Άνυα: Ξημέρωμα στην Άνυα (Mέρος 5ο)
Το πρώτο πρωινό του Ορφέα στην Άνυα έμοιαζε με ψέμα. Έχοντας συνηθίσει τόσα χρόνια να ξυπνά στην κάμαρα του, στο στενάχωρο διαμέρισμα εκείνης της βρώμικης πολυκατοικίας που ήταν χαμένη ανάμεσα σε τόσες άλλες μες στο κέντρο της Αθήνας, νόμιζε πως θα άκουγε τις ενοχλητικές κόρνες από το δρόμο και το βόμβο από το ενοχλητικό γουφερ του γείτονα που έκανε τους τοίχους και τα πατώματα να τρίζουν. Θα σηκώνονταν από το κρεβάτι, θα έφτιαχνε καφέ κι έπειτα θα έβραζε μέσα στο σπίτι μέχρι το βράδυ, έχοντας περάσει όλη την ημέρα στην τηλεόραση αφού δεν είχε τίποτα το ουσιαστικό να κάνει. Και μέχρι τότε έπρεπε να υποστεί την γκρίνια της μητέρας του για τους κακούς βαθμούς από το σχολείο και για τη δυσαρέσκεια που έβγαζε ο Ορφέας απέναντι στον Τάκη, το νέο της φίλο και σύντομα πατριό του.
Όμως όχι. Εκείνο το πρωινό, όπως και η μέρα που θα ακολουθούσε, δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα. Δεν βρισκόταν πια στο κλουβί με τους σαράντα βαθμούς αλλά σε εκείνο το δροσερό καλυβάκι μπροστά στην παραλία. Δεν σηκώθηκε ιδρωμένος από τη ζέστη, αντιθέτως ένιωθε μια ευχάριστη δροσιά που τον προκαλούσε να παραμείνει στο κρεβάτι και να χουζουρεύει με τις ώρες. Αντί για κόρνες άκουγε τα χαρούμενα γέλια των παιδιών που έπαιζαν κοκορομαχίες στη θάλασσα ενώ αντί εκείνο το κακόφωνο στερεοφωνικό του γείτονα στα αυτιά του ερχόταν η γλυκιά μελωδία μιας κιθάρας.
Του πήρε κάμποση ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν. Μια τα γέλια και η μουσική, μια η δροσιά και η μυρωδιά της θάλασσας στα ρουθούνια του και μια το ευχάριστο φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο, τον επανέφεραν στην πραγματικότητα.
Βρισκόταν στην Άνυα!
Άνυα. Υπήρχε τελικά. Και γιατί όχι; Επειδή η μητέρα δεν πίστευε πως ο μπαμπάς του, μετά το διαζύγιο, είχε ανακαλύψει ένα παραδεισένιο μέρος όπου ήταν πάντα καλοκαίρι και που ζούσαν τα πιο απίθανα πλάσματα; Ή επειδή η Άνυα δεν υπήρχε στο χάρτη της Ελλάδας και στις κουτσομπολίστικες τηλεοπτικές εκπομπές με τις πιο «καυτές» παραλίες; Τα πρώτα γράμματα που είχε πάρει από τον μπαμπά του, στα οποία περιέγραφε τη μαγεία εκείνου του τόπου, μήπως δεν ήταν αρκετά για να τον κάνουν να πιστέψει; Μα και βέβαια. Άλλωστε, όπως του έλεγε παλιά, τα ομορφότερα μέρη δεν υπάρχουν στους χάρτες και στους τουριστικούς οδηγούς μα παραμένουν κρυφά μέχρι να καταφέρεις να τα εντοπίσεις. Πλέον ο Ορφέας ήταν στην Άνυα και δεν έδινε δεκάρα για το αν ο κόσμος πίστευε ή όχι στην ύπαρξη της.
Αλλά πώς είχε φτάσει εκεί; Ανακάθισε στο κρεβάτι και έφερε στο μυαλό του τις αναμνήσεις της προηγούμενης μέρας. Την βαρετή έξοδο με τους Λεγάμενους στην ταβέρνα, τον απρόσμενο ερχομό του Άντι του Ιρλανδού, το παράξενο αμάξι με το πράσινο καπέλο και με τις πινακίδες Irish Rover και Kiss Μy Irish Ass μπρος και πίσω που έκαιγε ουίσκυ αντί για βενζίνη, τον γερο-Ζαχαρία που έμενε στο παλιό βενζινάδικο, το ξέφρενο ταξίδι μέσα στην νύχτα, το πέρασμα για την μυστική Αρκαδία, τις άγνωστες πόλεις που συνάντησαν στο δρόμο, το αγόρι που το έλεγαν Βύρωνα και το κορίτσι που το έλεγαν Λάουρα, τον τύπο με το καπέλο της μάγισσας, τις πυγολαμπίδες που κωπανούσαν στο παρμπρίζ, τους δαυλούς της παραλίας και τέλος τον πατέρα του που είχε να τον δει πάνω από τρία χρόνια. Ήταν μια αρκετά κωμική αντάμωση καθώς ο ένας ήταν μεθυσμένος και ο άλλος ζαλισμένος από το ταξίδι, με αποτέλεσμα να ξεράσουν και οι δύο ενώπιον των παρευρισκόμενων οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να σατιρίσουν την κατάσταση λέγοντας:
«Είναι πράγματι ο γιος του Όντι! Ο Άντι δεν έκανε λάθος τελικά!»
Αυτά είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα και έμοιαζαν κάπως απίθανα για να είναι αληθινά. Το είχε σκάσει μαζί με έναν άγνωστο, είχε ταξιδέψει με το πιο περίεργο αμάξι που είχε φτιάξει ποτέ άνθρωπος, αντάμωσε με τον πατέρα του που είχε να τον δει χρόνια και πια, μετά από τόσα καλοκαίρια θα έκανε διακοπές! Και όχι σε οποιοδήποτε μέρος αλλά στη θρυλική Άνυα.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έριξε μια ματιά στο χώρο. Θα πρέπει να ήταν ένα καλυβάκι – γιατί έτσι έμοιαζε – κάποιου που έμενε μόνος. Υπνοδωμάτιο, κουζίνα και σαλόνι βρίσκονταν όλα μαζί εκτός από το μπάνιο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του μικρού κτίσματος. Λες και το είχε φτιάξει κάποιος ναυαγός, το καλυβάκι είχε πράγματα άσχετα μεταξύ τους, όπως κυνηγετικά σύνεργα μαζί με αλιευτικά αλλά και παιχνίδια για παραλία. Σε έναν πάγκο στέκονταν αντικείμενα που θύμιζαν έπαθλα όμως ο Ορφέας δεν μπορούσε να καταλάβει από τι είδους αγώνες τα είχε αποκτήσει ο ιδιοκτήτης της καλύβας εκτός από ένα που είχε επιγραφή και έλεγε:
Βραβείο καλύτερου κιθαριστή για τη Γιορτή Ψαροκροκέτας.
Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχαν φωτογραφίες, ζωγραφιές κι ένας χάρτης που έμοιαζε με εκείνους που οι πειρατές σημείωναν τους κρυμμένους θησαυρούς τους. Ο Ορφέας πρόσεξε μια φωτογραφία η οποία του ήταν πολύ γνώριμη. Έδειχνε εκείνον μαζί με τον πατέρα του να χαιρετάνε το φακό. Αυτή η φωτογραφία ήταν πολύ παλιά γιατί ο Ορφέας εκεί ήταν γύρω στα έξι με εφτά χρονών και ο πατέρας του είχε μακριά μαλλιά, που, από όσο θυμόταν, τα είχε κόψει στο μισό πριν μερικά χρόνια. Λίγο πιο πέρα, στον ίδιο τοίχο, ήταν γραμμένες τρεις φράσεις με γαλάζια μπογιά, που έμοιαζαν με λίστα υπενθυμίσεων καθώς πάνω-πάνω έλεγε:
Να θυμηθώ να κάνω κάποτε
Και από κάτω:
Να βρω την Τιρ να Νογκ
Να βρω το Νησί των Μακάρων
Να φέρω τον γιο μου στην Άνυα
Χαμογέλασε καθώς διάβασε το τελευταίο. Χάρηκε που ο μπαμπάς του δεν το είχε ξεχάσει, παρόλο που είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που μίλησαν στο τηλέφωνο.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε βήματα από πίσω και είδε στο πάτωμα να αποτυπώνεται μια σκιά. Κάποιος μόλις είχε μπει. Ο Ορφέας γύρισε χαμογελαστός, περιμένοντας να αντικρίσει τον πατέρα του καθώς δεν υπήρχε αμφιβολία πως εκείνο το καλυβάκι ήταν δικό του. Όμως το χαμόγελο του χάθηκε αμέσως μόλις συνειδητοποίησε πως αυτός που μπήκε μέσα δεν ήταν ο πατέρας του μα κάποιος άλλος.
Αντίκρυ του είχε ένα περίεργο πλάσμα που για μερικά δευτερόλεπτα τον έκανε να κοκαλώσει από την τρομάρα. Έμοιαζε με άνθρωπο, μόνο που ήταν υπερβολικά κοντός για άνθρωπος και πολύ πιο φαρδύς και μυώδης. Είχε μακριά άγρια μαλλιά και εξίσου μακριά και άγρια γένια. Φορούσε ένα κοντοπαντέλονο και στο χέρι κρατούσε κάτι στρογγυλό που όμως ο Ορφέας δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν γιατί είχε την προσοχή του στραμμένη στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του νάνου και στα γουρλωτά του μάτια που ήταν έτοιμα να εκτοξεύσουν φλόγες.
Τι ειν’ τούτος, αναρωτήθηκε χωρίς να μιλήσει και γιατί με κοιτάζει έτσι;.
«Τι γυρεύεις εδώ πέρα;», ρώτησε ο νάνος καθόλου μα καθόλου φιλικά.
«Ε…εγώ…να…εδώ ξύπνησα!», αποκρίθηκε ο Ορφέας τρομαγμένος.
«Εδώ είναι το σπίτι μου.»
«Το σπίτι σου; Μα νόμιζα ότι…»
«Δεν με νοιάζει τι νόμιζες.», τον διέκοψε ο νάνος. «Δεν μου αρέσει να εισβάλουν στο χώρο μου.»
«Τότε να φύγω. Θα με αφήσεις να φύγω…έτσι;»
«Δεν έχεις να πας πουθενά…», γρύλισε ο νάνος τραβώντας ένα κοκάλινο μαχαίρι που έκρυβε στην πλάτη του.
«Όχι έχω, έχω!», είπε ο Ορφέας καταϊδρωμένος. «Ο πατέρας μου είναι κάπου εδώ γύρω! Τον συνάντησα εχθές το βράδυ και….»
«Είναι πολύ αργά για τον πατέρα σου.»
«Τι θες να πεις;»
«Τον κρεμάσαμε το πρωί. Μαζί με τον Ιρλανδό που σε έφερε στα μέρη μας.»
Ο Ορφέας ένιωσε τη γη κάτω από τα πόδια του να χάνεται.
«Τον κρεμάσατε;»
«Αυτά παθαίνουν όσοι αποκαλύπτουν τα μυστικά μας στον κόσμο. Ετούτη η γη δεν είναι για τον οποιονδήποτε. Οι παραβάτες τιμωρούνται.»
Τώρα τα πράγματα ήταν δύσκολα για τον Ορφέα. Μέσα σε μια στιγμή όλες εκείνες οι όμορφες σκέψεις, οι κεφάτες αναμνήσεις της προηγούμενης μέρας και η παραδεισένια Άνυα καταστράφηκαν με μιας. Ο ίδιος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και το μόνο που ήθελε να του συμβεί εκείνη τη στιγμή ήταν να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί καθώς ο βλοσυρός νάνος έκανε ένα απειλητικό βήμα ορμώντας καταπάνω του. Ο Ορφέας, ουρλιάζοντας μες στην απόγνωση, πισωπάτησε, μπουρδουκλώθηκε κι έπεσε.
Και τότε πλατς! Κάτι έσκασε στο πρόσωπο του μουσκεύοντας τον για τα καλά. Μόλις είχε φάει κατάμουτρα μια νεροβόμβα.
Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, ένα τρανταχτό και συνεχόμενο γέλιο πλημμύρισε το καλύβι. Με τα νερά να στάζουν από το απορημένο πρόσωπο του, ο Ορφέας αντίκρισε τον νάνο, εκείνον τον νάνο που πριν από ένα λεπτό τον απειλούσε πως θα τον σκοτώσει, να γελά ασταμάτητα. Γελούσε τόσο πολύ που κόντευε να σκάσει καθώς το πρόσωπο του κοκκίνιζε ολοένα πιο πολύ.
«Σ’ την έφερα κουτάβι!», κατάφερε να πει έπειτα από πολύ κόπο ο νάνος.
Τώρα ο Ορφέας δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Μόλις είχε πιαστεί κορόιδο σε μια καλοστημένη φάρσα, κάτι που από τη μια τον ανακούφισε και από την άλλη τον εκνεύρισε. Όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή ήταν να γελάσει γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Το γέλιο του νάνου όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο αστείο και θύμιζε εκείνα τα κουκλάκια που τα πιέζεις και χαχανίζουν.
Τελικά ο πλακατζής νάνος, αφού σκούντηξε δυο τρεις φορές στους τοίχους μην βλέποντας που πηγαίνει, κατάφερε να βγει έξω από το καλύβι. Ο Ορφέας τον άκουγε να γελά σπασμωδικά, να βήχει και να φωνάζει ο μικρός την πάτησε!
Κόκκινος από ντροπή αλλά και από το σημάδι που του είχε αφήσει η λαστιχένια νεροβόμβα, ο Ορφέας βγήκε κι αυτός με τη σειρά του έξω. Τότε βρέθηκε αντίκρυ με μια καταγάλανη θάλασσα στην επιφάνεια της οποίας αντανακλούσε το φως του πιο ευχάριστου μεσημεριανού ήλιου που είχε δει ποτέ του. Το θέαμα αυτό του προκάλεσε μια ξαφνική γαλήνη που τον έκανε να ξεχάσει τα πάντα, ακόμα και τη φάρσα του νάνου.
Επιτέλους έβλεπε θάλασσα. Και τι θάλασσα! Κρυστάλλινος και καθαρότερος από ποτέ ο γιαλός της Άνυα τον καλούσε να πέσει μέσα και να παρασυρθεί στο απέραντο γαλάζιο. Υπήρχε κάτι το μαγικό σε εκείνα τα νερά και δεν ήταν μόνο η νοσταλγία των παιδικών καλοκαιριών που έκανε τον Ορφέα να την κοιτάζει με τόση λαχτάρα.
Στάθηκε για λίγο να τη χαζεύει με τα μάτια μισόκλειστα από την αντηλιά ενώ μέσα του φούντωνε ολοένα η όρεξη να πάρει φόρα και να βουτήξει. Μα τότε άκουσε μια γνώριμη φωνή από δίπλα του να του λέει:
«Ξυπνητούρια φιλαράκο!»
Ήταν ο πατέρας του. Καθόταν στη σκιά του δέντρου δίπλα από το σπιτάκι, παίζοντας την κιθάρα του. Σηκώθηκε και με ένα χαμόγελο μεταξύ αθώας χαράς και αταξίας πλησίασε για να δώσει μια σφιχτή αγκαλιά..
«Μπαμπά!»
«Επιτέλους ανταμώνουμε Ορφέα. Δηλαδή, το κάναμε χθες βράδυ, μόνο που ήμουν λιγάκι ντίρλα! Θα έπρεπε να ήμουν κατάλληλα προετοιμασμένος να σε υποδεχτώ, μόνο που δεν ήξερα πότε ακριβώς θα φτάσεις.»
«Δεν πειράζει, ούτε εγώ δεν ήμουν καλά. Είχε πολλές στροφές ο δρόμος.»
Τώρα που ήταν μέρα και είχε φως, πατέρας και γιος μπορούσαν να δουν ξεκάθαρα ο ένας τον άλλον. Ο Ορφέας είχε μεγαλώσει, δεν ήταν πια αγόρι όπως τον θυμόταν ο μπαμπάς του αλλά ένας έφηβος που κόντευε να ενηλικιωθεί. Όσο για τον Οδυσσέα ή Όντι όπως τον φώναζαν στην Άνυα, το δέρμα του είχε σκουρύνει ελαφρώς και τα μαλλιά του, εκτός του ότι είχαν ξανθύνει υπερβολικά από τον ήλιο, είχαν φτάσει και πάλι μέχρι τη μέση, πλεγμένα ράστα. Έδειχνε πολύ πιο νέος από ότι ήταν τότε που έφυγε από το σπίτι, το πρόσωπο του είχε γαληνέψει ενώ τα μάτια είχαν αποκτήσει μια μυστήρια γαλαζωπή λάμψη.
«Βρε εσύ ψήλωσες πολύ! Σε θυμάμαι τόσο δα. Άντρεψες απότομα μου φαίνεται.»
«Πέρασαν πολλά χρόνια μπαμπά. Την τελευταία φορά που πήρα γράμμα σου ήμουν δώδεκα, νομίζω»
«Και τώρα πόσο είσαι;»
«Δεκάξι σε λίγες βδομάδες.»
«Πέρασαν τόσα χρόνια; Τι διάολο, πως περνά ο καιρός εκεί έξω; Σαν χθες μου φαίνεται που έφυγα από την Αθήνα.»
«Κι όμως λείπεις πολύ. Πάρα πολύ. Σε περίμενα να έρθεις και να με πάρεις.»
«Λοιπόν, τώρα είσαι εδώ, μαζί μου. Η Άνυα θα σου αρέσει πολύ. Ίσως βέβαια να σου πάρει κάμποσες μέρες να τη συνηθίσεις.»
«Έτσι μου φαίνεται. Λίγο πριν μπήκε κάποιος μες στο σπίτι και μου έκανε πλάκα.»
«Ναι, το πρόσεξα!», είπε ο πατέρας γελώντας. «Ήμουν κι εγώ στο κόλπο, βλέπεις.»
«Εσύ;»
«Με παρακάλεσε να τον αφήσω για αυτήν την πλάκα και είπα να μην του χαλάσω το χατίρι. Μην τον παρεξηγείς, ο Κλώτσος δεν είναι κακός. Απλώς για αυτόν τον νάνο οι φάρσες είναι όλη του η ζωή.»
«Πώς είπες ότι τον λένε;»
«Τον λέμε Κλώτσο γιατί είναι για κλωτσιές. Με την καλή έννοια πάντα! Και τι δεν έχει κάνει αυτός ο νάνος. Το πιο πετυχημένο του ήταν που μπήκε σε μια εκκλησία και παρίστανε τον προφήτη-Ηλία ο άτιμος! Είναι να μην του καρφωθεί στο μυαλό η λαδιά. Δεν σου είχα μιλήσει ποτέ για αυτόν στα γράμματα μου;»
«Δεν θυμάμαι. Πάντως πρέπει να έχετε πολλούς τρελούς εδώ πέρα. Μέχρι στιγμής έχω γνωρίσει δύο. Ένας ο Κλώτσος και ο άλλος ο Άντι.»
«Α όχι, ο Άντι δεν είναι τρελός. Τρελό είναι το αυτοκίνητο του, ο Ρόβερ. Ο Άντι απλώς μεθάει συχνά και πρέπει να πω ότι είναι μάλλον ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να οδηγεί καλύτερα αν είναι μεθυσμένος!»
«Τον συμπάθησα πολύ, παρόλο που οδηγεί περίεργα και που συνέχεια μπερδεύει το όνομα μου! Αλήθεια, που είναι τώρα;»
«Ή θα κοιμάται ή θα επισκευάζει το αμάξι του. Ο Άντι δεν μένει στην ακρογιαλιά. Έχει το σπίτι στον κάμπο, δίπλα από το Δάσος του Μεσημεριού. Λέω να πάμε να τον επισκεφτούμε αφού πρώτα κάνουμε ένα μπανάκι.»
«Πολύ θα το ΄θελα όμως δεν έχω πάρει μαγιό μαζί μου. Φύγαμε πολύ βιαστικά εχθές.»
«Δεν έχεις μαγιό ε; Ωραία λοιπόν, θα βουτήξεις με τα ρούχα!»
«Τι; Όχι, όχι μπαμπά!», άρχισε να φωνάζει ο Ορφέας καθώς ο πατέρας του κατάφερε να τον πιάσει και να τον πάει σηκωτό μέχρι τη θάλασσα. Σε λίγα λεπτά ο Ορφέας βρισκόταν μέσα στο αλμυρό νερό.
«Τι έχεις να πεις τώρα φιλαράκο;», ρώτησε γελώντας ο πατέρας του.
«Είστε όλοι τρελοί εδώ!»
«Για αυτό σε περιμέναμε! Καλωσόρισες στην Άνυα!», είπε και βούτηξε στη θάλασσα.
Κολύμπησαν για λίγο μαζί στα ρηχά ώσπου ο Οδυσσέας αποφάσισε να βγει στην αμμουδιά.
«Λοιπόν, κάτσε εσύ να δροσιστείς λίγο ακόμα. Εγώ θα βγω έξω τώρα.»
«Πού θα πας;»
«Πάω να βρω έναν φίλο μου, τον Άγγελο. Θα μας δώσει το βανάκι του να πάμε μια βόλτα. Πρέπει να ψωνίσουμε και μερικά πράγματα.»
«Τι πράγματα;»
«Μαγιό, ρούχα… όλα αυτά που δεν έφερες. Ευκαιρία να κάνουμε μια επίσκεψη στην Καραβούπολη και να σου δείξω την Άνυα, τι λες;»
«Τέλεια! Θα βγω κι εγώ τώρα.»
«Μη βιάζεσαι, κάνε το μπάνιο σου. Έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας!
«Εντάξει μπαμπά.» είπε ο Ορφέας και κολύμπησε προς τα βαθιά. Όσο απομακρυνόταν από την ακτή τόσο καλύτερα μπορούσε να σχηματίσει μια όσο γινόταν ολοκληρωμένη εικόνα του μέρους. Η Άνυα ήταν ένας μικρός κόλπος με έναν ψηλό φάρο στο ένα άκρο κι κάτι που έμοιαζε με κάστρο στο άλλο. Στο στόμα του κόλπου, πίσω από την αμμουδιά, ο Ορφέας έβλεπε πεύκα και ανάμεσα σε αυτά μερικά σπίτια. Ακόμα πιο πέρα έβλεπε δυο βουνά, το ένα πίσω από το άλλο, και όπως τα κοιτούσε θυμήθηκε το χθεσινοβραδινό δρόμο με τις στροφές που τον έκαναν να ζαλιστεί Κι όμως τώρα, κάτω από το φως της μέρας, τα βουνά εκείνα ασκούσαν τη δική τους γοητεία πάνω του, ξυπνώντας μέσα στον Ορφέα την όρεξη για πεζοπορία και εξερεύνηση.
«Όμορφο μέρος» είπε αφήνοντας έναν αναστεναγμό. Έκλεισε τα μάτια και άφησε το κορμί του ελεύθερο στην αγκαλιά του δροσερού νερού. Επιτέλους διακοπές, ψιθύρισε.
«Γεια!» άκουσε κάποιον από δίπλα του. «Είσαι ο Ορφέας;»
Ο Ορφέας είδε ένα αγόρι περίπου στην ηλικία του να κολυμπά δίπλα του. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και ξανθά αλλά το πρώτο που πρόσεχε κανείς πάνω του ήταν το γένι του που τον έκανε να μοιάζει με τράγο τόσο μακρύ που ήταν. Από το ύφος και τη φωνή του έδειχνε ιδιαίτερα φιλικός και δεν ήταν σαν εκείνα τα παιδιά που κοιτούν με καχυποψία όποιον είναι καινούργιος στην περιοχή ή στην παρέα.
«Καλωσόρισες.» είπε δίνοντας του το χέρι. «Με λένε Ορέστη.»
«Χάρηκα», ο Ορφέας ανταπόδωσε τη χειρονομία.
«Είσαι ο γιος του Όντι, σωστά;»
«Του…ναι, ναι. Ξέχασα πως τον φωνάζουν εδώ τον πατέρα μου. Τον ξέρεις έτσι;»
«Από παιδάκι! Θέλω να πω, από τότε που ήμουν εγώ παιδάκι. Όχι βέβαια πολύ μικρό αλλά ναι, τον ξέρω χρόνια. Ο Όντι με έμαθε να παίζω μερικά τραγούδια στην κιθάρα. Είναι φοβερός μουσικός ο μπαμπάς σου.»
«Ξέρεις να παίζεις κιθάρα;» ρώτησε ο Ορφέας εντυπωσιασμένος.
«Βασικά εγώ παίζω μπάσο», είπε με περηφάνια ο Ορέστης. «Θέλω να γίνω μπασίστας. Είχα και μπάντα στο Γυμνάσιο αλλά το διαλύσαμε. Εσύ παίζεις τίποτα;»
«Παίζω λίγο κιθάρα. Μην περιμένεις όμως πολλά πράγματα.»
«Καλή φάση. Θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα συγκρότημα. Εσύ κιθάρα, εγώ μπάσο.»
«Γιατί όχι;», η ιδέα άρεσε στον Ορφέα. «Ποτέ μου δεν έπαιξα σε μπάντα.”
“Να η ευκαιρία μας! Θα παίζουμε κι εμείς όπως οι Ναυαγοί και θα κάνουμε περιοδίες σε όλο τον κόσμο!”
“Ποιοι είναι οι Ναυαγοί;”
“Μα δεν το ξέρεις; Το συγκρότημα του μπαμπά σου. Πασίγνωστοι σε όλη την Αρκαδία!”
“Για σκέψου...”, είπε ο Ορφέας γεμάτος περηφάνια και κοίταξε στην ακτή με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. “Ο πατέρας μου όλα αυτά; Στην Αθήνα δεν τον ήξερε κανένας.”
“Λοιπόν έτσι θα γίνει και με εμάς”, ο Ορέστης συνέχισε την ονειροπόληση του. “Στην αρχή θα παίζουμε διασκευές και έπειτα θα γράφουμε τα δικά μας τραγούδια. Θα είμαστε και οι πρώτοι! Μας έχω βρει και όνομα. Θα είμαστε οι Βασιλιάδες.”
“Οι Βασιλιάδες;” απόρησε ο Ορφέας. “Πώς σου ήρθε αυτό;”
Ο Ορέστης σήκωσε τα χέρια σαν να ήθελε να αγκαλιάσει όλο το γυαλό.
“Από αυτή τη θάλασσα! Ονομάζεται η Θάλασσα του Βασιλιά Ψαρά. Μιας και γνωριστήκαμε εδώ, λέω να γίνουμε οι Βασιλιάδες.”
Ο Ορφέας κούνησε το κεφάλι σκεφτηκός.
“Καλά, αν δεν σ΄αρέσει θα βρούμε κάτι άλλο”, είπε ο φιλαράκος του. “Στο όνομα θα κολλήσουμε;”
“Όμως πώς θα γίνει; Θα παίζουμε οι δυο μας;»
«Θα βρούμε κι άλλους, μην ανησυχείς. Τα περισσότερα παιδιά στην Άνυα παίζουν μουσική.»
«Θα το πω και στον Βύρωνα. Τον γνώρισα χθες το βράδυ. Εσύ Ορέστη τον ξέρεις τον Βύρωνα;»
«Ναι βέβαια. Καλό παιδί! Δεν του αρέσει και πολύ το μπάνιο. Προτιμά να περνά τις ώρες του διαβάζοντας ή κάνοντας σκιτσάκια.»
«Είναι εδώ;» ρώτησε ο Ορφέας και κοίταξε στην παραλία μήπως και τον έβλεπε πουθενά.
«Μπα, τώρα ο Βύρωνας ή θα πίνει καφέ στον Αγκαλίτσα και θα σκιτσάρει ή θα είναι στο σπίτι του κύριου Ντάνσεν και θα διαβάζει.»
«Διαβάζει;» έκανε ο Ορφέας με αηδία. «Δεν θέλω να ακούω για διαβάσματα!»
Ο Ορέστης γέλασε.
«Κι εγώ διαβάζω. Όχι όμως για το σχολείο. Το σπίτι του κύριου Ντάνσεν είναι γεμάτο από ωραία βιβλία. Είναι η βιβλιοθήκη της Άνυα. Ο κύριος Ντάνσεν σε αφήνει τα δανείζεσαι τα βιβλία του κι αν θες σου επιτρέπει να κάτσεις στο σαλόνι του και να διαβάσεις.»
“Ώστε έχετε και βιβλιοθήκη εδώ.”
“Αμέ. Και μουσείο έχουμε”, είπε ο Ορέστης και το εννοούσε. “Μουσείο Τέχνης και Σαβούρας. Πρέπει να το δεις. Θα το λατρέψεις!”
«Έχω πολλά να μάθω για αυτό το μέρος.» είπε ο Ορφέας κοιτώντας και πάλι την παραλία. «Ξέρεις, είναι η πρώτη μου μέρα εδώ, σήμερα. Τόσα χρόνια άκουγα για την Άνυα κι όμως ποτέ δεν την είδα μέχρι χθες το βράδυ.»
«Θα μείνεις για καιρό;»
«Δεν ξέρω ακόμα. Ελπίζω πως ναι.»
«Θα περάσουμε τέλεια”, είπε ο Ορέστης. “Θα σου αρέσει πολύ η Άνυα. Έλα, πάμε να σου γνωρίσω τα κορίτσια.»
«Τα κορίτσια;»
«Να, αυτές εκεί!» είπε ο Ορέστης κι έδειξε μια βάρκα όχι πολύ μακριά τους. Πάνω εκεί ήταν τρεις κοπέλες, όλες τους λυγερόκορμες, με μακριά ίσια μαλλιά. Η μία από αυτές έκανε κουπί σπρώχνοντας τη βάρκα προς τα βαθιά, η άλλη αγνάντευε το γιαλό και η τρίτη χαιρετούσε τον Ορέστη.
«Αδελφές είναι;» ρώτησε ο Ορφέας παρατηρώντας τις κοπέλες. Έτσι όπως τις κοιτούσε από μακριά του φαίνονταν ολόιδιες χάρη στο σουλούπι και στα καστανά τους μαλλιά που χύνονταν στις πλάτες τους.
«Χεχε, όλοι το ίδιο ρωτάνε στην αρχή!» εξήγησε ο Ορέστης. «Λογικό βέβαια αφού μοιάζουν πολύ. Για αυτό τις λέμε Τρίδυμες. Λοιπόν, όχι, δεν είναι αδελφές αλλά κολλητές. Αυτή που με χαιρετά είναι η Εύη. Αρέσει σε όλους και όλοι τους αρέσουν!»
«Χμ…» έκανε ο Ορφέας.
«Δίπλα της είναι η Αερίνα.» συνέχισε ο Ορέστης. «Έτσι τη φωνάζουμε. Τη λένε Κατερίνα αλλά όταν ήταν μικρή δεν μπορούσε να πει σωστά το όνομα της κι έτσι της έμεινε το παρατσούκλι. Είναι το ομορφότερο κορίτσι στην Άνυα. Είναι λιγάκι ντροπαλή με τα αγόρια. Της αρέσει να κολλάει βότσαλα και να παίζει ρακέτες.»
Ο Ορφέας χαμογέλασε.
«Η τρίτη, αυτή που τραβάει κουπί, είναι η Μαριλένα αλλά τη φωνάζουμε Μαρίλιον.»
«Γιατί;»
«Επειδή το όνομα της θυμίζει το Σιλμαρίλλιον, το βιβλίο του Τόλκιν. Το έχεις διαβάσει;»
«Όχι.»
«Δεν πειράζει. Η Μαρίλιον, που λες, είναι καλό κορίτσι αλλά στην κοσμάρα της. Πιστεύει πως υπάρχουν Γοργόνες. Κάθε χρόνο μας λέει ότι της βλέπει τα μεσημέρια που κολυμπάει στα βαθειά και ότι τις ακούει αργά το βράδυ να τραγουδούν.»
«Γοργόνες...» ο Ορφέας κοίταξε τη βάρκα και κούνησε εύθυμα το κεφάλι. «Καθένας με τις εμμονές του εδώ πέρα ε; Ο Βύρωνας με τους εξωγήινους, η Μαριλένα με τις Γοργόνες…»
«Όλοι κουβαλάμε λίγο πολύ μια τρέλα στην Άνυα!» είπε ο Ορέστης. «Έλα, πάμε να σε γνωρίσω στα κορίτσια.»
Ο Ορφέας κολύμπησε ακολουθώντας τον Ορέστη. Δίσταζε να πάει κοντά στη βάρκα όχι μόνο επειδή γενικώς τον έπιανε αμηχανία με τα κορίτσια αλλά κι επειδή ένιωθε πολύ άβολα που έκανε μπάνιο με τη βερμούδα και το μποξεράκι αντί για μαγιό.
«Καλημέρα κορίτσια!» είπε ο Ορέστης πιάνοντας τη βάρκα για να κρατηθεί. Ο Ορφέας κράτησε μια απόσταση κουνώντας συνεχώς τα πόδια για να μην βουλιάζει.
«Για σου Ορέστη!» είπε τσαχπίνικα η Εύη. «Ποιο είναι το αγόρι μαζί σου;»
«Να σας συστήσω. Από εδώ ο Ορφέας. Ορφέα, η Εύη, η Αερίνα και η Μαρίλιον.»
«Γεια σου Ορφέα!» είπαν τα κορίτσια. «Καλωσόρισες στην Άνυα.»
«Καλώς σας βρήκα.» απάντησε εκείνος ντροπαλά.
«Για πού το βάλατε;» ρώτησε κατόπιν τις Τρίδυμες ο Ορέστης. «Δεν είναι λίγο νωρίς για βαρκάδα;»
«Πάμε να βρούμε τις Γοργόνες» είπε η Μαριλένα με ενθουσιασμό. “Και θα τις βρούμε!”
«Ιδέα της Μαριλένας!» πετάχτηκε η Εύη.
«Τι σου έλεγα;» ο Ορέστης έκλεισε το μάτι στον Ορφέα.
«Τι του έλεγες;» ρώτησε η Αερίνα.
«Τίποτα, τίποτα.» απάντησε ο Ορέστης και συμπλήρωσε κοροϊδευτικά. «Πηγαίνετε κι άμα τις βρείτε, σφυρίξτε μου!»
«Ορέστη άρχισες πάλι;» η Μαριλένα θίχτηκε. «Οι Γοργόνες υπάρχουν, τις έχω δει! Εχθές το βράδυ τις άκουσα λίγο πριν τα μεσάνυχτα.»
«Τώρα, που είπες χθες βράδυ» πετάχτηκε η Εύη «εσύ δεν είσαι το παιδί που ήρθε με τον Άντι;»
«Εγώ ήμουν, ναι.» απάντησε ο Ορφέας.
«Το παιδί που έκανε εμετό!»
«Εμ…» ο Ορφέας χαμήλωσε το βλέμμα. «Ναι.»
«Εύη!» τη μάλωσε η Αερίνα.
«Συγνώμη.» είπε η Εύη με ένα χαζό χαμόγελο. «Δεν το είπα για να σε προσβάλω, αλήθεια.»
«Δεν πειράζει», είπε χαμηλόφωνα ο Ορφέας. «Ήμουν γελοίος, το παραδέχομαι…»
«Κορίτσια, δεν αφήνετε τις γοργόνες να κάνουμε καμιά βουτιά;» πρότεινε ο Ορέστης.
«Βουτήξαμε πριν,» είπε η Αερίνα.
«Και θα βουτήξουμε ξανά πιο μέσα, στα βαθιά. Οι Γοργόνες δεν κάθονται στην επιφάνεια, πρέπει να κολυμπήσουμε πολύ κάτω για τις δούμε.»
“Βρε Μαριλού”, είπε ο Εύη, ήδη κουρασμένη από την ιδέα της φίλης της. “Αφού δεν έχουμε μπουκάλες οξυγόνου για να φτάσουμε τόσο βαθειά. Δεν κρατάμε όλοι την αναπνοή μας τόσο πολύ όσο εσύ.”
“Α ναι”, είπε ο Ορέστης στον Ορφέα. “Αυτό ξέχασα να στο πω. Η Μαριλένα σπάει κάθε ρεκόρ σε αυτό. Μπορεί να μείνει κάτω από το νερό για περισσότερο από δέκα λεπτά!”
“Χάρη στο Τοτέμ του Δελφινιού”, είπε η Μαριλένα.
“Το ποιο;” ρώτησε ο Ορφέας.
“Μεγάλη ιστορία”, εξήγησε ο φίλος του. “Έχουμε να σου μάθουμε πολλά για την Άνυα.”
«Καλά. Εγώ θα βγω τώρα.» είπε ο Ορφέας και κοίταξε τα κορίτσια. «Χάρηκα για τη γνωριμία.»
«Από τώρα;» τον ρώτησε ο Ορέστης.
«Έχω μια δουλειά με τον πατέρα μου.» του είπε. «Θα σας δω αργότερα.»
«Εντάξει, βγαίνω κι εγώ. Κορίτσια, τα λέμε.»
«Γεια σας παιδιά! Ελάτε μετά για καφέ στον Αγκαλίτσα.»
Τα αγόρια κολύμπησαν προς την ακτή και οι Τρίδυμες συνέχισαν τη βαρκάδα τους κοιτώντας τον Ορφέα και τον Ορέστη.
«Είναι ο γιος του κύριου Οδυσσέα» είπε η Μαριλένα.
«Καλό παιδί φαίνεται», είπε η Κατερίνα που δεν είχε πάρει τα μάτια της από πάνω του.
«Και νόστιμο!» συμπλήρωσε η Εύη.
«Εσύ μη χάσεις!» σχολίασε η Μαριλένα και άρχισε να τραβα κουπί.
© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Άνυα: Όταν ήρθε ο Ιούνης (Μέρος 1ο)
Άνυα: Το χειρότερο καλοκαίρι (Μέρος 2ο)
Άνυα: Ταξίδι με τον Τρελό Ιρλανδό (Mέρος 3ο)
Μια καλοκαιρινή περιπέτεια ξεκινάει στο Will o' Wisps, διαβάστε περισσότερα εδώ: Το Πνεύμα των Περασμένων Καλοκαιριών
Cover art by michellepapadopoulos.deviantart.com