Ζόμπι: Τόσο Τετριμμένα κι Όμως Τόσο Περίπλοκα

 

[Το άρθρο περιλαμβάνει και αναλύει ευαίσθητα θέματα σχετικά με την θρησκεία, τα ταμπού, τον κανιβαλισμό, τον ρατσισμό και άλλα. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη].

 

Je suy le poure Diable, Αγνώστου, 16ος αιώνας

Je suy le poure Diable, Αγνώστου, 16ος αιώνας

Από το Τέλειον Αγγλοελληνικόν Λεξικόν του Arnold Mandeson (Διαγόρας, 1961): zombi (ζόμ-μπι) ουσ(ιαστικό) πληθ. –bis και zombie ο νεκραναστημένος.

Από το Oxford Advanced Learner’s Dictionary, Fourth Edition (Oxford University Press, 1993): zombie /’zombi/ n 1 (in various African and Caribbean religions) dead body that has been brought to life again by witchcraft. 2 (informal) dull lifeless person who seems to act without thinking or not to be aware of what is happening around him; automaton.

Τι μας λένε οι δύο πιο πάνω ορισμοί; Ζόμπι είναι είτε ο νεκραναστημένος, είτε ένα άψυχο σώμα που κινείται με τη δύναμη της μαγείας σύμφωνα με τις δοξασίες της Αφρικής και της Καραϊβικής, ή χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάποιον που μοιάζει να ενεργεί άβουλα, σαν χαμένος, με αυτοματοποιημένες κινήσεις.

Σκεφτείτε για μια στιγμή αν με βάση όσα ξέρετε, από κάθε πηγή πληροφόρησης (θρησκεία, μυθολογία, ποπ κουλτούρα κλπ.), οι παραπάνω ορισμοί έχουν καθολική ισχύ, ή έστω αν αντέχουν στη δοκιμασία του αντιπαραδείγματος.

Για να σας βοηθήσω: ήταν ο Λάζαρος και ο Χριστός (αφηγηματικά πάντα) ζόμπι; Όχι, ειδικά δε καθότι τον Χριστό τον δοκιμάζει ο Άπιστος Θωμάς. Η ανάστασή τους ήταν πλήρης επαναφορά στη ζωή. Εδώ, βέβαια, κάποιος με λίγο περισσότερες ιστορικές γνώσεις θα αναρωτηθεί: γιατί τότε οι λεπροί ιππότες του 12ου αιώνα σχημάτισαν το Τάγμα του Αγίου Λαζάρου – και κακά τα ψέματα, η λέπρα σε προχωρημένο στάδιο, ειδικά όπως την  παρουσιάζουν οι μακάβριες μεσαιωνικές περιγραφές, φέρνει εύκολα στον νου τη φυσιογνωμία του σύγχρονου ζόμπι. Είναι αυτό που λέμε απλή συνωνυμία, και σύγχυση του Λαζάρου του εκ Βιθυνίας με τον Λάζαρο τον Επαίτη (τον προστάτη άγιο των χανσενικών).

Άρα δεν αρκεί ο απλός χαρακτηρισμός του «νεκραναστημένου». Παρατηρήστε απλά την αρχική ορθογραφία της λέξης: zombi – και κρατήστε την για αργότερα. Τι γίνεται όμως με τον δεύτερο ορισμό;

Ο δεύτερος ορισμός βρίσκεται πιο κοντά σε κάποια πραγματικότητα, διότι επιγραμματικά, τουλάχιστον, παραθέτει μία προέλευση του πλάσματος, καθώς επίσης και μια ευρύτερη, κοινή χρήση ως χαρακτηρισμό συμπεριφοράς. Αν φέρετε όμως στον νου σας μερικές από τις χαρακτηριστικές ταινίες του είδους, όπως το Evil Dead του Sam Raimi, τα ζόμπι δεν έχουν αφρικανική προέλευση, ούτε είναι αργά και άβουλα.

Pride and Prejudice and Zombies

Pride and Prejudice and Zombies

Τι είναι λοιπόν τα Zombie (ορθογραφία που θα χρησιμοποιώ από εδώ και πέρα, πλην ειδικών περιπτώσεων που θα αναλύσουμε παρακάτω); Κατά κύριο λόγο, είναι μια σπουδή στις αντιθέσεις. Από τη μία, τα Zombie είναι τόσο διαδεδομένα και τετριμμένα ώστε απαντώνται και εφαρμόζονται παντού (και προσωπικά τα βαριέμαι περισσότερο από κάθε άλλο τέρας, οπότε πλην ελάχιστων εξαιρέσεων αποφεύγω συστηματικά κάθε ψυχαγωγικό προϊόν που τα χρησιμοποιεί ή τα έχει ως κεντρικό θέμα). Ταινίες, τηλεοπτικές, σειρές, comics, RPG επιτραπέζια και μη, πληθώρα video games όπως η ατελείωτη διαδοχή από Resident Evil, μέχρι και pastiche κλασσικής λογοτεχνίας όπως το Pride and Prejudice and Zombies, συνοδευόμενο από τη διαφήμιση “Now with 30% more zombies!” Όσο για την φραστική εφαρμογή του όρου, ξεκινώντας από το δεύτερο μισό του δεύτερου ορισμού, «περιφέρεται σαν το ζόμπι», και φτάνοντας μέχρι το “Zombie Economy” και “Zombie Capitalism”, η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα εύρος πραγμάτων ως άβουλα, αυτοματοποιημένα, νεκροζώντανα, σε λειτουργία εν μέσω σήψης κλπ.

Από την άλλη, όλα τα προαναφερθέντα νομίζω καθιστούν σαφές ότι, αν επιχειρήσετε να δώσετε έναν σχετικά απλό ορισμό για το Zombie, όπως αυτό υπήρξε και παραμένει αντιληπτό στον 20ό – 21ο αιώνα, είναι βέβαιο ότι θα αποτύχετε. Το Zombie, ταιριαστά όσο και μακάβρια για την περίοδο που διανύουμε, είναι σαν ραγδαία μεταλλασσόμενος ιός: μολύνει ό,τι αγγίζει, από την ποπ κουλτούρα μέχρι την ίδια τη γλώσσα, ενώ επιδρά αυτοαναφορικά και στον εαυτό του.

Ένα πιο εύθυμο ερώτημα είναι ίσως: «Τι κοινό έχουν τα Zombie με τα Jeep και τα Sportex;» Και τα τρία είναι αυτό που λέμε Κοινές Εμπορικές Ονομασίες (Genericized Trademarks), δηλαδή συγκεκριμένες «μάρκες» ενός αντικειμένου (είδος νεκροζώντανου, αμαξιού 4x4 και αθλητικών παπουτσιών αντίστοιχα), που κατέληξαν να αποτελούν την κοινή ονομασία για όλα αυτά τα αντικείμενα, ανεξαρτήτως μάρκας. Για να το θέσω πιο απλά, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ό,τι είναι 4x4 το λέμε τζιπ, ενώ κανονικά Jeep ήταν συγκεκριμένη μάρκα αυτοκινήτων. Αντίστοιχα μέχρι τη δεκαετία του ’90 τουλάχιστον, σπορτέξ λέγαμε όλα τα αθλητικά παπούτσια.

Το ίδιο ισχύει με τα Zombie σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι πιο εύκολο να διακρίνεις τι ΔΕΝ είναι Zombie, παρά να δώσεις έναν απλό ορισμό για το ίδιο. Ας πάμε λοιπόν έτσι, εξετάζοντας την οικογένεια των ένσαρκων γοτθικών πλασμάτων (κοινώς, αφήνοντας απ’ έξω τη συνομοταξία των άυλων πλασμάτων, όπως στοιχειά, σκιές και φυσικά τα φαντάσματα) για ομοιότητες και διαφορές:

Resident Evil 2

Resident Evil 2

Βρικόλακες: έχουν ζωτική ανάγκη για κατάποση αίματος, συνήθως διατηρούν μια επίφαση ανθρωπιάς, τις ανώτερες εγκεφαλικές τους λειτουργίες και διαθέτουν πληθώρα ποικίλων άλλων δυνάμεων. Το μόνο τους κοινό με τα Zombie είναι ότι ανάλογα την αφήγηση, μπορούν να μεταδώσουν την κατάστασή τους.

Μούμιες: αφυδατωμένη σάρκα, παρά σε σήψη, συνήθως ηλικίας χιλιάδων ετών και ενεργούν με κάποιον απώτερο σκοπό, ακόμη κι αν αυτός φαντάζει ακατανόητος ή ανούσιος την περίοδο που αφυπνίζονται, ως αποτέλεσμα κάποιας μαγικής κατάρας. Με τα Zombie μοιράζονται μόνο τη νεκροζώντανη κατάσταση.

Σάρκινο Γκόλεμ: Υπάρχει συχνή σύγχυση με το Τέρας του Φρανκεστάιν της Shelley, κυρίως λόγω της αποκρουστικής του εμφάνισης από συραμμένα τμήματα πτωμάτων. Στην πραγματικότητα, το Τέρας είναι απολύτως ζωντανό (νεκραναστημένο), δεν υφίσταται περαιτέρω αποσύνθεση, δεν είναι κανίβαλος και δεν μπορεί να μεταδώσει την κατάστασή του.

Σκελετοί: δεν έχουν σάρκα, παρά μόνο οστά και δεν μεταδίδουν την κατάστασή τους μολύνοντας άλλους. Στην πραγματικότητα οι σκελετοί εντοπίζουν τις απαρχές τους το λιγότερο εκατοντάδες χρόνια πριν τα Zombie, σε μεσαιωνικές εικονογραφήσεις και θρησκευτικά κείμενα.

Draugr: Αυτό το είδος σκανδιναβικών νεκροζώντανων είναι το πιο κοντινό στα Zombie, τουλάχιστον από άποψη φυσιολογίας, και κανιβαλικών τάσεων. Ωστόσο δεν είναι ανεγκέφαλα και διαφοροποιούνται από το τρομακτικό εύρος μαγικών δυνάμεων που διαθέτουν.

Ghul / Ghoul / Γκουλ: Εδώ επίσης επικρατεί μια κάποια σύγχυση, κυρίως λόγω της απεικόνισης των Ghoul στα διάφορα RPG, όπου είναι κάπως πιο ισχυρά νεκροζώντανα πλάσματα, αλλά γενικά στην ίδια ευρεία συνομοταξία με τα Zombie. Στην πραγματικότητα, τα Ghoul στις αραβικές καταβολές τους είναι αυτό που λέμε «καθαρό είδος», κοινώς δεν πολλαπλασιάζονται μολύνοντας τα θύματά τους, αλλά αποτελούν την κατώτατη τάξη των Jinn που έχουν τη δυνατότητα αναπαραγωγής. Στις αραβικές αφηγήσεις είναι κανίβαλοι και νεκροφάγοι, όμως οι ομοιότητες με τα Zombie σταματούν εκεί, αφού είναι πλάσματα πανούργα και με δικά τους κίνητρα.

Τώρα λοιπόν που σταχυολογήσαμε λίγο τους νεκροζώντανούς μας, πού βρισκόμαστε; Τι είναι τέλος πάντων αυτό το ρημάδι το Zombie; Όπως εξήγησα, ένας σύντομος και περιεκτικός ορισμός είναι πρακτικά αδύνατος, όμως μπορούμε από στατιστικής απόψεως να περιγράψουμε τα κύρια χαρακτηριστικά τους, τουλάχιστον αυτά που απαντώνται στην πλειονότητα των περιπτώσεων.

Ghul, Εικονογράφηση από το περσικό Shanameh, 10ος - 11ος αιώνας

Ghul, Εικονογράφηση από το περσικό Shanameh, 10ος - 11ος αιώνας

 

Τα Zombie λοιπόν:

28 Days Later Movie Poster

28 Days Later Movie Poster

1. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι νεκροζώντανα, είτε αυτό οφείλεται σε κατάρα, σε ιό, σε κάποια χημική ουσία ή ραδιενέργεια. Χαρακτηριστική εξαίρεση αποτελούν οι μολυσμένοι των ταινιών 28 Days Later και 28 Weeks Later (καθώς και όσων ακολούθησαν την ίδια λογική μετά το 2002) οι οποίοι δεν είναι νεκροζώντανοι, αλλά έχουν μολυνθεί με έναν ιό που τους προκαλεί συμπτώματα σαν της λύσσας. Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται η ιδέα αυτή σε διάφορες παραλλαγές, όπως στο I Drink Your Blood του 1970 ή το Day of the Comet του1984, αλλά σίγουρα η πιο αξιομνημόνευτη ως σημείο επανεκκίνησης του μοτίβου.

2. Είναι μολυσματικά και αυτή είναι η μέθοδος ραγδαίου πολλαπλασιασμού τους. Αυτό μπορεί να απαιτεί θανάτωση άλλου ανθρώπου από Zombie, μόλυνση από δάγκωμα ή νύχια, σε πιο ακραίες περιπτώσεις απλή εγγύτητα σε μολυσμένο άτομο – και φυσικά όλα αυτά σε διάφορες παραλλαγές.

The Return of the Living DeadMovie Poster, 1985

The Return of the Living DeadMovie Poster, 1985

3. Είναι κανίβαλοι. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα ανθρώπινα Zombie (ναι, υπάρχουν και μη ανθρώπινα, όχι δεν θα καταπιαστούμε με αυτά) έχουν μια ακατανίκητη πείνα για ανθρώπινη σάρκα, με διαφορετική ένταση και προτιμήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μενού αποτελούν φυσικά τα ανθρώπινα μυαλά, σύμβαση που φαίνεται να ξεκίνησε ή τουλάχιστον να αποκρυσταλλώθηκε με την ταινία Return of the Living Dead του 1985 – πολύ ταιριαστά, η ταινία αποδόθηκε στα ελληνικά ως Τα Ζόμπι δεν Είναι Χορτοφάγα.

4. Κινούνται και επιτίθενται ως όχλος. Ένα από τα πράγματα που αποτελούν κομμάτι του δελεαστικού τρόμου για τους θιασώτες των Zombie, είναι το σχεδόν πανταχού παρόν μοτίβο του ξέφρενου, νεκροζώντανου όχλου που επιτίθεται στους ζωντανούς. Θα έλεγε κανείς πως αυτό αποτελεί ένα χαρακτηριστικό «σκηνικής παρουσίας» και φυσικά κάνει την εμφάνισή του πρώτη φορά στον κινηματογράφο, όμως καθότι αναζητούμε μια περιγραφή για το Zombie του 20ού – 21ου αιώνα, είναι χαρακτηριστικό που οφείλει να αναφερθεί, καθότι στη συνείδηση του κόσμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτά τα πλάσματα.

Συνοψίζοντας: Όλα τα παραπάνω δεν μας λένε φυσικά τι είναι το Zombie, αλλά τι μπορούμε να περιμένουμε ως «υφή» στα έργα όπου εμφανίζεται: ένα αφήγημα πανδημικού μολυσματικού χαρακτήρα, συνοδευόμενο από την τυφλή, κανιβαλιστική βία του όχλου.

Βεβαίως, έτσι οδηγούμαστε –όχι  ακριβώς κυκλικά αλλά σπειροειδώς– σε ένα από τα αρχικά μας συμπεράσματα: όσο εύκολο είναι να αναγνωρίσεις ένα Zombie, άλλο τόσο δύσκολο είναι να το περιγράψεις ετυμολογικά.

Γιατί, όμως; Από πού πηγάζει αυτό το παράδοξο; Μήπως αν πάμε στις ρίζες του Zombie, όταν ακόμα ήταν zombi (θυμάστε που σας είπα να κρατήσετε στο νου σας αυτή τη μορφή της λέξης) ή πριν ακόμα λάβει οποιαδήποτε τέτοια ονομασία, μπορούμε να βρούμε μια άκρη; Spoiler alert: όχι, άκρη δεν θα βρούμε, τουλάχιστον όμως η παραδοξότητα του Zombie θα αποδειχτεί πως έχει αρκετά σαφή αίτια.

 


Ishtar in the Underworld, E. Wallcousins, 1915

Ishtar in the Underworld, E. Wallcousins, 1915

Οι Νεκρικές Ορδές στη Μυθολογία

Με βάση όσα έχω αναφέρει ως τώρα, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι το μοτίβο του Zombie είναι κάτι σχετικά σύγχρονο. Αυτό ισχύει μόνο για τις σύγχρονες ιδέες και χρήσεις του εν λόγω πλάσματος, και μάλιστα με την εν λόγω ονομασία. Η ιδέα της νεκρικής ή νεκροζώντανης ορδής έχει φυσικά τις ρίζες της στα βάθη του ανθρώπινου μύθου και μάλιστα αφήνοντας κατά μέρος όλες τις άλλες κατηγορίες νεκροζώντανων. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τον κανιβαλισμό, ο οποίος είναι συνυφασμένος με την ανθρώπινη ύπαρξη, εξίσου αντιφατικά με το μεταγενέστερο Zombie: από τη μία ως πρακτική, από την άλλη ως ταμπού. Εν τάχει όμως…

 

Από την Κάθοδο της Ιστάρ στον Κάτω Κόσμο:

Πατέρα δώσε μου τον Ταύρο του Ουρανού

Τον Γκιλγκαμές μέσα στο σπίτι του να θανατώσει!

Αν δεν μου δώσεις τον  Ταύρο τ’ Ουρανού,

Του Κάτω Κόσμου

Θα σπάσω τις θύρες τις κλειστές,

Θα τις αφήσω ορθάνοιχτες

Και τους νεκρούς θα ξεσηκώσω

Τους ζωντανούς να φάνε.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη Στήλη iii της Πινακίδας VI του Έπους του Γκιλγκαμές (Ιστός, 2001). Σύμφωνα με τις σημειώσεις της μεταφράστριας Αύρας Ward, η ζημιά που είχε υποστεί το κείμενο στα χωρία αυτά των πήλινων πινακίδων αποκαταστάθηκε από τον σχεδόν πανομοιότυπο διάλογο της Ιστάρ με τον θυροφύλακα του Κάτω Κόσμου, από το κείμενο της Καθόδου. Εδώ νομίζω δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις. Ήδη από τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού, υπάρχει η ιδέα ότι οι νεκροί μπορούν δυνητικά να ξεχυθούν ως ορδή από τον Κάτω Κόσμο και να καταβροχθίσουν τους ζωντανούς.

 



Από την Ιλιάδα:

[…] και ο ποταμός χίμησε πάνω του με φουσκωμένο κύμα, και φουσκώνοντας ανατάραξε όλα του τα νερά, και έσπρωξε τους πολλούς νεκρούς, που είχε σκοτώσει ο Αχιλλέας και βρίσκονταν άφθονοι μέσα του. [Ιλιάδας Φ’, στ. 235-238]

Είπε και όρμησε μουγκρίζοντας στον Αχιλλέα, φουσκώνοντας ψηλά, χοχλακίζοντας με αφρό και αίμα και νεκρούς. [Ιλιάδας Φ’, στ. 324-326]

Εδώ ο Αχιλλέας κυνηγάει και σφάζει τους Τρώες μέσα στην κοίτη του Ποταμού Σκάμανδρου, ο οποίος αρχίζει να του επιτίθεται, μεταξύ άλλων ανταριάζοντας τα άψυχα κορμιά των σκοτωμένων. Η δε επίθεση σταματάει περίπου είκοσι στίχους πιο κάτω, όταν η Ήρα παραγγέλνει στον Ήφαιστο να κάψει την πεδιάδα, τον ποταμό και τα πτώματα με τη φωτιά της καμίνου του. Όπως είχαμε αναφέρει εν συντομία και παλιότερα, σαφώς δεν μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται αμιγώς για επίθεση νεκροζώντανων, όμως η εικόνα των πτωμάτων που ρίχνονται στον Αχιλλέα παρασυρόμενα από το νερό, καθώς και η χρήση της φωτιάς για την κατατρόπωσή τους,  σαφώς εμπίπτει σε ένα συγγενές φαντασιακό.

 

Από την Οδύσσεια:

[…] κι ο Ήλιος θυμωμένος

τους αθανάτους φώναξε και τους παρακαλούσε·

[…]

Και των βοδιών την πλερωμή, που πρέπει, αν δε μου δώσουν

θα πάω στον Άδη να χωθώ και στους νεκρούς να φέγγω.

[Οδύσσειας μ’ 376-383]

Τέρατα τότες οι θεοί μας δείχνουν. Τα τομάρια

σερνόντανε, και μούγγριζαν τα κρέατα στις σούβλες

ψητά κι ωμά, απαράλλαχτα τα βόδια όπως μουγγρίζουν.

 

[Οδύσσειας μ’ 394-396]

Odysseus in the Land of the Dead, N.C. Wyeth, 1929

Odysseus in the Land of the Dead, N.C. Wyeth, 1929

Εδώ το πράγμα θέλει λίγο περισσότερη ανάλυση. Όταν οι άντρες του Οδυσσέα σφάζουν και τρώνε τα Βόδια του Ήλιου στη Θρινακία, κατά παράβαση όσων τους είχε ορμηνέψει η Κίρκη, σπάνε ένα ταμπού. Η πρώτη του συνέπεια είναι η απειλή του Ήλιου προς τους Ολύμπιους, μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της απειλής της Ιστάρ, που υπονοεί όμως κάτι παρόμοιο. Οι νεκροί του Άδη βρίσκονται στα σκιερά του δώματα, κρυμμένοι από το βλέμμα των ζωντανών, εξού και μια από τις εισόδους του Κάτω Κόσμου τοποθετείται

«εκεί (που) ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα,

που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι» [Οδύσσειας λ’ 14-15].

Αν ο Ήλιος πάει να φέγγει στον Άδη, τίποτα δεν εμποδίζει (και μάλλον θα παρακινήσει) τους νεκρούς να βγουν στον κόσμο των ζωντανών. Οι δε νεκροί του Άδη μπορεί να μην είναι εκ φύσεως κανίβαλοι, αλλά η νεκρομαντεία για την οποία δίνει οδηγίες η Κίρκη στον Οδυσσέα περιλαμβάνει τόσο τα φαγιά των ζωντανών (μέλι, γάλα, κρασί, νερό και κριθάλευρο), όσο και το αίμα (προβάτων) που πρέπει να πιουν «για να βάλουν λίγη ζωή μέσα τους» και να μιλήσουν με τους ζωντανούς [Οδύσσειας κ’ 518-534]. Κοινώς, οι νεκροί του Άδη είναι κυριολεκτικά πεινασμένοι για ζωή.

Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι τα σφαγμένα βόδια και τα γδαρμένα τομάρια αρχίζουν να κινούνται και να μουγγρίζουν, ως ένα είδος ζωικού Zombie, όπως αυτά που αιώνες αργότερα θα χρησιμοποιούσε ο Barker για να μας τσιτώσει το στομάχι στο Damnation Game. Φυσικά εδώ χρησιμοποιείται για να προοιωνίσει τον χαμό των συντρόφων που σπάσανε το ταμπού, αλλά η εικονοποιία είναι συνεπής.

Από το ουαλικό Mabinogion:

«Θα σ’ αποζημιώσω επίσης περαιτέρω», είπε ο Μπεντιγκέιντφραν. «Θα σου δώσω μία χύτρα, και η ιδιότητα αυτής της χύτρας είναι πως, αν ρίξεις μέσα στης έναν από τους άντρες σου, σκοτωμένο σήμερα, μέχρι αύριο θα είναι σαν καινούργιος, μόνο που δεν θα μπορεί να μιλήσει».

[…]

Οι Ιρλανδοί άναψαν φωτιά κάτω από τη Χύτρα της Αναβίωσης. Ύστερα πετούσαν μέσα τα πτώματα ώσπου γέμιζε, και το επόμενο πρωί σηκώνονταν να πολεμήσουν εξίσου καλά με πρώτα, μόνο που δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Όταν ο Εφνίζιεν είδε τα πτώματα, και πουθενά χώρο για τους άνδρες της Νήσου των Ισχυρών, μονολόγησε, «Ω Θεέ μου», είπε, «αλίμονο σε μένα που ‘μαι η αιτία για τούτο το βουνό από άνδρες της Νήσου των Ισχυρών» […]

Gunderstup Cauldron

Gunderstup Cauldron

[The Mabinogion, The Second Branch. Σημειώνεται ότι η απόδοση εδώ στα ελληνικά είναι δική μου, από την αγγλική μετάφραση της Sioned Davies, οπότε ευθύνομαι για κάθε τυχόν σφάλμα ή απόκλιση στην μεταγραφή των ουαλικών ονομάτων].

Θα παρατηρήσετε πιο πάνω πως το Cauldron of Rebirth, όπως έχει αποδοθεί στην αγγλική μετάφραση, εγώ με τη σειρά μου Wilson Bigaudεπέλεξα να το αποδώσω «Χύτρα της Αναβίωσης» και όχι της «Αναγέννησης». Ο λόγος είναι η περιγραφή του τι ακριβώς κάνει, καθώς και ο συσχετισμός του συγκεκριμένου ουαλικού μύθου με τα Zombie. Το αντικείμενο αυτό, ευρύτερα γνωστό ως Χύτρα του Μπραν του Ευλογημένου, ανασταίνει σωματικά τους πολεμιστές, αλλά φαίνεται να στερεί το λιγότερο την ομιλία, κατ’ επέκταση τη νόησή τους. Στους κέλτικους λαούς, η ικανότητα λόγου (ειδικότερα δε η ποίηση) ήταν εξίσου σημαντική με την πολεμική δεινότητα (αν όχι σημαντικότερη), που σημαίνει πως οι βουβοί, αναβιωμένοι πολεμιστές είναι εν πολλοίς «μισοί άνθρωποι», πολεμικά ανδρείκελα. Μια εκδοχή είναι πως αυτό οφειλόταν στο ότι οι ψυχές τους βρίσκονταν στον Κάτω Κόσμο, μια άλλη ότι δεν μπορούσαν να μιλήσουν διότι είχαν δει τον Κάτω Κόσμο και δεν έπρεπε να αποκαλύψουν τα μυστικά του (παρόμοιο με την απειλή του Ήλιου να φέγγει στον Άδη, καθιστώντας ορατό το Βασίλειο των Σκιών).

Μια σκηνή εντυπωσιακά όμοια με αυτήν την αφήγηση αποτυπώνεται και στην περίφημη κέλτικη Χύτρα του Gunderstup, η οποία βρέθηκε στο κεντρικό Jutland της Δανίας.

Μια παρόμοια, παραδόξως λιγότερο διαδεδομένη ιστορία είναι αυτή του Πηγαδιού ή Νερόλακκου του Sláine (καμία σχέση με τη λέξη «σφαγμένος» στα αγγλικά, πιθανότατα μια παλιότερη μορφή του sláinte, που σημαίνει «υγεία» και αποτελεί τη συνήθη πρόποση των Ιρλανδών). Ήταν μια μαγική πηγή, στην οποία ο Dian Cécht, ο αντίστοιχος Ασκληπιός των Tuatha Dé Danann, μαζί με τα παιδιά του έκαναν τις αναγκαίες προσευχές για να θεραπεύουν ακόμα και θανάσιμα τραύματα (στη Δεύτερη Μάχη του Magh Tuireadh (προφέρεται συνήθως «Μόι Τούρα») ενάντια στους Fomhoiré (αναφερθήκαμε πιο εκτενώς εδώ). Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αναφορά σχετικά με το αν αυτό στερούσε τη νόηση των θεραπευμένων.

Η σκηνή από τη Χύτρα του Gunderstup

Η σκηνή από τη Χύτρα του Gunderstup

 Σαν τελική σημείωση για την επανάληψη των μοτίβων, στην κέλτικη ιστορία “Da Derga’s Hostel”, το ίδιο γουρούνι σφάζεται, τρώγεται και αναγεννάται επί σειρά ημερών, ενώ την πρώτη φορά είναι ψημένο αλλά ακόμα στριγγλίζει. Εν προκειμένω βέβαια δεν πρόκειται για ταμπού όπως με τα Βόδια του Ήλιου, αλλά μια πιο μακάβρια εκδοχή του πολλαπλασιασμού του άρτου και των ψαριών από τον Χριστό.

Τι μας λένε λοιπόν όλα αυτά (καθώς και άλλες ιστορίες νεκροζώντανων, όπως τα εβραϊκά “Dead Man’s Accusation” ή “The Finger”) για τα Zombie; Εμ… Δυστυχώς όχι πολλά, πέραν του γεγονότος ότι το μοτίβο είναι αρχαίο και διατρέχει όλη την ανθρώπινη ιστορία. Ωστόσο, αν και ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του χρονολογούνται από το βαθύ παρελθόν, το σύγχρονο Zombie απέχει αρκετά από τους μακρινούς προγόνους του.

Πώς έφτασε λοιπόν ως εμάς;

Η (σχετικά) σύντομη απάντηση είναι αρκετά απλή, η πιο μακροσκελής εξαιρετικά περίπλοκη, αποτελώντας αντικείμενο ανθρωπολογικών μελετών, ακαδημαϊκών εργασιών και φυσικά βιβλίων, των οποίων το περιεχόμενο δεν μπορούμε φυσικά να παραθέσουμε σε αυτό το ήδη εκτεταμένο άρθρο.

Rara, του Αϊτινού καλλιτέχνη Wilson Bigaud, 1952

Rara, του Αϊτινού καλλιτέχνη Wilson Bigaud, 1952

Προχωράμε λοιπόν στην (σχετικά, το τονίζω) σύντομη απάντηση: το σύγχρονο Zombie είναι προϊόν του δουλεμπορίου, της αποικιοκρατικής φαντασίας και του ρατσιστικού φόβου των Ευρωπαίων απέναντι στους σκλαβωμένους – και ακόμα περισσότερο τους απελεύθερους – Αφρικανούς των αποικιών του Νέου Κόσμου (ειδικότερα της Μαρτινίκας και της Αϊτής, αλλά γενικότερα της Καραϊβικής).

Άβολη απάντηση, δεν βρίσκετε; Είναι ωστόσο πέρα για πέρα αληθής και συμπτωματικά αποτελεί αρκετά μεγάλη ειρωνεία: σε μια εποχή που μια τεράστια πλειοψηφία καταναλώνει προϊόντα της ποπ κουλτούρας με Zombie παντός είδους, ενώ ταυτόχρονα κόπτονται για το υποτιθέμενο ρατσιστικό υπόστρωμα των Orcs και των Dark Elves, συνήθως αγνοούν ότι με βάση τη λογική τους, το Zombie είναι μακράν και ιστορικά αποδεδειγμένα το πιο «ρατσιστικό» φανταστικό τέρας.

Συγκεκριμένα, χωρίς να μπω σε μακροσκελείς λεπτομέρειες (τις οποίες μπορείτε να διαβάσετε στο εξαιρετικό βιβλίο Zombies του Roger Luckhurst, καθώς και σε ορισμένες online πηγές της βιβλιογραφίας), το Zombie, όπως άλλωστε και η «Μαύρη Μαγεία» είναι ένας στρεβλός συγκερασμός των δοξασιών των Αφρικανών σκλάβων με μυθώδεις (συνήθως) αναφορές περί κανιβαλισμού και τις αντιλήψεις των Ευρωπαίων και λευκών Αμερικανών περί πρωτογονισμού και γενετικού εκφυλισμού των μαύρων φυλών. Προσθέστε και μια δόση εξωτισμού που έχει να κάνει με όλα τα άγνωστα φυτά των αποικιών και τις ιδιότητές τους, ανακατέψτε τα όλα στη χύτρα του φόβου και της δεισιδαιμονίας του 18ου – 19ου αιώνα και το αποτέλεσμα είναι το (πρώτο σύγχρονο) Zombie.

Πού ξεκινάει όμως το νήμα; Κατά μια άλλη ενδιαφέρουσα σύμπτωση, σε έναν παλιό μας γνώριμο και κατά το ήμισυ συμπατριώτη, τον Πάτρικ Λευκάδιο Χερν (Ιστορίες Φαντασμάτων από την Ιαπωνία).

Ο Λευκάδιος Χερν είχε μια ταραχώδη, όσο και περιπετειώδη ζωή, την οποία γέμισε με ταξίδια και ένα τεράστιο συγγραφικό έργο. Γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου του 1850 στη Λευκάδα, γιος του Charles Bush Hearn και της Ρόζας Κασιμάτη, και πέθανε στο Τόκιο το 1904, έχοντας υιοθετήσει το όνομα Koizumi Yakumo. Ανάμεσα στα πάμπολλα επιτεύγματά του, είναι το γεγονός ότι θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας.

Lafcadio Hearn, 1873

Lafcadio Hearn, 1873

Η ζωή του Χερν θα μπορούσε (όπως και έχει) αποτελέσει το αντικείμενο ολόκληρων βιβλίων, οπότε εμείς θα σταθούμε σε ένα μόνο σημείο ενός κεφαλαίου της. Από το 1887 ως το 1889, ο Λευκάδιος Χερν ζούσε στις λεγόμενες Δυτικές Ινδίες (συγκεκριμένα τις Μικρές Αντίλλες και ειδικότερα στο νησί της Μαρτινίκας) όπου τον είχε στείλει να αρθρογραφεί το Harper’s Magazine. Ανάμεσα στον τεράστιο όγκο της αρθρογραφίας του, εκεί έγραψε τα Martinique Sketches (καθώς και δύο βιβλία). Μέσα σε αυτές τις περιγραφές της ζωής στη Μαρτινίκα, ο Χερν, όπως πάντα γοητευμένος από το αλλόκοτο και το γκροτέσκο (κατά δήλωσή του σε μια επιστολή: «Έχω αφιερώσει τον εαυτό μου στην λατρεία του Αλλόκοτου, του Μυστηριώδους, του Παράξενου, του Εξωτικού, του Τερατώδους»), παραθέτει τοπικούς μύθους, θρύλους και δοξασίες. Στο κείμενο με τίτλο “La Guiablesse” (μια λέξη της ιδιωματικής γλώσσας της Μαρτινίκας που σημαίνει «θηλυκός διάβολος»), συναντάμε το χωρίο που μας ενδιαφέρει. Ο Χερν συνομιλεί με την Adou, την κόρη της σπιτονοικοκυράς του:

«Adou», ρωτώ, «τι είναι zombi;»

Προσέξτε πάλι την ορθογραφία. Εδώ έχουμε καταγραφή στα αγγλικά της εν λόγω λέξης, όπως προφέρεται στο ιδίωμα της γαλλικής αποικίας: ζομπί, με τον τόνο στη λήγουσα. Ο διάλογος που ακολουθεί με την Adou δεν διαφωτίζει καθόλου τον Χερν, καθότι το zombi μοιάζει να είναι μια λέξη γενικής χρήσης για πάσης φύσεως στοιχειό, ενώ του απαντά κατηγορηματικά πως δεν είναι «κάποιος που επιστρέφει» (αυτοί ονομάζονται moun-mò και κατοικούν στα νεκροταφεία). Η περαιτέρω συζήτηση με τη μητέρα της Adou επίσης δεν καταφέρνει να διαλευκάνει το μυστήριο του τι ακριβώς είναι το zombi.

Σε μεταγενέστερο κείμενο της ίδιας περιόδου, με τίτλο “Ma Bonne”, ο Χερν συζητά με μια άλλη ντόπια γυναίκα επί του θέματος, τη Cyrillia. Σχολιαστικά, αναφέρει:

«Zombi! – η λέξη είναι ίσως βυθισμένη στο μυστήριο ακόμα και γι’ αυτούς που την επινόησαν. Οι εξηγήσεις όσων την ξεστομίζουν κατά κανόνα δεν φαντάζουν διόλου νηφάλιες: φαίνεται πως η λέξη επικοινωνεί ιδέες σκοτεινές και συνάμα ακαθόριστες – φανταστικά αποκυήματα του νου μιας διαφορετικής φυλής και μιας διαφορετικής εποχής – αδιανόητα αρχαίες».

Historia, da America Portugueza, Sebastiao da Rocha Pitta, 1730

Historia, da America Portugueza, Sebastiao da Rocha Pitta, 1730

Φράση θαρρείς βγαλμένη από γραπτό του H.P. Lovecraft, ο οποίος όμως θα γεννιόταν περίπου έναν χρόνο αργότερα. Σημειώστε, δε, ότι η Μαρτινίκα ήταν ήδη γνωστή από τον 17ο αιώνα ως Île des Revenants («Νήσος των Επιστρεψάντων»), αρχικώς επειδή οι Γάλλοι αποικιστές τη θεωρούσαν πανέμορφη και κανείς δεν μπορούσε να την επισκεφτεί μόνο μια φορά. Ταυτόχρονα, όμως, η λέξη revenant σημαίνει επίσης τον επιστρέψαντα από το μνήμα, τον ζωντανό νεκρό, πράγμα το οποίο ο Χερν γνώριζε και το δίχως άλλο θα κέντρισε τη φαντασία του.

Ακόμη και σήμερα, η ετυμολογία της κρεόλ λέξης zombi παραμένει ασαφής: προέρχεται άραγε από το κογκολέζικο nzambi που σημαίνει «θεός», ή το zumbi που είναι το ανιμιστικό φετίχ; Οι λέξεις αυτές είχαν καταγραφεί ήδη πριν από την εποχή του Χερν: ο ποιητής Robert Southey αναφέρει τη λέξη “Zombi” στο έργο του History of Brazil (1819), ως τον τίτλο ενός φύλαρχου του 17ου αιώνα στο Περναμπούκο. Δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα τη αναφέρει επίσης ο Thomas Lindley, στο Narrative of a Voyage to Brasil (1805). Ο Southey, ωστόσο, μας παρέχει λίγες ακόμα πληροφορίες: σχολιάζει πως ο φύλαρχος πρέπει να έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης, καθότι η λέξη σήμαινε «θεότητα» στη γλώσσα της Ανγκόλα. Περαιτέρω, σε μια υποσημείωση μνημονεύει μια ακόμα παλιότερη αναφορά στο Historia da America Portugeza (1730) του Sebastiao da Rocha Pitta, ο οποίος λέει πως «στη γλώσσα τους έχει την ίδια σημασία με τον Διάβολο».

Προσέξτε το εξής σημαντικό γεγονός, εξόφθαλμο ειδικά στο τελευταίο («Ιστορία της Πορτογαλικής Αμερικής»): πρόκειται για αποικιοκρατικές ιστορίες της Νοτίου Αμερικής, οι οποίες αναφέρονται στη γλώσσα και τις δοξασίες ανθρώπων προερχόμενων από την Ανγκόλα της Αφρικής.     

Κατόπιν αυτών και επιστρέφοντας στον Λευκάδιο Χερν, πρέπει να επισημάνουμε πως ο ίδιος δεν ήταν ρατσιστής, οριακά ούτε με τα σημερινά δεδομένα. Πέραν του ότι η πρώτη του σύζυγος, Alethea Foley, ήταν Αφροαμερικανή (και μάλιστα το 1875 ο Χερν απολύθηκε από την εφημερίδα Enquirer όπου δούλευε, επειδή ο μικτός γάμος ήταν παράνομος), είχε έναν ειλικρινή θαυμασμό και αγάπη για τις κουλτούρες που διέφεραν όσο το δυνατόν περισσότερο από αυτή την προτεσταντικής Αγγλίας, και τις οποίες έβλεπε να χάνονται από την εξάπλωση του σύγχρονου, βιομηχανικού κόσμου. Έπασχε φυσικά από μια κάποια μυωπική αντίληψη και τον ρομαντικό εξωτισμό  των Ευρωπαίων του 19ου αιώνα, τουλάχιστον όμως ήταν από τους ελάχιστους που είχαν τόσο αγνές προθέσεις.

William Seabrook, 1931

William Seabrook, 1931

Από την άλλη, ο άνθρωπος που διεκδικούσε, εν ζωή ακόμα, την «σπορά» της λέξης «Zombie» στην Αμερική, θα εμφανιζόταν στο προσκήνιο σαράντα χρόνια αργότερα. Το όνομά του ήταν William Seabrook και ήταν… πολύ διαφορετικός από τον Χερν. Τυχοδιώκτης, αλκοολικός, ναρκομανής, σαδομαζοχιστής και αποκρυφιστής, ο Seabrook ανήκε στην περιβόητη (όσο και διαβόητη) Lost Generation, τη γενιά των ανθρώπων που ενηλικιώθηκαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η οποία περιλάμβανε φημισμένους συγγραφείς, όπως ο Ernest Hemingway, o F. Scott Fitzgerald και ο Aldous Huxley (μεταξύ πολλών άλλων). Ο Seabrook και η δεύτερη σύζυγός του, Marjorie Worthington, ήταν φίλοι και κινούνταν τακτικά στους ίδιους κύκλους με ανθρώπους όπως ο προαναφερθείς Huxley, ο Thomas Mann, ο Jean Cocteau και ο φωτογράφος Man Ray – μια διανοητική ελίτ με πολύ λίγα στεγανά κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Ο δε Seabrook υπήρξε ακόλουθος και για ένα διάστημα χρονικογράφος του Aleister Crowley.

Γιατί τα αναφέρουμε όλα αυτά; Στο μεθεόρτιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη διανοητική αυτή ελίτ υπήρχε μια έντονη τάση απόρριψης του σύγχρονου δυτικού κόσμου και στροφή στο μεταφυσικό, την «ειλικρίνεια του αυθεντικώς πρωτόγονου» (όπως το αντιλαμβάνονταν οι προύχοντες λευκοί). Στο πλαίσιο αυτό, ο Seabrook είχε εκφράσει την επιθυμία να ζήσει ανάμεσα στους «μαύρους κανίβαλους» και να γίνει ένας από αυτούς.

Η ευρύτερη πορεία του Seabrook, ακόμα και η συγκεκριμένη φάση της ζωής του, είναι άκρως μακροσκελή και περίπλοκα, οπότε θα σταθούμε σε δύο μόνο σημαντικά γεγονότα. Το 1929 εκδίδει το βιβλίο The Magic Island, όπου εκθέτει τις εμπειρίες του από την Αϊτή (τότε υπό αμερικανική κατοχή), μεταξύ των οποίων τα απόκοσμα τύμπανα μες στη νύχτα του Port-au-Prince, συναντήσεις με ιερείς και ιέρειες «Voodoo», τελετές και φυσικά, εξωπραγματικά πλάσματα όπως βρικόλακες, loup-garou (λυκανθρώπους) και zombie (που παρά τη γνώριμη πλέον γραφή, στα κείμενά του εμφανίζεται με πλάγια, ως ξένη λέξη). Στο κεφάλαιο “…Dead Men Working in the Cane Fields” («…Νεκροί που Δουλεύουν στις Φυτείες Ζαχαροκάλαμων»), παραθέτει φήμες και δεισιδαιμονίες που έχουν φτάσει στ’ αυτιά του από δεύτερο και τρίτο χέρι, ενώ, σε αντίθεση με τον λαογράφο Χερν, δεν διστάζει να δώσει έναν ορισμό:

Το zombie, λένε, είναι ένα άψυχο ανθρώπινο κουφάρι, νεκρό ακόμα, αλλά βγαλμένο από τον τάφο του και προικισμένο μέσω μαγείας με μια μηχανική απομίμηση ζωής – είναι ένα νεκρό σώμα που εξαναγκάζεται να περπατά, να φέρεται και να κινείται σαν να ήταν ακόμη ζωντανό. Οι άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι τέτοιο πάνε σε έναν πρόσφατο τάφο, ξεθάβουν το πτώμα πριν προλάβει να σαπίσει, το διεγείρουν σε κίνηση κι έπειτα το κάνουν υπηρέτη ή σκλάβο τους, ενίοτε με σκοπό τη διάπραξη κάποιου εγκλήματος, συνηθέστερα για να κάνει αγγαρείες στον οικισμό ή το αγρόκτημα, αναθέτοντάς του τετριμμένες, βαριές εργασίες και χτυπώντας το σαν ζώο όταν χαλαρώνει τον ρυθμό του. [απόδοση δική μου από την παράθεση του Roger Luckhurst στο βιβλίο Zombies, σ. 30]          

Δύο πράγματα πρέπει να σημειώσουμε εδώ: πρώτον, ο Seabrook απλοποιεί εσφαλμένα τα όσα έχει ακούσει (παρόμοια με αυτά που αφηγούταν η Adou στον Χερν πριν από 40 χρόνια στη Μαρτινίκα) και απαλείφει όλες τις εκφάνσεις του Αϊτινού zombi, αποδίδοντας τον ευρύτερο χαρακτηρισμό στην υποπερίπτωση του zombi-cadavre («ζόμπι-πτώμα»). Παρά τους ισχυρισμούς στην αυτοβιογραφία του, No Place to Hide, ότι εκείνος για πρώτη φορά έφερε το Zombie στο αγγλόφωνο, αμερικανικό κοινό από την Αϊτή, η πραγματικότητα είναι ότι ευθύνεται για την παραφθορά που επικράτησε ως κανόνας και αποτέλεσε σημείο έναρξης για το σύγχρονο αμερικανικό Zombie.

Το δεύτερο που πρέπει να σημειώσουμε, είναι πως η παραπάνω περιγραφή, καθώς και άλλες στο Magic Island, ταιριάζουν απόλυτα με τις «άψυχες» εκφράσεις και τις φαινομενικά νωθρές, μηχανικές κινήσεις των σκλάβων που εργάζονταν στις αποικιακές φυτείες, λόγω κόπωσης, απελπισίας, ή ακόμα και ως μορφή παθητικής αντίστασης. Την εποχή που πήγε ο Seabrook στην Αϊτή δεν υπήρχε τυπικά πλέον δουλεία, αλλά η αμερικανική εταιρεία που προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί εκ νέου τις φυτείες ζαχαροκάλαμου δεν είχε πολύ διαφορετικές πρακτικές.

Εικονογραφήσεις από το Magic Island του 1929

Εικονογραφήσεις από το Magic Island του 1929

Το άλλο σημαντικό γεγονός, που διαφοροποιεί έτι περαιτέρω τον Χερν από τον Seabrook, είναι πως ο δεύτερος, στο πλαίσιο όσων αναφέραμε πιο πάνω, κατέβαλε προσπάθεια και με θλιβερά κωμικό τρόπο κατάφερε να προβεί σε κανιβαλισμό. Μεσουρανώντας μετά την έκδοση του Magic Island (το οποίο είχε ήδη πουλήσει μισό εκατομμύριο αντίτυπα), ο Seabrook συναντήθηκε εκείνη την περίοδο με τον Γάλλο συγγραφέα και διπλωμάτη, Paul Morand, ο οποίος τον παρακίνησε να αναζητήσει αληθινές φυλές που προέβαιναν σε τελετουργικό κανιβαλισμό στη Δυτική Αφρική.

Πράγματι, ο Seabrook αναζήτησε τις φυλές αυτές στην Ακτή του Ελεφαντοστού και το 1931 εξέδωσε το Jungle Ways, όπου εξιστορούσε τις περιπέτειές του, συμπεριλαμβανομένων συναντήσεων με μάγους-γιατρούς που υπηρετούσαν το πνεύμα του πάνθηρα, ανθρωποθυσιών όπου τελικά τα θύματα επιζούσαν με θαυμαστό τρόπο, και φυσικά του περίφημου περιστατικού κανιβαλισμού. Ο Seabrook ισχυρίστηκε πως έφαγε από τη σάρκα ενός φρεσκοσκοτωμένου άντρα, ηλικίας τριάντα περίπου ετών και πως είχε γεύση «σαν καλοθρεμμένο μοσχαράκι».     

Η πραγματικότητα, βέβαια, ήταν κάπως διαφορετική, διότι στο ταξίδι του ο Seabrook έφαγε μόνο κρέας από μαϊμού ή γορίλλα, όπως παραδέχτηκε χρόνια αργότερα. Προκειμένου όμως να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον Morand, όταν επέστρεψε στο Παρίσι και χάρη σε έναν φίλο του που εργαζόταν στο νεκροτομείο, κατάφερε να προμηθευτεί ένα φρέσκο κομμάτι ανθρώπινο κρέας από κάποιον που είχε σκοτωθεί σε ατύχημα. Αυτό πράγματι το μαγείρεψε και το έφαγε.

Κοινώς, μη βρίσκοντας «αυθεντικούς μαύρους κανίβαλους», ο «πολιτισμένος λευκός» αναζήτησε την εμπειρία που δεν του χάρισε η ζούγκλα σε μια από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις του δυτικού κόσμου.

White Zombie Poster, 1930s, με το λανθασμένα αναφερόμενο Άρθρο 249

White Zombie Poster, 1930s, με το λανθασμένα αναφερόμενο Άρθρο 249

Όλα τα παραπάνω – οι ταξιδιωτικές περιπέτειες, οι εξωτικές αφηγήσεις ανάμεσα σε υποτιθέμενες άγριες, μυστηριώδεις φυλές, οι τοπικές δοξασίες και τελετές, οι μάγοι-γιατροί, οι ιερείς, ο υποτιθέμενος κανιβαλισμός – ήταν προϊόν και συνάμα έτρεφαν τον συναρπαστικό φόβο των λευκών απέναντι στους απελεύθερους μαύρους των αμερικανικών αποικιών, ή τους γηγενείς της Αφρικής. Έτσι αποτελούσαν το ιδανικό υπόβαθρο, το γόνιμο χώμα για τη σπορά του Zombie στην αμερικανική φαντασία – μια παραφθορά μιας απλοποίησης, της οποίας οι λιγοστές (αρχικά) παραλλαγές μαρτυρούσαν μια εξαιρετικά πιο περίπλοκη προέλευση. Αυτό καθίσταται ακόμα πιο σαφές αν κοιτάξει κανείς την εξέλιξη του Vodou ή Vaudoux στις γαλλικές αποικίες μέχρι να πάρει τη μορφή του γνωστού μας «Voodoo», όμως αυτό ξεπερνά κατά πολύ το φάσμα του παρόντος άρθρου.

Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, η οποία προσέδωσε την επίφαση γνησιότητας σε όλες αυτές τις αφηγήσεις, είναι το περίφημο Άρθρο 246 tου Ποινικού Κώδικα της Αϊτής (το οποίο ο Seabrook λανθασμένα παραθέτει ως 249):

Δηλητηρίαση θεωρείται οιαδήποτε απόπειρα κατά της ζωής ενός ατόμου δια της χρήσης ουσιών που μπορούν να προκαλέσουν τον θάνατο, ταχέως ή βραδέως, ασχέτως του τρόπου κατά τον οποίο οι ουσίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν ή χορηγήθηκαν, καθώς και ασχέτως άλλων συνεπειών.

Θεωρείται επίσης απόπειρα κατά της ζωής δια δηλητηριάσεως η χρήση εναντίον ατόμου, ουσιών οι οποίες, δίχως να προκαλούν τον θάνατο, θα προκαλέσουν λίγο έως πολύ παρατεταμένη κατάσταση λήθαργου, ασχέτως του τρόπου κατά τον οποίο οι ουσίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν ή χορηγήθηκαν, καθώς και ασχέτως άλλων συνεπειών.

Αν το άτομο ετάφη ως συνέπεια αυτή της κατάστασης λήθαργου, η προαναφερθείσα απόπειρα θα θεωρηθεί φόνος.

Bombie the Zombie, από το Life and Times of Scrooge McDuck.

Bombie the Zombie, από το Life and Times of Scrooge McDuck.

Αυτό που λέει η παραπάνω απόδοση-γλωσσοδέτης είναι εν ολίγοις το εξής:

1. Το να δηλητηριάσεις κάποιον είναι έγκλημα.

2. Το να προκαλέσει μια ουσία παρατεταμένο λήθαργο σε κάποιον, επίσης θεωρείται δηλητηρίαση.

3. Αν ταφεί κάποιος ως αποτέλεσμα δηλητηρίασης που προκαλεί τέτοιο λήθαργο, αυτό θεωρείται φόνος.

Η σημασία αυτού του νόμου είναι πως, στο μυαλό του Seabrook και των επιγόνων του, επικύρωνε την ύπαρξη τουλάχιστον ενός είδους Zombie, αυτού που  έχει περιέλθει σε αυτήν την κατάσταση με χρήση εξωτικών δηλητηρίων από κάποιον μάγο-γιατρό (bokor). Ο διάβολος όμως κρύβεται σε μια ακόμα πιο ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: η δεύτερη και η τρίτη παράγραφος του νόμου προστέθηκαν το 1864, κατ’ εντολή του Στρατηγού Fabre Nicolas Geffrard, ενός Αϊτινού Καθολικού που προσπαθούσε να εξαλείψει τις παλιές δεισιδαιμονίες του νησιού. Αυτό φυσικά δεν το γνώριζε ο Seabrook, ούτε και ενδιαφέρθηκε να το ψάξει οποιοσδήποτε σύγχρονός του.

Κοινώς: η προσπάθεια ενός ντόπιου να απαλλαγεί από τις παραδοσιακές δεισιδαιμονίες αποτέλεσε καταλύτη για τη ραγδαία εξάπλωση μιας «μοντέρνας» δεισιδαιμονίας. Πιο συγκεκριμένα ακόμα, το άρθρο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στις αφίσες και το διαφημιστικό υλικό της ταινίας White Zombie του 1932, η οποία κατά πολλούς αποτέλεσε το σημείο έναρξης της αμερικανικής «Zombie Κουλτούρας».

Φυσικά, ανάμεσα στο Magic Island του Seabrook και το White Zombie παρεμβάλλονται τα περίφημα pulp περιοδικά (Argosy, Weird Tales και πολλά, πολλά άλλα), τα οποία στα τρία εκείνα χρόνια (και τουλάχιστον για τα επόμενα τριάντα) διαμόρφωσαν και εμπλούτισαν το αμερικανικό Zombie και το υπόβαθρό του σε αδιανόητο βαθμό.

Υπάρχουν ακόμα τόσα πολλά που μπορούν να ειπωθούν…

Άλλες πηγές έμπνευσης και διάδοσης του μύθου, σαν την ιστορία της γυναίκας Zombie Felicia Felix-Mentor, όπως την κατέγραψε (και γελοιοποιήθηκε γι’ αυτό) η ανθρωπολόγος Zora Neale Hurston ή σαν του Clairvius Narcisse, του «αληθινού Zombie» που είπε την ιστορία του στον εθνοβοτανολόγο και ανθρωπολόγο Wade Davies.

Η κινηματογραφική και τηλεοπτική ιστορία των Zombie.

Η πορεία τους στα comics με τα Creepy, Eerie και το αξέχαστο Tales From the Crypt, φτάνοντας μέχρι τον Bombie the Zombie από το Life and Times of Scrooge McDuck και σύγχρονους τίτλους όπως το iZombie και το Crossed.

Τα Zombie στη φύση, όπως μύκητες που καταλαμβάνουν το νευρικό σύστημα μυρμηγκιών στην Ταϊλάνδη.

Αυτοσχέδια ναρκωτικά όπως το Krokodil και το Flakka που κάνουν τους χρήστες τους να συμπεριφέρονται σαν Zombie.

Τι από όλα αυτά να πρωτογράψω, όμως…; Όπως είπα στην αρχή, το Zombie μολύνει ό,τι αγγίζει, από την ποπ κουλτούρα μέχρι την ίδια τη γλώσσα. Απαντάται στη φύση και δημιουργείται μέσα στην παρακμή του σύγχρονου κόσμου. Ξέρουμε από πού ξεκίνησε, είναι παντού γύρω μας, αλλά κανείς μας δεν ξέρει τι ακριβώς είναι.

Ανατριχιαστικά επίκαιρο, δεν βρίσκετε;

Walking Dead TV Series

Walking Dead TV Series



 

Βιβλιογραφία

Το Έπος του Γκιλγκαμές, μτφρ. Αυρα Ward, εκδόσεις Ιστός, 2001.

Ομήρου Ιλιάδα, μτφρ. Όλγας Κομνηνού-Κακριδή, εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2006.

Ομήρου Οδύσσεια, μτφρ. Ζήσιμου Σιδέρη, εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2009.

Bantu Myths and Other Tales, Jan Knappert, Brill, 1977.

Celtic Myth & Legend: An A-Z of People and Places, Mike Dixon-Kennedy, Blandford, 1996.

The Celtic Myths: A Guide to the Ancient Gods and Legends, Miranda Aldhouse-Green, Thames & Hudson, 2015.

The Element Encyclopedia of Magical Creatures, John & Caitlin Matthews, HarperCollins, 2005.

The Element Encyclopedia of Vampires, Theresa Cheung, HarperCollins, 2009.

Hearn: American Writings, Lafacadio Hearn, edited by Crhstopher Benfey, The Library of America, 2009.

The Mabinogion, Translated and Edited by Sioned Davies, Oxford University Press, 2007.

Zombies: A Cultural History, Roger Luckhurst, Reaktion Books, 2016.

Aimée Crocker > Junkies and Cannibals and Zombies, Oh My! The Abominable Mr. Seabrook

Atavist Magazine > The Zombie King

The Atlantic > Our Zombies, Ourselves

The Atlantic > The Tragic, Forgotten History of Zombies

John Coulthart > The Strange World of Willie Seabrook by Marjorie Worthington

Celtic Literature Collective > The Second Battle of Mag Tured

Lexico > What Is The Origin Of The Word "Zombie"?

Library of Congress > Does the Haitian Criminal Code Outlaw Making Zombies?

Questia > Robert Southey, Thomas Lindley and the Zombi

TV Tropes > Film > The Return of the Living Dead

TV Tropes > Literature > The Battle of Magh Tuireadh  

TV Tropes > Tropes of the Living Dead

The Verge > Were zombies and vampires inspired by a real disease?

Wonders & Marvels > The Leper’s Legendary Decay