Ήλιος: μύθοι και μορφές του ανά την παγκόσμια μυθολογία
Η τάση και η ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί ιστορίες χάνεται στα βάθη του χρόνου. Τα φυσικά φαινόμενα και η εξήγησή τους, όπως είναι αναμενόμενο, υπήρξαν πάντα αντικείμενα απορίας, θαυμασμού και δέους, με αποτέλεσμα να εγείρεται και η ανάγκη εξήγησής τους, όπως και λήψης απαντήσεων σχετικά με την προέλευσή τους.
Ο Ήλιος, η ζωογόνος ενέργεια της φύσης, ανέκαθεν υπήρξε η βασική και, σε πολλές περιπτώσεις, πρωταρχική θεότητα των περισσότερων λαών: ένα αρχέγονο σύμβολο απεριόριστης δύναμης, ανάπτυξης, κυριαρχίας και θριάμβου απέναντι στο σκοτάδι και όλες του τις πτυχές.
Σε πολλές περιπτώσεις λατρευόταν η φυσική υπόστασή του, ο Θεός Ήλιος, ενώ σε άλλες, κυρίως μεταγενέστερες, συναντούμε την προσωποποίηση του ηλιακού δίσκου σε ανθρωπόμορφη ή ζωόμορφη θεότητα, τα χαρακτηριστικά της οποίας ποικίλλουν αφάνταστα, ανάλογα με τον εκάστοτε πολιτισμό και τα χαρακτηριστικά του.
Η αρχαιότερη γνωστή θεότητα του ήλιου είναι ο θεός Ρα της Αιγύπτου. Απεικονιζόταν πάντα με κεφάλι γερακιού, ενώ γύρω από αυτό έφερε ηλιακό δίσκο. Μετά την ένωσή του με τον θεό Άμμωνα, ξεκίνησε να λατρεύεται ως η κυρίαρχη δυναστική θεότητα της χώρας, και να ταυτίζεται με τους Φαραώ, οι οποίοι ονομάζονταν «Γιοι του Ρα».
Εφόσον ο ήλιος είναι η πηγή της ζωής στη γη, κάτι που προφανώς οι λαοί πάντοτε αντιλαμβάνονταν, είναι αναμενόμενο πολύ συχνά -αν όχι πάντα- ο εκάστοτε θεός του ήλιου να ταυτίζεται με τον δημιουργό του σύμπαντος και του κόσμου, όπως συνέβαινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εικάζεται, χωρίς ακόμη να έχει επιβεβαιωθεί, πως το όνομα «Ρα» δεν είναι παρά μία αρχαία λέξη που σήμαινε «ήλιος», ή ίσως «δημιουργός», καθώς μυθολογικά ήταν ο ίδιος που έπλασε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και τους ανθρώπους. Ο Ρα υποτίθεται πως ταξίδευε στους ουρανούς ολόκληρη την ημέρα με ένα πλοίο, το οποίο χρησιμοποιούσε και τη νύχτα, για την κατάδυσή του στον κάτω κόσμο, μέχρι την επόμενη ανατολή, οπότε και αναδυόταν ξανά (ακριβώς όπως ο πραγματικός ήλιος).
Στην ελληνική μυθολογία, τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα, κι έχουμε εντελώς διαφορετική βλέψη των πραγμάτων. Ο Ήλιος περιγράφεται και απεικονίζεται να οδηγεί πύρινο άρμα στους ουρανούς κατά τη διάρκεια της ημέρας. Υφίσταται και εδώ ως προσωποποιημένη θεότητα -στα ομηρικά έπη, μάλιστα, ταυτίζεται με τον Τιτάνα Υπερίωνα- και συναντάμε συμμετοχή του σε πολλά μυθολογικά περιστατικά, είναι όμως κάθε άλλο παρά κυρίαρχος στο ολυμπιακό πάνθεο, και εξαιρετικά σπάνια έχουν βρεθεί δεδομένα περί λατρείας του. Ασύγκριτα πιο διαδεδομένος ήταν ο θεός του φωτός, της μουσικής, της μαντείας και του Λόγου, ο Απόλλωνας, ο οποίος επίσης αναφέρεται πως είχε, όπως οι περισσότεροι θεοί, το δικό του άρμα, κι έφερνε κάθε μέρα το φως στην οικουμένη.
Ένα όμορφο, αρχαίο κινέζικο παραμύθι διηγείται μια πολύ διαφορετική ιστορία. Κάποτε, στον ουρανό υπήρχαν δέκα ήλιοι. Ήταν τα δέκα παιδιά του Di Jun, του θεού των ανατολικών ουρανίων. Κάθε πρωί, ο καθένας τους σκαρφάλωνε σ’ ένα άρμα που το έσερνε ένας δράκος και ίππευαν στους ουρανούς, φέρνοντας το φως σε κάθε γωνιά του κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο, το ποσοστό ηλιακής ενέργειας που δεχόταν η γη καταμοιραζόταν ισότιμα, και διαχωρίζονταν οι διαφορετικές εποχές του έτους. Κάποια μέρα, θέλοντας για μία φορά να δουλέψουν όλοι μαζί, πήραν την απόφαση να εμφανιστούν την ίδια στιγμή, στο ίδιο μέρος, με τα άρματά τους. Η θεά Γη τους μίσησε γι’ αυτό, γιατί άρχισε να καίγεται και να καταστρέφεται. Τα ποτάμια στέρεψαν, ενώ οι άνθρωποι και τα ζώα αποδυναμώθηκαν από την τόση ζέστη και σαν να μην έφταναν αυτά, όταν τους έγινε παρατήρηση, οι δέκα ήλιοι την αγνόησαν, περνώντας οι ίδιοι πολύ καλά για να νοιαστούν. Δεν άκουσαν ούτε τον πατέρα τους, όταν προσπάθησε να τους συνετίσει, με αποτέλεσμα εκείνος, προκειμένου να σώσει τον κόσμο, να στείλει τον Θεϊκό Τοξότη, Yi, να τους βρει, δίνοντάς του ένα μαγικό τόξο. Ο Yi πέταξε στο ψηλότερο βουνό που μπορούσε να βρει, και ξεκίνησε να τοξεύει τους ήλιους, ο καθένας από τους οποίους, στο άγγιγμα κάθε βέλους, εκρήγνυνταν και μεταμορφώνονταν σε πουλιά. Άφησε μονάχα έναν στο τέλος της μέρας, ο οποίος, μόλις βγήκε στον ουρανό την επομένη, έκλαψε για να χαμένα αδέλφια του, και τα δάκριά του γέμισαν ξανά τα ποτάμια και τις λίμνες, κι έκαναν να ανθίσουν και να καρποφορήσουν ξανά τα φυτά. Αυτός ο ήλιος υποτίθεται πως είναι ο ίδιος που βλέπουμε μέχρι σήμερα.
Στην Ιαπωνία και στη θρησκεία Shinto γενικότερα, η θεά του ήλιου και των ουρανών είναι η Amaterasu (= αυτή που λάμπει στους ουρανούς). Προστάτευε, επίσης, τις καλλιέργειες του ρυζιού, του μεταξιού και του σιταριού, αλλά και την τέχνη της υφαντικής, την οποία εφηύρε η ίδια. Από την ίδια προέρχεται υποθετικά και η γενεαλογία της αυτοκρατορικής ιαπωνικής οικογένειας. Η γέννησή της ομοιάζει με της ελληνικής Αθηνάς, καθώς ξεπήδησε από το αριστερό μάτι του θεού Izanagi. Κατά άλλες πηγές βέβαια, προέρχεται από την ένωση του Izanagi με τη σύντροφό του Izanami. Όταν ο Susano-o, αδελφός της και θεός της θάλασσας και των καταιγίδων ρήμαζε τη γη, εκείνη αποσύρθηκε σε ένα σπήλαιο, σφραγίζοντας ερμητικά την είσοδό του με ένα τεράστιο βράχο. Μετά την απόσυρσή της, ο κόσμος βυθίστηκε στο σκοτάδι και, συνεπώς, στην απουσία ζωής. Προκειμένου να σωθεί ο κόσμος, η έξυπνη θεά Uzume ξεκίνησε να διασκεδάζει ως κωμικός το υπόλοιπο πάνθεο. Τα γέλια τους ήταν τόσο βροντερά ώστε να κινήσουν την περιέργεια της Amaterasu, η οποία εντέλει επέστρεψε στους ουρανούς, ανακουφίζοντας θεούς και θνητούς εξίσου.
Η λέξη “Surya” είναι σανσκριτικής προέλευσης, και στην ουσία μεταφράζεται ως «Ήλιος». Πρόκειται για την αρχαία ινδουιστική ηλιακή θεότητα. Εικονογραφικά, συνήθως απεικονίζεται ανθρωπόμορφα, με τέσσερα χέρια, να ιππεύει άρμα με ζεμένα εφτά άλογα, κάθε ένα από τα οποία αντιπροσωπεύει ένα από τα εφτά χρώματα του ορατού φωτός, και μία από τις μέρες της εβδομάδας. Θεότητα ιδιαίτερα σημαντική για τους ανθρώπους, καθώς κατείχε θεραπευτικές ιδιότητες, ενώ παράλληλα έδινε κατ’ επιλογή στους ανθρώπους καλή τύχη και υγεία. Ήταν επίσης μία από τις ελάχιστες ορατές μορφές του θείου, μία θεότητα δηλαδή που μπορούσε ο καθένας να δει με τα μάτια του απλά κοιτάζοντας στον ουρανό την ημέρα.
Όσον αφορά τους Κέλτες, στη Βρετανία και την Ιρλανδία, φαίνεται πως ο ήλιος είχε θηλυκή υπόσταση, όπως και μια σειρά θεοτήτων που σχετίζονταν με το φως και το ηλιακό σύστημα. “Grian” ήταν η ονομασία του ήλιου στα ιρλανδικά, και υποδηλώνει όνομα γυναικείο. Η Áine είναι μία ακόμα θεότητα η οποία πολύ συχνά ταυτίζεται με την Grian, αν και το ίδιο συχνά αναφέρεται στις πηγές ως αδελφή της. Η πρώτη επονομάζεται ως «Χειμερινός Ήλιος», ενώ η δεύτερη ως «Θερινός Ήλιος». Σε πιο ηπειρωτικές περιοχές, υπήρχαν διάφορες αρσενικές θεότητες, με κυρίαρχες τους επονομαζόμενους Belenos, Grannos και Lug.
Στη γερμανική μυθολογία, κυρίαρχη ηλιακή θεότητα ήταν η Sol. Τόσο στην Ποιητική όσο και στη Νεότερη Edda, περιγράφεται ως αδελφή του θεού Máni, ο οποίος λειτουργεί ως προσωποποίηση του φεγγαριού. Αναφέρεται ως κόρη του Mundilfari, η οποία θα σκοτωνόταν από τον τερατώδη λύκο Fenrir κατά τη διάρκεια του Ragnarök (η συντέλεια του κόσμου και των θεών κατά τη συγκεκριμένη μυθολογία). Η κόρη της, ωστόσο, θα επιβιώσει και θα συνεχίσει το έργο της μητέρας της από τους ουρανούς. Επίσης σχετική θεότητα με τη λατρεία του ήλιου ήταν και ο πανίσχυρος Freyr, ο θεός της γονιμότητας, της ειρήνης, βροχής και του ήλιου. Καθημερινά ίππευε τον αγριόχοιρό του, Gullinbursti, πάνω στις θάλασσες και ψηλά στους ουρανούς.
Οι Αζτέκοι λάτρευαν ως θεό του ήλιου τον Huitzilopochtli. Καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η κοινωνία τοποθετούσε τον πόλεμο στις πρώτες τάξεις της, δεν είναι παράξενο που ο Huitzilopochtli ήταν επίσης και θεός του πολέμου και των ανθρωποθυσιών. Είχε ιδιαίτερη σχέση με τη φωτιά, την οποία δημιούργησε σε σύμπραξη με τον αδελφό του, Quetzalcoatl. Εικονογραφικά, παρουσιαζόταν είτε ως κολιμπρί, είτε ως ανθρωπόμορφη φιγούρα με μπλε σώμα, μαύρο πρόσωπο και πολλά, πολύχρωμα φτερά. Κράδαινε ως όπλο του το Xiuhcoatl, το «ερπετό της φωτιάς», αλλά και έναν καθρέφτη. Βρισκόταν σε συνεχή μάχη με το σκότος, γι’ αυτό και απαιτούσε τόσο αίμα, και μάλιστα συγκεκριμένα από ανθρώπινες καρδιές. Ήταν απαραίτητο ώστε να τραφεί και να αποκτήσει ζωτική ενέργεια για να συνεχίσει την προαιώνια μάχη του με τις δυνάμεις του κακού, ώστε να μην καταφέρουν να βυθίσουν τον κόσμο στο σκοτάδι.
Για τους Ινουίτ, τους αυτόχθονες των περιοχών του Αρκτικού Κύκλου, η δημιουργία του ήλιου και της σελήνης προέκυψε εξαιτίας της σύγκρουσης δύο αδελφών. Ο Anningan και η Malina, τα λεγόμενα αδέλφια, συνυπήρχαν ειρηνικά, μέχρι τη στιγμή που ξέσπασε μεταξύ τους ένας φοβερός τσακωμός, με αποτέλεσμα ο Anningan να αρχίσει να κυνηγάει την αδελφή του. Συμβολικά, ο Anningan αντιστοιχεί στη σελήνη, ενώ η Malina στον ήλιο. Το κυνηγητό διαρκεί αιωνίως. Οι Ινουίτ εξηγούσαν τις φάσεις της σελήνης λέγοντας πως ο Anningan παραμελεί τη διατροφή του και αδυνατίζει όλο και περισσότερο, ενώ κάθε φορά που το φεγγάρι λείπει από τον ουρανό, εικάζουν πως έχει πάει για φαγητό. Η ηλιακή έκλειψη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η στιγμή που ο Anningan καταφέρνει να πιάσει την αδελφή του.
Η Αφρικανική ήπειρος, πλούσια σε πολλούς και διαφορετικούς πολιτισμούς, βρίθει θεοτήτων σε κάθε τομέα. Η πιο διαδεδομένη ηλιακή θεότητα στη δυτική Αφρική, ονομάζεται Mawu. Είναι η δημιουργός του κόσμου, και σε ορισμένους μύθους, σύζυγος του θεού Lisa. Το όνομά της συνδέεται με μία πολύ μεγάλη ποικιλία μύθων. Κοινό χαρακτηριστικό στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η σχέση της με τη δημιουργία, τη γονιμότητα και το φως. Η ίδια και ο σύζυγός της αποτελούσαν τις δύο αντίθετες ενέργειες του σύμπαντος.
Ποικίλες είναι και οι ηλιακές θεότητες στην Αυστραλία και τους πολιτισμούς των Αβορίγινων, ανάλογα με την περιοχή. Είναι όλες τους θηλυκές. Στη Νότια Αυστραλία και τους Adnyamathanha, η θεά Bila είναι η προσωποποίηση του ήλιου. Πρόκειται για θεά με καννιβαλιστικές τάσεις, καθώς λέγεται πως έψηνε τα θύματά της στη φωτιά, από όπου προήλθαν ο ήλιος και το φως, προτού τα καταβροχθίσει. Σύμφωνα με έναν μύθο, ο Άνθρωπος Σαύρα, αηδιασμένος από τις κτηνωδίες αυτές, την παρότρυνε να εξαφανιστεί και να βυθίσει τον κόσμο στο σκοτάδι. Βλέποντας συνέχεια όμως πως ο κόσμος δεν θα επιβίωνε χωρίς τη ζωογόνο της ενέργεια, χρησιμοποίησε ένα μπούμερανγκ για να την πιάσει και να τη φέρει πίσω. Την τράβηξε αργά, σχηματίζοντας ένα τόξο στον ουρανό που φώτισε ξανά τον κόσμο. Το τόξο αυτό σηματοδοτεί την πορεία του ηλίου μέσα στην ημέρα. Στη βόρεια Αυστραλία από την άλλη, λατρευόταν ως θεά του ήλιου η Wuriupranili, η οποία κυκλοφορεί με έναν δαυλό. Η βάση του είναι φτιαγμένη από ξύλο ευκάλυπτου, ενώ το φως του δεν είναι άλλο από τον ήλιο. Κάθε πρωί, ξυπνάει στην ανατολή και ανάβει μία μικρή φωτιά, που είναι το πρώτο χρώμα της αυγής που βλέπουν οι άνθρωποι στον ορίζοντα. Στη συνέχεια διακοσμεί το σώμα κα το πρόσωπό της με κόκκινη ώχρα, και καμιά φορά η σκόνη της μπογιάς τινάζεται στον αέρα και βάφει και τα σύννεφα, με αποτέλεσμα να έχουμε κόκκινα χρώματα κατά την ανατολή. Καθώς ετοιμάζεται για το ταξίδι της, τα πουλιά ξεκινούν να κελαηδούν, ειδοποιώντας τους ανθρώπους για τον ερχομό της θεάς, και τότε, ανάβει τον δαυλό της από τη μικρή φωτιά, δημιουργώντας τον ήλιο, και περιδιαβαίνει στους ουρανούς μέχρι την απέναντι πλευρά του μονοπατιού, όπου και φτάνει το απόγευμα. Τότε σβήνει τον δαυλό και διακοσμεί εκ νέου το σώμα της με ώχρα, χαρίζοντάς μας τα υπέροχα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Ξεκουράζεται τη νύχτα, και επιστρέφει πίσω στην Ανατολή μέσω μίας υπόγειας σήραγγας.
Πλέον ζούμε στην εποχή της λογικής και της επιστήμης, που έχουν αναμενόμενα απομυθοποιήσει τις διηγήσεις και τους ευφάνταστους μύθους περί των στοιχείων της φύσης και των φυσικών φαινομένων. Οι πανοραμικές φωτογραφίες του ήλιου που τώρα πια έχουμε στα χέρια μας και οι συναρπαστικές γνώσεις που μας έχουν προσφέρει οι έρευνες κάθε λογής, δεν αφήνουν πια χώρο για δεισιδαιμονίες και υποθέσεις που έχουν τις ρίζες τους στο υπερφυσικό. Μια ωραία ιστορία, όμως, δεν πεθαίνει ποτέ όσο υπάρχουν άνθρωποι που τη γνωρίζουν και τη διηγούνται. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, περί αυτού πρόκειται: συναρπαστικές, ευφάνταστες διηγήσεις, στιγματισμένες από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη νοοτροπία του εκάστοτε λαού και πολιτισμού. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν θα πάψουν ποτέ να παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αλλά και να διεγείρουν τη φαντασία των ανθρώπων.
Βιβλιογραφία:
Almere, Kay, Time and Sacrifice in the Aztec Cosmos, University Press, Bloomington, Indiana, 1989.
Buxton, Richard, Οι Ελληνικοί Μύθοι: Ένας Ολοκληρωμένος Οδηγός, μτφ. Τυφλόπουλος Τ., Πατάκης, Αθήνα, 2005.
Dwyer, Helen, Burgan, Michael, Inuit History and Culture, Gareth Stevens, 2000.
Hart, George, A Dictionary of Egyptian Gods and Goddesses, Routledge & Kegan Paul, London, 1986.
MacKillop, James, Dictionary of Celtic Mythology, Oxford University Press, Oxford, 1998.
Mallory, J.P., In Search of the Indo-Europeans: Language, Archaeology and Myth, 1989.
Montley, Patricia, In Nature's Honor: Myths and Rituals Celebrating the Earth, Unitarian Universalist Association of Congregations, 2005.
Roshen, Dalal, Hinduism: An Alphabetical Guide, Penguin Books, India, 2010.
Watts Barton, David, Amaterasu and the Gods of Ancient Japan, Innovation Design Co., 2017.
Yang, Lihui, Handbook of Chinese Mythology, Oxford University Press, New York, 2005.
H Ελπίδα Κανελλίδου γεννήθηκε στη Βέροια, το 1994. Φρέσκια απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, με κατεύθυνση στην αρχαιολογία, καθώς ήταν ό,τι κοντινότερο μπορούσε να βρει στο επάγγελμα που ήθελε να κάνει από μικρή: εξερευνήτρια. Έχει επίσης αποφοιτήσει με άριστα από τη σχολή Hogwarts για Μαγείες και Ξόρκια. Σήμερα ζει πότε στη Θεσσαλονίκη, πότε στο Westeros, στη Μέση Γη, στον Πύργο των Avengers, στη Γκόθαμ Σίτυ, και κάθε καλοκαίρι, ανελλιπώς μία εβδομάδα στο Νησί των Πυροτεχνημάτων, και σε ένα Γαλαξία πολύ-πολύ μακριά.
Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, άκουγε να της διηγούνται ιστορίες και παραμύθια. Στα εννιά της ανέλαβε πλέον μόνη της την ανάγνωση λογοτεχνίας, και από τα δώδεκα ξεκίνησε να αφηγείται γραπτώς τις δικές της ιστορίες.
Ως φοιτήτρια παρακολούθησε μαθήματα στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής Imaginarium. Το 2018 έλαβε το 5ο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος Φαντασίας του 2ου Φεστιβάλ Φαντασίας (Fantasmagoria) στη Θεσσαλονίκη, με το διήγημά της «Το Δάσος». Την ίδια χρονιά συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες του Άλλοτε», των εκδόσεων Πηγή iWrite, με το διήγημα «Οι Κουρσάροι της Γοργόνας».
Ως αγαπημένους της συγγραφείς κατονομάζει τον Σαίξπηρ, τον Oscar Wilde, τον Edgar Allan Poe, την J.K. Rowling, τον George R.R. Martin, τον Stephen King, τον George Orwell, τον Μανώλη Καραγάτση και τον Ευγένιο Τριβιζά.