Κοράκια, Στρίγγλες, Χαροπούλια στους μύθους και τις ιστορίες
…Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door—
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door—
Perched, and sat, and nothing more…
…‘Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο…
Edgar Allan Poe, The Raven
Ζοφερά φτερωτά πλάσματα, πτηνά που είναι συνοδοιπόροι της ζωής μας στην πόλη ή στο δάσος και που μπορεί να βρίσκουν λίγη ξεκούραση μόλις μια ανάσα μακριά μας· ας πούμε, στο μπαλκόνι μας. Τριγυρνάνε στο φως και στο σκοτάδι, παίζοντας κρυφτό με τους ανθρώπους. Άλλοτε πάλι ξεπροβάλλουν φανερά μπροστά τους, κάνοντας τους να ριγήσουν από φόβο, και ύστερα χάνονται. Με τις κραυγές που βγάζουν στέλνουν μηνύματα στους αλαφροΐσκιωτους αλλά και σε αυτούς που έμαθαν από πάππου προς πάππον να μελετάνε τα σημάδια, να εξηγούν τις κινήσεις τους και εν τέλει να δίνουν ερμηνείες που δεν είναι πάντοτε καλές.
Σίγουρα θα έχετε δει σε κάποια ταινία που διαδραματίζεται σε νεκροταφείο την νύχτα, ένα πλάσμα που προμηνύει τον θάνατο. Το κοράκι πλανάται πάνω από τις ψυχές και ακροβατεί στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Τόσες και τόσες ιστορίες έχουν ειπωθεί για το πτηνό που έχει για φτερά του την ίδια τη νύχτα.
Το κουβάρι της ιστορίας ξεκινάει πάρα πολύ πίσω. Στην αρχαιότητα, οι Έλληνες θεωρούσαν το κοράκι ιερό πτηνό του θεού του φωτός, του Απόλλωνα, κι αυτό γιατί κατά τη Γιγαντομαχία ο θεός είχε πάρει την μορφή κόρακα. Έτσι, πίστευαν πως το κοράκι είχε λάβει το χάρισμα της μαντικής ικανότητας. Ταυτόχρονα, πίστευαν πως αρχικά ο κόρακας δεν είχε μαύρα φτερά αλλά άσπρα. Δύο μύθοι αναφέρονται στην αιτία της αλλαγής του χρώματος του κόρακα.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε μια όμορφη κοπέλα, την Κορωνίδα και απέκτησε μαζί της έναν γιο, τον Ασκληπιό, Η Κορωνίδα, ενώ ήταν έγκυος, υπέπεσε στο σφάλμα της απιστίας και απάτησε τον θεό με τον Ίνο. Τα κακά μαντάτα μετέφερε στον θεό Απόλλωνα το κοράκι, και από τον θυμό του αυτός έκανε το χρώμα των φτερών του μαύρο. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, όταν βασίλευε ο Κέκροπας, η θεά Αθηνά πήγε στο εργαστήριο του Ηφαίστου για να παραγγείλει όπλα. Ο Ήφαιστος την ερωτεύτηκε και ζευγάρωσε μαζί της, παρά τις προσπάθειες της Αθηνάς να τον αποφύγει. Από την ένωση γεννήθηκε ο Ερεχθέας. Ντροπιασμένη, η θεά Αθηνά έκλεισε το μωρό σε ένα πιθάρι και το έδωσε στις κόρες του Κέκροπα να το φυλάνε, διατάζοντάς τες να μην το ανοίξουν ποτέ. Αυτές, περίεργες, άνοιξαν το πιθάρι και αντίκρισαν το παιδί που είχε μορφή φιδιού. Από τον τρόμο τους, οι κόρες κατακρημνίστηκαν από την Ακρόπολη ενώ τα άσχημα νέα για την απελευθέρωση του Ερεχθέα και τον θάνατο των γυναικών τα μετέφερε στη θεά Αθηνά ένα κοράκι, με αποτέλεσμα τα άσπρα φτερά του να γίνουν μαύρα, λόγω του θλιβερού μαντάτου.
Στο πλανητικό μας σύστημα υπάρχει και ο αστερισμός του Κόρακα, έχοντας λάβει την ονομασία του από τούτο τον μύθο: Κάποτε , λένε, πως ο θεός Απόλλωνας έστειλε το κοράκι να του γεμίσει μια κούπα (κρατήρα) με νερό. Δίπλα στην πηγή υπήρχε μια συκιά, που τα σύκα της όμως δεν ήταν ώριμα. Ο κόρακας τα λιμπίστηκε και περίμενε να ωριμάσουν. Όταν πια ωρίμασαν, έφαγε και κίνησε να φύγει αφού πρώτα γέμισε την κούπα με νερό. Συνειδητοποιώντας πως καθυστέρησε, άρχισε να ψάχνει για δικαιολογίες έως ότου βρήκε τη λύση. Στην πηγή, βρήκε ένα νερόφιδο (Ύδρα) και το πήρε μαζί του, λέγοντας πως αυτό έπινε όλο το νερό μην αφήνοντας κανέναν άλλον να πιει. Ο Απόλλωνας, βέβαια, κατάλαβε ότι ο κόρακας έλεγε ψέματα, και τον τιμώρησε σε αιώνια δίψα –εξ’ ου και η γνωστή σε όλους μας φράση «κοράκιασα»–. Ύστερα, για παραδειγματισμό, έβαλε στον ουρανό τον κόρακα, τον κρατήρα και το φίδι σαν αστέρια, ώστε να τα βλέπουμε και να θυμόμαστε τα δεινά του κόρακα λόγω του ψέματος του. Μέχρι και σήμερα, αποκαλούμε «Κορακοζώητο» όποιον ζει πολλά χρόνια, γιατί σύμφωνα με τον Ησίοδο, ή και τον Αίσωπο, ο βασιλιάς των θεών, ο Δίας, όταν μοίραζε τα χρόνια ζωής σε όλα τα πλάσματα, έβαλε τον κόρακα να ζει 200 χρόνια
Το κοράκι ταξιδεύει σε πολλά μέρη. Χτίζει τη φωλιά του σε ψηλά δέντρα αλλά και σε παραθαλάσσιους γκρεμούς. Το συναντάμε τόσο στην τούνδρα όσο και στα παγωμένα νησιά του Αρκτικού Ωκεανού. Άλλωστε, αυτό που αγαπάει το κοράκι είναι η ερημιά.
Για τούτο το ζοφερό πτηνό συναντάμε και Βιβλικές αναφορές. Ο προφήτης Ηλίας, στη σπηλιά όπου ζούσε, τρέφονταν καθημερινά από ένα Θεόσταλτο κοράκι (1 Βασιλέων 17:3-6) ενώ, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, το κοράκι είναι το πρώτο πουλί που αναφέρεται με το όνομά του (Γένεσις 8:7). Χάρη στη δύναμή του αλλά και στην ικανότητα προσαρμογής του στο περιβάλλον και τη διαθέσιμη σε αυτό τροφή, ο κόρακας δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα επιβίωσης. Γι’ αυτό και ο Νώε τον επέλεξε και τον απέστειλε ως ανιχνευτή ξηράς μετά τον κατακλυσμό, καθότι μπορούσε να μείνει επί μακρόν εκτός της Κιβωτού. Στη συνέχεια βέβαια, όπως καταγράφεται, ο κόρακας λησμόνησε και τον Νώε και την Κιβωτό του εξαιτίας των πολλών πτωμάτων που βρήκε. Επειδή είναι πτωματοφάγος, η Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζει τον κόρακα ακάθαρτο και δεν επιτρέπει να τρώγεται από τον άνθρωπο (Λευϊτικό & Δευτερονόμιο).
Ταξιδεύοντας βόρεια, βλέπουμε πως οι Κέλτες, σύμφωνα με τη παράδοση, εξημέρωναν κόρακες προκειμένου να αξιοποιήσουν τις προφητικές τους ικανότητες.
Σύμφωνα με τη νορβηγική μυθολογία, οι δύο κόρακες του Odin, το Huginn (η σκέψη του Odin) και το Muninn (η μνήμη του), πετούσαν κάθε αυγή από τη μία άκρη του κόσμου μέχρι την άλλη, για να επιστρέψουν αργότερα, να κουρνιάσουν στον ώμο του θεού και να ψιθυρίσουν στ’ αυτί του τα νέα. Σύμφωνα με την ιρλανδική μυθολογία, ο κόρακας ανήκει στη σκοτεινή θεά Morrigan, τη θεά του πολέμου· το όνομα Κοράκι αποτελούσε ενός είδους τίτλο για τους πιο άγριους πολεμιστές.
Μια ματιά στην ιστορία και τη μυθολογία της Ιαπωνίας δείχνει ότι η σχέση των ανθρώπων με το κοράκι είναι παμπάλαια: στους λαϊκούς τους θρύλους απαντάται ένα ξωτικό, το Tengu, το οποίο έχει μορφή μισή ανθρώπινη και μισή κορακιού. Το Karasu-Tengu (烏天狗, Κοράκι-Τengu), βρίσκεται σχεδόν πάντα εκεί γύρω, για να κάνει τα πειράγματά του στους ανθρώπους και για να διδάξει τα μυστικά της ξιφομαχίας στους ιδρυτές των κλασσικών μαχητικών παραδόσεων. Ένα κοράκι με τρία πόδια, το Yatagarasu, λέγεται πως οδήγησε τον μυθικό Αυτοκράτορα Jimmu, τον ιδρυτή της Αυτοκρατορικής Δυναστείας της Ιαπωνίας, από το Kumano, στη χερσόνησο Kii, ως την πεδιάδα του Yamato, εκεί που βρίσκεται σήμερα η Nara, για να ξεκινήσει το Ιαπωνικό Έθνος.
Οι Maratha, στην Ινδία, πιστεύουν ότι τα πνεύματα των προγόνων τους κατοικούν μέσα σε κουρούνες (πρώτες εξαδέλφες των κοράκων), ενώ στην Αίγυπτο, ένα ζευγάρι κουρούνες συμβολίζει τη συζυγική ευτυχία και γαλήνη. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις των Αβοριγίνων της Αυστραλίας, τους μύθους πολλών Βορειοαμερικανικών φυλών αλλά και Ινδιάνων, ο κόρακας διαθέτει διπλή φύση, αφενός ως κατεργάρης θεός και αφετέρου ως θεός της δημιουργίας, στον οποίο χρωστάμε την ύπαρξη της φωτιάς.
Επίσης, σύμφωνα με το σπουδαίο ουαλικό έπος The Mabinogion, ο κόρακας προστατεύεται από τον Μπραν τον Ευλογημένο (Bran ab Llyr), ο οποίος στην αγγλοσαξονική μυθολογία είναι ένας επικίνδυνος ήρωας: ένας τεράστιος γίγαντας, τόσο ψηλός, ώστε κανένα ανάκτορο ή πλοίο δεν μπορεί να τον χωρέσει. Λέγεται ότι το κομμένο κεφάλι του Μπραν βρίσκεται θαμμένο κάτω από τον Πύργο του Λονδίνου. Για τον λόγο αυτό υπάρχει μια δεισιδαιμονία, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν έξι κοράκια, φύλακες του Πύργου, τα οποία αν ποτέ τον εγκαταλείψουν, το βασίλειο θα πέσει. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν κοράκια τα οποία εκλαμβάνονται ως φύλακες και των οποίων τα φτερά ψαλιδίζουν οι ντόπιοι, για να μην μπορούν να πετάξουν μακριά.
Η λαϊκή παράδοση δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθεί με τούτο το τρομακτικό στην όψη πτηνό. Λέγεται λοιπόν πως, όταν γεράσει ο κόρακας, εξαιτίας της κατάρας του Νώε, κυρτώνει τόσο το άνω μέρος του ράμφους του, ώστε να κλειδώνει το κάτω, και τοιουτοτρόπως να πεθαίνει από ασιτία. Ακόμα λέγεται πως, άμα ο κόρακας φτάσει σε ορισμένο σημείο της ηλικίας του, το φτέρωμά του αρχίζει να πέφτει και σιγά σιγά μαδάει όλος και μένει σαν να βγήκε εκείνη τη στιγμή από το αυγό. Ο απογυμνωμένος κόρακας πιάνει μία σπηλιά και εκεί, έως ότου αναπτερωθεί, τρέφεται από τα άλλα κοράκια.
Τα κοράκια είναι βεβαίως κακούργα ζώα. Ενώ, λόγου χάριν, θα έπρεπε ν’ αρκούνται με τη λεία που βρίσκουν στα βουνά, μόλις τους γυαλίσει μάτι ζώου και αντιληφθούν πως τα πράγματα είναι βολικά, ορμούν και το «ξεματιάζουν». Όμως δεν είναι κουτοπόνηρα ζώα αλλά, μάλλον, πολύ έξυπνα. Έτσι, οι Λατίνοι συγγραφείς υποστήριζαν πως, με την κατάλληλη εκπαίδευση, τα κοράκια μπορούσαν μέχρι και να μιλήσουν με ανθρώπινη λαλιά, ενώ στους μύθους του Αισώπου συμβολίζουν την εξυπνάδα και την πανουργία. Ακόμα και η μητριά της Χιονάτης, η μοχθηρή βασίλισσα του παραμυθιού, είχε για συντροφιά της κοράκια, μιας και το κοράκι, στις βορειοευρωπαικές χώρες, αποτελεί και σύμβολο των βασανισμένων ψυχών, που περιπλανώνται αιώνια.
Ένα ακόμα κορακοειδές πτηνό που συνέχεια απαντάται σε κήπους αλλά και σε μπαλκόνια πολυκατοικιών, και συχνά το μπερδεύουν καθώς μοιάζει με πολλά άλλα κορακοειδή, είναι η καρακάξα. Θεωρείται πολύ έξυπνο πουλί. Κυριότερο ηθολογικό στοιχείο του είδους, θεωρείται η φωνή της: Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η καρακάξα παράγει γρήγορα και δυνατά κρωξίματα, ιδιαίτερα δυσάρεστα στην ακοή. Άλλοτε, βέβαια, παράγει και πιο «ήπιες» φωνές, συνήθως δισύλλαβες αρθρώσεις, που δίνουν την εντύπωση ότι τα πτηνά «συζητούν» μεταξύ τους –κάτι που, μάλλον, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η φωνή της καρακάξας υπήρξε η βάση για τη μεταφορική σημασία της λέξης, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει γυναίκες που φωνάζουν υπερβολικά ή στριγγλίζουν, είναι δηλαδή «γλωσσούδες».
Η καρακάξα στη ανθρώπινη φαντασία έχει αποκτήσει και τη φήμη της «κλέφτρας». Έχει περιγραφεί η συνήθεια της να «κλέβει» αντικείμενα που της κάνουν εντύπωση και να τα κρύβει σε δυσπρόσιτα σημεία, ωστόσο, πιθανόν, έχει αποκτήσει άδικα αυτή τη φήμη. Ενώ είναι αλήθεια ότι έλκεται από την παρουσία μεταλλικών αντικειμένων λ.χ. χάντρες, γυαλιά, κονσερβοκούτια, νομίσματα, ή οτιδήποτε «γυαλίζει» στο φως, αυτό το κάνει μάλλον από έμφυτη περιέργεια λόγω του υψηλού δείκτη νοημοσύνης της και όχι με τη διάθεση να «κλέψει».
Το πονηρό τούτο πουλί έχει εμπνεύσει όλους τους λαούς με τις συνήθειες του. Έτσι, στη παγκόσμια μυθολογία και λαογραφία, έχει αποκτήσει πολλούς ρόλους και ιστορίες.
Στην Ευρώπη, οι καρακάξες είχαν ιστορικά δαιμονοποιηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως ως αποτέλεσμα δεισιδαιμονιών και μύθων. Τα μεγάλα κορακοειδή, λόγω του μαύρου χρώματός τους, αντιπροσωπεύουν το κακό στη βρετανική λαογραφία, με τα άσπρα πουλιά να θεωρούνται ως καλά. Η καρακάξα είναι προάγγελος κακής τύχης: στη Σκωτία, μια καρακάξα κοντά στο παράθυρο του σπιτιού λέγεται ότι προφητεύει κάποιον θάνατο. Στην ιταλική και γαλλική λαογραφία, οι καρακάξες πιστεύεται ότι έχουν μια τάση να «κλέβουν» λαμπερά αντικείμενα και ιδιαίτερα πολύτιμους λίθους. Εκεί, άλλωστε, βασίζεται η ονομασία της όπερας La Gazza Ladra του Rossini και το τεύχος The Castafiore Emerald από τις περιπέτειες του Τεντέν (Tintin). Αλλά και στη βουλγαρική, γερμανική, ουγγρική, πολωνική, ρωσική, σλοβακική και σουηδική λαογραφία, η καρακάξα θεωρείται επίσης «κλέφτρα». Στη Σουηδία συνδέεται και με την μαγεία. Κόντρα στις ευρωπαϊκές αντιλήψεις για την καρακάξα, το πτηνό θεωρείται ότι φέρνει μεγάλη τύχη, ευημερία και ανάπτυξη στην Κορέα. Ομοίως, στην Κίνα, οι καρακάξες θεωρούνται ως οιωνοί ευτυχίας. Στη Βραζιλία, και συγκεκριμένα στην πολιτεία του Παρανά, απαντάται ο μύθος της μπλε καρακάξας, η οποία έλαβε το ιδιαίτερο αυτό χρώμα της ως δώρο από τον Θεό επειδή έσπειρε μια μεγάλη έκταση με τα δέντρα Ακουάρια.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η καρακάξα ήταν κόρη του Μινύα, του βασιλιά του Ορχομενού. Οι κόρες του Μινύα, οι Μινυάδες, αρνούνταν να πραγματοποιήσουν τις τελετές προς τιμήν του Διόνυσου. Λαμβάνοντας τη μορφή νεαρού κοριτσιού, ο Διόνυσος επισκέφτηκε τις τρείς κόρες την ώρα που ύφαιναν στον αργαλειό για να προσπαθήσει να τις συνετίσει. Ο Διόνυσος μεταφορτώθηκε διαδοχικά σε ταύρο, λιοντάρι και λεοπάρδαλη και παρά τις προσπάθειες των Μινυάδων να τον εξευμενίσουν, ο θεός τις μεταμόρφωσε, τη μια σε κουκουβάγια, την άλλη σε νυχτερίδα και την τρίτη σε καρακάξα (ή μπούφο).
Ένα ακόμα πτηνό που συναντάμε συχνά στην καθημερινή μας ζωή είναι η πανέμορφη κίσσα με το πλουμιστό φτέρωμά της. Η κίσσα παίζει κι αυτή «κρυφτούλι» στους κήπους ή στις αυλές. Καραδοκεί πίσω από τα δέντρα και μόλις οι άνθρωποι κοιτάξουν αλλού, κλέβει τους πολύτιμους καρπούς.
Πολλοί μύθοι ανά τον κόσμο παρουσιάζουν τη κίσσα ως ένα πλάσμα γεμάτο μυστήριο. Στην παράδοση των Κελτών, η κίσσα συνδεόταν με τις γιορτές των ξωτικών, όμως μετά την εξάπλωση του χριστιανισμού συνδέθηκε με τις μάγισσες και τα δαιμονικά όντα. Στη Σκανδιναβική γη, λεγόταν πως οι κίσσες ήταν μάγοι που πετούσαν για να παραβρεθούν σε ανίερες συνάξεις, αλλά παρόλ’ αυτά η φωλιά της κίσσας θεωρούταν ένδειξη καλής τύχης στις ίδιες χώρες. Κατά τη νορβηγική μυθολογία, η Skadi, κόρη ενός γίγαντα, ήταν ιέρεια της φατρίας των κισσών, όπου τα ασπρόμαυρα σχέδια του φτερώματός τους συμβόλιζαν την ερωτική ένωση, όπως επίσης και τις αντρικές και γυναικείες ενέργειες όταν βρίσκονται σε ισορροπία. Στην κινέζικη παράδοση, η κίσσα θεωρούταν το Πουλί της Χαράς, ενώ δύο κίσσες συμβόλιζαν τη συζυγική ευτυχία. Στην αρχαία Ρώμη, οι πλουμιστές κίσσες ήταν τα ιερά πουλιά του Βάκχου και συμβόλιζαν τις σαρκικές απολαύσεις. Στην Αγγλία, η εμφάνιση κισσών εξακολουθεί να θεωρείται καλός οιωνός, ακολουθώντας τα προστάγματα του παραδοσιακού τραγουδιού που ακολουθεί:
«Μια για τη λύπη, δυο για χαρά,
τρεις για κορίτσι και τέσσερις γι’ αγόρι.
Πέντε για τ’ ασήμι, έξι το χρυσό κι
επτά το μυστικό τ’ ανείπωτο».
Το κρώξιμο της κίσσας είναι ιδιαίτερα τραχύ, ωστόσο μπορεί εύκολα να μιμηθεί την φωνή ενός αρνιού, μιας γάτας, διαφόρων άλλων πουλιών ακόμα κι ενός μωρού. Γι’ αυτό υπάρχει κι ένας αρχαιοελληνικός μύθος σύμφωνα με τον οποίο κάποτε μια όμορφη κοπέλα, η Φιαλώ, συνευρέθηκε με τον Ηρακλή και γέννησε ένα μωρό. Όμως μόλις γέννησε, ο πατέρας της την εγκατάλειψε δέσμια στο βουνό μαζί με το παιδί. Οταν το μικρό άρχισε να κλαίει, το άκουσε η κίσσα και από τότε λένε μιμείται το κλάμα του παιδιού. Περνώντας από εκεί ο Ηρακλής, άκουσε την κίσσα, βρήκε τη Φιαλώ με το γιο του και τους έσωσε (Παυσ. 8,12,3-4). Σύμφωνα με τον Οβίδιο και τον Antonino Liberali, κάποτε, στον Ελικώνα, οι Μούσες προκλήθηκαν σε μουσικό αγώνα από τις κόρες του Πίερου, βασιλιά της Πιερίας και της Πέλλας. Ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στους δύο χορούς, αυτόν των αθάνατων Μουσών και εκείνον των εννέα θνητών Πιερίδων, έληξε φυσικά με τη νίκη των Μουσών, οι οποίες μεταμόρφωσαν τις θνητές κόρες σε πτηνά· σε κίσσες λέει ο Οβίδιος, σε διάφορα πουλιά μαρτυρεί ο Νίκανδρος ο οποίος «διέσωσε» και τα ονόματά τους.
Η νύχτα έπεσε. Τα νυχτοπούλια ξεκινάνε το κυνηγητό ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων με σκοπό την εύρεση τροφής. Ανάμεσα στα φτερωτά πλάσματα του σκότους είναι και ο χουχουριστής. Είναι γνωστός με διάφορα ονόματα όπως χούχουλας, χουχουλόγιωργας, στριγγοπούλι ή χαροπουλι όμως η ονομασία που μας προκαλεί τρόμο όταν την ακούμε είναι μία: στρίγγλα.
Ο χουχουριστής, ή αλλιώς στρίγγλα, μοιάζει πολύ με την κοινή κουκουβάγια αλλά παρουσιάζει και αρκετές διαφορές. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Strix Aluco και έχει συνδεθεί με κακοδαιμονίες και προλήψεις σε πολλές από τις περιοχές όπου ζει. Η πρώτη λέξη του ονόματος –Strix– είτε προέρχεται από τη λέξη στριξ, ένα μυθολογικό πλάσμα που έφερνε κακούς οιωνούς και τρεφόταν με ανθρώπινη σάρκα και αίμα, είτε είναι ηχομιμητική λέξη της φωνής του πτηνού. Η δεύτερη λέξη (aluco) προέρχεται από την ελληνική λέξη ολολύζω/ulucus(λατιν.)-allocco-alucο, που σχετίζεται πάλι με τη φωνή του ζώου. Η κοινή ονομασία «χουχουριστής» είναι μια ηχομιμητική λέξη από τον ιδιαίτερο, «χουχουριστό» και λυπητερό ήχο που αρθρώνει.
Για το όνομα «χουχουριστής» υπάρχει καταγεγραμμένος από τον Θ. Δ. Κληρονόμο στο περιοδικό «Νουμάς» το 1907 ένας μύθος, που συνοπτικά αναφέρει τα εξής: Ήταν κάποτε ο Γιώργος, ένα ορφανό παιδί, που η μάνα του η Λουλούδω το μεγάλωσε με πολλές στερήσεις. Στα είκοσι του χρόνια έγινε τσέλιγκας αλλά επειδή ήταν μόνος του δε χόρταινε τον ύπνο. Μια μέρα παρακάλεσε τον Θεό να μπορούσε να κοιμηθεί τρία χρόνια. Έτσι κι έγινε. Όταν ξύπνησε ο Γιώργος, τα βρήκε όλα αλλιώτικα. Ακόμα και ίδια του τα σκυλιά δεν τον γνώρισαν και του χίμηξαν. Τότε ο Γιώργος παρεκάλεσε το Θεό να τον κάνει πουλί να περπατάει τις νύχτες στα άγρια βουνά. Ο Θεός, λοιπόν, τον έκανε νυχτοπούλι. Αμέσως, ο Γιώργος πέταξε για το σπίτι της μάνας του, μιλώντας της με την ανθρώπινη λαλιά του και κάνοντας τη να προσευχηθεί να γίνει κι εκείνη πουλί. Από τότε, μάνα και γιος γυρνούν στα βουνά μαζί. Κρύβονται την ημέρα και βγαίνουν τη νύχτα. Ο Γιώργος σαλαγάει τα γίδια των τσοπάνηδων: ωχούουου…ωχού…. ωχούουου! Και η μάνα η Λουλούδω θυμάται το φτωχικό της και τον καλό της και φωνάζει: χούουου! Χούουου. Το χωριό που άκουσε και είδε αυτά έβγαλε το παιδί Χουχουλό Γιώργα και τη μάνα Χουχουβάϊα.
Για το ίδιο πουλί, ως «στρίγγλα» αυτή τη φορά, γίνεται λόγος και στην ελληνική μυθολογία: O Ιππόνους παντρεύτηκε την Θράσσα, κόρη του Άρη και της νύμφης Τερείνης απ' τον Στρυμώνα. Έτσι γεννήθηκε η Πολυφόντη. Η κοπέλα, περιφρονώντας τα δώρα της Αφροδίτης, ακολούθησε την Άρτεμη. Απ' τη ζήλεια της, η θεά του Έρωτα την έκανε να ζευγαρώσει με μια αρκούδα. Οργισμένη η θεά Άρτεμης με το ολίσθημα της ακολούθου της, πρόσταξε τα ζώα του δάσους να την κατασπαράξουν. Εκείνη όμως διέφυγε στον πατέρα της και γέννησε δύο αγόρια, τον Άγριο και τον Όρειο. Μεγαλώνοντας, οι νέοι άρχισαν να καταβροχθίζουν τους περαστικούς. Ο Δίας θύμωσε και έστειλε τον Ερμή να τους αφανίσει. Τους λυπήθηκε τότε ο Άρης και τους μεταμόρφωσε σε πουλιά. Τον Όρειο σε λαγόποδα, τον Άγριο σε γύπα, την υπηρέτρια τους σε δρυοκολάπτη, ενώ την Πολυφόντη σε στρίγγλα.
…καὶ ἐγένετο Πολυφόντη μὲν στὺξ φθεγγομένη νυκτὸς ἄτερ σίτου καὶ πότου, τὴν κεφαλὴν ἴσχουσα κάτω, τοὺς δὲ πόδας ἄκρους ἄνω, πολέμου καὶ στάσεως ἀνθρώποις ἄγγελος… (Αντωνίνος Λιβεράλις, Ἱστορεῖ Βοῖος Ὀρνιθογονίας β΄)
Στα Λατινικά υπάρχει η λέξη Strix-igis και αναφέρεται σε μάγισσα, σε κακοποιό ον που τρέφεται με αίμα. O Φέστος αποκαλεί τις «στρίγγλες» κακοποιές γυναίκες φτερωτές –maleficae mulieres volaticae–. Ο Σενέκας τις τοποθετεί στον Τάρταρο ενώ ο Οράτιος αναφέρει πως επινοούσαν ερωτικό φίλτρο απ' τα φτερά τους. Κάποιοι τις ερμηνεύουν ως νυχτερίδες αλλά οι περισσότεροι ως κουκουβάγιες.
Οι παρακάτω απωθητικοί-εξορκιστικοί στίχοι έχουν διασωθεί από τον Λατίνο ερανιστή Φέστο:
«…Στρίγγ' ἀποπομπεῖν νυκτιβόαν
Στρίγγ' ἀποπομπεῖν ἀπὸ δόμων
ὄρνι κακόδαιμον·
Στρίγγ' ἀποπομπεῖν ἀπὸ νεῶν ὠκυπόρων
Στρίγγ(α) ἀποπομπεῖν…»
Σε μετάφραση:
«…Τη στρίγγλα να διώξουμε που βοά τη νύχτα,
τη στρίγγλα μακριά απ' τους ανθρώπους
πουλί ακατανόμαστο,
διώξε πέρα τη στρίγγλα στα γρήγορα πλοία…»
Όλες αυτές οι δεισιδαιμονίες προέκυψαν απ' τον ενοχλητικό στριγκό ήχο που έβγαζε ο χουχουριστής και την εμμονή του να τριγυρνάει και να κρώζει τη νύχτα πάνω απ' τα σπίτια των ανθρώπων. Έτσι, η ρωμαϊκής επινόησης λέξη strix έγινε striga ή strega, δηλαδή μάγισσα, στα Ιταλικά. Στα πολωνικά συναντούμε τη λέξη Strzyga ενώ στα αλβανικά τη λέξη shtrigë. Στη ρουμάνικη μυθολογία, ανάμεσα στα τρομερά πλάσματα της νύχτας, συγκαταλέγονται και τα Strigoi. Πρόκειται για τέρατα που έχουν ακόρεστη δίψα για ανθρώπινο αίμα, ενώ μπορούν να μεταμορφωθούν σε όποιο ζώο θέλουν ή να γίνονται αόρατα. Το όνομα των προγόνων του βρικόλακα Strigoi, προέρχεται από το ελληνικό όνομα στριγξ, από το οποίο ονομάστηκαν και τα μυθικά όντα της ελληνικής λαογραφίας, οι Στρίγγλες.
Στρίγγλες ονομάζονταν, σύμφωνα με την ελληνική λαογραφία, κάποιες κακότροπες και μοχθηρές γυναίκες που μπορούσαν να κάνουν κακό σε ανθρώπους, κατά κύριο λόγο σε γυναίκες και μωρά παιδιά. Σε κείμενο του Νικόλαου Πολίτη, του μεγάλου μας λαογράφου, περιγράφεται με μεγάλη ακρίβεια η μορφή και ο ρόλος των μαγισσών αυτών. Ήταν γυναίκες που μπορούσαν με χίλια δυο τερτίπια να κάνουν κακό σε γυναίκες και σε νεογέννητα μωρά φυσώντάς τα και κάνοντάς τα αρρωστιάρικα για όλη τους τη ζωή. Γι’ αυτό οι γονείς ενός μωρού δεν το άφηναν μόνο του μέχρι να βαφτιστεί μήπως και το γλιτώσουν από τούτες τις ελεεινές γυναίκες.
Αυτές και άλλες τόσες ιστορίες κρύβονται καλά ανάμεσα στους ίσκιους των δέντρων από τα χρόνια που ο άνθρωπος ζούσε αγαπημένα με τη φύση και που ίσως τα ζώα να μιλούσαν με ανθρώπινη φωνή. Μπορεί βέβαια ακόμη να μιλάνε, απλά εμείς δεν τα ακούμε πια.
«...και χθες το πουλί της νύχτας έκανε να καθίσει / Ακόμη και μέρα-μεσημέρι στης αγοράς τον τόπο / Και χουχουρίζοντας διαπεραστικά...»
Σαίξπηρ, Ιούλιος Καίσαρ
Βιβλιογραφία και Διαδικτυακές Πηγές
“Κοράκι.” Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα, http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/metamorfoseis/page_133.html Accessed 08/10/2019.
“Κορακίδες (Corvidae).” PetBirds, https://petbirds.gr/articles/Κορακίδες-corvidae.430/. Accessed 08/10/2019.
“Μεταμορφώσεων συναγωγή.” Βικιθήκη, https://el.wikisource.org/wiki/ Μεταμορφώσεων_συναγωγή. Accessed 08/10/2019.
“Τα παιδιά του Όντιν.” Χείλων, https://chilonas.com/2019/05/12/%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD/. Accessed 08/10/2019.
“Χουχουριστής (Strix aluco).” Δρυάδες, http://oakspirits.blogspot.com/2018/03/strix-aluco.html. Accessed 08/10/2019.
Αναστασάκη, Ευαγγελία. “Τα κοράκια στον Πύργο του Λονδίνου ζουν… βασιλικά!” Perierga.gr, https://perierga.gr/2017/05/ta-korakia-ston-pyrgo-tou-londinou-zoun-vasilika/. Accessed 08/10/2019.
Γκίκας, Σωκράτης. Μύθοι και ανέκδοτα του Αισώπου. Σαββάλας, 2001.
Γρανίτσας, Στέφανος, Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου. Εστία, 1997.
Καμπουράκης, Τάσος. “Ο μύθος της μπλε καρακάξας”. Παραμυθάδες. https://paramythades.org. Accessed 08/10/2019.
Καπλάνογλου, Μαριάνθη. Ελληνική λαϊκή παράδοση. Ελληνικά Γράμματα, 1998.
Μερακλής Μ.Γ. Το λαϊκό παραμύθι-κείμενα παραμυθολογίας. Ελληνικά Γράμματα, 1999.
Μερακλής, Μ.Γ. Τα παραμύθια μας. Καστανιώτης, 1980.
Παναγοπούλου, Βάση. “Συνοδοιπόροι της ζωής τα πουλιά στην πόλη.” Η Εφημερίδα των Συντακτών, https://www.efsyn.gr/nisides/87969_synodoiporoi-tis-zois-ta-poylia-stin-poli. Accessed 08/10/2019.
Πόε, Έντγκαρ Άλλαν. Το κοράκι. Περίπλους, 2008.
Πολίτης, Ν. Παραδόσεις. Γράμματα, 2012.
Σπυροπούλου, Ζωή. Μύθοι περί ζώων. Έκδοση Β', Ελληνικά Γράμματα, 1988.
Σφήκας, Γιώργος. Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου. Ευσταθιάδης, 1991.