Νυφίτσα, η εκδικητική νύφη, από τον μύθο στη λαογραφία

Art source www.robertefuller.com

Art source www.robertefuller.com

Η νύχτα έπεσε. Κάπου ανάμεσα στα κεραμίδια του σπιτιού ένα μικροσκοπικό «στοιχειό» παρακολουθεί κρατώντας την ανάσα του. Η καλή του όραση του επιτρέπει να κρυφοκοιτάζει εξονυχιστικά το θήραμά του, που ανυποψίαστο έχει παραδοθεί στις ζεστές αγκάλες του ύπνου και του άχυρου. Με αστραπιαίες κινήσεις το «στοιχειό» βγαίνει από την κορύφωνα του και σβέλτα χώνεται στον αχυρώνα. Κραυγές και πούπουλα ταράζουν την ησυχία της νύχτας και ύστερα σιωπή. Το «στοιχειό» αλαφροπατώντας φεύγει, κάνοντας αυτό για το οποίο έχει γεννηθεί. Σκορπάει τον θάνατο παρά το μικρό του μέγεθος. Στο αχνό φως του φεγγαριού, η νυφίτσα γλείφεται για να καθαρίσει το τρίχωμά της, πηγαίνοντας καμαρωτή για το επόμενο θύμα...

Η Νυφίτσα (μυλογαλή) (Mustela nivalis= Ικτίς η χιονώδης) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Συναντάται στην Ευρώπη, την Ασία, στη Βόρεια Αμερική και στη βόρεια Αφρική, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει εισαχθεί και στη Νέα Ζηλανδία.

Η λέξη «νυφίτσα» χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει έναν άνθρωπο πονηρό και με κακές προθέσεις, που συνήθως δρα υπογείως, φέρεται υποκριτικά και δημιουργεί προβλήματα και εντάσεις. Όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι τελείως άδικοι για τη νυφίτσα, αφού το συγκεκριμένο ζώο απέχει πολύ από αυτά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.

Το γεγονός ότι χρησιμοποιεί ορισμένες φορές και τις ανθρώπινες δραστηριότητες (κοτέτσια, περιστερώνες, κονικλοτροφεία) για την επιβίωσή της, σε συνδυασμό με το πολύ μικρό της μέγεθος που την καθιστά αόρατη, έχουν αποτελέσει τη βάση των ανωτέρω χαρακτηρισμών.

Στην Αρχαία Ελλάδα, η νυφίτσα ονομάζονταν Γαλινθιάς ή Γαλινθίς. Ο σεβασμός των αρχαίων για τα ζώα είναι ορατός μέσα από τους μύθους και τις παραδόσεις τους‧ αυτό αποδεικνύεται και από τον μύθο που συνοδεύει τούτο το μικροσκοπικό, αλλά και αιμοβόρο ζώο.

Η Γαλινθιάς ήταν κόρη του Προίτου, φίλη της Αλκμήνης και ερωμένη του Δία.

Όταν επρόκειτο η Αλκμήνη να γεννήσει τον Ηρακλή, γιο του Δία, η Ειλείθυια και οι Μοίρες, οι θεότητες του τοκετού, ύστερα από εντολή της Ήρας, της ζηλιάρας γυναίκας του, την παρεμπόδιζαν και δεν της επέτρεπαν να γεννήσει, κρατώντας σταυρωμένα τα χέρια τους. Ο «δεσμός», τα πλεγμένα χέρια της Ειλείθυιας και των Μοιρών, αποτελούσε εμπόδιο, “δέσιμο”, της γέννας (μαγεία). Εννιά μέρες και νύχτες εμπόδιζαν με τα ξόρκια τους τη γέννηση του Ηρακλή. Τότε η Γαλινθιάς, από τη στενοχώρια της για το μαρτύριο της Αλκμήνης, εξαπάτησε τις θεές λέγοντάς τους ότι η Αλκμήνη είχε φέρει στον κόσμο ένα αγόρι ύστερα από εντολή του Δία. Εκείνες, γεμάτες τρόμο, και αγανάκτηση, επειδή νόμιζαν πως είχαν περιφρονηθεί, εγκατέλειψαν τη στάση που έδενε την Αλκμήνη, και τότε εκείνη γέννησε αμέσως τον Ηρακλή.

Οι θεές εκδικήθηκαν τη Γαλινθιάδα που τις εξαπάτησε και τη μεταμόρφωσαν σε νυφίτσα. Κι επειδή είχε χρησιμοποιήσει το στόμα της για να τις ξεγελάσει, λέγοντάς τους ψέματα, την καταδίκασαν να γεννά από το στόμα. Γι’ αυτό ισχυρίζονταν ότι η νυφίτσα συλλαμβάνει από τα αυτιά και και γεννά, όπως αναφέρθηκε πιο πριν, από το στόμα.

Η Γαλινθιάς, με τη μορφή της νυφίτσας, παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής της στο σπίτι της φίλης της Αλκμήνης. Η Εκάτη τη λυπήθηκε και την έκανε ακόλουθό της και ιερό της ζώο. Οι Θηβαίοι γιόρταζαν τη Γαλινθιάδα προς τιμήν της και θυσίαζαν πάντα σε αυτήν μία ημέρα πριν την εορτή του Ηρακλή. Κατά τη γιορτή, οι επίτοκες γυναίκες θυσίαζαν προς τιμήν της, όπως πρώτος είχε κάνει ο Ηρακλής.

Ο Αιλιανός [2ος μ.Χ. αιώνας],  αναφέρει ότι η νυφίτσα και όχι η Γαλινθιάδα φόβισε τις Μοίρες που εμπόδιζαν τη γέννα της Αλκμήνης, και τις έκανε να λύσουν τα χέρια τους.

‘Lady with an Ermine’ (circa 1490) by Leonardo da Vinci. Also known as ‘Portrait of Cecilia Gallerani’. Oil and tempera on wood panel, 548 x 403 mm. Collection of Czartoryski Museum, Krakow.

‘Lady with an Ermine’ (circa 1490) by Leonardo da Vinci. Also known as ‘Portrait of Cecilia Gallerani’. Oil and tempera on wood panel, 548 x 403 mm. Collection of Czartoryski Museum, Krakow.

Στον μύθο της Γαλινθιάδας αναφέρεται και ο Οβίδιος όπου «…θορίσκεται δια των ώτων, τίκτει δ’ αναφέρουσα το κυούμενον εκ του τραχήλου. Ταύτην Ἑκάτη πρὸς τὴν μεταβολὴν τῆς ὄψεως ᾤκτειρε καὶ ἀπέδειξεν ἱερὰν αὐτῆς διάκονον Ἡρακλῆς δ’ ἐπεὶ ηὐξήθη τὴν χάριν ἐμνημόνευσε καὶ αὐτῆς ἐποίησεν ἀφίδρυμα παρὰ τὸν οἶκον καὶ ἱερὰ προσήνεγκεν. ταῦτα νῦν ἔτι τὰ ἱερὰ Θηβαῖοι φυλάττουσι καὶ πρῲ Ἡρακλέους ἑορτῇ θύουσι Γαλινθιάδι πρώτῃ».

Οι Αθηναίοι, όμως, γελούσαν ειρωνικά με αυτό τον μύθο, καθώς πίστευαν πως η Γαλινθιάς ήταν εταίρα που η Εκάτη τιμώρησε και μεταμόρφωσε σε νυφίτσα λόγω της υπερβολικής της λαγνείας. Έτυχε να περνάει από το σπίτι της Αλκμήνης που κοιλοπονούσε και βλέποντάς τη φοβήθηκε τόσο, που γέννησε αμέσως.

Ο θρύλος της νυφίτσας που γεννάει από το το στόμα στηρίζεται στο γεγονός πως κουβαλάει τα μικρά της έτσι εδώ κι εκεί σαν τη γάτα, όταν δει πως ενοχλούνται.

Η αφήγηση του Απουλήιου για τις τελετουργίες στις οποίες προέβαιναν οι Θεσσαλές μάγισσες ντυμένες νυφίτσες και οι αναφορές του Παυσανία για τις ανθρωποθυσίες προς τιμήν της Τευμησίας αλεπούς μας θυμίζουν την Κερδώ  (νυφίτσα ή αλεπού), σύζυγο του Φορωνέα, η οποία εισάγαγε τη λατρεία της Ήρας στην Πελοπόννησο. Η Θηβαϊκή λατρεία της Γαλινθιάδας είναι κατάλοιπο της πρώιμης λατρείας της Ήρας.

Σύμφωνα με τους Αισώπειους μύθους, η νυφίτσα αγάπησε κάποτε παράφορα έναν όμορφο άντρα και παρακάλεσε τη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη, να κάνει το θαύμα της.

Να τη μεταμορφώσει σε γυναίκα, για να μπορέσει να χαρεί το ίνδαλμά της.

Η Αφροδίτη συγκινήθηκε από το ερωτικό πάθος του μικρού ζώου και τη μεταμόρφωσε σε κοπέλα πολύ όμορφη. Όταν την είδε ο άντρας την αγάπησε κι αυτός και αποφάσισαν να παντρευτούν.

Σύντομα έγινε ο γάμος. Την ώρα, όμως, που η νύφη έλαμπε στα νυφικά της λούσα και καθόταν μαζί με τον γαμπρό, ένα ποντίκι πέρασε ξαφνικά από δίπλα της.  Η νύφη τότε, ξέχασε τη θέση της και τον γαμπρό κι όρμησε να πιάσει τον ποντικό. Αγανάκτησε τότε η Θεά Αφροδίτη για το άπρεπο φέρσιμό της και την έφερε πάλι στη φυσική της μορφή. Την ξαναέκανε ζώο, για να συνεχίσει το κυνηγητό των ποντικιών.

Οι άνθρωποι, όμως, τη λυπήθηκαν γι’ αυτό το ατύχημα και της έδωσαν τ’ όνομα της άμοιρης νύφης

Η λαϊκή παράδοση επίσης έδωσε στη νυφίτσα ένα επίσης πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραμύθια και τις αφηγήσεις των παλιών, η νυφίτσα ήτανε μια όμορφη και προκομένη κοπελιά. Χρυσοχέρα. Με τα χέρια της έγνεσε και ύφανε την προίκα της, που ήτανε η καλύτερη του χωριού της.

Την παραμονή, όμως, του γάμου της, τη βρήκε η αναπάντεχη συμφορά. Όλη την προίκα της την έκλεψε η φθονερή αδελφή της και δεν της άφησε ούτε κλωστή. Έσκασε τότε η δύστυχη από το κακό της κι ο καλός Θεός τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε ζωάκι, αυτό που ονομάστηκε νυφίτσα επειδή χάθηκε νυφούλα. Από τότε γυρίζει στα καταγώγια, νταβάνια, κελάρια, τρυπώνει στα σεντούκια και τα συρτάρια των κοριτσιών κι όπου βρει ρούχα κάθεται και τα ροκανίζει, ώσπου να γίνουν κουρέλια. Νομίζει πως είναι η δική της κλεμμένη προίκα και την καταστρέφει για να μην τη χαρεί η κακούργα η αδελφή της.

Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης καταγράφει, λοιπόν, την παρακάτω αττική παράδοση:

«Η νυφίτσα ήτανε νύφη και έγινε ζο. Για τούτο ζηλεύει όλες τις νυφάδες. Για να μην καταστρέψει τα προικιά της νύφης, έβαναν εις την κάμαρα που τα εφύλαγαν κουταλίτες με μυρωδικά και μέλι για να φάει, να χορτάσει η νυφίτσα και να ευχαριστηθεί,  για να μην τρυπήσει τα προικιά. Κι όταν έβαναν τις κουταλίτες έλεγαν αυτά τα λόγια.

«Κόπιασε, κυρά νυφίτσα,

για να φας τις κουταλίτσες

μην πειράζεις τα προικιά,

θα σου κάνουμε χρυσά,

ολόχρυσα και ολάργυρα

θα σου δώσουμε γαμπρό,

να παντρευτείς να σπιτωθείς,

να γινής νοικοκυρούλα,

να μην τρέχεις πια στην ρούγα.»




Charles Le Brun - Physiognomic Heads Inspired by a Weasel

Charles Le Brun - Physiognomic Heads Inspired by a Weasel

Τα κορίτσια για να γλιτώσουν το “γιούκο” τους (τη στοίβα με τα προικιά) από την οργή της νυφίτσας, αφήνουν απάνω σε αυτό μια ρόκα με τουλούπα μαλλί. Τότε η νυφίτσα κάθεται και γνέθει και δεν τους πειράζει τον ρουχισμό τους. Τη χειμερινή εποχή εμφανίζεται η νυφίτσα στα νυχτέρια των κοριτσιών. Περιφέρεται στα μαδέρια. Έχει ξεθαρρέψει, γιατί οι κοπέλες δεν τολμάνε να την πειράξουν. Ούτε γυρίζουν μάλιστα να την κοιτάξουν. Καμώνονται πως δεν την είδαν κι εξακολουθούν τη δουλειά τους λέγοντας: «Καλή και άξια κοπελιά η νυφίτσα. Έφκιασε τα προικιά της κι ακόμη δουλεύει. Είπαν μάλιστα κι έναν λόγο, πως την απάνω Κυριακή η νυφίτσα παντρεύεται...» Έτσι η νυφίτσα φεύγει ευχαριστημένη.

Σε πολλές περιοχές, επίσης σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη, λένε πως «Η νυφίτσα, σαν νυφούλα που είναι, της αρέσει να νέθη (γνέθει). Άμα την ιδούν, πρέπει να της πουν «καλώς τη νυφίτσα μου, στη νυφούλα μου!» και στην πόρτα του σπιτιού ή απάνω στα πράγματα που συνηθίζει να τα σκίζει ή να τα τρώγει της βάνουν μια ρόκα με μπαμπάκι. Χαίρεται η νυφίτσα που της παν το μπαμπάκι και χορεύει απάνω σε δαύτο.

Αν τύχει και τη χουγιάξει (να την κοροϊδέψει) καμιά γυναίκα, θα τη φυλάξει να την εκδικηθεί. Γιατί είναι πολύ εκδικητική. Θα της σκίσει τα ρούχα ακόμα και μέσα στην κασέλα αν τα έχει. Ενώ εκείνοι που την καλοπιάνουν βρίσκουν μεγάλα οφέλη απ’ αυτή. Όπου βρει άδικο φλουρί, το παίρνει και το πάει σπίτι κείνου που την περιποιήθηκε.

«Και αν βάλεις φλωριά σε σακούλα καμωμένη από τομάρι νυφίτσας, ποτέ δεν σώνονται».

Μια παράδοση από την Αρκαδία λέει:

«Στην Αρκαδία, λένε, τη νύχτα από κάτω από τα γεφύρια βγαίνουν νυφίτσες. Αν τις πετροβολήσει κανείς ή τις χουγιάξει βγαίνουν, και πάνε στο σπίτι του το βράδυ και θα το κάνουνε κουρέλια, ύστερα θα κόψουνε και τα μαλλιά όλων όσων είναι μέσα στο σπίτι και μετά θα φύγουν, και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια.

Για να μην πάθει τίποτα εκείνος που χουγιάξει μια νυφίτσα, πρέπει να πάρει μια ρόκα και ωραίο βαμβάκι και μαλακό, και να τα βάλει τη νύχτα στο μέρος που την είδε. Τότε η νυφίτσα γίνεται νεράιδα, τα παίρνει με χαρά και κάθεται στο γιοφύρι και γνέθει. Και για αυτό τη λένε Ρόκα. Πολλοί έχουν δει τη Ρόκα να γνέθει κι έχουν να λένε. Έναν μάλιστα τον έβγαλαν Φάντα, κι ακόμα ως τα τώρα έτσι τον λένε, γιατί όλο διηγείται για φαντάσματα και τις Ρόκες και το μαλλί που είχε ξοδεμένο».

Η νυφίτσα, όμως, δεν ήταν ο φόβος και ο τρόμος μόνο των μικρών ζώων και των κοριτσιών, αλλά και των οπωρικών. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα λεγόμενα των παλιών αγροτών, για να γλιτώσουν τα δέντρα τους και τους καρπούς τους από την εκδικητική μανία της νυφίτσας, έδεναν πάνω στους κορμούς κούκλες και κόκκινα μεταξωτά στολίδια. Άμα το δέντρο δεν είχε κούκλα, η νυφίτσα είχε διάθεση να ρίξει κάτω όλα τα φρούτα, αν όμως έβλεπε κούκλα, άφηνε στην ησυχία τους τα δέντρα και επιτίθονταν εναντίον της. Η παράδοση λέει πως το μίσος αυτό οφείλεται στο γεγονός πως είχε η νυφίτσα προίκα και έναν κήπο με ροδακινιές, μηλιές και αχλαδιές, και η κούκλα νομίζει πως είναι η αδερφή της, που σφετερίστηκε την προίκα της μαζί με τον κήπο της.

Αυτοί οι μύθοι είναι η ομορφιά της παράδοσης μας. Λόγω, όμως, της τεχνολογίας και του τσιμέντου που καλύπτει τις μεγαλουπόλεις, η νυφίτσα έχασε τα προσβάσιμα κατώγια με τις μυρωδιές του κρασιού, του λαδιού και της φρεσκοτριμμένης ρίγανης, τα σεντούκια με τα προικιά των κοριτσιών, τις ρόκες και τα αδράχτια, τα νυχτέρια και τα λυχνάρια.

Μαζί με αυτά χάνονται σιγά σιγά και τα τραγούδια, τα παραμύθια και οι παραδόσεις που ομόρφυναν την κουραστική και λιτή ζωή των περασμένων χρόνων. Μόνο κάποιο τραγουδάκι σατυρικό για τη μικρή αυτή νυφούλα, τη νυφίτσα, έχει απομείνει ακόμη να σιγοτραγουδιέται από κάποια γέρικα πια στόματα.

«Πέντε πόντικοι

και δεκοχτώ νυφίτσες

γάμον έκαναν

μ’ ένα κλωνί σιτάρι

και το ήλιαζαν

στης βατσινιάς το φύλλο

το γοργοάλεθαν

στου σφονδυλιού την πλάκα

σκνίπα ζύμωνε

κουνούπι ανεβατίζει

 

κι ο σκαντζόχοιρος

κοντοσυμπάει το φούρνο·

σπίθα πήδησε

του καίει το ποδαράκι

τρέχει ο μπάκακας

με το νερό στο στόμα,

τρέχει ο ψύλλος

με πάτερο στον ώμο

- Πού να τόνε θάψωμε,

πού να τόνε πάμε

- Στην κυρά την Παναγιά

πόχει ανώγια και κατώγια,

κι εκατό σανίδια…»

 

Πηγές - Βιβλιογραφία

http://www.theogonia.gr/latreia/pinakes/gama/galinthiadia.htm

http://www.fdparnonas.gr/

Γρανίτσας Στέφανος, «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου», Εκδ. Εστία, 1997

Ν. Πολίτου «Παραδόσεις», Εκδ. Γράμματα, 2012

Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 9, 273-320

Αναγνωστόπουλος Δ. Βασίλειος-Αιάπης Κώστας, «Λαϊκό παραμύθι και

παραμυθάδες στην Ελλάδα», εκδ. Καστανιώτη, 1995

Γκίκας Σωκράτης, «Μύθοι και ανέκδοτα του Αισώπου», εκδ. Σαββάλας,2001

Σπυροπούλου Ζωή «Μύθοι περί ζώων», Έκδοση Β', εκδ, Ελληνικά γράμματα, 1988

Σαρίκας Ζήσης, «Αίσωποςμύθοι», εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1993

Αουκάτος Σ. Δημήτριος, «Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα», τ. 48, Βασική

Βιβλιοθήκη, 1957