Τα χαρακτηριστικά παραμύθια της Κορνουάλλης
Our Cornish drolls are dead, each one;
The fairies from their haunts have gone:
There’s scarce a witch in all the land,
The world has grown so learn’d and grand.
Poet Henry Quick
Η Κορνουάλλη είναι μια κομητεία με πλούσια κληρονομιά από ιστορίες και δεισιδαιμονίες, οι οποίες γιορτάζονται και κρατιούνται ζωντανές μέχρι σήμερα από τους «droll tellers» ή τους storytellers σε φεστιβάλ και άλλες εκδηλώσεις. Όπως πιστεύεται, είναι ένας τόπος που κατοικούνταν από γίγαντες, οι οποίοι τον μοιράζονταν με τους «μικρούς ανθρώπους» (little people), τις pixies και τις fairies. Εδώ βρίσκεται ο μυθικός τόπος γέννησης του Βασιλιά Αρθούρου (το κάστρο Tintagel) και του Jack the Giant Killer. Επιπλέον, δεν μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι βλέπουμε πολλές ιστορίες που μιλάνε για μαγεμένες mermaids ή στοιχειωμένες γαλέρες, καθώς η Κορνουάλλη περιτριγυρίζεται από θάλασσα και έχει πολλούς όρμους και κρυμμένες εισόδους, ανήκοντας παλιότερα σε μια οικονομία ενισχυμένη από την πειρατεία και εξαρτώμενη από την αλιεία. Η άλλη βιοποριστική εργασία στην Κορνουάλλη, η εξόρυξη κασσίτερου, προκάλεσε επίσης το δίκαιο μερίδιο των δεισιδαιμονιών.
Τα παραμύθια αυτά συνοδεύονται συνήθως από μια ηθική προειδοποίηση και, όπως θα παρατηρήσουμε αμέσως τώρα, βλέποντας τα πιο σημαντικά και γνωστά που κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα στα χρόνια, δεν τελειώνουν όλες οι ιστορίες με το «happily ever after»…
The Notorious Cruel Coppinger
Μία από τις πιο αξιοσημείωτες και φοβερές φιγούρες του φολκλόρ της Κορνουάλλης είναι ο Cruel Coppinger. Πιστεύεται ότι αποτελούσε πραγματικό πρόσωπο και ότι αέκτησε τη φήμη του μέσω της σκληρής, εγκληματικής του συμπεριφοράς και της ηγεσίας ενός αδίστακτου πληρώματος λαθρεμπόρων και πειρατών. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Coppinger ήταν θύμα ενός ναυαγίου, όταν μια μεγάλη καταιγίδα ξέσπασε και κατέστρεψε το πλοίο του σε μια ακτή της Κορνουάλλης. Όπως συνηθιζόταν, οι ντόπιοι μαζεύτηκαν στην ακτή για να δουν τι μπορούσαν να αρπάξουν από το ναυάγιο, όταν η καταιγίδα θα σταματούσε. Καθώς έβλεπαν το πλοίο να βυθίζεται, οι αστραπές αποκάλυψαν τη μαύρη φιγούρα ενός τεράστιου άντρα, ο οποίος περπατούσε μέσα από τα άγρια κύματα στην ακτή. Φτάνοντας στην ακτή, έριξε μια γυναίκα κάτω και της έκλεψε τον μανδύα. Έπειτα ανέβηκε πάνω σε ένα άλογο που είχε μια κοπέλα για αναβάτη και άρχισε να φωνάζει σε μια άγνωστη γλώσσα. Ο Coppinger κατέλαβε το αρχοντικό της κοπέλας και το έκανε άντρο των ύποπτων επιχειρήσεών του. Μέσα σε αυτές τις μέρες, ήρθε πιο κοντά στην κοπέλα, τη Dinah Hamlyn, συμφιλιώθηκε με αυτήν και την οικογένειά της και θέλησε να την παντρευτεί. Έπειτα από καιρό, είχε μαζέψει αρκετά λεφτά και ένα μεγάλο πλήρωμα και έφτιαξε ένα καινούργιο πλοίο, γνωστό ως Black Prince, το οποίο κατασκευάστηκε στην πατρίδα του, τη Δανία.
Τα κατορθώματα του Cruel Coppinger έγιναν γνωστά από τον Αιδεσιμότατο Robert Stephen Hawker, συλλέκτη θρύλων. Δημοσίευσε την ιστορία του το 1866, αφού προσέθεσε κάποιους εξωραϊσμούς. Επίσης, συνέθεσε το The Song of the Western Men, το οποίο θεωρούνταν από πολλούς ως ο εθνικός ύμνος της Κορνουάλλης. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον Coppinger και αυτό προσθέτει μια νότα μυστηρίου στη φήμη του. Υπάρχουν δύο υποψήφιοι «πραγματικοί» Coppinger. Ο πρώτος είναι ο John Coppinger, ο οποίος εμφανίζεται στην Κορνουάλλη το 1793, και ο Daniel Coppinger, ένας επιζών από ναυάγιο το 1792. Είναι πολύ πιθανό ότι οι δύο αυτές μορφές συνδυάστηκαν και έβγαλαν τη διάσημη φιγούρα του Coppinger. Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια πίσω από τη θρυλική μορφή του, αλλά σίγουρα χρωστάμε την ιστορία του στον Hawker και σε άλλους παραμυθάδες που θέλησαν να εμπλουτίσουν την ιστορία του.
A Mermaid and a Magic Comb
Η ακτή κοντά στο Lizard Point στην Κορνουάλλη είναι ένα μέρος πολύ όμορφο, με απότομα βράχια, κρυμμένους όρμους και παραλίες. Η θάλασσα σε αυτό το μέρος έχει διαμορφώσει τη ζωή των ντόπιων. Και όπως γνωρίζουν οι ψαράδες, κρύβει πολλά μυστικά και μυστήρια. Αν διασχίσεις την ακτή, θα βρεις πολλά περίεργα πράγματα. Αλλά το πιο περίεργο από όλα, το ανακάλυψε κάποιος κάτοικος της περιοχής, περίπου 400 χρόνια πριν. Αυτός ο θρύλος έρχεται από το χωριό Cury της Κορνουάλλης. Αυτή η ιστορία είναι μέρος του τοπικού φολκλόρ και ο λόγος για τον οποίο ένας βράχος αποκαλείται Mermaid’s Rock. Αυτός ο κάτοικος, λοιπόν, λεγόταν Lutey, και η ιστορία έχει κάπως έτσι:
Ήταν καλοκαίρι και ο γέρος ψαράς περπατούσε στην παραλία, όταν είδε μια όμορφη κυρά με μακριά χρυσά μαλλιά να κάθεται σε έναν βράχο. Η κοπέλα τού φάνηκε αναστατωμένη, καθώς την έβλεπε να κλαίει. Όταν την πλησίασε, εκείνη πετάχτηκε από τον βράχο και τότε κατάλαβε ότι ήταν γοργόνα. Ο Lutey ήταν περίεργος και συνάμα φοβισμένος, επειδή γνώριζε αρκετά καλά τις ιστορίες που αφορούσαν ψαράδες και γοργόνες. Καθώς η γοργόνα φαινόταν και αυτή φοβισμένη, της υποσχέθηκε ότι δεν θα την πλήγωνε και τη ρώτησε τι της συνέβαινε. Εκείνη τον κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της και του διηγήθηκε την περιπέτειά της. Ότι δηλαδή κολυμπούσε με τον άντρα και τα παιδιά της όλη μέρα, μέχρι που βρήκαν μια σπηλιά για να ξαποστάσουν. Όταν εκείνη βγήκε έξω προς αναζήτηση φαγητού, μαγεύτηκε από τη μυρωδιά των λουλουδιών, και θέλησε να πλησιάσει την ακτή. Ώσπου ένα μεγάλο κύμα την παρέσυρε μέχρι τον βράχο και δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει πίσω. Η γοργόνα ήταν πολύ αναστατωμένη γιατί αν ο άντρας της δεν έβρισκε φαγητό, θα έτρωγε τα παιδιά τους. Έτσι, είπε στον ψαρά ότι αν τη βοηθούσε, θα του εκπλήρωνε τρεις ευχές. Και ο ψαράς τη βοήθησε και πήρε ως ανταμοιβή μια μαγική χτένα. Με αυτή τη χτένα, κάθε φορά που πήγαινε στον βράχο, θα μπορούσε να την καλέσει για να του δώσει ό,τι ήθελε. Ο ψαράς ζήτησε την ικανότητα να «σπάει» τα κακά μάγια, να διώχνει μακριά κάθε κακή αρρώστια και να βρίσκει κλεμμένες περιουσίες. Η γοργόνα αφού τον έπεισε να της δείξει από κοντά τους ανθρώπους και τη γη, τον πήγε πίσω στη θάλασσα και του ζήτησε να επισκεφτεί το σπίτι της, με την υπόσχεση ότι θα τον έκανε νέο. Ο ψαράς, όμως, της είπε όχι και αντ’ αυτού έζησε στην καλύβα του και έμεινε γνωστός ως ένας δυνατός θεραπευτής που μπορούσε να διώξει κάθε τι κακό. Και αυτές τις ικανότητες τις δίδαξε και στα παιδιά του, δίνοντάς τους μαζί και τη μαγική χτένα.
Ο βράχος όπου γνωρίστηκαν, έγινε γνωστός ως ο Βράχος της Γοργόνας. Και αν αμφιβάλλετε, απλώς επισκεφτείτε την περιοχή και ρωτήστε γι’ αυτόν. Θα σας τον δείξουν πολύ γρήγορα και, πού ξέρετε, μπορεί να συναντήσετε και κάποια γοργόνα να λιάζεται πάνω του. Αυτό, φυσικά, αν πιστεύετε στα μυθικά πλάσματα του νερού…
The Mermaid of Padstow
Το παραμύθι της Mermaid of Padstow προσφέρει μια εξήγηση σχετικά με τον Doom Bar, έναν αμμώδη ύφαλο που βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Camel στη βόρεια ακτή της Κορνουάλλης, ο οποίος ευθύνεται για πολλά ατυχήματα και ναυάγια ανά τους αιώνες. Ο όρος Doom Bar προέρχεται από την ονομασία Dunbar Sands, που κάποτε λεγόταν dunebar ή sand dune (αμμόλοφος). Ένα τμήμα του ανατολικού τμήματος θεωρείται ότι ήταν πάνω από το νερό στο μακρινό παρελθόν και καλυμμένο από δάση πριν από 4.000 χρόνια, ώσπου τελικά καλύφθηκε από την άμμο και από την αύξηση των επιπέδων της θάλασσας, η αιτία της οποίας είναι άγνωστη. Η περιοχή που καλύπτει και το σχήμα της μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με τον άνεμο και την παλίρροια, και υπάρχουν αρκετές παραδόσεις και μύθοι για το πώς δημιουργήθηκε. Φυσικά, τρεις από αυτές τις μυθικές ιστορίες αφορούν γοργόνες.
Οι γοργόνες, ως γνωστόν, είναι μυστήρια πλάσματα και μπορούν ν’ αποδειχθούν επικίνδυνες για τους ανθρώπους που τις συναντούν. Μερικές φορές, θεωρούνται προάγγελοι θανάτου και καταστροφής, φέρνοντας καταιγίδες, πνιγμούς και ναυάγια. Ενώ άλλες φορές αποτελούν πειρασμό για τις καρδιές των νεαρών ανδρών, τους οποίους οδηγούν στον υγρό θάνατό τους ή στην εξαφάνισή τους.
Η πρώτη ιστορία, λοιπόν, του Enys Tregarthen, μιλάει για το πώς η κατάρα μιας γοργόνας που πεθαίνει δημιούργησε τον Doom Bar, ως εκδίκηση για το τέλος της από έναν ντόπιο άντρα, τον Tristram Bird. Σύμφωνα με την ιστορία, ο Tristram Bird είχε αγοράσει ένα νέο όπλο και είχε πάει προς το Hawker’s Cove για να πυροβολήσει φώκιες. Όπως κυνηγούσε, ανακάλυψε μια όμορφη γοργόνα να κάθεται σε έναν βράχο και να τραγουδάει ένα όμορφο τραγούδι, χτενίζοντας τα μακριά μαλλιά της με μία χρυσή χτένα. Ο Bird μαγεύτηκε από το τραγούδι και την ομορφιά της γοργόνας και, όπως ήταν επόμενο, την ερωτεύτηκε. Αφού την πλησίασε, της ζήτησε να γίνει γυναίκα του, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Πληγωμένος από την απόρριψη, την πυροβόλησε με το όπλο του. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ο λόγος που αρνήθηκε να γίνει γυναίκα του ήταν επειδή δεν ήταν άνθρωπος αλλά γοργόνα. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να τη σώσει. Εκείνη, με τη σειρά της, καθώς πέθαινε, καταράστηκε το λιμάνι από το Hawker’s Cove μέχρι το Trebetherick Bay, «δημιουργώντας» τον Doom Bar. Αμέσως μια τρομερή καταιγίδα έπληξε τις εκβολές και μόλις υποχώρησε, ο αμμόλοφος ήταν γεμάτος από ναυαγισμένα πλοία και ναύτες. Έκτοτε, ο Doom Bar του Padstow αποτελεί τρομερό κίνδυνο για τα πλοία.
Μία άλλη ιστορία που λέγεται στη μπαλάντα The Mermaid of Padstow, μιλάει για έναν ντόπιο άντρα με το όνομα Tom ή Tim Yeo που πυροβόλησε μια φώκια, καθώς την είχε περάσει για γοργόνα. Μία άλλη εξήγηση δίνεται από τον John Betjeman που λέει για το πώς μια γοργόνα ανακαλύφθηκε από έναν ντόπιο, ο οποίος την ερωτεύτηκε. Καθώς ήταν θνητός, δεν μπορούσε να μείνει στη θάλασσα μαζί της για πολύ καιρό, κι εκείνη δεν μπορούσε να μείνει στη στεριά. Έτσι ήταν καταδικασμένοι να μείνουν χωριστά. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη ήταν ερωτευμένη παράφορα μαζί του και προσπάθησε να τον πείσει να έρθει να ζήσει μαζί της για πάντα. Εκείνος δεν ήταν έτοιμος για μια τέτοια μοίρα και αρνήθηκε την πρότασή της. Η γοργόνα, τότε, προσπάθησε να τον τραβήξει στη θάλασσα κι εκείνος για να σωθεί την πυροβόλησε. Εξαγριωμένη από τον πόνο και την απόρριψη, πήρε μια χούφτα άμμο και την πέταξε προς την κατεύθυνση του Padstow. Από αυτή τη χούφτα, συσσωρεύτηκε κι άλλη άμμος και έτσι δημιουργήθηκε ο Doom Bar.
The Mermaid of Zennor
Η γοργόνα του Zennor, στα Cornish An Vorvoren a Senar, είναι ένα διάσημο παραμύθι της Κορνουάλλης, το οποίο καταγράφηκε πρώτη φορά από τον φολκλοριστή William Bottrell το 1873.
Κατά μήκος της βόρειας ακτής της Κορνουάλλης, κοντά στο St. Ives, βρίσκεται το μικρό χωριό του Zennor, το οποίο φιλοξενεί τη μεσαιωνική εκκλησία που είναι αφιερωμένη στον St. Senara. Μέσα στην εκκλησία υπάρχει μία πολύ περίεργη εικόνα, χαραγμένη στο ένα από τα άκρα ενός ξύλινου καθίσματος, το οποίο είναι πάνω από 600 χρονών. Το στασίδι αυτό απεικονίζει μια γοργόνα με πλούσια χαίτη. Στο ένα της χέρι κρατάει μια χτένα και στο άλλο ένα καθρεφτάκι και είναι γνωστή ως η Mermaid of Zennor, ενώ το παγκάκι είναι γνωστό ως The Mermaid Chair.
Σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο, η ιστορία άρχισε πολλά χρόνια πριν, όταν μία καλοντυμένη και όμορφη κοπέλα ξεκίνησε να πηγαίνει στην εκκλησία και να παρακολουθεί τις λειτουργίες. Η παρουσία της στην εκκλησία ήταν πάντοτε καλοδεχούμενη, αν και αποτελούσε μυστήριο για τους κατοίκους που δεν είχαν ιδέα για το ποια είναι και από πού ερχόταν. Παρ’ όλα αυτά, έλεγαν ότι είχε μια ιδιαίτερη και μελωδική φωνή, κι ότι ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς. Έτσι, έγινε «αντικείμενο μελέτης» για πολλούς νεαρούς άντρες της εποχής.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Matthew Trewella, ένας ντόπιος άντρας, ο οποίος ήταν πολύ εμφανίσιμος και είχε την καλύτερη φωνή στο χωριό. «Φλερτάροντας» με τις πιθανότητες να γνωρίσει τη μυστήρια κοπέλα, αποφάσισε να μάθει περισσότερα για εκείνη. Ένα Σάββατο, όταν η κοπέλα τού χαμογέλασε, ένιωσε αμέσως μεγάλη αυτοπεποίθηση. Μετά τη λειτουργία την ακολούθησε, με την ελπίδα να μάθει από πού ερχόταν και να της μιλήσει. Την ακολούθησε μέχρι τη θάλασσα και τις βραχώδεις ακτές και έκτοτε, δεν τον είδαν ποτέ ξανά στο Zennor. Η εξαφάνιση του Matthew αποτέλεσε αντικείμενο κουτσομπολιού και διαφόρων υποθέσεων για αρκετά χρόνια, μέχρι που οι φήμες διαλύθηκαν και ο Mathew ξεχάστηκε.
Ώσπου, ένα Σάββατο, ένα πλοίο που έπλεε στη θάλασσα αγκυροβόλησε στο Pendour Cove, όχι τόσο μακριά από το Zennor. Για κάποιο παράξενο λόγο, σύντομα σήκωσε άγκυρες και μετακινήθηκε σε άλλο μέρος. Ο καπετάνιος του πλοίου, εν τω μεταξύ, ήταν άνθρωπος της εκκλησίας και του άρεσε να παρακολουθεί τη λειτουργία και να μιλάει σε κόσμο. Έτσι ανέβηκε σε μια μικρή βάρκα και «τράβηξε» προς την εκκλησία του Zennor. Μετά τη λειτουργία, ο καπετάνιος άρχισε να συνομιλεί με τους ντόπιους, οι οποίοι πάντα ήθελαν να μαθαίνουν για απίστευτες ιστορίες μακριά από το χωριό τους. Και ο καπετάνιος είχε μία να τους πει…
Όταν αγκυροβόλησε το πρωί, είχε βγει έξω και θαύμαζε τη θέα. Προς έκπληξή του, άκουσε μία όμορφη φωνή να τον καλεί από τη θάλασσα. Ο καπετάνιος κοίταξε στα πλαϊνά του πλοίου και είδε μια εντυπωσιακή γοργόνα, με μακριά, ξανθά μαλλιά που κάλυπταν τους γυμνούς της ώμους.
«Σας παρακαλώ, κύριε, μπορείτε να ανεβάσετε την άγκυρά σας γιατί έχει φράξει την είσοδο του σπιτιού μου; Δεν μπορώ να μπω μέσα στο σπίτι μου και ο άντρας μου και τα παιδιά μου δεν μπορούν να βγουν έξω.» Ήταν πολύ ευγενική με τον καπετάνιο και συστήθηκε ως Morveren, μία από τις κόρες του Llyr, βασιλιά της θάλασσας. Τελικά, αποδείχτηκε ότι εκείνη ήταν η μυστήρια γυναίκα που πήγαινε στην εκκλησία. Είχε μάλιστα παντρευτεί τον Matthew και ζούσαν πλέον μαζί στον βυθό της θάλασσας.
Επειδή ο καπετάνιος ήταν σοφός θαλασσόλυκος, ήξερε ότι δεν έπρεπε να εκνευρίζεις μια γοργόνα. Έτσι, ζήτησε συγγνώμη, σήκωσε άγκυρες και πήγε το πλοίο του αλλού. Αφού μοιράστηκε την ιστορία του με τους ντόπιους, εκείνοι, για να κρατήσουν στη μνήμη τους το παράξενο γεγονός και να προειδοποιήσουν τους νέους άντρες για τις merry-maids (ένα άλλο όνομα για τις γοργόνες), σκάλισαν την εικόνα μιας γοργόνας σε ένα από τα καθίσματα της εκκλησίας.
Σε μιαν άλλη έκδοση της ιστορίας, η Morveren φορούσε ένα μακρύ φόρεμα για να καλύψει τα άκρα της και είχε καλυμμένα τα μαλλιά και το πρόσωπό της με ένα βέλο. Παρακολουθούσε, μάλιστα, ανελλιπώς τις λειτουργίες και απολάμβανε τα τραγούδια. Ιδιαίτερα, τη φωνή του Matthew. Κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας, εκείνος τραγουδούσε τόσο όμορφα ένα τραγούδι, που εκείνη αναστέναξε και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Το βέλο της είχε γλιστρήσει και είχε αποκαλύψει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Συνειδητοποιώντας ότι είχε δείξει το πρόσωπό της, έφυγε τρέχοντας από την εκκλησία και οι ντόπιοι την ακολούθησαν. Μέσα στη βιασύνη της, σκόνταψε, και ο Matthew είδε τα άκρα της. Σοκαρισμένη, του είπε ότι δεν μπορούσε να μείνει στη γη, αλλά έπρεπε να γυρίσει στη θάλασσα. Αλλά εκείνος ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της που δεν τον ένοιαζε και της είπε ότι θα την ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε. Έτσι, την πήρε στα χέρια του και μπροστά στα αιφνιδιασμένα βλέμματα των κατοίκων, έτρεξε και χώθηκε μέσα στα κύματα. Και φυσικά, δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.
Παρόλο που δεν τον ξαναείδαν, άκουγαν την όμορφη φωνή του να έρχεται από τον βυθό. Όταν η θάλασσα ήταν ήρεμη, τότε τραγουδούσε μαλακά σε ψηλές νότες. Όταν η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη, τραγουδούσε βαθιά σε χαμηλές νότες. Έτσι, οι ψαράδες του Zennor ήξεραν πάντοτε πότε ήταν ασφαλές γι’ αυτούς να βγουν για ψάρεμα.
The Bells of Forrabury
Αυτό το παραμύθι πρέρχεται από το Boscastle της Κορνουάλλης, το οποίο αποτελεί ψαροχώρι, λιμάνι και μέρος της ενορίας του Forrabury και Minster. Σύμφωνα με τον θρύλο, υπήρχε ως ένα βαθμό αντιπαλότητα μεταξύ της εκκλησίας του Forrabury και της διπλανής εκκλησίας του Tintagel, της οποίας οι καμπάνες, λένε, είχαν ηχήσει χαρμόσυνα στον γάμο του Βασιλιά Αρθούρου και πιο σεβάσμια και επίσημα στον θάνατό του.
Η εκκλησία του Forrabury δεν είχε καμπάνες και η ενορία αποφάσισε ότι θα έπρεπε και οι δικοί της κάτοικοι να ακούνε τον ήχο τους. Έτσι, ζήτησαν από ένα ισπανικό χυτήριο να φτιάξει μια σειρά από καμπάνες που θα ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές της γειτονικής εκκλησίας. Όταν οι καμπάνες φτιάχτηκαν, μεταφέρθηκαν προσεκτικά προς το Forrabury πάνω στο πλοίο ενός Ισπανού καπετάνιου. Το πλοίο έπλεε με ούριο άνεμο από την Ισπανία μέχρι την Αγγλία και τις απότομες ακτές της Κορνουάλλης, υπό την καθοδήγηση των ντόπιων ψαράδων που γνώριζαν τους κινδύνους της θάλασσας. Όταν το πλοίο έφτασε, οι καμπάνες του Tintagel ήχησαν για το καλωσόρισμα. Ο πλοηγός που κατάλαβε ότι έφτασαν καλά στον προορισμό τους, έπεσε στα γόνατά του για να ευχαριστήσει τον Θεό για το ασφαλές ταξίδι.
Ο καπετάνιος γέλασε με τον πλοηγό και τον κορόιδεψε που ήταν προληπτικός. Του είπε, μάλιστα, ότι το ασφαλές ταξίδι οφειλόταν στις γνώσεις και στις ικανότητές του ως καπετάνιου. Του είπε, επίσης, ότι θα έφταναν στο λιμάνι σύντομα και αυτό λόγω του άξιου πληρώματος και όχι της θεϊκής βοήθειας, και τέλειωσε τον λόγο του με μια βρισιά. Ένας ψαράς, τότε, του είπε να μετριάσει τα λόγια του και να δείξει ευγνωμοσύνη στον Θεό για το ταξίδι. Αλλά ο καπετάνιος δεν άκουγε τίποτα και τον κορόιδευε. Ο ψαράς κούνησε το κεφάλι του και του είπε «Είθε να σε συγχωρέσει ο Θεός».
Τα νερά όμως στις ακτές της Κορνουάλλης είναι περίεργα και αλλάζουν συνεχώς. Και όπως ξέρουν όλοι, ο σωστός ο καπετάνιος περιμένει μέχρι να μπει το πλοίο στο λιμάνι για να σχολιάσει την ποιότητα του ταξιδιού και πάντα φέρεται με σεβασμό στον άνεμο και τη θάλασσα. Έτσι, αν το νερό και ο άνεμος άλλαζαν λίγο πριν το λιμάνι, αυτό δεν θα έκανε εντύπωση σε έναν έμπειρο ψαρά. Και όπως η θάλασσα έγινε ξαφνικά επικίνδυνη, ένα μεγάλο κύμα ξέσπασε πάνω στο πλοίο.
Οι ντόπιοι που είχαν έρθει να καλωσορίσουν τις καμπάνες είδαν το μεγάλο κύμα την ώρα που ο καπετάνιος μιλούσε και άρχισαν να φωνάζουν τρέχοντας. Το κύμα, τελικά, βύθισε το πλοίο και οι ντόπιοι άκουγαν τις καμπάνες να ηχούν πένθιμα, καθώς βούλιαζαν στον βυθό. Όλοι πνίγηκαν, εκτός από τον ψαρά.
Η εκκλησία του Forrabury δεν απέκτησε λοιπόν ποτέ τις όμορφες καμπάνες της. Λένε, μάλιστα, ότι κάθε φορά που έχει καταιγίδα και πελώρια κύματα στις ακτές, ακούγεται ένας ήχος καμπάνας από τα βάθη της θάλασσας, ο οποίος προειδοποιεί τους ναυτικούς να αλλάξουν πορεία.
The dandy devil dogs of Devon
Ο Dando ήταν ένας εφημέριος, μόνο που ενδιαφερόταν πιο πολύ για το κυνήγι παρά για τους ενορίτες του. Μία Κυριακή, λοιπόν, κυνηγούσε μαζί με τους φίλους του, όταν ξέμειναν από ποτό στο φλασκί τους. Το κτήμα μέσα στο οποίο κυνηγούσαν λεγόταν «Earth» (Γη), και έτσι ο Dando αστειεύτηκε και είπε, «Πηγαίνετε στην κόλαση για να βρείτε ποτό, αν δεν μπορείτε να το βρείτε στη γη!»
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε από το πουθενά ένας σκοτεινός ξένος και προσέφερε στον Dando μια μεγάλη γουλιά από το φλασκί του –και πόσο ωραίο ήταν! «Μήπως οι θεοί πίνουν ένα τέτοιο υπέροχο πράγμα;», ρώτησε ο Dando.
«Οι διάβολοι σίγουρα», απάντησε ο ξένος. Έκλεψε τότε ένα μέρος από το κυνήγι του Dando κι ετοιμάστηκε να καλπάσει παίρνοντας μαζί του τη λεία.
«Αν χρειαστεί θα φτάσω μέχρι την κόλαση για να πάρω πίσω ό,τι μου ανήκει!», φώναξε ο μεθυσμένος ιερέας κι όρμηξε στον ξένο. Ο διάβολος, τότε, τον σήκωσε από το έδαφος και τον ανέβασε πάνω στο μεγάλο, μαύρο του άλογο και κάλπασε μακριά. Φωτεινές σπίθες «βγήκαν» από τα πέταλα του αλόγου και όλα τα κυνηγόσκυλα τον κυνήγησαν από πίσω.
Κανείς δεν είδε ποτέ ξανά τον Dando στη «Γη», αλλά τα σκυλιά του ακούγονται ακόμη – και καμιά φορά εμφανίζονται κιόλας. Αν βρεθείτε ποτέ στο Devon, και τύχει να σας περικυκλώσουν μαύρα σκυλιά με κόκκινα μάτια, τα οποία ουρλιάζουν απερίγραπτα, αλλοίμονο σας!
The Witch of Treva
Η ακόλουθη ιστορία αποτελεί επανέκδοση ενός παραμυθιού από το βιβλίο του Robert Hunt, Popular Romances of the West of England. Ήταν κάποτε μια γυναίκα, μεγάλη σε ηλικία, που κατείχε την τέχνη και τα μυστικά της νεκρομαντείας και ζούσε σε ένα μικρό χωριουδάκι που λεγόταν Treva, στην Κορνουάλλη. Μπορούσε να κάνει παντοδύναμα ξόρκια και μάγια, και ο κόσμος στη γειτονιά την φοβόταν. Παρ’ όλα αυτά, αν και οι ντόπιοι τη φοβόντουσαν και τη σέβονταν, ο άντρας της εξακολουθούσε να μην πιστεύει στη μαγεία και τα ξόρκια. Αντ’ αυτού, ενδιαφερόταν πιο πολύ για την καθαριότητα του σπιτιού και το μαγείρεμα, καθώς όταν ερχόταν σπίτι, απαιτούσε να τον περιμένει στο τραπέζι ένα ζεστό πιάτο φαΐ. Μια μέρα, μετά από μια πολυάσχολη μέρα στη δουλειά, το μόνο που σκεφτόταν ήταν το φαγητό που θα τον περίμενε στο τραπέζι για να το καταβροχθίσει μόλις μπει σπίτι. Φανταστείτε, λοιπόν, την έκπληξή του και την ενόχληση που ένιωσε όταν ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε φαγητό. Για την ακρίβεια, ούτε κρέας, ούτε λαχανικά και πατάτες, ούτε οποιοδήποτε άλλο είδος φαγητού μέσα στο σπίτι. Ήταν τόσο, μα τόσο θυμωμένος και απαιτούσε να μάθει το γιατί.
«Δεν μπορείς να πάρεις (ή να βγάλεις) κρέας από γυμνό βράχο!» απάντησε ήρεμα η γυναίκα του και του είπε «Είναι λάθος να παραδίνεσαι στον θυμό - τα σκληρά λόγια δεν βουτυρώνουν το δαυκί (άγριο καρότο)!»
«Σε τι χρησιμεύουν, τότε, τα λαμπερά μαγικά σου, αν δεν μπορείς να ετοιμάσεις γρήγορα ένα λουκάνικο; Αν δεν μπορέσεις να βρεις κρέας και να φτιάξεις γρήγορα το δείπνο μου, αλλοίμονό σου», της είπε νευριασμένα. Αμέσως μετά, την προκάλεσε γελώντας, και της είπε ότι αν κατάφερνε να ετοιμάσει ένα δείπνο και να το σερβίρει μπροστά του μέσα σε μισή ώρα, τότε εκείνος θα πίστευε στα μαγικά της και θα υπάκουε για πάντα σε κάθε της εντολή.
Αυτή η παραγγελία ήταν δύσκολη, καθώς η κοντινότερη αγορά βρισκόταν στο St. Ives, πάνω από πέντε μίλια μακριά. Παρ’ όλα αυτά, η γυναίκα φόρεσε, με αυτοπεποίθηση τον μανδύα και το καπέλο της και ξεκίνησε. Ο άντρας της την παρακολούθησε να βγαίνει από το σπίτι και από την πόρτα του κήπου, και να κατηφορίζει τον λόφο. Προς έκπληξή του, την είδε να κάθεται στα τέσσερα και να εξαφανίζεται. Στη θέση της εμφανίστηκε ένας τεράστιος λαγός. Αμέσως, ο λαγός αναπήδησε και άρχισε να τρέχει προς το St. Ives.
Ο σοκαρισμένος άντρας έμεινε να κοιτάζει το σύννεφο καπνού που άφηνε πίσω του ο λαγός και σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να εκδικηθεί τη γυναίκα του που θα αποτύχαινε με το δείπνο. Ούτε μισή ώρα αργότερα, η γυναίκα του εμφανίστηκε με ένα πιάτο γεμάτο με καλό κρέας, πατάτες και λαχανικά, το οποίο τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι. Από εκείνη τη μέρα, άρχισε να φοβάται τη γυναίκα του και να είναι παντοτινός της δούλος. Τουλάχιστον μέχρι να πεθάνει…
The tasks of Jan Tregeagle
Υπάρχουν πολλές ιστορίες στον κόσμο που μιλάνε για συμφωνίες με τον διάβολο, οι οποίες εξασφαλίζουν χρήματα, δύναμη και μακροζωία. Μια τέτοια ιστορία είναι και αυτή του Jan Tregeagle.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο Jan Tregeagle ήταν πραγματικό πρόσωπο και δούλευε ως ειρηνοδίκης τον 17ο αιώνα, στην πόλη Bodmin της Κορνουάλλης. Με δόλια μέσα, είχε καταφέρει να αποκτήσει μεγάλο πλούτο και σε αυτό είχε συμβάλει και μια συμφωνία. Παρ’ όλα αυτά, όσο μεγάλωνε και οι μέρες του λιγόστευαν, άρχιζε να συνειδητοποιεί τις συνέπειές της συμφωνίας. Έγινε φοβητσιάρης και γέμισε τύψεις για τις αμαρτωλές του πράξεις. Σε μια απόπειρά του να «βγει» από το συμβόλαιο, έδωσε πολλά χρήματα στην εκκλησία και στους φτωχούς. Παρόλο που η εκκλησία γνώριζε για τη συμφωνία του, θέλησε να τον βοηθήσει. Όταν ο Jan Tregeagle αναπόφευκτα πέθανε, θάφτηκε στην εκκλησία του St. Breock, κοντά στο Wadebridge. Όμως ο διάβολος δεν ξεχνάει ποτέ τις συμφωνίες του.
Λίγο καιρό μετά τον θάνατό του, μια σημαντική δίκη γινόταν στο δικαστήριο σχετικά με μια έκταση που αποκτήθηκε παράνομα από τον Tregeagle, με την κατάθεση ενός εγγράφου. Ο δικαστής είχε ακούσει όλες τις καταθέσεις και ήταν έτοιμος να αποφασίσει, αλλά η μία πλευρά ζήτησε τη μαρτυρία ενός ακόμα προσώπου. Αυτό το πρόσωπο δεν ήταν άλλο από τον Jan Tregeagle. Προς έκπληξη όλων, ο Tregeagle βρισκόταν στο δικαστήριο με… σάρκα και οστά. Όλοι έφυγαν κατατρομαγμένοι από την αίθουσα, εκτός από τον δικαστή που θέλησε να ακούσει την κατάθεση. Από τη μαρτυρία του Jan Tregeagle, ο δικαστής αποφάσισε ότι ο εναγόμενος δεν ήταν ένοχος και η υπόθεση έκλεισε.
Ο Jan Tregeagle δεν θα γλίτωνε όμως τόσο εύκολα. Ο ηγούμενος του Bodmin τού είπε ότι ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσει τη συνείδησή του είναι να περιμένει μέχρι την ημέρα της Κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, για να μην τον βρουν τα σκυλιά της κολάσεως και τον σύρουν στον Κάτω Κόσμο, του ανέθεσαν κάποιες αγγαρείες για να απασχολείται μέχρι την ημέρα της Κρίσης. Αυτός, έλεγαν, είναι ο μόνος τρόπος για να σωθεί η ψυχή του. Και από τότε, μέχρι και σήμερα, θα τύχει να ακούσεις μέσα στις κρύες βραδιές τον Tregeagle να θρηνεί και να ουρλιάζει, κάνοντας τις παράλογες αγγαρείες που του ανέθεσαν, περιμένοντας τη σωτηρία του…
The Story of Tom Trevorrow
Στις βραχώδεις ακτές, δυτικά του St. Just, κοντά στο Land's End, βρίσκεται ένα από τα παλαιότερα ορυχεία στην Κορνουάλλη, το Ballowal. Το ορυχείο αυτό περιείχε κασσίτερο, και όπως λένε και κάποιοι, και πολλά πνεύματα. Όχι μόνο Knockers (οι μυθικοί μεταλλωρύχοι, ανάλογοι των Νάνων και των Kobolds), αλλά και άσχημα Spriggans που φυλούσαν για αιώνες τα μεταλλεύματα και τα εργαλεία που είχαν αφήσει πίσω τους οι προηγούμενοι εργάτες. Αυτό ήταν αρκετό για να τρομάξει αρκετούς που δούλευαν εκεί.
Ένας από τους εργάτες ήταν και ο Tom Trevorrow από το Trencrom, που είχε έρθει στο St. Just ψάχνοντας για δουλειά με τον μεγαλύτερο γιο του. Ο Tom γνώριζε εξ’ αρχής ότι στο ορυχείο έμεναν τα πλάσματα με το όνομα Knockers. Όποτε δούλευαν με το γιο του, έρχονταν όλο και πιο κοντά στο πόστο του, καθώς ο θόρυβος από τα μικρά φτυάρια δυνάμωνε. Όλος αυτός ο θόρυβος και οι κοροϊδίες τους, όταν έκανε μια λάθος κίνηση, είχαν αρχίσει να τον εκνευρίζουν. Μια μέρα δεν κρατήθηκε:
«Πάρτε δρόμο από ‘δω!» φώναξε ρίχνοντας με το φτυάρι του μικρές, κομματισμένες πέτρες. Κάποια στιγμή, κάποιες πέτρες έπεσαν πάνω του κι ενώ τρόμαξε στην αρχή, συνέχισε τη δουλειά του. Την ώρα που έκανε το διάλειμμά του και έτρωγε fuggan (παραδοσιακή πίτα), πλανιόταν μια φοβερή ησυχία στον αέρα. Όταν είχαν μείνει σχεδόν τα ψίχουλα, ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή: «Tom Trevorrow! Tom Trevorrow! Άσε λίγη fuggan για τον Bucca, αλλιώς θα σε βρει κακή τύχη αύριο!» Ο Tom, φυσικά, έφαγε όλη του την πίτα. Και καθώς το κερί του έσβησε και ήταν πολύ κουρασμένος γιατί δούλευε σκληρά όλη την εβδομάδα, τα μάτια του έκλεισαν.
Όταν ο Tom ξύπνησε ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Μπροστά του βρισκόταν μια ντουζίνα από Knockers, τα οποία κοιμόντουσαν. Όπως κουνήθηκε, τα άσχημα κεφάλια τους γύρισαν και τον κοίταξαν με ένα άγριο βλέμμα. Ο Tom, όντας κατατρομαγμένος, άναψε άλλο ένα κερί και τα πλάσματα εξαφανίστηκαν.
Την άλλη μέρα, ο Tom πήγε στη δουλειά σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε, όμως, ήταν ότι κάποια δοκάρια που συγκρατούσαν το επίπεδο που δούλευε ήταν έτοιμα να σπάσουν. Όσο ο Tom επισκεύαζε τη ζημιά μαζί με τον γιο του, παρατήρησε ότι ο θόρυβος που έκαναν τα πλάσματα ερχόταν προς το μέρος του. Ξαφνικά, η γη σείστηκε από κάτω τους. Ο γιος του κατάφερε και τον τράβηξε πριν να πέσει κι εκείνος, σώος και αβλαβής πια, είδε ότι τα μεταλλεύματα είχαν μαζέψει μέσα στις προηγούμενες εβδομάδες, μαζί με τα εργαλεία, είχαν εξαφανιστεί…
Πέρα από πηγές και αρχεία που μπορούμε να βρούμε σε ηλεκτρονικές και μη βιβλιοθήκες, υπάρχουν κάποια βιβλία που μπορούν να μας κατατοπίσουν και να μας διασκεδάσουν. Ένα από αυτά είναι το Peter and the Piskies: Cornish Folk and Fairy Tales, μία ανθολογία του 1958 που περιλαμβάνει 34 παραμύθια από την Κορνουάλλη, τα οποία συλλέχθηκαν και ξαναγράφτηκαν από τη Ruth Manning-Sanders. Άλλο ένα βιβλίο που διηγείται μύθους, αλλά αυτή τη φορά από τη σκοπιά ενός διάσημου droll teller, του Anthony James, είναι το Cornish Folk Tales από τον Mike O’Connor. Φυσικά, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, μια καλή αναφορά είναι το βιβλίο του Robert Hunt, το οποίο αποτελεί συλλογή παράξενων παραμυθιών της παιδικής του ηλικίας από την Κορνουάλλη. Τέλος, για τους λάτρεις των παράξενων και τρομακτικών ιστοριών, υπάρχει το Cornwall's Strangest Tales: Extraordinary but true stories από τον Peter Grego. Διαβάστε με δική σας ευθύνη!
Αυτά, λοιπόν, ήταν τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα παραμυθιών από την Κορνουάλλη. Κάποια προσφέρουν όντως ένα νόημα για τον καθένα από εμάς και άλλα αποτελούν μια διδαχή ή έναν ευχάριστο, φανταστικό, περίπατο σε μέρη μακρινά και σε ακρογιαλιές. Στο τέλος, το πώς θα τα αντιμετωπίσει κανείς, είναι, φυσικά, στο δικό του χέρι και στη δική του φαντασία. Καλή απόλαυση!
Πηγές:
https://folkrealmstudies.weebly.com/cornish-folklore-the-witch-of-treva.html
https://folkrealmstudies.weebly.com/cornish-legends-the-mermaid-of-zennor.html
https://folkrealmstudies.weebly.com/cornish-legends-the-tasks-of-jan-tregeagle.html
https://folkrealmstudies.weebly.com/jack-the-giant-killer-fights-cormoran-the-giant.html
https://ztevetevans.wordpress.com/2016/11/01/cornish-folklore-the-bells-of-forrabury/
https://ztevetevans.wordpress.com/2016/01/13/the-legend-of-the-doom-bar-of-padstow/
https://www.breaksincornwall.com/cornish-myths-and-legends/
http://www.historyextra.com/period/norman/supernatural-stories-9-amazing-british-folktales/
https://en.wikipedia.org/wiki/Mermaid_of_Zennor
https://www.visitcornwall.com/about-cornwall/blogging-cornwall/mon-2012-08-13-1048/cornish-legends
http://legendsmermaid.blogspot.gr/
http://www.cornishlinks.co.uk/history-knockers.htm
http://www.westcountrygenealogy.com/cornwall/cury/old-man-of-cury.htm
Guest Post
Η Μυρτώ Μαραγκού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1993. Σπούδασε Γλωσσολογία στο τµήµα Μεσογειακών Σπουδών, στην πόλη της Ρόδου. Η επιλογή των σπουδών, εν µέρει καρµική, οφείλεται στο µεγάλο της ενδιαφέρον για τις γλώσσες. Κληρονόµησε από την οικογένειά της το µικρόβιο της αγάπης για τα βιβλία και έκτοτε δεν µπορεί να τα αποχωριστεί. Η συγγραφή βιβλίων ξεκίνησε κατά τα φοιτητικά της χρόνια και όχι από τότε που θυµάται τον εαυτό της. Όµως, κατέληξε να γίνει ανάγκη και τρόπος έκφρασης. Έχει παρακολουθήσει σεµινάρια γραφολογίας, επικοινωνίας και αυτογνωσίας. Όταν δεν γράφει, της αρέσει να µελετά αρχαία κείµενα και ψυχολογία, να ζωγραφίζει Pop Art, να κάνει χειροτεχνίες, καθώς και να χάνεται µε τις ώρες σε ατελείωτο gaming και διάβασµα.