Penny dreadfuls: Το εκδοτικό φαινόμενο του 19ου αιώνα
19ος αιώνας, Λονδίνο.
Μεγάλο πολιτιστικό κέντρο της εποχής κι όμως, χωρίς αμφιβολία, ένα πολύ σκοτεινό μέρος να βρίσκεται κανείς. Ομίχλη, καταχνιά, μουντός ουρανός, ασταμάτητο, εκνευριστικό ψιλόβροχο, αέρας και υγρασία. Βρωμιά, λάσπη, δυσωδία. Μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, τρομακτική και παγερή. Η ζωή κυλάει, και σ’ αυτές τις ευνοϊκές για ό,τι το απόκοσμο συνθήκες, ο ανθρώπινος νους γεννάει τέρατα.
Κάπως έτσι γεννήθηκαν τα penny dreadfuls. Το μεγαλύτερο εκδοτικό φαινόμενο του 19ου αιώνα.
Ξεκίνησαν να εκδίδονται στη δεκαετία του 1830, όταν με την άνοδο της τεχνολογίας και της τυπογραφίας τα επίπεδα αναλφαβητισμού μειώθηκαν θεαματικά για την εποχή. Όπως ήταν αναμενόμενο, σύντομα η φθηνή, συναρπαστική λογοτεχνία απέκτησε τεράστιο κοινό και ατέλειωτη ζήτηση.
Η αρχική τους ονομασία ήταν penny bloods. Μετονομάστηκαν σε penny dreadfuls περίπου είκοσι χρόνια αργότερα. Τα μικρά αυτά βιβλιαράκια κυκλοφορούσαν εβδομαδιαία σε μορφή περιοδικού. Ήταν πράγματι πάμφθηνα, κοστίζοντας μόνο μία δεκάρα (= a penny). Κάθε επεισόδιο αποτελούνταν από οχτώ (αρχικά δεκαέξι) σελίδες με ασπρόμαυρη εικονογράφηση στο πάνω μέρος του εξώφυλλου. Οι εικονογραφήσεις ήταν ένα απολύτως απαραίτητο στοιχείο, που λειτουργούσε φυσικά και ως διαφημιστικό εργαλείο. Τρομαχτικές, μακάβριες, ατμοσφαιρικές, μαγευτικές, εξαιρετικά εικονογραφημένες ιστορίες που έμελλε να κατακτήσουν τη Βικτωριανή Εποχή.
Ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί τίποτα παρόμοιο. Στο χρονικό διάστημα 1830 – 1850, υπήρχαν περισσότεροι από εκατό εκδότες της «λογοτεχνίας της δεκάρας» στο Λονδίνο. Ακόμα και επώνυμα περιοδικά της εποχής είχαν προσθέσει στις σελίδες τους στήλες για σύντομες ιστορίες τύπου penny dreadful. Όπως είναι αναμενόμενο σε οτιδήποτε δημιουργείται και πωλείται με τέτοιους ασταμάτητους ρυθμούς, πολύ συχνά δινόταν προτεραιότητα στην ποσότητα, και όχι στην ποιότητα των ιστοριών. Παρ’ όλα αυτά, καθόλη τη διάρκεια κυκλοφορίας τους, τα penny dreadfuls έδωσαν στο κοινό μερικά πραγματικά αξιομνημόνευτα δείγματα λογοτεχνίας.
Αρχικά, αντέγραφαν μικρά love stories που είχαν γίνει δημοφιλή στα τέλη του 18ου αιώνα, με την εισβολή της γοτθικής λογοτεχνίας στο προσκήνιο. Όσο εντονότερη ή πιο αισθαντική ατμόσφαιρα δημιουργούσαν αυτές οι ιστορίες, τόσο το καλύτερο. Σατανικοί, φονικοί ευγενείς, κυρίες της καλής κοινωνίας εθισμένες στη μελέτη της τοξικολογίας, περιπλανώμενοι τσιγγάνοι και οι μαγικές τους παραδόσεις και προλήψεις, λήσταρχοι, ήρωες με μάσκες και όμορφες γυναίκες με στιλέτα κρυμμένα στα ζωνάρια τους, χαμένα παιδιά, μαραμένες γριές μάγισσες, άκαρδοι τζογαδόροι και ξένες πριγκίπισσες.
Το πρώτο τεύχος εκδόθηκε το 1836, φέροντας τον τίτλο Lives of the Most Notorious Highwaymen, και συνεχίστηκε σε εξήντα τεύχη. Οι ληστρικές ιστορίες όπως η παραπάνω παράμειναν σταθερά αγαπημένες στην καρδιά του αναγνωστικού κοινού. Η σειρά Gentleman Jack του επιτυχημένου James Malcolm Rymer εκδιδόταν για περισσότερο από τέσσερα χρόνια, παρά τις ασυνέχειες στην πλοκή (χαρακτηριστικό παράδειγμα πως, σε κάποιο σημείο, ο ίδιος χαρακτήρας πέθανε δύο φορές). Οι ιστορίες του Dick Turpin, ενός ακόμα χαρακτήρα, άφησαν ιστορία και ειπώθηκαν αμέτρητες φορές και με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Οι πιο επιτυχημένες διηγήσεις, ωστόσο, ήταν πάντα οι αστυνομικές, καθώς και οι ιστορίες μυστηρίου. Ίσως η πιο δημοφιλής τέτοιας μορφής λογοτεχνική σειρά που εκδόθηκε ποτέ να ήταν το Mysteries of London του G.W.M. Reynolds, στα 1844. Ήταν βασισμένο σε ένα παλιό γαλλικό μυθιστόρημα, σύντομα όμως ξέφυγε εντελώς από το αρχικό υλικό και απέκτησε δική του, εμπνευσμένη πνοή. Δώδεκα χρόνια, 624 τεύχη, και περίπου πέντε εκατομμύρια λέξεις. Σε αντίθεση με τις ληστρικές ιστορίες, οι συγκεκριμένες ήταν πολύ πιο κοντά στην καθημερινότητα των αναγνωστών, φωτογραφίζοντας τον οικείο και οδυνηρό κόσμο των κακόφημων δρόμων του Λονδίνου, αλλά και την πολυτελή και σπάταλη ζωή των ανεύθυνων μελών της καλής κοινωνίας, όπως φάνταζε στα μάτια των καθημερινών ανθρώπων.
Αργότερα, όταν πια το κοινό βαρέθηκε τους ληστές και τους σατανικούς αριστοκράτες, τα dreadfuls ακολούθησαν άλλα μονοπάτια, μονοπάτια που, όπως αποδείχθηκε, ήταν πολύ πιο κερδοφόρα: ιστορίες βασισμένες σε πραγματικά εγκλήματα. Όταν αυτές εξέλειπαν από το προσκήνιο, τότε απλά οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τη φαντασία τους. Η διασημότερη ιστορία αυτού του είδους, η οποία κατέληξε αστικός θρύλος του Λονδίνου και έκτοτε έχει γνωρίσει αμέτρητες διασκευές σε λογοτεχνία και οθόνη, δεν είναι άλλη από το Sweeney Todd. Ο «Δαιμονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ», ένας serial killer που σκοτώνει τους πελάτες του προκειμένου η γειτόνισσά του, Mrs. Lovett, να εξασφαλίζει την… πρώτη ύλη για τις κρεατόπιτες που σερβίρει στο μαγαζί της, πρωτοεμφανίστηκε σε ένα από τα penny dreadfuls με τίτλο The String of Pearls, που είχε ξεκινήσει να εκδίδεται στα 1846. Αρκετό καιρό πριν η ιστορία φτάσει στο τέλος της, είχε ήδη ανέβει στη σκηνή ως θεατρικό έργο. Το παραφυσικό φαίνεται πως στη συγκεκριμένη φάση γνώρισε μία επιπλέον άνοδο, καθώς ιστορίες όπως το Varney the Vampire του Thomas Preskett Prest και του James Malcolm Rymer είχαν μεγάλη επιτυχία στις πωλήσεις.
Αρκετοί συγγραφείς που αργότερα απέκτησαν μια θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεο ξεκίνησαν από τη συγγραφή penny dreadfuls, συμπεριλαμβανομένου του G. A. Sala, μαθητή και προστατευόμενου του Dickens, και της Mary Elizabeth Braddon, συγγραφέα των μυθιστορημάτων Lady Audley’s Secret και The Black Band (The Mysteries of Midnight), μιας ιστορίας που πραγματεύεται τις δολοπλοκίες μιας ραδιούργας δολοφόνου που έχει οργανώσει ένα ευρύ πανευρωπαϊκό δίκτυο εγκληματιών.
Το κοινό όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, κάποια στιγμή θεώρησε και αυτό το είδος κορεσμένο. Ήταν και πάλι ώρα για μια αλλαγή. Οι δολοφόνοι κι οι εγκληματίες έφυγαν από τη θέση του πρωταγωνιστή, και τη θέση τους πήραν οι άνθρωποι που τους κυνηγούσαν: αστυνομικοί, ντετέκτιβ και πράκτορες. Στα 1865 ένα penny dreadful που γνώρισε τεράστια επιτυχία ήταν το The Boy Detective (The Crimes of London). Ο ήρωας ήταν ο Ernest Keen, ένα παιδί που αφού το σκάσει από το σπίτι του πιάνει δουλειά στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και σύντομα αναδεικνύεται σε ερευνητή, καθώς το ταλέντο του μοιάζει έμφυτο.
Περίπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1860, το κοινό των penny dreadful ξεκίνησε να μειώνεται, και προκειμένου να επιβιώσουν, ξεκίνησαν να στοχεύουν σε διαφορετικό ακροατήριο: παιδιά και έφηβοι. Η έκδοση συνεχίστηκε, σε πολύ μικρότερη κλίμακα και με πολύ μικρότερο κοινό, μέχρι περίπου τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και άρχισαν σταδιακά στο εξής να εξελίσσονται σε κόμικς. Από εκεί και στο εξής, τα penny dreadful ξεχάστηκαν. Συνεπώς, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι η μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου, για πολύ καιρό δεν γνώριζε καν αυτόν τον όρο.
Τα πράγματα, ωστόσο, άλλαξαν το 2014, όταν ο ταλαντούχος John Logan μαζί με μία ομάδα εξίσου εμπνευσμένων δημιουργών, έφερε στις οθόνες μας ένα πρότζεκτ που ήταν μοιραίο να ενθουσιάσει όλους τους λάτρεις του τρόμου, του γοτθικού, του ρομαντισμού, του αισθητισμού, και ασφαλώς, των διασημότερων τρομαχτικών ιστοριών όλων των εποχών. Μία τηλεοπτική παραγωγή που -πολύ επιτυχημένα και στοχευμένα- έφερε τον τίτλο των συγκεκριμένων αναγνωσμάτων, συμπίπτοντας με αυτά τόσο στο ύφος και στην ατμόσφαιρα, όσο ορισμένες φορές και στη θεματική.
Η σειρά Penny Dreadful, αποτελούμενη συνολικά από τρεις σεζόν και είκοσι εφτά επεισόδια, αντλεί υλικό από πολλές λογοτεχνικές δημιουργίες του 19ου αιώνα: Dracula, Frankenstein, The Picture of Dorian Gray, The Strange Case of Dr. Jekyll and Mr. Hyde. Η προσέγγιση ωστόσο στην κάθε μία από αυτές είναι αρκετά καινούρια και διαφορετική. Δεν πρόκειται για κάποιο απλό συνονθύλευμα ηρώων της βικτοριανής γοτθικής λογοτεχνίας. Το σενάριο είναι τέτοιο έτσι ώστε να παρακολουθούμε την εξέλιξη των χαρακτήρων μεμονωμένα όσο και συνολικά, καθώς αλληλοεπιδρούν άμεσα ή έμμεσα, με ποικίλους τρόπους, ενώ παράλληλα, κανένας από τους συγκεκριμένους χαρακτήρες των παραπάνω μυθιστορημάτων δεν είναι ο πρωταγωνιστής της σειράς. Ο ρόλος αυτός ανήκει στη Vanessa Ives.
Η αντισυμβατική αυτή ηρωίδα -ή μάλλον, αντί-ηρωίδα-, είναι ίσως ο ρόλος που ενδεχομένως θα σημαδέψει την καριέρα της γενικότερα πολυτάλαντης Eva Green για πάντα, καθώς δίνει μια ερμηνεία πέρα από κάθε προηγούμενο. Αινιγματική, δυναμική, έξυπνη, εκκεντρική και ρεαλίστρια, με ένα βαρύ και σκοτεινό παρελθόν στους ώμους της, η Vanessa Ives παλεύει. Παλεύει κάθε δευτερόλεπτο που βρίσκεται στην οθόνη. Παλεύει να κερδίσει συγχώρεση από τους ανθρώπους που έχει πληγώσει. Παλεύει να σώσει τους αγαπημένους της. Παλεύει να είναι καθώς πρέπει στην αυστηρή βικτωριανή κοινωνία, πηγαίνοντας κόντρα στα ένστικτά της. Παλεύει για να μη χάσει την πίστη της και να κρατήσει τον Θεό της στην καρδιά της. Και πάνω απ’ όλα, η Vanessa παλεύει για να μη χάσει τον εαυτό της.
Πλαισιώνεται από εξαιρετικά δομημένους χαρακτήρες, οι οποίοι είναι ενιαίοι και εξελίσσονται περίφημα. Ο καθένας θα παίξει διαφορετικό, αλλά μεγάλο ρόλο στη ζωή της. Ο ευκατάστατος μεγαλοαστός εξερευνητής και ταξιδευτής Sir Malcolm Murray (Timothy Dalton), ένας άνθρωπος που παλεύει να σώσει ό,τι έχει απομείνει από την οικογένειά του. Ο γοητευτικός κι ατρόμητος τυχοδιώκτης Ethan Chandler (Josh Hartnett). Ο χαρισματικός ηδονιστής Dorian Gray -ω ναι, ο γνωστός (Reeve Carney). Ένας έξυπνος, αλλά ταυτόχρονα αλαζονικός και παρορμητικός νεαρός γιατρός που φιλοδοξεί να σπάσει το φράγμα μεταξύ ζωής και θανάτου, και ακούει στο όνομα Victor Frankenstein (Harry Treadaway). Και πολλοί ακόμα, που μέσα στο παραφυσικό προσκήνιο όπου ζουν και κινούνται, δεν χάνουν ούτε στιγμή την ανθρώπινή τους υπόσταση: κατά βάθος, είναι όλοι τους απλά άνθρωποι, τόσο δυνατοί και ταυτόχρονα ευάλωτοι όσο και ο καθένας από εμάς.
Κανένα θέμα δεν μένει μετέωρο, ποτέ. Η κάθε σεζόν μοιάζει αυτοτελής, έχοντας τη δική της θεματική, η οποία αντλεί από διάφορες πηγές μυθολογίας και λαϊκών θρύλων. Ταυτόχρονα, αγγίζονται έντονα κοινωνικά ζητήματα με ιδιαίτερη λεπτότητα κι ευαισθησία: η γυναικεία χειραφέτηση και σεξουαλικότητα, η ομοφυλοφιλία και η αμφιφυλοφιλία, η θρησκεία και δύναμη της πίστης, το πένθος και τα ψυχικά νοσήματα.
Η avant-garde ατμόσφαιρα, αμιγώς γοτθική και απαράμιλλα πιστή στην εποχή της, είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα δυνατότερα στοιχεία της σειράς. Ο σαγηνευτικός, μεταφυσικός κόσμος του ομιχλώδους και σκοτεινού Λονδίνου αποδίδεται με συγκλονιστική ακρίβεια, ποτισμένος στα μουντά χρώματα που του ταιριάζουν: μαύρο, γκρίζο, λευκό, και βαθύ κυανό. Κι όλο αυτό υπό τη συνοδεία μίας καθηλωτικής μουσικής επένδυσης, απόλυτα προσαρμοσμένης στα εκάστοτε δεδομένα.
Είναι σαφές πως, εφόσον δύο αιώνες αργότερα οι επιρροές είναι τόσο έντονα εμφανείς και σε τόσο μεγάλη κλίμακα, ακόμα και σε τηλεοπτικό επίπεδο, η μόδα των penny dreadfuls άφησε το στίγμα της, και όχι μόνο στο βρετανικό κοινό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ανάλογες εκδοτικές προσπάθειες έγιναν εκείνη την εποχή σε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να έχουν την ίδια απήχηση κι επιτυχία.
Κύριο μέλημα των penny dreadfuls ήταν να ψυχαγωγήσουν ένα κοινό των μεσαίων και κατώτατων κοινωνικών τάξεων, διψασμένο να ακούει ιστορίες, εύληπτες και συναρπαστικές. Καλωσόριζαν τον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά έναν αφιλόξενο κόσμο όπου κυριαρχούσε η ματαιοδοξία, η ανηθικότητα, η άκρατη βία, το μυστήριο και το πάθος. Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, όταν τουλάχιστον ξεκίνησαν, ως μία αντισυμβατική, ίσως και αιρετική δημιουργία. Ιστορίες και διηγήσεις που ανέκαθεν, από την αρχή του χρόνου, γοήτευαν και σαγήνευαν το κοινό, προκαλώντας φόβο, δέος και αγωνία, αλλά και έξαψη.
Ζούμε στην εποχή της οθόνης και της ραγδαίας ανόδου της τεχνολογίας, και πολύ καλά κάνουμε. Σήμερα είναι πιο εύκολο από ποτέ για τον κάθε επίδοξο αναγνώστη να βρει το είδος της λογοτεχνίας που προτιμά. Η αλήθεια όμως είναι πως -ας το παραδεχτούμε-, όσο καλό κι αν είναι το ηλεκτρονικό, τίποτα δεν συγκρίνεται με ένα πραγματικό έντυπο. Κατά βάθος, όλοι μας αγαπάμε τις μυστηριώδεις, ατμοσφαιρικές ιστορίες, είτε αυτές περιλαμβάνουν το στοιχείο του τρόμου είτε όχι, και ποτέ δεν θα αρνούμασταν μερικές ακόμα τύπου penny dreadful.
Απλά φανταστείτε το: λογοτεχνία σε μορφή σήριαλ, ή κόμικ. Κάθε εβδομάδα κι ένα επεισόδιο. Χαμηλές τιμές, συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση, συγγραφείς πάντα πρόθυμοι να μοιραστούν τα αποκυήματα της φαντασίας τους. Μικρά, ευκολοδιάβαστα, συναρπαστικά λογοτεχνικά σφηνάκια. Τόσο ως μέλος του κοινού όσο και ως συγγραφέα, η ιδέα ενός παρόμοιου λογοτεχνικού περιοδικού εντύπου σήμερα με συναρπάζει και με ενθουσιάζει!
Μέχρι την επόμενη φορά, μπορείτε να κάνετε κι εσείς τη δική σας μικρή έρευνα και να εντοπίσετε κάποιο διαθέσιμο penny dreadful του γούστου σας.
Πλησιάζουμε, άλλωστε, στα τέλη του Οκτώβρη. Υπάρχει καλύτερη περίοδος μέσα στη χρονιά για μια δυνατή τρομαχτική ιστορία απ’ ότι παραμονές του Halloween;
Πηγές:
https://www.bl.uk/romantics-and-victorians/articles/penny-dreadfuls
http://terry-graves.com/best-victorian-penny-dreadfuls/
https://www.unboundworlds.com/2016/09/33-great-reads-every-penny-dreadful-fan-will-love/
https://paulacappa.wordpress.com/2014/07/01/penny-dreadful-stories-read-em-here/
https://www.wired.com/2016/05/penny-dreadful-reading-list/
https://en.wikipedia.org/wiki/Penny_dreadful
https://en.wikipedia.org/wiki/Penny_Dreadful_(TV_series)
H Ελπίδα Κανελλίδου γεννήθηκε στη Βέροια, το 1994. Φρέσκια απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, με κατεύθυνση στην αρχαιολογία, καθώς ήταν ό,τι κοντινότερο μπορούσε να βρει στο επάγγελμα που ήθελε να κάνει από μικρή: εξερευνήτρια. Έχει επίσης αποφοιτήσει με άριστα από τη σχολή Hogwarts για Μαγείες και Ξόρκια. Σήμερα ζει πότε στη Θεσσαλονίκη, πότε στο Westeros, στη Μέση Γη, στον Πύργο των Avengers, στη Γκόθαμ Σίτυ, και κάθε καλοκαίρι, ανελλιπώς μία εβδομάδα στο Νησί των Πυροτεχνημάτων, και σε ένα Γαλαξία πολύ-πολύ μακριά.
Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, άκουγε να της διηγούνται ιστορίες και παραμύθια. Στα εννιά της ανέλαβε πλέον μόνη της την ανάγνωση λογοτεχνίας, και από τα δώδεκα ξεκίνησε να αφηγείται γραπτώς τις δικές της ιστορίες.
Ως φοιτήτρια παρακολούθησε μαθήματα στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής Imaginarium. Το 2018 έλαβε το 5ο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος Φαντασίας του 2ου Φεστιβάλ Φαντασίας (Fantasmagoria) στη Θεσσαλονίκη, με το διήγημά της «Το Δάσος». Την ίδια χρονιά συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες του Άλλοτε», των εκδόσεων Πηγή iWrite, με το διήγημα «Οι Κουρσάροι της Γοργόνας».
Ως αγαπημένους της συγγραφείς κατονομάζει τον Σαίξπηρ, τον Oscar Wilde, τον Edgar Allan Poe, την J.K. Rowling, τον George R.R. Martin, τον Stephen King, τον George Orwell, τον Μανώλη Καραγάτση και τον Ευγένιο Τριβιζά.