«The Lady of Shalott»
Ήταν κάποτε μια κυρά όμορφη όσο καμιά, που η μοίρα της ήταν τόσο παράξενη και σκληρή, ώστε ένας σπουδαίος Βάρδος έγραψε την ιστορία της. Ήταν η Λαίδη του Σαλότ, και ο Βάρδος ήταν ο Alfred, Lord Tennyson.
Γράφει λοιπόν αυτός ο θαυμαστός ποιητής για τον τόπο που είχε χτίσει ο Άρθουρ το Κάμελοτ, για τα απέραντα λιβάδια, όπου τα σπαρτά χρύσιζαν στο φως του ήλιου, και περιστοίχιζαν τον ποταμό που έρεε τα αργά του νερά ταξιδεύοντας προς τη θάλασσα. Ιτιές κατέβαζαν τα κλαδιά τους και χάιδευαν το ποτάμι, και οι θεριστάδες σήκωναν τα μάτια να αγναντέψουν προς το κάστρο του Σαλότ. Γιατί η όμορφη Ελέιν καθόταν δίπλα στο παραθύρι της και ύφαινε χωρίς να σηκώνει τα μάτια να κοιτάξει έξω. Ούτε τα χοντρά τείχη του Κάμελοτ, ούτε τους κήπους με τα ρόδα, ούτε τον ποταμό που καθρέφτιζε τις ηλιαχτίδες το καταμεσήμερο, ούτε τους θεριστάδες που ιδρωκοπούσαν πάνω από τη γη.
Τα μαλλιά της χρυσά σαν τα στάχυα, τα μάτια της γαλανά σαν τον ουρανό, τα χέρια της πιο επιδέξια κι από της πιο άξιας υφάντρας. Και κάποιος που τόλμησε να την κοιτάξει είπε: «Μα είναι πιο ωραία κι από τις Ξωθιές, η Λαίδη του Σαλότ». Όμως εκείνη μπορούσε να βλέπει τον κόσμο μόνο από τον καθρέφτη που είχε αντίκρυ της. Γιατί μια κατάρα βάραινε την ωραία αυτή κυρά. Έπρεπε να υφαίνει νύχτα και μέρα, και ποτέ έξω να μην βγαίνει. Κλεισμένη στην κάμαρα ύφαινε διαρκώς την καλή τύχη και τη μοίρα της οικογένειας και των αδελφών της που ήταν σπουδαίοι πολεμιστές. Γιατί ήταν γυναίκα, και δεν όριζε αυτή τη μοίρα της. Κι ας μην ήξερε τι συμφορά θα έφερνε η κατάρα, ο φόβος της ήταν τέτοιος που ύφαινε χωρίς σταματημό.
Από τον καθρέφτη έβλεπε την αγορά και τις φτωχές υφάντρες που πούλαγαν την πραμάτεια τους φορώντας κόκκινους φτηνούς μανδύες, και θα έδινε το χρυσό της διάδημα με τα μαργαριτάρια ευχαρίστως, για να περάσει μια μέρα ελεύθερη μαζί τους. Άκουγε τα άλογα να περνούν καλπάζοντας με τους ιππότες του Άρθουρ, μα μόνο από τον καθρέφτη της. Τα μάτια της βλέπαν τη ζωή μέσα από μια ανάστροφη ψευδαίσθηση. Η μόνη της χαρά και η μόνη της λαχτάρα να ακούσει τα κουδουνάκια από τα πρόβατα, τα γέλια των κοριτσιών, τα βαριά βήματα των αντρών, το ψιθύρισμα του ανέμου. Μόνη και υφαίνει… τη μοίρα ενός ολάκερου βασιλείου. Δίχως να το ξέρει.
Και μια μέρα λιόλουστη πέρασε ο Λάνσελοτ με το άλογό του, και στάθηκε να ξαποστάσει κάτω ακριβώς από το κάστρο του Σαλότ, και η Ελέιν είδε από τον καθρέφτη το λαμπρό του μέτωπο και τις μαύρες μπούκλες του όταν έβγαλε το κράνος. Και η ανάσα της κόπηκε. Σηκώθηκε ορθή και πήγε ως το παραθύρι να τον δει καθαρά. Και η καρδιά της φτερούγισε από κάτι πρωτόγνωρο. Έρωτα θαρρώ το λέγαν και τότε όπως και τώρα. Κι όπως τώρα έτσι και τότε οι μαγικές ψυχές πεθαίνουν με σπασμένη καρδιά. Γιατί εκείνη τον αναγνώρισε, φώναξε το όνομά του, του πέταξε ένα κρινάκι από αυτά σκαρφάλωναν ως το παραθύρι της, έκανε τα πάντα για να την προσέξει, αλλά εκείνος το μόνο που σκεφτόταν ήταν πότε θα φτάσει στο Κάμελοτ για να απιθώσει την ασπίδα του στα πόδια της Γκουίνεβιρ. Το κρινάκι το σήκωσε από τη γη, μα όχι και τα μάτια του στην Ελέιν. Η φωνή της δεν μπόρεσε να φτάσει στην καρδιά του, κι όπως φαίνεται ούτε καν στα αυτιά του. Κι όταν χάθηκε μέσα στα τείχη του Κάμελοτ, η νεαρή κυρά γύρισε στο υφαντό της.
Μα τα υφάδια είχαν ξεφτίσει, και το στημόνι είχε σπάσει σε πολλές μεριές, και το κάποτε όμορφο σχέδιο της κοιλάδας του Κάμελοτ που ύφαινε είχε χαθεί. Κι άκουσε τον τρομερό ήχο του καθρέφτη που έσπαζε σε χίλια κομμάτια. «Η κατάρα ας είναι επάνω μου», φώναξε. Και με την θέλησή της, τη συμφορά που θα έπεφτε στο Κάμελοτ και τον αγαπημένο της την τράβηξε όλη στον εαυτό της. Λίγες λέξεις πρόλαβε μόνο να γράψει, έκοψε ένα κρινάκι από την περικοκλάδα στο παραθύρι, και κατέβηκε γοργά τα σκαλιά. Βρέθηκε στην όχθη του ποταμού όπου μια μαύρη βάρκα την περίμενε θαρρείς σε όλη της τη ζωή. Ανέβηκε, έλυσε το σχοινί, και άναψε το φαναράκι, γιατί είχε πλέον νυχτώσει.
Ήταν πια ελεύθερη να κοιτάξει τα άστρα. Μόνο που αντί για αυτά, τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο κάστρο του Κάμελοτ. Εκεί κάπου σε κάποια κάμαρα ο καλός της ίσως κοιμόταν, ίσως άκουγε μουσική από μια άρπα στα χέρια ενός Βάρδου, ίσως άκουγε μια ιστορία από άλλον. Θα τον έβρισκε και θα του έλεγε πόσο τον αγαπούσε. Μα το σκοτάδι γινόταν όλο και πιο πηχτό, και πια δεν έβλεπε το φαναράκι. Γιατί είχε δει τη φιγούρα του Λάνσελοτ μέσα από τις ομίχλες της μαγικής της ψυχής να αποζητά το φιλί της βασίλισσας. Κι έτσι άφησε το σκοτάδι να την πάρει. Ο ουρανός στα μάτια της έχασε το φως του, τα χρυσά μαλλιά της έπεσαν στο νερό, και τα λευκά χέρια της άψυχα κρεμάστηκαν πάνω στα κουπιά της ακυβέρνητης βάρκας.
Ήταν λίγο πριν χαράξει όταν η φρουρά ανακάλυψε το παγωμένο σώμα της Ελέιν μέσα στη βάρκα. Ένα κρινάκι στο ένα της χέρι, μια γραφή στο άλλο. Τα μάτια της σβηστά. Ο Άρθουρ διάβασε δυνατά: «Το υφαντό της μοίρας μου παράξενα το ύφανα. Ο καθρέφτης έσπασε απ’ άκρη σ’ άκρη. Η κατάρα ας πέσει επάνω μου, και σε κανέναν άλλον. Αγαπημένε Λάνσελοτ, ας μου έδινες ένα φιλί πριν αφήσω τη στερνή μου ανάσα να την κλέψει η νύχτα. Ελέιν του Σαλότ».
Ο Λάνσελοτ δεν της έδωσε κανένα φιλί. Πεισματικά επέμεινε στον μάταιο πάθος για τη βασίλισσα που είχε από χρόνια κάνει την επιλογή της να είναι κοντά στον Άρθουρ. Πλήρωσε ωστόσο μια ακριβή κηδεία για την Λευκή Ελέιν, τη Λαίδη του Σαλότ. Και η εικόνα της να υφαίνει και να πεθαίνει από έρωτα πέρασε στους αιώνες.
Ο William Waterhouse την απεικόνισε πάνω στο υφαντό της, και μέσα στο νεκροκρέβατο της βάρκας που την ταξίδεψε ως την πύλη του Κάμελοτ. Και το ποίημα του Tennyson το πήρε η μελωδική άρπα της άλλης αγαπημένης Βάρδισσας, της Loreena McKennitt και έφερε τη Λαίδη του Σαλότ ξανά στη μνήμη μας.
Μα δεν σας είπα ακόμα το μυστικό που μου ψιθύρισαν κι εμένα οι θρύλοι. Ένα μυστικό για την θαυμαστή μαγική ψυχή της Λευκής Ελέιν. Ακούστηκε, λοιπόν, ανάμεσα στους κόσμους, πως η Ελέιν επιστρέφει κάθε τόσο για να ψιθυρίσει έστω και για λίγο στα αυτιά μιας γυναίκας που απελπισμένη από έρωτα μπορεί να αποζητήσει τη λήθη του θανάτου. Και προσπαθεί να της πει την ιστορία της. Μα όπως και με το Λάνσελοτ, δεν είναι εύκολο να ακουστεί από ανθρώπινα αυτιά μια ψυχή μαγική. Όμως πλέον οι γυναίκες επιλέγουν όλο και πιο συχνά να ξεφύγουν από τη φυλακή του υφαντού της αναπόδραστης μοίρας τους, και να γυρέψουν την ελευθερία της επιλογής τους. Και τότε ο τυφλός και κωφός, και κάποτε μισότρελος Λάνσελοτ βλέπει την μορφή της Ελέιν όπως αληθινά είναι, και επιλέγει τον αληθινό έρωτα, και όχι την ουτοπία μιας βασίλισσας που ανήκει σε άλλον. Και όταν συμβαίνει αυτό η ιστορία τους ξαναγράφεται κάθε φορά αλλιώτικη, πιο αισιόδοξη, με αληθινά χαρούμενο τέλος.
Ρομαντικές σκέψεις, θα πείτε… Χμμμ… Είναι επειδή δεν σας έχω πει και το πιο σπουδαίο μυστικό των Βάρδων. Για το πώς μπορούμε να αλλάξουμε τη ροή του χωροχρόνου και τα γεγονότα. Μα αυτά είναι μυστικά που ίσως κάποτε, αν έχετε καθαρή καρδιά θα σας τα ψιθυρίσουν τα άστρα.
Guest Post
Η Δήμητρα Μπενίση είναι συγγραφέας - αφηγήτρια και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.