησε έναν άλλο λύκο…» και συνεχίζουν με τη δεύτερη εκδοχή τέλους της ιστορίας. Όπου σε αυτήν, έμπειρη πλέον η Κοκκινοσκουφίτσα, αφού την πάτησε την πρώτη φορά, δεν κάνει κανένα λάθος. Πάει κατευθείαν στο σπίτι της γιαγιάς, χωρίς ψιλοκουβέντες στο δρόμο, και κλειδώνονται μέσα. Ο λύκος, όμως, παραμονεύει μέχρι να νυχτώσει περιμένοντας την Κοκκινοσκουφίτσα να βγει. Τότε, γιαγιά και εγγονή καταστρώνουν ένα σχέδιο και καταφέρνουν να πνίξουν τον λύκο στο πηγάδι της αυλής, εκμεταλλευόμενες τη λαιμαργία του. Και έτσι, ζουν αυτές καλά και εμείς καλύτερα. Να σημειώσουμε εδώ πως παρόμοιο τέλος με πέτρες στην κοιλιά και πνιγμό στο πηγάδι έχουμε και στο παραμύθι «Ο λύκος και τα επτά κατσικάκια», όπου σύμφωνα με μία σχετικά πρόσφατη μελέτη του Βρετανού ανθρωπολόγου Τζέιμς Τεχράνι του πανεπιστημίου του Ντέρμπαν στη Βρετανία, το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας έχει τη ρίζα του στο παραμύθι του λύκου με τα επτά κατσικάκια. Στο δεύτερο έχουμε έναν λύκο που μεταμφιέζεται σε μαμά-κατσίκα για να φάει τα κατσικάκια. Η έρευνα όλη βασίστηκε σε παραλλαγές των δύο παραμυθιών, μελετώντας την εμφάνισή τους και της καταγραφές τους ανά τον κόσμο. Και ναι! Πέρα από την Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική έχουν και αυτές τις Κοκκινοσκουφίτσες τους!
Το παραμύθι, λοιπόν, ταξινομείται στο νούμερο 333Α στην κατάταξη του διεθνή καταλόγου παραμυθιών Aarne–Thompson. Και αυτό που σίγουρα μπορεί να ειπωθεί για την Κοκκινοσκουφίτσα είναι αυτό που λέγεται και για όλα τα λαϊκά παραμύθια. Πως οι ερμηνείες της είναι τόσες όσοι και οι ακροατές, αναγνώστες και μελετητές της (λαογράφοι, ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι κλπ). Όπως γράφει και η Maria Tartar, για την Κοκκινοσκουφίτσα οι ερμηνείες είναι πολλές, ανάμεσα σε αυτές μία ερμηνεία του 19ου αιώνα από τη βρετανική μυθολογική σχολή που πίστευε ότι η ηρωίδα είναι η αυγή που προχωράει όσο ανεβαίνει η μέρα από την ανατολή προς τη δύση και στο τέλος την τρώει το σκοτάδι της νύχτας, δηλαδή ο λύκος. Οι ψυχαναλυτές φυσικά μιλούν για την τελετουργία της ενηλικίωσης. Σύμφωνα με την παραμυθού Λίλη Λαμπρέλλη, όλα τα λαϊκά παραμύθια, ουσιαστικά, πραγματεύονται την ενηλικίωση και είναι τελετουργικά περάσματος από έναν κύκλο που κλείνει σε έναν άλλο που ανοίγει. Πολλές ερμηνείες χωρά, επίσης, το κόκκινο χρώμα στο σκουφάκι της ηρωίδας που είναι μάλιστα αυτό που της δίνει και το χαρακτηριστικό της όνομα. Όπως επίσης και ο ίδιος ο λύκος, ως χαρακτηριστικό ζώο που εμφανίζεται στα παραμύθια, είναι μια κατηγορία προς ανάλυση από μόνος του, ως σύμβολο.
Πριν ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής μας από τον άχρονο και άτοπο χωροχρόνο του παραμυθιού προς το σήμερα και το παρόν μας (η μηχανή της χρονομηχανής μου έχει μπει ήδη σε λειτουργία), ξεσκονίζω τις σημειώσεις μου. Και στον ελλαδικό χώρο, τι; Ποια είναι η ελληνική Κοκκινοσκουφίτσα; Αν εξαιρέσουμε τον συσχετισμό του Μπετελχάιμ με τον μύθο του Κρόνου, το παραμύθι αυτό καθεαυτό δεν επιχωριάζει στην Ελλάδα. Εδώ υπάρχουν ελάχιστες παραλλαγές και σε κάποιες από αυτές ο λύκος και η Κοκκινοσκουφίτσα αντικαθίστανται από τη Λάμια και την κόρη. Στον παραμυθιακό τύπο ΑΤ 333 έχουμε καταγεγραμμένη μία Σκιαθίτικη παραλλαγή, τη Χαλκοσκουφίτσα που είναι πανομοιότυπη με τη γνωστή ευρωπαϊκή Κοκκινοσκουφίτσα των Grimm.
Ένα τέτοιο παραμύθι δεν θα μπορούσε να μην έχει μεταφερθεί σε comic, ταινία κινουμένων σχεδίων, musical και κινηματογραφικές ταινίες πάρα πολλές φορές, με πιο γνωστή την τελευταία κινηματογραφική μεταφορά το 2011, με κλασσικό τίτλο Red Riding Hood. Ενέπνευσε φυσικά και πολλούς ποιητές και μυθιστοριογράφους. Και αμέτρητες είναι και οι εικονογραφήσεις του, με διασημότερη όμως να παραμένει η εικονογράφηση του Gustave Doré, που συνόδευσε τη συλλογή παραμυθιών του Perrault «Les Contes de Perrault» σε μια έκδοση το 1862.
Κάπου εδώ, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση της επιστροφής μας! Ο χώρος στροβιλίζεται, μπλέκεται με τον χρόνο, σαν να βρισκόμαστε στο μάτι ενός κυκλώνα και γύρω μας αιωρούνται εικόνες από λύκους, κόκκινα σκουφάκια, γιαγιάδες, πηγάδια και τσεκούρια. Μέχρι το επόμενο ταξίδι, να θυμάστε ότι πάντα «ζουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα»!
Πηγές:
Αγγελοπούλου Ά. – Καπλάνογλου Μαριάνθη – Κατρινάκη Εμμανουέλα., Γεωργίου Μέγα κατάλογος ελληνικών παραμυθιών – Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 300-499, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., Αθήνα 2004 (σελ.463)
Λαμπρέλλη Λίλη, Λόγος εύθραυστος και αθάνατος, προσέγγιση στην τέχνη της αφήγησης και στην αθέατη πλευρά των μαγικών παραμυθιών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2010
Grimm Jacob & Wilhelm, Τα παραμύθια των αδελφών Grimm, τόμ. Α΄, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1994 (σελ.235)
Perrault Charles, Τα παραμύθια, με τις γκραβούρες του Gustave Dore, μετάφραση των παραμυθιών Δέσποινα Καμπάνη-Δετζώρτζη, (Μια μελέτη και σημειώσεις του Jean-Pierre Collinet, μετάφρ. Λήδα Παλλαντίου), εκδ. Άγρα, Αθήνα 1992 (σελ.13)
Μπέτελχαϊμ Μπρούνο, Η γοητεία των Παραμυθιών. Μια ψυχαναλυτική Προσέγγιση, εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1995 (σελ.236)
https://www.pitt.edu/~dash/type0333.html
http://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0078871
http://www.surlalunefairytales.com/ridinghood/stories/golden.html
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Little_Red_Riding_Hood
https://www.literature.gr/simvola-ke-simvolismi-sta-gnosta-mas-paramithia-tou-panteli-liaka/