Η Εμπειρία του «Προμηθέα» των Aherusia

Επτά Αρχές, επτά στάδια μύησης, επτά ανθρώπινες μεταπτώσεις (πέντε του πένθους συν την εξύψωση και τη λύτρωση).

Την Παρασκευή, 12 Μαΐου, είχα τη χαρά να παρακολουθήσω την παράσταση «Προμηθέας» -άνευ του συνηθισμένου του επιθέτου, καθότι αυτός ο Προμηθέας συνενώνει τις πολλαπλές του αντανακλάσεις από το μύθο και το αρχαίο θέατρο- για την οποία όμως δεν θα επιχειρήσω να μιλήσω με τον τρόπο που συνηθίζω.

Είμαι άνθρωπος που κορωνίδα σε κάθε έκφανση της τέχνης θεωρεί την ιστορία – την ιστορία που αναπαρίσταται, που ακούγεται, που εμπνέεται. Τελικά, όμως, η αξία μιας ιστορίας οποιασδήποτε μορφής, με τη σειρά της, απογυμνωμένη από καθετί τεχνικό και θεωρητικό, έγκειται στο συναίσθημα που προκαλεί, στο συναίσθημα που αφήνει. Όπως έλεγε συχνά η Μάνια Μαράτου κατά τη διδασκαλία της αφήγησης (και όπως συνεχίζει να λέει, ευκαιρίας δοθείσης), «αν σου προκαλεί ανατριχίλα, είναι καλό». Ο «Προμηθέας – Εφτά Αρχές στο να είναι Κανείς Ανίκητος» των Aherusia προκαλεί άφθονες.

Η παράσταση πρόκειται περισσότερο για μια μυητική διαδικασία κι έναν συμμετοχικό στοχασμό πάνω στη φύση του ανθρώπου παρά για ένα θεατρικό έργο. Συνδυάζει πληθώρα πραγμάτων για να πετύχει το σκοπό της, αντλώντας από την παράδοση του αρχαίου θεάτρου και τα εκστατικά μυστήρια, παντρεύοντάς τα με ζωντανή metal μουσική, με λόγια και τραγούδια στην Αλεξανδρινή Ελληνική διάλεκτο. Ταυτόχρονα, δίνει στον θεατή πληθώρα σκηνών για να εστιάσει το βλέμμα του, από τον αφηγητή Έξαρχο (Δημήτρης Κατσιδονιώτης), τα μέλη του χορού που περνούν από τον αρχαίο ρόλο τους στο σύγχρονο χοροθέατρο και πάλι πίσω και φυσικά, τον ίδιο τον ταλαιπωρούμενο Προμηθέα (Γιώργος Χατζηκυριάκος), ο οποίος δεν παύει να σφαδάζει σιωπηλά ή απαγγέλλοντας.

Αν και η μετάφραση των λόγων προβάλλεται σε οθόνες, μεταξύ άλλων το έργο αξιοποιεί το ρόλο του Έξαρχου για ν’ απαλλάξει τον θεατή από μια προσπάθεια… ετυμολογικής –ας το πούμε- κατανόησης, δίνοντάς του έτσι τη δυνατότητα ν’ αφεθεί στη μυητική διαδικασία.

Ο Έξαρχος μάς δίνει το υπόβαθρο και διαχωρίζει τη θέση του έργου από τα συνονόματά του και τον ίδιο τον μύθο του Καλού Τιτάνα: οι άνθρωποι, ευρισκόμενοι κοντά στους θεούς, ποθούν να γίνουν όμοιοί τους στην ισχύ και την αθανασία, απορρίπτοντας τη θνητή, φθαρτή (και παρόλο που το αγνοούν, γι’ αυτό τόσο δυναμική) τους φύση. Έτσι αρχίζουν να εκφυλίζονται και να στρέφονται σε έναν διαρκή αλληλοσπαραγμό.

Ο Προμηθέας, που εξαρχής τους χάρισε τη διάνοια, την εφευρετικότητα και τη φλόγα της καλώς εννοούμενης φιλοδοξίας, συνειδητοποιεί πως οι άνθρωποι θα κατανοήσουν το δώρο της θνητής τους φύσης μόνο όταν απαλλαχθούν από το μέτρο σύγκρισης των «θεϊκών φροντιστών» τους. Έτσι γίνεται ο ίδιος πρόσφορο και τάμα για να εξαναγκάσει τους θεούς σε όρκο να μείνουν μακριά από τους ανθρώπους.

Το πρόβλημα (συνεχιζόμενο μέχρι τις μέρες μας) είναι πως, όταν οι άνθρωποι δεν έχουν θεούς να λατρέψουν, επινοούν δικούς τους, στρεβλώνοντας ακόμα και την πιο αγαθή πρόθεση…

Δεν θα ήθελα να πω περισσότερα: πρόκειται για μια παράσταση που μόνο ως εμπειρία μπορεί να γίνει κατανοητή και δη, διαφορετική για τον καθένα, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές του.

Σίγουρα, μπορεί κανείς να επαινέσει τη σκηνική παρουσία όλων των μελών του θιάσου, συλλογικά και του καθένα ξέχωρα, τον συντονισμό των σωμάτων, τη λειτουργία της μουσικής των Aherusia και των κοστουμιών (δια χειρός Ευαγγελίας Ζορμπά), την επινοητικότητα στη χρήση του video art (όπως σε μια από τις αγαπημένες μου σκηνές με την αλλόκοσμη απεικόνιση της Εκάτης), τις καθαρές φωνές και την αληθινά βιωματική συμμετοχή των ηθοποιών.

Η ουσία όμως δε βρίσκεται στα συστατικά στοιχεία, αλλά στο σύνολο που προσέφερε απολαυστικές εκπλήξεις όπως τα εκστατικά τραντάγματα με τους θύρσους και το ξαφνικό πέρασμα από μια σειρά τελετουργικών χειρονομιών στις δυναμικές, σχεδόν επιθετικές κινήσεις του «Άσκι Κατάσκι».

Θα κλείσω με θερμά συγχαρητήρια στον Γιώργο Βορέα Μελά, το ιθύνοντα νου πίσω από το έργο, για τη φοβερή σύνθεση του θιάσου και την οριακά εξωφρενική σύνδεση των πολυποίκιλων συστατικών που λειτουργούν αρμονικά επί σκηνής (όσων ανίχνευσα – είμαι σίγουρος πως υπάρχουν κι άλλα).

Ο «Προμηθέας» παίζεται στο Θέατρο της Ημέρας (Γεννηματά 20, Αθήνα, Στάση Μετρό Πανόρμου, Έξοδος Χαντζηκωνσταντή), για τρεις ακόμα παραστάσεις (19, 20 και 21 Μαΐου) και είναι μια εμπειρία που συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Για το event στο Facebook μπορείτε να πάτε εδώ.

Photo Credits: Alexandra Alexiou Photography και Ανδρέας Μιχαηλίδης.

 

 

Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης είναι μεταφραστής, συγγραφέας και αφηγητής, ενώ στο παρελθόν έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος και φωτογράφος. Ανά τα χρόνια έχει γράψει πληθώρα άρθρων γύρω από τα comics και την κουλτούρα τους, ξεκινώντας από το περιοδικό «9» της Ελευθεροτυπίας και το Comicdom.gr.

Έχει μεταφράσει, από τα αγγλικά και τα γαλλικά, βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, ιστορίας και λογοτεχνίας (μεταξύ των οποίων, Ο Ιππότης των Επτά Βασιλείων και Τα Ταξίδια του Ταφ του George R.R. Martin, τα Χρονικά της Τσακισμένης Θάλασσας του Joe Abercrombie και τη σειρά με τις Περιπέτειες του Νεαρού Σέρλοκ Χολμς του Andrew Lane). Έχει συμμετάσχει με αστυνομικά διηγήματα σε ανθολογίες όπως: Οικοεγκλήματα, Είσοδος Κινδύνου, Ελληνικά Εγκλήματα 4, Κλέφτες και Αστυνόμοι.

Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει σε φεστιβάλ comics της Ελλάδας και του εξωτερικού με αυτοεκδόσεις, σε συνεργασία με τη Βάλια Καπάδαη, τον Παύλο Παυλίδη (Νέκυια, Iasis, Last Flight of the Swordbreaker κ.α.) και άλλους καλλιτέχνες, στην πλοκαμοφόρο κολεκτίβα LarLarLar Comics.

Μέχρι σήμερα έχει γράψει τρία βιβλία: Το Αμόνι που Τραγουδά (Εκδόσεις Mamaya) και δύο νουβελέτες στη σειρά Ο Εθισμός του Κριστιάν Αμπρόζ (Εκδόσεις Nightread). Είναι ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας και της Στέγης Προφορικότητας και Παράδοσης «Μυθολόγιο».

Κατά βάση είναι παραμυθάς, χωμένος συνήθως σε μια σπηλιά φτιαγμένη εξ’ ολοκλήρου από βιβλία.