Άνυα: Όταν ήρθε ο Ιούνης (Μέρος 1ο)

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Μπήκε το καλοκαίρι όπως πάντα με ζέστη, άπνοια και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Αθήνας να παίζουν τα νέα χιτ που θα ακούγονταν για όλη την επόμενη σεζόν καθώς επίσης και τραγούδια παλιότερων δεκαετιών με θέμα – τι  άλλο – το καλοκαίρι. Οι διαφημίσεις στην τηλεόραση είχαν λυσσάξει να δείχνουν παγωτά, καφέδες και κλιματιστικά. Οι πρωινές εκπομπές καταπιάνονταν με τα συνήθη θέματα, δηλαδή με τα ακριβά νησιά του Αιγαίου, τις εξορμήσεις των διασήμων, τις διακοπές των πλουσίων και φυσικά τη νέα μόδα. Ο κόσμος στις πόλεις άρχισε να οργανώνει τα πλάνα των επερχόμενων διακοπών, οι εργαζόμενοι πάλευαν να κανονίσουν για τις άδειες τους, οι άνεργοι έψαχναν απεγνωσμένα να βρουν καμιά δουλειά σαιζόν οι νησιώτες έτριβαν τα χέρια τους περιμένοντας τους τουρίστες και οι μαθητές… αυτοί ήταν που θα τραβούσαν το μεγαλύτερο ζόρι στην αρχή του καλοκαιριού, γιατί ως γνωστόν ο Ιούνιος για τα Γυμνάσια και πιο πολύ για τα Λύκεια ισούται με εξετάσεις.

Εξετάσεις! Ο Ορφέας μισούσε εκείνη την περίοδο όσο τίποτα άλλο. Οι πρώτες βδομάδες του Ιουνίου μαζί με τις τελευταίες μέρες του Μάη ήταν χειρότερες κι από αυτές του Σεπτέμβρη, τότε που ανοίγουν τα σχολεία, πόσο μάλλον από τις μέρες μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, με τα πρώτα διαγωνίσματα να πέφτουν βροχή. Όπως συνέβαινε τα προηγούμενα τρία χρόνια έτσι και φέτος ο Ορφέας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να κάθεται όλη μέρα πάνω από ένα βιβλίο και να διαβάζει, εκτός από τις ώρες που πήγαινε στο σχολείο για να εξεταστεί και από εκείνες που κοιμόταν. Κομμένες οι βόλτες, κομμένο το αραλίκι, κομμένη η μουσική, κομμένη η τηλεόραση.

Επί τρεις εφιαλτικές βδομάδες η μοναδική του απασχόληση ήταν το διάβασμα με μοναδική παρέα τη μητέρα του που είχε σταματήσει τις εξόδους με τον Τάκη γιατί, όπως έλεγε η ίδια, έπρεπε να βοηθά το γιο της στα μαθήματα. Ο Ορφέας βέβαια θα προτιμούσε να τον άφηνε στην ησυχία του και να έβγαινε κάθε βράδυ με το φίλο της, από το να την έχει όλη μέρα στο σπίτι και να του λέει κάθε τρεις και λίγο «διάβαζε, δεν θα προλάβεις, μη χαζεύεις, διάβαζε!» Ήταν κάτι που για ακόμα μια φορά στη ζωή του έπρεπε να το υποστεί.

Κουράγιο, έλεγε στον εαυτό του. Θα τελειώσουν οι εξετάσεις και μετά θα αρχίσουν οι διακοπές.

Βέβαια διακοπές δεν θα έκανε και το ήξερε. Τουλάχιστον όμως εκείνο το βασανιστήριο με τα μαθήματα θα σταματούσε και θα είχε όλο το χρόνο να κάθεται και να μην κάνει τίποτα. Ακόμα και η ιδέα του κάθεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι και να κοιτάζει το ταβάνι φάνταζε χίλιες φορές καλύτερη από το να πνίγεται μέσα σε εξισώσεις, αριθμούς, γεωμετρικά σχήματα, νόμους, τύπους, αρχαία κείμενα, ημερομηνίες και γεγονότα.

Η πιο ωραία μέρα του Ιούνη ήταν αυτή όπου ο Ορφέας έδωσε το τελευταίο μάθημα των εξετάσεων. Μόλις παρέδωσε την κόλλα με γραπτό στην έδρα και βγήκε από την αίθουσα, ένιωσε κάτι παραπάνω από ευτυχισμένος. Όχι επειδή είχε γράψει καλά –για την ακρίβεια αυτό δεν τον ένοιαζε καθόλου – αλλά επειδή από ΄δω και μπρος ήταν ελεύθερος. Για τρεις ολόκληρους μήνες δεν θα ξαναπατούσε το πόδι του στο σχολείο, ούτε θα έβλεπε τις φάτσες των καθηγητών και των συμμαθητών του. Δεν θα χρειαζόταν να ξυπνάει νωρίς το πρωί ενώ τα απογεύματα του θα τα περνούσε χωρίς διάβασμα, πίεση και άγχος. Τέρμα πια οι ανιαρές ώρες στην τάξη, η βαβούρα στα διαλείμματα, οι ενοχλητικοί τύποι (δάσκαλοι και μαθητές), τα διαγωνίσματα, οι εξετάσεις, και πάνω από όλα οι γκρίνιες της μητέρας για την πρόοδο του. Τώρα ξεκινούσε το καλοκαίρι. Ο Ορφέας ήταν χαρούμενος και κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει να νιώσει άσχημα την τελευταία μέρα του σχολείου. Ούτε καν το γεγονός ότι δεν τον κάλεσαν στο αποχαιρετιστήριο πάρτι που οργάνωσε η τάξη του.

Το σχολείο έκλεισε. Ο Ορφέας ήταν πια ελεύθερος!

Κι όμως, στις μέρες που ακολούθησαν, ο Ορφέας ένιωσε για ακόμα μια φορά τι θα πει καλοκαίρι χωρίς διακοπές. Μπορεί το σχολείο να μην αποτελούσε πια κομμάτι της καθημερινότητας του, αυτό δεν σήμαινε βέβαια πως ο Ορφέας περνούσε καλύτερα. Έβραζε μέσα σε ένα διαμέρισμα χωρίς κλιματισμό, όπου οι μπαλκονόπορτες ήταν μονίμως ανοιχτές για να μπαίνει δροσιά. Αντί για δροσιά όμως, το μόνο που έμπαινε ήταν η φασαρία από το δρόμο, η ενοχλητική μουσική από το στερεοφωνικό του γείτονα και η μπόχα από τα σκουπιδιάρικα.

Σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του ο Ορφέας θα περνούσε τους επόμενους δύο μήνες στο σπίτι, οπότε δεν περίμενε τίποτα από το καλοκαίρι. Είχε να κάνει διακοπές από τότε που ήταν δέκα χρονών, τότε που οι γονείς του ήταν ακόμα μαζί. Αν είχε κάτι να περιμένει από το τέλος της σχολικής χρονιάς ήταν τα δώρα που του είχε τάξει η Νίτσα. Του είχε υποσχεθεί πως όταν τελείωναν οι εξετάσεις, θα του έπαιρνε χορδές για την κιθάρα. Και αν οι βαθμοί του ήταν καλοί, θα του αγόραζε και την πεταλιέρα που είχε βάλει στο μάτι εδώ και καιρό. Τη συγκεκριμένη πεταλιέρα την περίμενε από τα Χριστούγεννα κι ενώ πλησίαζε Ιούλιος, ακόμα δεν είχε γίνει δική του. Τούτη τη φορά ήλπιζε πως η μάνα του θα τον κρατούσε το λόγο της.

Μα όπως αποδείχτηκε συνέβη το αντίθετο.

Τη μέρα που βγήκαν οι βαθμοί, η Νίτσα γύρισε στο σπίτι με τα μούτρα κατεβασμένα. Ο Ορφέας δεν είχε πάει τόσο καλά στις εξετάσεις όμως είχε καταφέρει να βγάλει την τάξη χωρίς να μείνει σε κανένα μάθημα. Για τη μητέρα του βέβαια αυτό δεν σήμαινε απολύτως τίποτα.

«Αυτό ήταν όλο;» ξεκίνησε τη μουρμούρα. «Να βγάλεις τη χρονιά με μέσο όρο έντεκα;»

«Για αυτό σκας; Πάει, μαμά, τέλειωσε το σχολείο. Του χρόνου πάλι.»

«Του χρόνου θα πατώσεις μέχρι εκεί που δεν πάει! Αν έβγαλες με έντεκα την Πρώτη, με τι βαθμό θα τελειώσεις τη Δευτέρα; Ξέρεις πόσο δύσκολη είναι η επόμενη χρονιά; Δεν θα τα καταφέρεις. Συμφορά μου, δεν θέλω να ξέρω τι θα γίνει στην Τρίτη Λυκείου...»

«Δεν τα αφήνουμε τώρα αυτά;»

«Να τα αφήσουμε; Μα βέβαια, αυτό φταίει! Τα φόρτωσες στον κόκορα όλη τη χρονιά και να τα αποτελέσματα!»

«Τουλάχιστον πέρασα την τάξη. Δεν θα με συγχαρείς για αυτό;»

«Σιγά το μεγάλο κατόρθωμα!» του πέταξε. «Ας έμενες και θα σου’ λεγα εγώ τι θα πάθαινες.»

«Ξέρεις, τα πέρασα όλα επειδή πολύ απλά δεν έχω την όρεξη να διαβάσω για Σεπτέμβρη καλοκαιριάτικα.»

«Ναι ε; Μην παίρνεις όρκο για αυτό το τελευταίο.»

Έπειτα από εκείνη τη συζήτηση ο Ορφέας κατάλαβε πως η μητέρα του «μαγείρευε» κάτι που δεν θα του άρεσε καθόλου. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν τα σχολικά βοηθήματα για τις διακοπές, που, από το Δημοτικό κιόλας, η Νίτσα φρόντιζε να αγοράζει όλη τη σειρά, πιστεύοντας πως ο Ορφέας θα προετοιμαζόταν κατάλληλα για την επόμενη τάξη. Αυτή τη φορά όμως μια πιο σατανική ιδέα είχε καρφωθεί στο μυαλό της. Κι όταν, δύο μέρες αργότερα του ανακοίνωσε το πλάνο της, μια βόμβα μεγατόνων έσκασε στο σπίτι:

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

Art by http://pascalcampion.deviantart.com/

«Λοιπόν κανονίστηκε!» είπε χαρούμενη εισβάλλοντας στο δωμάτιο του Ορφέα. Εκείνος ήταν χαμένος στη μουσική του και έτσι δεν της έδωσε αρχικά σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν περίμενε πως θα του έλεγε και τίποτα σημαντικό.

«Κλείστο αυτό το πράγμα! Έχω να σου πω κάτι.»

«Τι είναι πάλι;» ρώτησε ο Ορφέας χαμηλώνοντας το στέρεο.

«Έχω να σου πω κάτι καλό.»

«Θα μου πάρεις την πεταλιέρα;»

«Άσε τις πεταλιέρες και τις κιθάρες. Τα πράγματα είναι σοβαρά. Με μέσο όρο έντεκα δεν σε βλέπω να περνάς τη Δευτέρα Λυκείου.»

«Α μάλιστα…» έκανε αδιάφορα ο Ορφέας και δυνάμωσε πάλι την ένταση.

Η αντίδραση της Νίτσας ήταν να τραβήξει το καλώδιο από την πρίζα.

«Τώρα τι να σου πω;» του Ορφέα του είχαν ανάψει τα λαμπάκια πριν ακόμα να ακούσει τα καλά.

«Λοιπόν…» η Νίτσα χαμογέλασε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. «Είμαι εδώ για να σου πω τα ευχάριστα. Θέλεις να τα ακούσεις;»

«Όχι!»

«Θα τα ακούσεις θες-δεν θες. Την επόμενη βδομάδα ξεκινάς φροντιστήριο!»

«Τι πράγμα;»

«Αυτό που άκουσες. Βρήκα ένα καλό φροντιστήριο που θα σε προετοιμάσει κατάλληλα για την νέα χρονιά.»

«Πλάκα μου κάνεις.»

«Μιλάω σοβαρά. Τη Δευτέρα, στις δέκα το πρωί θα κάνεις το πρώτο σου μάθημα. Ξεκινάς με Μαθηματικά. Θα σου φέρω το πρόγραμμα να το δεις.»

Αν και η μητέρα του έδειχνε να εννοεί όσα έλεγε, ο Ορφέας δεν μπορούσε να την πιστέψει. Πρέπει να του έκανε κάποιο κακόγουστο αστείο.

«Έλα βρε μαμά, κόψε τα αστεία.»

«Δεν πρόκειται για αστείο, Ορφέα. Όλα τα παιδιά κάνουν προετοιμασία για τη Δευτέρα Λυκείου. Είναι τάξη κρίσιμη και πολύ πιο δύσκολη από την Τρίτη.»

«Μα… δεν έχουμε λεφτά για φροντιστήρια!»

«Μη σε απασχολούν τα χρήματα. Το έχω κανονίσει αυτό το θέμα.»

«Πώς να μη με απασχολούν; Κέρδισες κανένα λαχείο και δεν το έμαθα;»

Και τότε έσκασε η δεύτερη βόμβα.

«Το συζητήσαμε με τον Τάκη. Θα σου πληρώσει εκείνος το φροντιστήριο.»

«Τι έκανε, λέει;»

«Μιλούσαμε για την πρόοδο σου. Ξέρει για τα κενά που έχεις στα μαθήματα και θέλει να σε στηρίξει στις σπουδές σου. Παρ΄ όλο που εγώ αρνήθηκα ο Τάκης επέμεινε να αναλάβει εκείνος τα δίδακτρα.»

«Ποια κενά, ποιες σπουδές; Βρε μάνα θα με τρελάνεις τελείως;»

«Αχ, αυτή η πράξη του με συγκίνησε τόσο πολύ. Σου το είπα πως είναι ένας υπέροχος άνθρωπος! Βλέπεις πόσο νοιάζεται για σένα;»

Ο Ορφέας δεν άντεξε και ξέσπασε.

«Δεν θέλω να νοιάζεται για μένα! Δεν θέλω τίποτα από αυτόν! Θέλω μόνο την ηρεμία μου, άκουσες; Την ηρεμία μου!»

Και μετά από αυτό το ξέσπασμα ήρθε η σειρά της Νίτσας.

«Ντροπή σου γαϊδούρι! Αντί να πεις ευχαριστώ, βάζεις τις φωνές! Ποιος νομίζεις πως είσαι επιτέλους;»

«Ένας άχρηστος! Αυτό δεν ήθελες να ακούσεις; Ε, λοιπόν ναι, αυτό είμαι και αυτό θέλω να παραμείνω!»

«Κάνε ό,τι νομίζεις. Δεν θα ασχοληθώ άλλο μαζί σου.»

«Άντε ντε! Αυτό ζητάω από σένα. Ούτε φροντιστήριο ήθελα ούτε καινούργιο πατέρα σαν αυτόν που θέλεις να μου φορτώσεις!»

«Έχεις και παράπονο, ε; Φύγε λοιπόν! Εμπρός, φύγε. Πήγαινε να ζήσεις με τον πατέρα σου. Αφού μαζί μου δεν περνάς καλά, πήγαινε να ζήσεις μαζί του. Άντε λοιπόν πήγαινε!»

«Ε ναι, αυτό θα κάνω.», είπε ο Ορφέας χωρίς δεύτερη σκέψη. «Θα πάω να τον βρω και να μείνω μακριά από εσένα και τους Τάκηδες σου.»

Και πράγματι ο Ορφέας έφυγε από το σπίτι εκείνο το απόγευμα. Ντυμένος πρόχειρα όπως πάντα, με ένα τσαντάκι που φύλαγε το πορτοφόλι του, ένα στυλό κι ένα μπλοκάκι για να γράφει στίχους και νότες, βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε. Καθώς έβγαινε από το σπίτι, άκουσε τη μητέρα του να λέει:

«Κι άμα τον βρεις, σφύρα μου! Τρία χρόνια έχει να δώσει σημεία ζωής, για να καταλάβεις πόσο νοιάζεται για σένα, το ίδιο του το παιδί! Εκείνος μια χαρά περνάει μακριά σου, εμένα άφησε να τραβάω το λούκι για να σε μεγαλώσω.»

Αυτά του είπε και τον άφησε να φύγει. Έτσι κι αλλιώς δεν θα πήγαινε μακριά και το ήξερε. Και οι δυο τους το ήξεραν. Πολλές φορές ο Ορφέας είχε απειλήσει τη Νίτσα πως θα έφευγε μια και καλή από το σπίτι, έλειπε για μερικές ώρες κι έπειτα επέστρεφε σαν μαλωμένος σκύλος. Δεν είχε φίλους για να τον φιλοξενήσουν ούτε και ήταν καλοδεχούμενος σε κάποιον από τους λιγοστούς συγγενείς που έμεναν στην πόλη. Ο πατέρας του έμενε κάπου μακριά σε ένα άγνωστο μέρος που κανείς δεν ήξερε πώς να πάει εκεί (αν όντως υπήρχε και δεν ήταν τελικά κάποια δική του επινόηση). Και γενικά όσο έντονες κι αν ήταν οι τάσεις φυγής που χαρακτήριζαν τον Ορφέα, δυστυχώς η καρδιά του δεν ήταν τόσο θαρραλέα ώστε να εγκαταλείψει τον μέχρι τότε γνωστό του κόσμο για να αναζητήσει κάποιον άλλον.

Πάντως εκείνο το βράδυ άργησε να γυρίσει στο σπίτι. Μην έχοντας κάποιο συγκεκριμένο μέρος να πάει, περιφερόμενος από ‘δω κι από ΄κει χωρίς να ξέρει που πηγαίνει, κάποια στιγμή αποφάσισε να πάρει το λεωφορείο και να κατέβει μέχρι τη θάλασσα. Τα παλιά τα χρόνια, όταν καλοκαίριαζε, ο πατέρας του τον πήγαινε σε ένα σημείο στον Πειραιά με πολλά βραχάκια που κατηφόριζαν μέχρι την ακτή. Κάποτε έκαναν και μπάνιο εκεί μα πλέον τα νερά εκείνα ήταν γεμάτα με απόβλητα και πια κανείς λογικός δεν βουτούσε σ΄αυτή τη μικρή παραλία. Παρέμενε όμως όμορφο σαν σημείο και προσφερόταν για να κάτσει κανείς και να χαζέψει το ηλιοβασίλεμα πίνοντας την μπύρα του.

Αυτό κι έκανε ο Ορφέας μόλις έφτασε εκεί. Αγόρασε μερικές μπύρες από ένα περίπτερο και κατέβηκε να τις πιει μόνος του στα βραχάκια. Υπήρχαν κι άλλες παρέες εκεί που είχαν έρθει για τον ίδιο λόγο. Οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν έφηβοι που απολάμβαναν την ξεγνοιασιά του πρώιμου καλοκαιριού πριν να φύγουν για τις προκαθορισμένες τους διακοπές στα νησιά ή στα χωριά τους. Κι από όλες τις παρέες που βρίσκονταν εκεί, ο  Ορφέας ξεχώρισε μια συγκεκριμένη παρεούλα  στην οποία ένα παλικάρι είχε φέρει μαζί του την κιθάρα του κι έπαιζε μουσική. Όχι πως η κιθάρα ακουγόταν και πολύ αφού τον ήχο της τον έπνιγαν οι ανακατεμένοι ήχοι από τα κινητά, τα λάπτοπ κι ένα φορητό κασετόφωνο από τις γύρω παρέες, κάθε μια από τις οποίες άκουγε τη δική της μουσική. Βέβαια εκείνη η παραφωνία ήταν το λιγότερο που ενοχλούσε τον Ορφέα στην προκειμένη. Έβαλε τα ακουστικά και απορροφήθηκε κι εκείνος στη δική του μουσική, πίνοντας την μπύρα του ανενόχλητος.

Όλο εκείνο το σκηνικό που ξετυλιγότανs γύρω του, μπορεί από τη μία να τον έκανε να ξεχαστεί από τα συμβάντα της μέρα, από την άλλη όμως τον έκανε να αισθάνεται μειονεκτικά. Παρέα δεν είχε, κιθάρα δεν είχε (αφού ακόμα δεν είχε πάρει χορδές), διακοπές δεν θα πήγαινε κι αντί για αυτό θα πέρναγε τους υπόλοιπους δυο μήνες του καλοκαιριού σε φροντιστήριο. Μπάνιο θα έκανε μόνο στην ντουζιέρα, τη θάλασσα θα την έβλεπε μια-δυο φορές κι αυτή από απόσταση και το ηλιοβασίλεμα μετά βίας θα το έβλεπε κι αυτό από το μπαλκόνι, ανάμεσα σε γκρίζες και άχαρες πολυκατοικίες. Έπειτα αναρωτιόταν, αν του πήγαινε τόσο χάλια το καλοκαίρι, πόσο πιο άσχημος θα ήταν ο χειμώνας και η νέα σχολική χρονιά;

Κάποια στιγμή καθώς ο ήλιος βασίλευε πέρα από τη θάλασσα, ο Ορφέας σήκωσε το κεφάλι και είδε έναν γλάρο να πετάει μόνος ψηλά στον ουρανό. Τον ζήλεψε για την ελευθερία του και θυμήθηκε κάτι που έλεγε παλιά ο πατέρας του.

«Ποιες κότες είδαν τον γλάρο που πέταξε στο ηλιοβασίλεμα;»

Art by http://jnkboy.deviantart.com/

Art by http://jnkboy.deviantart.com/

Αυτή τη φράση ποτέ δεν την κατάλαβε, αν και ο πατέρας του την έλεγε συχνά. Ίσως την είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο, πιθανόν τον «Γλάρο Ιωνάθαν» που ήταν η αγαπημένη του ιστορία. Γενικά οι γλάροι για κάποιο μυστήριο λόγο τον θύμιζαν πολύ. Μα όσο σκεφτόταν τον πατέρα του, αναρωτιόταν αν τελικά ζούσε στην Άνυα. Ο Ορφέας είχε αρχίσει να αμφιβάλει για αυτό, τελευταία. Άραγε υπήρχε πράγματι η Άνυα; Έμενε πράγματι ο πατέρας του εκεί, ελεύθερος και ξέγνοιαστος, παρέα με εύθυμους φίλους ή μήπως τελικά όλα αυτά ήταν ένα ψέμα; Κι αφού του είχε πει κάποτε πως θα τον έπαιρνε μαζί του για να κάνει διακοπές κοντά του, γιατί τόσα χρόνια δεν είχε δώσει σημάδια ζωής;

«Κι άμα τον βρεις, σφύρα μου!» θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του. «Τρία χρόνια έχει να εμφανιστεί, για να καταλάβεις πόσο νοιάζεται για σένα, το ίδιο του το παιδί! Εκείνος μια χαρά περνάει μακριά σου, εμένα άφησε να τραβάω το λούκι για να σε μεγαλώσω.»

Απογοητευμένος από όλο τον κόσμο, μόλις τέλειωσε την μπύρα του έφυγε από τα βραχάκια για να γυρίσει σπίτι. Είχε πια νυχτώσει και έπρεπε να προλάβει το λεωφορείο. Καθώς πήγαινε προς στη στάση, κάποια στιγμή ένα παράξενο αυτοκίνητο πέρασε από δίπλα του. Το χρώμα του ήταν απροσδιόριστο λόγο της ώρας, πάντως ήταν σίγουρα σκούρο και έτεινε προς το πράσινο. Στην οροφή του υπήρχε κάτι που έμοιαζε με καπέλο σαν αυτό που φορούσε η μασκότ των Μπόστον Σέλτικς, μα ο Ορφέας δεν το πρόσεξε πολύ καλά γιατί το αμάξι πέρασε σφαίρα από μπροστά του. Το σίγουρο ήταν πως ο οδηγός άκουγε κάποιο εύθυμο ιρλανδέζικο τραγούδι και μάλιστα στο τέρμα.

Κάτι η μουσική, κάτι το ασυνήθιστο ντεκόρ του παράξενου αμαξιού, ο Ορφέας θυμήθηκε κάποιον φίλο του πατέρα του από την Άνυα. Στα γράμματα του έκανε λόγο για έναν τρελό τύπο από την Ιρλανδία που είχε ψύχωση με το ποτό και με το αυτοκίνητο του. Ο Ορφέας δεν θυμόταν το όνομα αυτού του τύπου, όμως εκείνο που θυμόταν καλά ήταν πως το αμάξι του ήταν παράξενο επειδή φόραγε καπέλο…

…όπως το αμάξι που πέρασε πριν λίγο από μπροστά του!

«Λες να ήταν αυτός;» αναρωτήθηκε κοιτώντας προς την κατεύθυνση που είχε χαθεί το αστείο όχημα. Πιο δίπλα δυο-τρεις περαστικοί σχολίαζαν την ξέφρενη πορεία του οδηγού.

«Καλέ τον είδατε πως πέρασε;»

«Θα σκοτώσει κανένα παιδί ο αλήτης!»

«Μεθυσμένος είναι.»

«Πάει, τα έχει χάσει ο κόσμος…»

Τον Ορφέα όμως τον απασχολούσε άλλο θέμα. Αν ο «επικίνδυνος», «αλήτης», «μεθύστακας» οδηγός ήταν ο φίλος του πατέρα του από την Άνυα.

«Μπα…» μουρμούρισε τελικά «Αποκλείεται να είναι εκείνος». Ανασήκωσε τους ώμους και συνέχισε το δρόμο του.

Λίγο πριν φτάσει σπίτι θυμήθηκε και το όνομα του Ιρλανδού.

Τον έλεγαν Άντι.

 

© Γιώργος Χατζηκυριάκος, για το Will o' Wisps.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.

 

Μια καλοκαιρινή περιπέτεια ξεκινάει στο Will o' Wisps, διαβάστε περισσότερα εδώ: Το Πνεύμα των Περασμένων Καλοκαιριών

Cover art by http://pascalcampion.deviantart.com/