Ένα ταξίδι στα παραμύθια της Κάτω Ιταλίας
«…Τι έν γκλυτσέα τούση νύφτα τι έν ώρια
τα εβώ ε πλώνω πενσέοντα σε σένα
τσ’ ετού μπει στη φενέστρα σου αγάπη μου
της καρδίας μου σου ‘νοίφτω την πένα
Λαριλό…
Εβώ πάντα σ’ εσένα πενσέω
γιατί σένα φσυχή μου ‘γαπώ
τσαι που πάω που σύρνω που στέω
στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ
Λαριλό…»
Θα μπορούσε να τραγουδάει κάποια δεσποσύνη στον καλό της σε κάποιο χωριό της Κάτω Ιταλίας νιώθοντας έρωτα γι’ αυτόν. Αν και ανήκει στη λαογραφία της Ιταλίας, βλέπουμε πως μπορούμε να καταλάβουμε αχνά τι θέλει να μας πει αυτό το τραγουδάκι. Κι αυτό; Γιατί κατάβαθα ανάμεσα στις λέξεις του κρύβεται κάτι το ελληνικό, που μας κλείνει φιλικά το μάτι.
Οι κάτοικοι της νότιας άκρης της Puglias και της περιοχής Salento της Απουλίας μιλάνε τη διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας που ονομάζουν Γκρίκο (Grico) ή Κατωιταλιώτικα. Η ιταλική Βουλή αναγνώρισε το 1999 τη Γραικανική κοινότητα του Salento ως «ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Οι ίδιοι οι Γραικάνοι (κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών) λένε πως στα χαρτιά είναι Ιταλοί και στην καρδιά Έλληνες.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την προέλευση των Γκρίκο. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι πρώτοι Έλληνες ήρθαν στο Salento μετά την πτώση της Τροίας, οδηγημένοι από τον μυθικό βασιλιά της Κρήτης, Ιδομενέα. Όταν μετά την άλωση της Τροίας γύριζε στην πατρίδα του, έπεσε σε μια μεγάλη καταιγίδα και απευθύνθηκε στον Ποσειδώνα με την υπόσχεσή του πως αν ο θεός τον σώσει, θα θυσιάσει τον πρώτο άνθρωπο που θα συναντούσε όταν θα έφτανε στις ακτές της Κρήτης. Η θάλασσα γαλήνευσε. Ωστόσο, ο Ιδομενέας συνάντησε τον γιο του που έτρεχε να τον υποδεχτεί. Στο τραγικό δίλημμά του αποφάσισε να τηρήσει την υπόσχεσή του και θυσίασε τον υιό του. Στη συνέχεια, εγκατέλειψε την Κρήτη και ίδρυσε ένα νέο βασίλειο στη Σαλεντία.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, η διάλεκτος προέρχεται από τη δωρική διάλεκτο των αρχαίων ελληνικών. Η παρουσία των Ελλήνων στην Κάτω Ιταλία πάει πίσω στον 8ο αι. π.Χ. Τότε, κατά τον μεγάλο εποικισμό, Δωριείς, Χαλκιδείς, Κρητικοί, Μεσσήνιοι κ.λ. ίδρυσαν πόλεις στην Κάτω Ιταλία μεταφέροντας τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Από τότε, άλλωστε, η περιοχή ονομάζεται «Μεγάλη Ελλάδα».
Άλλη θεωρία λέει ότι η διάλεκτος προέρχεται από τους Βυζαντινούς εποίκους, τον 9ο αι. μ.Χ. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να καθορίσουμε με σιγουριά την προέλευση της διαλέκτου. Όπως και να έχει, οι κάτοικοι λένε ότι η Ελλάδα είναι η «Μάνα».
Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι κάτοικοι δεν μιλούσαν παρά μόνο Γκρίκο. Η διάλεκτος διατηρήθηκε μέσα από την προφορική παράδοση, καθώς οι κάτοικοι ήταν αγράμματοι βοσκοί και γεωργοί, αποκομμένοι από τον εξωτερικό κόσμο. Γι’ αυτό μπόρεσαν να διατηρήσουν λέξεις και τύπους των αρχαίων ελληνικών.
Η ύπαρξη πολλών σπάνιων αρχαίων λέξεων, κυρίως δωρικών, ανύπαρκτων όμως στη βυζαντινή και στη νεοελληνική γλώσσα, π.χ. νασίδα=νησίδα, τράφο=τάφρος, αγιολούπο =αιγίλωψ (άγρια βρώμη) κ.ά., καθώς και η διαφορετική προφορά των διπλών συμφώνων, η οποία προέρχεται από τους Δωριείς και δεν απαντάται στη βυζαντινή ούτε στη νεοελληνική, π.χ. ξίφος=σκίφος, ψαλίς=σπαλίς είναι ένα παράδειγμα από το γαϊτανάκι αυτού του «ζυμαριού» της διαλέκτου. Η γλώσσα επίσης εμπλουτίσθηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους με λέξεις του λεξιλογίου της Εκκλησίας, π.χ. Πασκαλία=Πάσχα, Πιφανεία=Επιφάνεια.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ύπαρξη ιδιόρρυθμων μοναδικών λέξεων, π.χ. αγαπησία=αγάπη, όστρια=έχθρα κ.ά. Το στοιχείο αυτό προέκυψε από την ανάγκη του εμπλουτισμού της γλώσσας κατά τη μακροχρόνια απομόνωση των ελληνόφωνων πληθυσμών, κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τα Γκρίκο, όμως, εκτός από τις αρχαιοελληνικές ρίζες τους και τον βυζαντινό εμπλουτισμό παρουσιάζουν μια εντελώς ιδιαίτερη μορφή εξαιτίας και των λεξιλογικών δανείων τους από την ιταλική γλώσσα, τα οποία ενσωματώθηκαν αφού ακολούθησαν τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής, π.χ. η ιταλική λέξη bicchiere (ποτήρι) έγινε το μπικέρι, του μπικεριού κ.λπ. Έτσι, το ιδίωμα των ελληνοφώνων έχει προσλάβει έναν μελωδικό τόνο, και θυμίζει αμυδρά την κυπριακή ή την κρητική διάλεκτο.
Μετά τον πόλεμο, τα ιταλικά καθιερώθηκαν ως επίσημη γλώσσα στα σχολεία και κυριάρχησαν εις βάρος της διαλέκτου, με αποτέλεσμα σήμερα μόνο οι ηλικιωμένοι να μιλάνε τη διάλεκτο στην καθημερινή ζωή. Από το 1999 (οπότε αναγνωρίστηκαν ως μειονοτική γλώσσα), τα Γκρίκο άρχισαν να διδάσκονται στα σχολεία της περιοχής και πάλι. Τα παιδιά διατηρούν με αυτόν τον τρόπο τους δεσμούς με την Ελλάδα και πολλοί νέοι αναζητούν την ελληνική τους ταυτότητα και τις ρίζες τους.
Γίνονται πολλές προσπάθειες για τη διάσωση της διαλέκτου. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένας πολιτιστικός σύλλογος που ονομάζεται «Αστέρια». Μέσα από το τραγούδι, τον χορό, την ποίηση και άλλες δραστηριότητες προσπαθεί να διατηρήσει ζωντανή τη διάλεκτο και τον πολιτισμό. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι κάποιοι γράφουν ακόμη και σήμερα τραγούδια και ποιήματα με στίχους στα Γκρίκο.
«…E mmu sirni e kardia na su miliso
Fse ci-ppu 'vo kratenno 'sti fsichi
Ma su kanoscio fissa mes ta-ammaddia-mmu
Ce olo to pansieri-mmu tori…»
«…Δεν θέλει η καρδιά να σου μιλήσει
για κείνο που κρατάει μες στην ψυχή
μα σαν κοιτάς εσύ μέσα στα μάτια
τη σκέψη μου διαβάζεις στη στιγμή…»
Όμως όπως σε όλους τους λαούς, έτσι και στην Κάτω Ιταλία παραδόσεις και θρύλοι για φίδια και ταραντούλες μεταφέρονται από γενιά σε γενιά μέσα από αφηγήσεις και παραμύθια. Σε έναν από αυτούς τους θρύλους αποδίδεται και ο περίφημος χορός Ταραντέλα, που πήρε την ονομασία του από μια δηλητηριώδη αράχνη.
Η αράχνη ζει στις πεδιάδες του Taranto, έχει τη φωλιά της μέσα στο χώμα και τη λένε Τάραντα ή Ταραντούλα. Όταν κάποιος ξάπλωνε για να ξεκουραστεί τον τσίμπαγε και το δηλητήριό της τον έκανε να χοροπηδάει σαν τρελός προσπαθώντας να γλιτώσει και να βρει γιατρειά. Έτσι γεννήθηκε η μουσικοχορευτική θεραπεία της Ταραντέλα.
Ας γνωρίσουμε μερικά από τα παραμύθια των Κατωιταλιάνων που μεταφέρθηκαν σαν αεράκι από στόμα σε στόμα.
Η μερμύγκω και ο ποντικός
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό μια όμορφη μερμύγκω, που καθώς καθάριζε την αυλή της βρήκε τρία κέρματα. Αφού σκέφτηκε… σκέφτηκε… σκέφτηκε, αποφάσισε να αγοράσει με αυτά τα κέρματα μια κόκκινη κορδέλα. Την έδεσε καλά-καλά στο κεφάλι της και κάθισε στο περβάζι. Εκεί που καλοκάθονταν πέρασε από κάτω ένα βόδι και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Τότε η μερμύγκω του ζήτησε να τραγουδήσει για να δει αν θα τον διαλέξει για μνηστήρα της. Όμως η δυνατή φωνή του βοδιού δεν άρεσε καθόλου στην όμορφη μερμύγκω. Πέρασαν πολλά ζώα κάτω από το παράθυρό της, έχοντας την ίδια τύχη με το βόδι, ώσπου πέρασε κι ένας ποντικός. Αυτός μπόρεσε και «τσίμπησε» την καρδιά της μερμύγκως και τελικά ήταν ο τυχερός. Όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ο ποντικός έπεσε μέσα στο τσουκάλι με το φαγητό. Τότε η μερμύγκω έσωσε τον σύζυγό της, αφού τον τράβηξε από το τσουκάλι με την κορδέλα της και… έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλυτέρα.
Μια διασκεδαστική ιστορία για μικρούς και μεγάλους.
Η Πετροσινέλλα
Μια εκδοχή της Ραπουνζέλ από τη Κάτω Ιταλία μας λέει πως ένα άτεκνο ζευγάρι απέκτησε ένα κορίτσι όταν η γυναίκα έφαγε μαϊντανό που έκλεψε από την αυλή ενός δράκου, γι’ αυτό και η κοπέλα ονομάστηκε έτσι (persil, η κόρη ονομάζεται Petrosinella, Πετροσέλινο). Ο δράκος την κατάλαβε και για αντάλλαγμα της ζήτησε την κόρη της, μόλις μεγάλωνε. Αυτό κι έγινε. Ο δράκος μετέφερε την κοπέλα σε έναν ψηλό πύργο που δεν είχε πόρτες, αλλά μόνο ένα παράθυρο, και από εκεί κατέβαζε η κοπέλα μια σκάλα για να ανεβοκατεβαίνει ο δράκος. Εκεί ζούσε και μια παράλυτη δράκαινα. Μια μέρα, όμως, πέρασε από κει ένα βασιλόπουλο που πήρε την κοπέλα μακριά. Όταν το κατάλαβε ο δράκος, άρχισε η καταδίωξη, όμως το ζευγάρι με διάφορα μαγικά «τερτίπια» γλίτωσε. Οι περιπέτειες της Πετροσινέλλα δεν σταματάνε εδώ, καθώς φτάνοντας στο παλάτι του βασιλόπουλου η κοπέλα έχει να αντιμετωπίσει μια κατάρα της δράκαινας που είχε ως συνέπεια να μεταμορφωθεί σε πανέμορφο περιστέρι με μια μπηγμένη καρφίτσα στο κεφάλι. Το βασιλόπουλο, μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί στην κοπέλα, θέλησε να παντρευτεί κάποια άλλη, όμως την μέρα του γάμου αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Το περιστέρι έγινε πάλι Πετροσινελλα και έγιναν γάμοι και χαρές…
Ο σκύλος και η αλεπού
Ήτανε μια φορά ένας σκύλος που γέμισε ένα κάρο με ψάρια και πήγαινε. Καθώς πήγαινε, συνάντησε μια αλεπού που του ζήτησε να ανεβεί κι εκείνη πάνω στο κάρο.
«Αν ανέβεις πάνω, θα σπάσει το κάρο», της είπε ο σκύλος.
«Άσε να βάλω μόνο το πόδι μου», του ζήτησε η αλεπού και αυτός την άφησε. Όμως η πονηρή λίγο-λίγο κατάφερε να ανεβεί πάνω στο κάρο. Σαν ανέβηκε, ο άξονας χάλασε και ο σκύλος την έστειλε να πάρει έναν ίσιο και γερό άξονα. Αυτή όμως διάλεξε έναν στραβό. Τότε ο σκύλος της είπε να προσέχει το φόρτωμά του για να πάει αυτός. Η αλεπού, αντί να προσέχει τα ψάρια, έφαγε τα δύο γαϊδούρια του σκύλου, τον Παλούμπο και το Τσέζαρε, άφησε μόνο τα τομάρια τους, έκλεψε και πολλά ψαριά και έγινε καπνός. Γυρίζει ο σκύλος, βλέπει την απατεωνιά της αλεπούς και αποφάσισε να της δώσει ένα μάθημα. Τηγάνισε τα υπόλοιπα ψάρια και περίμενε. Αυτή, μόλις μύρισε τα ψάρια ήρθε και λέει στο σκύλο:
«Κατέβασέ τα να τα φάμε και βρίσκουμε κι άλλα ψάρια».
Σαν φάγανε, λέει ο σκύλος:
«Πάμε τώρα στη θάλασσα. Θα σου δέσω έναν κουβά και θα βουτήξεις να βρεις ψάρια. Μόλις γεμίσεις, φώναξέ μου να σε ανεβάσω».
Αυτή βουτούσε όλο και πιο βαθιά, μέχρι που δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω κι έτσι την έπαθε εξαιτίας της πονηριάς της.
Το παραμύθι στη διάλεκτο των Κατωιταλιάνων έχει πάλι πρωταγωνιστή την παμπόνηρη αλεπού:
I alapuda c' o likose
Ena vyaggo ixe mian alapuδa ce eyave mesa ase strata ce efingefti pe8ammeni. Ce irte passeonda ena xxristyano me mian gadara fortomeni asparya ce ivre tin alapuδa pe8ammeni ce tin epyae ce tin evale mesa stim barda.
Otuse alapuδa, yomati malittsia, pos ito mesa stim barda, akkumentsespe riftonda ta asparya xamme.
San da tel'oe i alapuδa, appiδie xamme ce akkumentsespe δelegonda t' asparya ce ta efere sto spίtindi ce ta kremae sto karteddi.
Poi eχorfsti o liko c' eyavi ya luci. Pose essevi sto spiti, tu ipe :
"Mi kanunite yan anu". Ma o kompare Nikola ekanunie ce ivre ta asparya kremmamena ce tis ipe:
"Kommare Rosa, δem mu δοnnite?"
"Kompare, δe. Kamete pos ekamane egό".
"Ce pos ekamete?" Eyavina sti θθalassi ce eδesa mian garra sto skuddi ce ampulongoa ce tin efera yomati asparya".
Otuse ekame o povero liko. Eyavi funda ce me to tradimento tis alapuδa eteloe o pοvero liko.
Mετάφραση:
Η αλεπού και ο λύκος
Μια φορά ήταν μια αλαπούδα (αλεπού) και επήγε καταμεσής της στράτας και παρίστανε την πεθαμένη. Ένας χριστιανός (άνθρωπος) που περνούσε από κει με μια γαϊδούρα φορτωμένη ασπάρια (ψάρια), είδε την πεθαμένη την αλεπού και την έπιασε και την έβαλε στο σαμάρι. Η αλαπούδα, γιομάτη πονηριά, μόλις βρέθηκε στο σαμάρι άρχισε να πετάει τα ψάρια κάτω.
Σαν τα πέταξε όλα, επήδησε κάτω και έπιασε να τα μαζεύει και τα έφερε στο σπίτι της και τα κρέμασε στο πανέρι.
Αργότερα ξεκίνησε ο λύκος και πήγε να της ζητήσει φωτιά. Μόλις μπήκε στο σπίτι, του είπε η αλαπούδα:
«Μην κοιτάτε ψηλά». Μα ο κουμπάρος ο Νικόλας κοίταξε και ήβρε (είδε) τα κρεμασμένα ψάρια και της είπε: «Δεν θα μου δώσετε και μένα μερικά, κουμπάρα Ρόζα;»
«Όχι κουμπάρε, να κάμετε όπως έκαμα κι εγώ».
«Και πώς κάματε;»
«Επήγα στη θάλασσα και έδεσα ένα κανάτι στον λαιμό και το βύθισα μέσα στο νερό και όταν το τράβηξα, ήταν γιομάτο ψάρια».
Έτσι κι έκαμε ο φτωχός ο λύκος. Επήγε φούντο (στον πάτο) και από την απατεωνιά της αλαπούδας απέθανε ο φτωχός.
Δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τα παραμύθια αυτά οι νεράιδες. Έτσι, στα
«Μαγεμένα σακιά» βλέπουμε τα εξής:
Στο αλώνι της Αγιαγάθης χόρευαν ένα μεσημέρι κάμποσες νεράιδες, σαν ανέβαινε από τον μύλο ένας άντρας με το γαϊδουράκι του φορτωμένο αλεύρι. Σαν είδε τις νεράιδες τους είπε:
«Να ζήσουν όσοι χορεύουν» και «όσοι δεν χορεύουν» του είπαν αυτές.
Θαυμάζοντας την ευγένεια αυτού του ανθρώπου θέλησαν να τον ευχαριστήσουν κάνοντας τα σακιά του να μην αδειάζουν ποτέ αλεύρι, με τη συμφωνία να μην πει σε κανέναν τίποτα γι’ αυτές,
Έτσι κι έκανε ο άνθρωπος, όσο και να ξόδευε αλεύρι, τα σακιά του ήταν πάντα γεμάτα. Η γυναίκα του, όμως, καθώς ήταν από τη φύση της περίεργη, ήθελε να μάθει πώς γίνεται αυτό. Ο άντρας δεν της έλεγε, αλλά αυτή εξακολουθούσε το τροπάριο της να τον ρωτάει συνέχεια, μέχρι που της μαρτύρησε το μυστικό του. Από κείνη τη στιγμή, τα σακιά δεν ξαναγέμισαν αλεύρι.
Δεν θα ήταν δυνατόν να παρουσιάσουμε όλα τα παραμύθια, καθώς υπάρχουν πάρα πολλά γραμμένα σε βιβλία λαογραφίας, αλλά και πολλά που ποτέ δεν γράφτηκαν σε λευκές σελίδες, αλλά ειπωθήκαν από γιαγιά σε εγγόνι στη γλώσσα των Γκρίκο. Όσο ξαναδιαβάζουμε αυτά τα παραμύθια, τόσο βλέπουμε πως μοιάζουν με τα δικά μας παραμύθια ή με τους Αισώπειους μύθους, είτε γιατί έχουν κάτι από Ελλάδα είτε γιατί οι Κατωιταλιάνοι ποτέ δεν ξέχασαν την καταγωγή τους και θέλησαν να τη μεταφέρουν από γενιά σε γενιά σαν επτασφράγιστο μυστικό. Ίσως και τα δύο.
Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτά τα παραμύθια μυρίζουν αιγαιοπελαγίτικο αεράκι και λουλούδια των ελληνικών λιβαδιών που οι πρώτοι Έλληνες εκεί τα έκλεισαν καλά μέσα στις αναμνήσεις τους.
Καθώς χάνονται και οι τελευταίοι που μιλούν τη διάλεκτο, αυτά τα παραμύθια, τα τραγούδια και οι παροιμίες μπαίνουν στο σεντούκι της λήθης.
Ας αποκοιμηθούμε απόψε διαβάζοντας την Πετροσινέλλα ή ακούγοντας τούτο το νανούρισμα:
«Titi-titi-titi
de t’ en orio itto pedi
en orio emissia mera
c’ ena orio oli emera.
Toto-toto-toto
posso pai ce se ppeleko
ce dopu se ppelekiso
emena nghizzina se muttiso.
Na-na-na
i kiatera mu troi t’ aggua
a manna tis ta ftini
ce e kiatera mu ta rufa
Tonni-tonni-tonni
e manna tu to plonni.
Ma tino kanni nanna.
Ma to cciuri ce t’ i manna.»
Καληνύχτα σας.
Πηγές:
http://mopoiondaskalo.blogspot.com/2017/04/rapounzel.html
http://www.carnetdevoyage.gr/me-tous-ellinophonous-tis-kato-italias/
https://www.youtube.com/watch?v=Bk4e8zBT3Nw
https://www.ancient.eu/Magna_Graecia/
Ελληνόφωνα παραμύθια από την Κάτω Ιταλία, Δημήτρης Προύσαλης, Απόπειρα, 2008
Κάτω Ιταλία, Μεγάλη Ελλάδα, Aprile Roberto, Ινφογνώμων Εκδόσεις,2003
Η ελληνικὴ στη Νότια Ιταλία, «Διάλεκτοι θύλακοι της Ἑλληνικής γλώσσας», Όλγα Προφίλη, Ἀθήνα 1999
Testi neogreci di Calabria, Giuseppe Rossi Taibbi και Girolamo Caracausi, έκδοση Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, 1959